«Η Χίο, τα' όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα»
Υπάρχουν στιγμές που μέσα από ανείπωτες τραγωδίες που δεν μπορούν να αποτυπωθούν με λόγια, ξεπηδά κάτι θετικό. Μία χαραμάδα φωτός, που επιτρέπει στις ψυχές εκείνων που θυσιάστηκαν να αναπαυτούν με γαλήνη στην αιωνιότητα. Οσο... κυνικό και αν ακούγεται αυτό, είναι μία φρικτή πραγματικότητα και κάτι αντίστοιχο συνέβη με την «Σφαγή της Χίου», όπως έμεινε στην ιστορία η προσπάθεια των Τούρκων να εξαλείψουν από προσώπου γης τους κατοίκους της.
Τα όσα συνέβησαν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1822 στο μαρτυρικό νησί, αποτέλεσαν την αρχή της αλλαγής στο πώς «έβλεπε» η Ευρώπη την ελληνική επανάσταση και οι θηριωδίες των Οθωμανών κατά του άμαχου πληθυσμού, έδειξαν σε όλη τη «γηραιά ήπειρο» πως ένα έθνος κινδυνεύει με εξαφάνιση κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
Ο γνωστός πίνακας του Ευγένιου Ντελακρουά έδωσε το έναυσμα για την έξαρση του φιλελληνικού κινήματος και μονομιάς... σαν να γύρισε ένα κουμπί. Στις δυτικές πρωτεύουσες ξεκίνησαν έρανοι για την ενίσχυση των Ελλήνων πολεμιστών, οι εφημερίδες της εποχής τόνιζαν πως ο χριστιανικός κόσμος δεν μπορεί να μένει απαθής μπροστά σε αυτά τα ανοσιουργήματα και εκατοντάδες ξένοι έφτασαν στην χώρα μας ως εθελοντές.
Ολα τα παραπάνω έγιναν στις στάχτες και στα αποκαΐδια ενός νησιού, ως ο ελάχιστος φόρος τιμής για τους χιλιάδες συμπατριώτες μας που ήταν έρμαια φρικαλεοτήτων που μόνο ένας αρρωστημένος νους θα μπορούσε να σκεφτεί. Και δυστυχώς εκείνα τα χρόνια που η ανθρώπινη ζωή είχε μηδενική αξία, υπήρχαν αρκετά...
Βέβαια για να φτάσουμε μέχρι την απόλυτη καταστροφή συνέβαλαν τα μέγιστα και οι τραγικοί χειρισμοί από ελληνικής πλευράς, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Στα βράχια του νησιού και πριν το σκεπάσει η τουρκική βαρβαρότητα, οι μαχητές της ελευθερίας είχαν... φροντίσει να γράψουν ακόμη ένα μικρό κεφάλαιο αλληλοσπαραγμού. Με τραγικές συνέπειες.
Η έναρξη της επανάστασης του 1821 βρήκε τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου σε δύσκολη θέση. Ξέχωρα ότι βρίσκονταν μακρυά από την Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο όπου ήταν το «κέντρο» των επιχειρήσεων, ήταν και σε απόσταση αναπνοής από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Ετσι κάθε κίνηση εναντίον του κατακτητή θα έπρεπε να είναι άρτια σχεδιασμένη και σε συνεννόηση με τους οπλαρχηγούς της ηπειρωτικής χώρας. Στην Χίο η κατάσταση ήταν πιο περίπλοκη. Το νησί λόγω των μαστιχόδεντρων βρίσκονταν ουσιαστικά σε καθεστώς αυτονομίας, απολαμβάνοντας διάφορα προνόμια.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως η τυραννία ήταν άγνωστη λέξη για τους ντόπιους, κυρίως τους απλούς κατοίκους του νησιού και όχι τους προκρίτους του. Ομως υπό αυτές τις συνθήκες, οι «κεφαλές» είχαν έναν επιπλέον λόγο να είναι πιο διστακτικές στο να κινηθούν εναντίον των Τούρκων.
Αυτό άλλωστε μετέφεραν στον ναύαρχο Τομπάζη, όταν τον Απρίλιο του 1821 βρέθηκε εκεί με σκοπό να κηρύξει την επανάσταση. Πλέον έναν χρόνο μετά την έναρξη των εχθροπραξιών στον Μοριά, την Ρούμελη και σε πολλές άλλες περιοχές οι συνθήκες φάνταζαν πιο ιδανικές, αλλά η προχειρότητα απέβη μοιραία.

