Η τηλεόραση! (pic)

Η τηλεόραση! (pic)

bet365

Όλα μπορούν να συμβούν εκεί που δεν το περιμένεις. Αρκεί να πιστέψεις! Εκεί που το όνειρο και η πραγματικότητα δεν απέχουν και τόσο. O Aλέξανδρος Στεργιόπουλος γράφει ακόμη ένα διήγημα στο G-Weekend!

Η μαύρη, στιλπνή, δροσερή επιφάνεια τον δρόσιζε κάθε βράδυ. Κι ας τον ξεβόλευε όταν έπεφτε να κοιμηθεί. Στο φως γυάλιζε και ο συνδυασμός χρυσού-μαύρου γινόταν θελκτικός, πανέμορφος. Κανένα ψεγάδι πάνω της. Όλα τοποθετημένα σωστά έδιναν την εντύπωση ενιαίου συνόλου.

Το εσωτερικό της πολύπλοκο και ευαίσθητο. Το ίδιο και το άγγιγμα πάνω της. Δεν μπορούσες να την αγγίξεις άγαρμπα και φυσικά ούτε λόγος για βία. Αυτή είχε τη δυνατότητα να μιλάει με χρώματα, γαλάζιο φως και εικόνες που εναλλάσσονταν. Η φωνή της άλλοτε μειλίχια, άλλοτε σταθερή και ήρεμη και άλλοτε βροντώδης και άγρια. Μερικές φορές σώπαινε για να ικανοποιήσει τον κουρασμένο, νευριασμένο σύντροφο της.

Η ομορφιά της αδιαμφισβήτητη. Χωρίς αυτήν το σπίτι ήταν άδειο και άσχημο. Την ένιωθε και ήταν κομμάτι της ζωής του. Την ώρα που ξάπλωνε δίπλα της, την πρόσεχε σαν μωρό. Έμενε στην άκρη και φρόντιζε να μην αλλάξει πλευρό απότομα και την πληγώσει. Το πρωί που ξυπνούσε έβγαζε την πρίζα από τον σβέρκο του και η οθόνη στον μεγάλο τοίχο έσβηνε.

Η τηλεόραση ξυπνούσε και η ζωή συνεχιζόταν για τον Μηνά. Το όνειρο επέμενε όσο το τηλέφωνο δεν χτυπούσε, όσο δεν ερχόταν κανένας. “Ξημέρωσε, ας πάω στη δουλειά μπας και γίνει κανένα θαύμα σήμερα. Πού ξέρεις; Η πίστη είναι θαυματουργή”. Η μέρα του Μηνά ξεκινούσε…

Το εργαστήρι ηλεκτρονικών επισκευών του Μήνα είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες. Τη δεκαετία του ΄90 φυσικά, τότε που όλα ήταν κάπως πιο εύκολα, πιο χαλαρά, το χρήμα άλλαζε χέρια ανεμπόδιστα και όταν στέρευε, οι τράπεζες έσωζαν την κατάσταση. Αχ, αυτές οι τράπεζες. Πόσο νοιάζονταν για τους φτωχούς, τους μικρομεσαίους, τους ματαιόδοξους μικροαστούς. Το υπόγειο του Μηνά δεν σταματούσε να δέχεται τηλεοράσεις. Μικρές, μεγάλες, πολύ μεγάλες, νέες, παλιές, με ασπρόμαυρη εικόνα, με έγχρωμα εικόνα… Όλες!

Η ελληνική κοινωνία, οικογένεια, είχε παραδοθεί στην κατανάλωση και όριο δεν υπήρχε. Τον πνεύμα υλικής ευδαιμονίας της εποχής επέβαλλε διαμέρισμα, εξοχικό, ρούχα, παπούτσια, αυτοκίνητα και πολλές τηλεοράσεις. Μία τηλεόραση στο σαλόνι, μία στην κρεβατοκάμαρα, μία στο παιδικό δωμάτιο, μία στην κουζίνα. Τα καταστήματα λιανικής πώλησης ηλεκτρονικών συσκευών έκαναν χρυσές δουλειές. Μαζί και τα εργαστήρια επισκευής. Υπήρξαν στιγμές που στο υπόγειο ο Μηνάς “χανόταν” από τις υπό επισκευή τηλεοράσεις. Κουραζόταν, αλλά η αποζημίωση τον ξεκούραζε.

