Νίκος Εγγονόπουλος: Μακριά από τη Δόξα (vid & pics)

Νίκος Εγγονόπουλος: Μακριά από τη Δόξα (vid & pics)

bet365

Στις 21 Οκτωβρίου 1907 γεννήθηκε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Ζωγράφος, ποιητής, σκηνογράφος με ξεχωριστό, άφθαρτο έργο. Το Weekend αποτίει φόρο τιμής στον σπουδαίο Νίκο Εγγονόπουλο!

Ο Νίκος Εγγονόπουλος δήλωνε για τον εαυτό του πως “και γω είμαι μια ωραία ψυχούλα”. Εγωιστικό; Ναι. Αληθές; Σίγουρα. Πώς το ζωγραφίζεις όμως; Τι κάνεις με την προσωπική αντωνυμία που είναι γεμάτη αυθάδεια και έπαρση; Δηλώνει και επιβάλλει τη θέση της αμέσως. Τι χρώμα να διαλέξεις για το “ωραία” όταν η άνοιξη κρύβεται και μένει το επίμονο κίτρινο του ήλιου; Και για το ουσιαστικό που είναι όλο παράπονο, παιδιάστικη σιγουριά, αθωότητα, τι μορφή θα του δώσεις; Τα γεωμετρικά σχήματα είναι κατάλληλα για το σύνολο που δεν είναι μόνο λέξεις, ορθογραφία, σύνταξη; Τα φωτεινά χρώματα και ο άφθαρτος μπλε ουρανός αρκούν; Οι αδρές γραμμές και το μεγαλοπρεπές βυζαντινό ύφος αρμόζουν σε εξομολογητική φράση;

Σε λεπτομέρεια αυτοβιογραφίας που διώχνει τα σύννεφα, σηκώνει την κουρτίνα της βροχής και διαβάζει τα ηλιακά θραύσματα πώς φέρεσαι; Αφήνεσαι στα λόγια του “Μπολιβάρ” και ατενίζεις με δέος την “Κοιλάδα με τους Ροδώνες”. Αφήνεις το μάτι σου να ταξιδέψει και στην κόρη του κλείνεις τρίγωνα, ψάρια που πετάνε, σύννεφα που ασπρίζουν τον ουρανό, έναν βασιλιά δίχως πρόσωπο και μια άρπα που θα αφήσει τις νότες να γίνουν σκαλοπάτια σ' ένα σύμπαν τόσο μακρινό αλλά και τόσο εύκολο να κατακτήσεις. Γιατί η τόλμη μιας φράσης που αποκαλύπτει τα πάντα και “κλαίει” από περηφάνια, μόνο με την ποίηση περνά στο χαρτί, στον καμβά και στην κόρη του ματιού μας, στην ψυχή μας. Ο Νίκος Εγγονόπουλος περπατά μονάχος, μακριά από τη Δόξα...

Στην επικράτεια του κενού

...μακριά από τα μάτια του κόσμου. Κι ας ζωγράφιζε τις λέξεις του κόσμου. Κι ας ζωγράφιζε με τις λέξεις. Κι ας ζωγράφιζε... Μετά τα αποσιωπητικά θα πρεπε να ακολουθούν ερωτηματικά και θαυμαστικά, όμως ο Εγγονόπουλος δεν ήθελε να φύγει από την επικράτεια του κενού που όλα τα γεννά, όλα τα δέχεται και όλα τα απορρίπτει. Η Δόξα, στην ουσία σαρκωμένη στο δέρμα που “μιλά” και κρατά πάνω του το μέγα ρίγος, βρίσκει πάντα τους δημιουργούς και μαζί με τον χρόνο και το κοινό τους καθιστά ένδοξους. Στην περίπτωση του Εγγονόπουλου κοινό και χρόνος στάθηκαν απέναντι του. Το κοινό γιατί δεν ήθελε να δεχτεί τον εκτός ορίων λόγο και ο χρόνος που είχε εκτοπιστεί σε τόπους άγνωστους και απομονωμένους στο μέλλον.