Τόσο η γεωγραφική θέση της Χίου, όσο όμως κακά τα ψέμματα και τα προνόμια του νησιού, έκαναν διστακτικούς τους προκρίτους να κηρύξουν την επανάσταση.
Στην γειτονική Σάμο οι κάτοικοι είχαν πάρει τα όπλα και έτσι τον Μάρτιο του 1822 βρέθηκε εκεί ο χιώτης Αντώνης Μπουρνιάς, με σκοπό να ζητήσει την αρωγή του Λυκούργου Λογοθέτη και να κηρυχθεί η επανάσταση στο νησί του. Εκείνο τον καιρό η Χίος αριθμούσε περίπου 120.000 κατοίκους, εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία, σχεδόν οι 115.000, ήταν Ελληνες.
Ομως στην προ ενός έτους σχετικά μικρή τουρκική φρουρά, είχαν πλέον προστεθεί περαιτέρω στρατιωτικά σώματα των Οθωμανών, καθώς υπήρχε ο φόβος για τυχόν εξέγερση. Με διοικητή τον Βεχίντ πασά βελτίωναν τις οχυρώσεις του κάστρου και τρομοκρατούσαν τον ντόπιο πληθυσμό. Τότε οι Μπουρνιάς και Λογοθέτης υπέπεσαν στο πρώτο στρατηγικό λάθος.
Αντί να ενημερώσουν την κυβέρνηση για την απόφασή τους να μεταβούν από κοινού στη Χίο και να περιμένουν εντολές-ενισχύσεις, απλά ανακοίνωσαν ότι ξεκινούν για το εγχείρημά τους. Ετσι ήταν αδύνατον να τους αποσταλούν άνδρες και πολεμικό υλικό. Πόσο μάλλον όταν οι περισσότεροι από τους περίπου 3.000 πολεμιστές τους, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στην Αγία Ελένη και στην Αγκάλη στις 11 Μαρτίου του 1822, ήταν ελαφρώς οπλισμένοι.
Οι Τούρκοι στην αρχή προέβαλαν αντίσταση και μετά και κλείστηκαν στο φρούριο. Τότε έγινε το δεύτερο και μεγαλύτερο «κακό». Αντί οι ελληνικές δυνάμεις να πολιορκήσουν το κάστρο, οι δύο οπλαρχηγοί ξεκίνησαν αν ερίζουν για το ποιος ηγείται της εκστρατείας, ενώ πολλοί άνδρες του Λογοθέτη συμπεριφέρονταν υποτιμητικά στους ντόπιους.
Η γερουσία του νησιού καταργήθηκε, ο δεύτερος όρισε τοπική εφορία που άρχισε να συλλέγει με το ζόρι χρήματα από τους κατοίκους του νησιού, ο Μπουρνιάς δεν τον αναγνώριζε ως αρχηγό, ενώ οι πρόκριτοι δεν ήταν «ζεστοί» ώστε να υποστηρίξουν την επανάσταση. Ολα λάθος...Το πόσο τραγικά σχεδιάστηκαν οι επιχειρήσεις αποτυπώνεται από την επιστολή που έστειλε ο Λογοθέτης στην κυβέρνηση του Ναυπλίου, ζητώντας επειγόντως πολεμοφόδια – κυρίως βαρέα όπλα – και στρατιώτες ώστε να πολιορκήσει το κάστρο. Ολα εκ των υστέρων...

Ο Λυκούργος Λογοθέτης ενώ πέτυχε στην εδραίωση της επανάστασης στην Σάμο, με τις αποφάσεις του και τις ενέργειές του στη Χίο, «σφράγισε» τη μοίρα του νησιού.
Την ίδια στιγμή στην Κωνσταντινούπολη ο Μαχμούτ Β' εξέλαβε την εξέγερση του νησιού, ως μία προσωπική προσβολή. Η αδερφή του τρόπο τινά ήταν η «αρχόντισσά» του, καθώς ελάμβανε τα κέρδη της φορολογίας από την μαστίχα, που ήταν ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο και σπάνιο ποτό. Οπως παραμένει και τώρα.
