Η προσβολή! (pic)

Η προσβολή! (pic)

bet365

Η πανδημία μας χωρίζει και μας φέρνει πιο κοντά. Φίλοι τα βρίσκουν και τσακώνονται. Καταπίεση, συμβιβασμοί και κρυφές ενοχές. Το νέο διήγημα του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου για το Gazzetta Weekend!

Η πόρτα έκλεισε με δύναμη. Η Νίκη τρόμαξε αλλά αμέσως κατάλαβε. Ο πατέρας της μονολογούσε, έβριζε. Εντύπωση της έκανε. Δεν τον είχε συνηθίσει έτσι. “Πού θα μου πει έμενα…”, “αν μου ξαναμιλήσει έτσι…” κι άλλα οργισμένα σχόλια, φράσεις. Κρέμασε το σακάκι του με νεύρα στην κρεμάστρα και πήγε στην τουαλέτα. Ο θυμός δεν είχε περάσει. Όταν άνοιξε την πόρτα την είδε μπροστά του. Φάντης μπαστούνι! Δεν της μίλησε. Με γοργό βήμα πήγε στην κουζίνα.

Τη ρώτησε απότομα αν είχε μαγειρέψει. “Μα, καλά βρε πατέρα, τι έγινε;”. Την αποπήρε μ’ ένα “δεν έχω όρεξη τώρα, βάλε να φάμε” και η ώρα του μεσημεριανού πέρασε χωρίς να το καταλάβουν. Τον είδε πως είχε ηρεμήσει κάπως και τον ρώτησε “θα μου πεις τι συνέβη;”.

Της είπε “ναι”, αλλά πριν απ’ αυτό την ενημέρωσε ότι είχε πάει στο καφενείο του Ανέστη. Της είχε πει ότι θα έκανε μια βόλτα στη γειτονιά και μετά στο φαρμακείο να πάρει τα χάπια για την πίεση. Τον κοίταξε θυμωμένα και πήγε στο δωμάτιο της. Το περίμενε, αλλά δεν ήθελε να την κοροϊδεύει άλλο. Ήξερε ότι μόλις ηρεμούσε θα ερχόταν να πάρει τις εξηγήσεις της. Ήταν ακόμη αναστατωμένος. Έπεσε για ύπνο. Πριν κλείσει τα μάτια του ψιθύρισε “αν μου ξαναμιλήσει έτσι θα του σπάσω το κεφάλι!”

Η ζωή του κυλούσε ήρεμα, τακτοποιημένα, αδιάφορα. Δέκα χρόνια συνταξιούχος ο κυρ Αριστείδης. Μια ζωή στα τρόλεϊ, οδηγός. Καλή σύνταξη έπαιρνε, αν και ο ίδιος έλεγε “τα χρόνια που δούλεψα δεν τα καλύπτει καμία σύνταξα. Εξάλλου, τους φόρους και τις εισφορές μου πάντα τους πλήρωνα. Τέλος πάντων, ναι, όπως είναι τα πράγματα, είναι καλή σύνταξη”. Η κόρη του –ζούσαν μαζί- έχασε τον άντρα της σε εργατικό ατύχημα. Οικοδόμος ήταν. Έπεσε από τη σκαλωσιά. Δεν πρόσεχε είπαν οι “ειδικοί”. Στα 45 της έμεινε χήρα. Δυο χρόνια κράτησε ο γάμος. Παιδί δεν πρόλαβαν να κάνουν. Η μάνα της πέθανε δυο μέρες μετά τη συνταξιοδότηση του πατέρα της. Βαριά πνευμονία η αιτία.

Ο κυρ Αριστείδης είχε συμβιβαστεί με ό,τι του είχε απομείνει, με ό,τι του έδιναν οι “γενναιόδωροι” κυβερνώντες και απλά…ζούσε. Το στεγαστικό το είχε ξοφλήσει και τώρα με τη σύνταξη του συντηρούσε και την κόρη του. Αυτή ντρεπόταν, στεναχωριόταν, αλλά τι να κάνει;

Όσο ζούσε ο άντρας της εργαζόταν σε μα βιοτεχνία ρούχων στο Περιστέρι, σιδέρωνε. Η κρίση έστειλε τη βιοτεχνία στην Τουρκία και αυτήν στο ΟΑΕΔ. Προσπάθησε να βρει δουλειά, αλλά απολυτήριο Λυκείου και Lower δεν έφταναν. Κάτι 4ωρα έκανε, για λίγο, σε σούπερ μάρκετ, κανά δυο σπίτια καθάρισε και τίποτα μετά. Έψαχνε στις αγγελίες, έστελνε βιογραφικά, πήγαινε για συνεντεύξεις… Όσο έμενε με τον πατέρα της είχαν κάνει συμφωνία: αυτή το νοικοκυριό, αυτός λογαριασμούς, σούπερ μάρκετ. Κυλούσε το πράγμα μέχρι που ήρθε η πανδημία.