Στον μονόδρομο της “γενιάς του '30” ο Εγγονόπουλος έψαχνε το σκονισμένο αδιέξοδο. Εκεί θα πέταγε τις λέξεις και μαζί με τη σίγουρη άνοιξη θα έφτιαχνε το δικό του καλλιτεχνικό σύμπαν. Μαζί με τον Εμπειρίκο άρπαξαν ό,τι μπορούσαν από τη ματιά του νου και το άφησαν σ' έναν κόσμο που τιμούσε την αυθεντία, την περιχαρακωμένη ομορφιά και στη στιβαρή αλήθεια. Για τον Εγγονόπουλο όμως οι λέξεις είναι εύκαμπτες και ελεύθερες και μόνο στον καμβά και στο σχέδιο πειθαρχούν. Αποφασισμένος να πάει κόντρα στο ρεύμα, όχι από αντίδραση αλλά από ανάγκη και την ανάγκη αυτή υπηρέτησε μέχρι τέλους. Για τον Εγγονόπουλο ήταν αναγκαίο να σπάσει τα είδωλα και στα κάτοπτρα να μην υπάρχουν επαναλήψεις, αλλά ρευστές εικόνες που άλλαζαν διαρκώς μορφή ξεπερνώντας χρόνο, τόπο, κοινό. Για τον Εγγονόπουλο, ζωγράφο-ποιητή, η δημιουργία οριζόταν από το τρίπτυχο: Γεωμετρία-Χρώματα-Γλώσσα. Αρμονία και δίχως όρους επικοινωνία.

Πρώτα ζωγράφος

Ο Εγγονόπουλος ήταν πρώτα ζωγράφος. Το χε δηλώσει: “Μέσα μου πρώτα είμαι ζωγράφος. Η ποίηση είναι για τις πιο δύσκολες ώρες”. Πρώτα η επιρροή της βυζαντινής τέχνης. Με δικά του λόγια: “Τη βυζαντινή τέχνη σπούδασα κοντά στον Φώτη Κόντογλου, τον άνθρωπο με τη γενναία ψυχή. Και τι δεν αποθησαύρισα κοντά του. [...] Τον ευγνωμονώ και γιατί με μύησε στα μυστικά της βυζαντινής ζωγραφικής”. Διακήρυττε (για τη βυζαντινή τέχνη): “είναι η πιο κοντινή σε μας μορφή της ελληνικής τέχνης. Είναι καθήκον, ιδιαίτερα για κάθε Έλληνα καλλιτέχνη, να υπακούσει στα κελεύσματα της και να υπακούσει στις υποδείξεις της. Καθήκον αλλά και μεγάλη βοήθεια”. Αρχίζει να ζωγραφίζει με την τεχνική της αυγοτέμπερας και γενικότερα τη βυζαντινή τεχνική από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '30. Η πρώτη εικόνα που ζωγραφίζει είναι ο “Άγιος Νικόλαος”. Την ίδια χρονιά ιστορεί και τον “Άγιο Χαρίτων τον μεγάλο”. Στην ίδια δεκαετία θα μπορούσαν να ενταχθούν και κάποια έργα μη χρονολογημένα, τα οποία, όμως, έχουν θεματολογία και τεχνοτροπία βυζαντινίζουσα, χαρακτηριστική της μαθητείας του. Την επόμενη δεκαετία η παραγωγή του μειώνεται, όμως το 1952 αυξάνεται. Είναι η χρονιά που αναλαμβάνει να ιστορίσει τις εικόνες του τέμπλου για την εκκλησία του Άγιου Σπυρίδωνα της Νέας Υόρκης. Σχεδιάζει το δωδεκάορτο για το επιστύλιο, προσθέτοντας στα θέματα και τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ακολουθούν ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Υπαπαντή, η Βάπτιση, η Μεταμόρφωση, η Βαϊοφόρος, η Σταύρωση… Σε όλες αυτές τις εικόνες χρησιμοποιεί τον αυστηρό ορθόδοξο εικονογραφικό τύπο, με σχεδόν δογματικό χαρακτήρα. Με την εκκλησιαστική ζωγραφική ασχολείται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον στον Εγγονόπουλο είναι ότι πολύ συχνά συνδυάζει βυζαντινά και υπερρεαλιστικά στοιχεία στα έργα του. Καθοριστικό χαρακτηριστικό της τέχνης του κι αυτό διαπιστώνεται όχι μόνο στη σύνθεση, αλλά και στο σχέδιο και στα χρώματα. Στο έργο του δεσπόζουσα θέση έχει η γυναίκα, το δίπολο “άνδρας-γυναίκα”, η ελληνική μυθολογία και τα ιστορικά πρόσωπα.