Η πρώτη του κίνηση ήταν να διατάξει τον ναύαρχο Κάρα-Αλή να ξεκινήσει τις διαδικασίες για να ανακτήσει η Πύλη τον έλεγχο της Χίου, ενώ μετά από μερικές ημέρες δολοφόνησε τρεις προκρίτους του νησιού, τους Παντελή Ροδοκανάκη, Μιχαήλ Σκυλίτση και Θεόδωρο Ράλλη όπως και 60 έμπορους από την Χίο που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα.
Την Μεγάλη Πέμπτη του 1822 το ημερολόγιο έδειχνε 30 Μαρτίου και η τουρκική αρμάδα που αποτελούνταν από περίπου 40 σκάφη – οι μαρτυρίες της εποχής κάνουν λόγο από 34 μέχρι 46 – έκανε την εμφάνισή της στα Βόρεια παράλια του νησιού. Ξεκίνησε σφοδρός κανονιοβολισμός και μερικές ώρες αργότερα αποβιβάστηκαν οι Οθωμανοί, που υπολογίζονται σε περίπου 7.000. Τα μόνα ελληνικά πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή ήταν ορισμένα από τα Ψαρά που λόγω του μικρού τους αριθμού δεν μπορούσαν να αντιδράσουν, ενώ ταυτόχρονα με την άφιξη των Τούρκων στην ενδοχώρα, οι έγκλειστοι του κάστρου επιχείρησαν έξοδο.
Οι ελληνικές δυνάμεις που και δεν ήταν καλά οργανωμένες και είχαν ελλειπή εφόδια αμέσως υποχώρησαν, ενώ ο μύθος λέει πως από παντού ακούγονταν μία φράση που έμελλε να «στοιχειώσει» το νησί. «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω... ». Οι Σάμιοι αναχώρησαν εσπευσμένα και κατηγορήθηκαν από ορισμένους πως δεν πήραν μαζί όσους Χιώτες θα μπορούσαν να επιβιβαστούν στα καράβια τους, ενώ την ίδια ξεκίνησε μία άνευ προηγουμένου σφαγή.
Το έναυσμα έδωσε η φωτιά που ξέσπασε στον ναό της Τουρλωτής και η διαταγή ήταν σαφής: «Να θανατώνονται βρέφη ως 3 ετών, αγόρια και άνδρες άνω των 12 ετών και γυναίκες άνω των 40 ετών. Θα αιχμαλωτίζονται κορίτσια και γυναίκες από 3 έως 40 ετών και αγόρια από 3 έως 12 ετών. Ελεος θα λαμβάνουν μόνο όσοι ασπάζονταν το μωαμεθανισμό».
Εκτός του τακτικού στρατού που αποβιβάστηκε ή προϋπήρχε στο νησί, από τα μικρασιατικά παράλια διεκπεραιώθηκαν τις επόμενες ημέρες στη Χίο με στόχο το πλιάτσικο, την λεηλασία και να σβήσουν την ακόρεστη δίψα τους για αίμα, επιπλέον 30.000 Τούρκοι. Οι οποίοι ως επί το πλείστον ήταν κατάδικοι στις φυλακές, αλλά απελευθερώθηκαν με σκοπό να «βοηθήσουν» στη σφαγή.

Η διαταγή προς τους Τούρκους στρατιώτες και ατάκτους ήταν σαφής: «Να θανατώνονται βρέφη ως 3 ετών, αγόρια και άνδρες άνω των 12 ετών και γυναίκες άνω των 40 ετών».
Οι Οθωμανικές ορδές γνώριζαν πως υπήρχε αμοιβή για κάθε κεφάλι που θα προσκομίσουν ως αποδεικτικό στοιχείο των ενεργειών τους, κυρίως αν αυτό αφορούσε ιερέα ή προκρίτου. Τις πρώτες ημέρες ως «απόδειξη» ότι το νησί και πάλι του ανήκε, ο Κάρα-Αλής έστειλε στον Σουλτάνο του 5 φορτία με κεφάλια και 2 φορτία με κομμένα αυτιά. Μετά από μερικές ημέρες συνεχών σφαγών, οι σελίδες του μαρτυρίου γράφτηκαν σε διάφορες περιοχές,όπως στον Αγιο Μηνά και την Ιερά Μονή, όπου χιλιάδες ένοπλοι και άοπλοι αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν αλλά στο τέλος έπεσαν νεκροί από τους Τούρκους.