“Θέλω να προσέχεις ρε πατέρα. Πολλά ζητάω; Εσείς οι άνω των 65 πρέπει να προσέχετε περισσότερο. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί συναντιέστε έξω από το καφενείο του Ανέστη. Δεν μπορείτε να περιμένετε να ανοίξει;”. Έτσι κατέληγε η σχεδόν καθημερινή “μάχη” που έδιναν. Εκείνος γκρίνιαζε για τον περιορισμό και πως δεν αντέχει άλλο και εκείνη να το παίζει μάνα του. Τον ενοχλούσε όπως ακουγόταν αυτό το “εσείς οι άνω των 65”.

Σκεφτόταν αν είναι να μπω στο περιθώριο θα το κάνω μόνος μου. Δεν θα μου πει κανείς να μείνω στην άκρη και να λουφάξω. Δεν είχε αρρωστήσει ποτέ σοβαρά και το καφενείο ήταν η μόνη διασκέδαση που είχε τα τελευταία χρόνια. Στο καφενείο έβρισκε τους φίλους του. Τον Περικλή, τον Διονύση και τον Λεωνίδα. Έπαιζαν χαρτιά, έκαναν πλάκα ο ένας στον άλλο, συζητούσαν για το ποδόσφαιρο, γκρίνιαζαν για τις συντάξεις τους και ανέλυαν την πολιτική κατάσταση. Πότε δεν είχαν τσακωθεί. Μέχρι που ήρθε η πανδημία.

“Λοιπόν, τι συνέβη και ήρθες με νεύρα, βρίζοντας; Προσπερνάω ότι μου είπες ψέματα”. Απλή και ξεκάθαρη ερώτηση. Η απάντηση όμως ήταν δύσκολη. Με τον Περικλή, τον Διονύση, τον Λεωνίδα γνωρίζονταν πολλά χρόνια. Φίλοι καρδιακοί.

Επισκέπτονταν ο ένας το σπίτι του άλλου, βοηθούσαν ο ένας τον άλλο, διασκέδαζαν… Τις μέρες της πανδημίας βρίσκονταν έξω στην αυλή του καφενείου. Αγόραζαν καφέ στο χέρι και κάθονταν στις καρέκλες που είχε αφήσει έξω ο Ανέστης. Οι αποστάσεις ασφαλείας τηρούνταν και όλοι είχαν αντισηπτικό. Σήμερα, λοιπόν, κάποια στιγμή ο Περικλής ρώτησε “δηλαδή πρέπει να φοράμε και μάσκα από δω και πέρα;”.

“Όχι ρε, μόνο στα λεωφορεία, τρόλεϊ, μετρό, ηλεκτρικό, ταξί, ασανσέρ, κέντρα υγείας, νοσοκομεία”, απάντησε ο Διονύσης. Η κουβέντα πήγε στις τιμές των μασκών και πόσες θα χρειάζονταν τον μήνα. “Α, εγώ δεν έχω πρόβλημα” είπε ο Αριστείδης. “Ο ανιψιός μου δουλεύει σε νοσοκομείο και μου είπε ότι θα μου φέρει δυο κουτιά”. Τότε, ο Λεωνίδας, του είπε “ε, καλά, μια ζωή βολεμένος ήσουν εσύ”.

Αντάλλαξαν λόγια βαριά χωρίς να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο. Όλα αυτά θα της έλεγε, αλλά τελικά της είπε: “ο Λεωνίδας μωρέ… Που μερικές φορές δεν σκέφτεται όταν ανοίγει το ρημάδι του και λέει χαζομάρες. Ε, μου είπε ότι κλέβω στα χαρτιά. Αν είναι δυνατόν! Τέτοια προσβολή σε μένα;”. Πριν δει τις ειδήσεις είπε στην κόρη του να πεταχτεί στο φαρμακείο να πάρει δυο κουτιά μάσκες. Μετά σκέφτηκε: "μα, εγώ πάντα χάνω στα χαρτιά".

 

Τελευταία Νέα