Υποταγή στην εικόνα του ποιητικού λόγου

Το ποιητικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι να γίνει αποδεκτό. Στην αρχή αντιμετώπισε την αδιαφορία,τη σιωπή, των “σοβαρών” κριτικών. Φτάσαμε στο 1945 ώσπου να δημοσιευτεί η πρώτη (επαινετική) κριτική για την ποίηση του (από τον Καραντώνη για τον Μπολιβάρ). Αυτό όμως ήταν σταγόνα στον ωκεανό. Δημοσιογράφοι, ευθυμογράφοι, επιθεωρησιογράφοι περιφρόνησαν και λίντσαραν τον Εγγονόπουλο. Η εχθρική υποδοχή φυσικά και τον έθιξε και απέναντι στην ανθρώπινη μωρία δεν είχε τρόπο αντίδρασης. Η ολοκληρωτική ήττα αποφεύχθηκε χάρης τους φίλους του και ιδιαίτερα τους Ανδρέα Εμπειρίκο, Κωνσταντίνο Παρθένη, ευτυχώς. Το συναίσθημα ανακούφισης έχει να κάνει με την απόδοση δικαιοσύνης και την αναγνώριση της αξίας του Εγγονόπουλου που πραγματικά κόμισε εις την Τέχνη. Με δικά του μοτίβα, τη δική του τεχνική, το δικό του σκεπτικό και την ξεχωριστή εικονοποιία του. Οι μελετητές του έχουν διακρίνει εικαστικό χαρακτήρα στη διάταξη των στίχων, όπου ακόμα και ένα άρθρο καταλαμβάνει τη θέση ακέραιου στίχου, λέξεις χωρίζονται από το εγκλιτικό τους, ενώ άλλες “τσακίζονται” σολωμιστί (μόνο που εγώ επι-/προσθέτως). Στον ίδιο σκοπό τείνει η αραίωση λέξεων και η ιδιότυπη χρήση ισπανικών. Η ποίηση του είναι περισσότερο πλούσια απ' όσο υπολογίζει ο πρόχειρος οφθαλμός, εθισμένος να στενεύει τα πράγματα και τα ποιήματα σε σχήματα. [...]

Η ποίηση του είναι μελαγχολική, αλλά όχι βλοσυρή, όχι κατηφής, αφού βρίσκει πάντοτε τον τρόπο να δημιουργήσει ξέφωτα στη συννεφιά, με το ελεύθερο φρόνημα του, την εικαστική διαύγεια , το χιούμορ του, τις παιγνιώδεις σποραδικές ομοιοκαταληξίες και τα λεκτικά παιχνίδια του. Ο λόγος των ποιημάτων του είναι εικόνα, εικόνες πολλές, σφριγηλές, βαθιές και καλά αρμοσμένες, αφού στα κείμενα του η ελευθερία του υπερρεαλισμού δεν μεταφράζεται, δεν “υποκορίζεται” μάλλον, σε ελευθεριότητα. Ο Νίκος Εγγονόπουλος πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 από ανακοπή καρδιάς.

* [Η φωτογραφία του κειμένου μας παραχωρήθηκε από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Ευχαριστούμε]

Πηγές

-Από την εισαγωγή του Παντελή Μπουκάλα στο “Έλληνες ποιητές. Νίκος Εγγονόπουλος” [Εφ. “Καθημερινή”]

-“Οι βυζαντινές ρίζες του Εγγονόπουλου” της Πέγκυ Κουνενάκη. Παρουσίαση του βιβλίου “Νίκος Εγγονόπουλος ο βυζαντινός. Σαράντα μία αυγοτέμπερες, επτά σχέδια, είκοσι ποιήματα και μια σινική μελάνι σε χαρτί” των Άγγελου Δεληβοριά, Νίκου Ζία, στην εφημερίδα “Καθημερινή”.

-“Οι λέξεις είναι στοιχεία που τα ξομπλιάζω και τα βάζω χρωματιστά το ένα πλάι στο άλλο” [Αργυρώ Μποζώνη στο elculture.gr]

 

Τελευταία Νέα