Το εργαστήριο το άνοιξε τέλη του 1994 αρχές 1995. Πήρε το ξυλουργείο του πατέρα του και το μετέτρεψε. Πριν πάει φαντάρος δούλευε στο μαγαζί του θείου του. Αχαρνών και Ηπείρου. Βοηθούσε στα έξοδα της οικογένειας. Όταν ήρθε το χαρτί στράτευσης, μετά τη βασική εκπαίδευση, τον έστειλαν στη Σχολή Εκπαιδεύσεως Τεχνιτών Τηλεπικοινωνίας (ΣΕΤΤΗΛ) στον Πύργο Ηλείας.

Εμπλούτισε τις γνώσεις του και μαζί με όσα είχε μάθει από τον θείο του ήξερε τι θα κάνει μετά την απόλυση του. Απολύθηκε στα 25 του –είχε καθυστερήσει λόγων αναβολών για ακαδημαϊκούς λόγους, πανελλαδικές. Ο πατέρας του συμφώνησε στην ιδέα και τον βοήθησε.

Εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών και ο μισθός δεν ήταν καθόλου κακός. Η μητέρα του ήταν μοδίστρα και δούλευε σε γνωστό έλληνα σχεδιαστή ρούχων. Έτσι του έδωσαν μεγάλο μέρος των οικονομιών τους. Για δέκα χρόνια τα πράγματα πήγαιναν εξαιρετικά. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες όμως άρχισε να φθίνει η δουλειά ώσπου ήρθε ο κορονοϊός να δώσει το τελικό χτύπημα.

Σκεφτόταν τον αριθμό 50 και απελπιζόταν, αγωνιούσε, ανησυχούσε. Αντιστοιχούσε στα χρόνια του. Ήταν εγκλωβισμένος. Χρέη δεν είχε, μόνος του έμενε. Για το μέλλον όμως είχε ένα χρώμα κι αυτό ήταν το μαύρο. Με τις “έξυπνες” συσκευές, τις “έξυπνες” δουλειές που σε… ξεκούραζαν και σου έδιναν κάτι από μισθό, τις “έξυπνες” παιχνιδομηχανές και τις “έξυπνες” τηλεοράσεις που δεν χάλαγαν εύκολα, αισθανόταν ότι η εποχή τον ξεπερνούσε, έμπαινε στο περιθώριο. Η σύνταξη ακόμη ήταν μακριά και η ηλικία του απαγορευτική για άλλη δουλειά.

Την περίοδο του “Μένουμε Σπίτι” έμενε στο εργαστήριο. Άνοιγε, τακτοποιούσε και περίμενε. Περίμενε μπας και κάποιος του φέρει κάτι για επισκευή, ήλπιζε να ναι τηλεόραση. Στο μικρό γραφείο που είχε στο βάθος, στον τοίχο είχε κολλήσει μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου.

Του την είχε δώσει ο κύριος Ισίδωρος, συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Δίδασκε θρησκευτικά στο Γυμνάσιο και φυσικά ασκούσε με συνέπεια τα λατρευτικά του καθήκοντα. Συνήθιζε να λέει στον Μηνά “Πίστευε και μη ερεύνα! Πίστευε κι όλα θα γίνουν”. Κάτι δεν κόλλαγε στον Μηνά, το σκεφτόταν χρόνια αλλά δεν είπε ποτέ τίποτα στον κύριο Ισίδωρο. Αφού ήπιε τον καφέ του –σκέτο με ολίγη, έτσι του άρεσε- έριξε το βλέμμα του στην εικόνα του Άη Γιώργη. Μετά από μια ώρα άκουσε:

-Καλημέρα. Έφερε την τηλεόραση μου. Έσπασε η οθόνη

-Καλημέρα. Ναι, παρακαλώ. Αφήστε τη να τη δω.

-Μένω στην πολυκατοικία δίπλα. Είχαν ανέβει τα ανιψάκια μου να με δουν. Σωστοί διάολοι! Ε, πήραν την μπάλα τους και άρχισαν να σουτάρουν. Τι κι αν φώναζε η μάνα τους. Τίποτα. Έπεσε η τηλεόραση από το έπιπλο και… αυτό ήταν!

-Μην ανησυχείτε. Θα τη φτιάξω.

-Ωραία. Να στε καλά. Μια και βγήκα ας πάω στην εκκλησία να ανάψω ένα κεράκι.

Βγάζει το “έξυπνο” κινητό του, στέλνει το sms και φεύγει.

 

Τελευταία Νέα