Μάλιστα στα μοναστήρια που αναστηλώθηκαν μετά την απελευθέρωση φυλάσσονται σε ειδικό χώρο ορισμένα κρανία, τα οποία βρέθηκαν διασκορπισμένα στην ευρύτερη περιοχή και φέρουν ευδιάκριτα τα χτυπήματα που δέχθηκαν. Ανάλογες σκηνές φρίκης διαδραματίστηκαν στα παράλια του νησιού όπου είχαν καταφύγει χιλιάδες κάτοικοι, ελπίζοντας στην άφιξη του ελληνικού στόλου ώστε να τους διαδώσει. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όλοι έπεσαν νεκροί ή αιχμαλωτίστηκαν.
Η «αρρωστημένη» απόφαση των Οθωμανών να εξαλείψουν από προσώπου γης τους Χιώτες αποτυπώνεται και από τα εξής γεγονότα. Μετά τις πρώτες σφαγές, όλοι οι γέροντες του νησιού παρακάλεσαν γονυπετείς τον Κάρα-Αλή να σταματήσει το «λουτρό» αίματος, καθώς η Χίος ήταν και πάλι υπό τον έλεγχό του. Τότε ο Τούρκος ναύαρχος τους κρέμασε όλους από τα κατάρτια των πλοίων του, ενώ λίγο αργότερα ενημέρωσε τους πρόξενους των Μεγάλων δυνάμεων που ήταν στην Χίο, ότι είναι διατεθειμένος να σταματήσει τις σφαγές.
Τους «παρακάλεσε» να μεσολαβήσουν ώστε όλοι όσοι κρυβόντουσαν στα βουνά να επιστρέψουν στις πόλεις, ενώ για να «αποδείξει» ότι έλεγε την αλήθεια, τους παρουσίασε μία επιστολή του μητροπολίτη Πλάτων που βρίσκονταν έγκλειστος στις φυλακές (θα εκτελεστεί στις 9 Απριλίου μαζί με τον διάκονό του Γαρρή και 9 προκρίτους), η οποία επιβεβαίωνε τις προθέσεις του.
Ντελάληδες τότε άρχισαν να γυρίζουν σε όλο το νησί και να διαλαλούν τα νέα, οι Ελληνες τους πίστεψαν όμως μόλις έκαναν την εμφάνισή τους, οι Οθωμανοί ξεκίνησαν ένα νέο λουτρό αίματος, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των ξένων. Η αιματοχυσία που ξεκίνησε στις 30 Μαρτίου του 1822 σταμάτησε μετά από πολλούς μήνες και οι αριθμοί τρομάζουν.
Ποτέ δεν θα μάθουμε τον ακριβή αριθμό των θυμάτων, όμως μετά την αποχώρηση του τουρκικού στόλου ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού δεν ξεπερνούσε τις 2.000 ψυχές, από τις 115.000 που ανέφεραν οι Τούρκοι στην τελευταία τους απογραφή τους. Οι διασωθέντες δεν ξεπερνούσαν τις 20.000, ενώ περίπου 5.000 ήταν εκείνοι που έλειπαν από την Χίο εκείνο το διάστημα για διάφορους λόγους.
Πλέον υπολογίζεται πως περίπου 45.000 πουλήθηκαν ως σκλάβοι και οι νεκροί ανέρχονται στους 43.000. Πολλοί εκ των οποίων βρήκαν φρικτό και βασανιστικό θάνατο, με γδάρσιμο, ανασκολοπισμό, κατακρεούργηση, ενώ το σύνολο των γυναικών βιάστηκε κατά συρροή.

Ενα από τα πολλά σημεία του μαρτυρίου των Ελλήνων της Χίου.
Τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει η κορύφωση του δράματος στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, τα οποία οργάνωναν Εβραίοι που για αυτόν τον λόγο συνόδευσαν τον τουρκικό στόλο στην Χίο. Εκεί θα οδηγηθούν οι ορδές των αιχμαλωτισμένων, κυρίως νέων ανθρώπων που αλυσοδεμένοι θα περάσουν τις πύλες της κολάσεως.
Λόγω του τεράστιου αριθμού τους, όποιος Τούρκος ήθελε μπορούσε να αγοράσει ως σκλάβο κάποιον νέο από τη Χίο για μόλις 30 γρόσια, ενώ πολλοί θανατώθηκαν άμεσα από εκείνους που κατέβαλαν το ποσό, καθώς με αυτόν τον τρόπο θεωρούσαν πως θα πήγαιναν στον παράδεισο. Οι αναφορές των ξένων πρεσβευτών για το θέαμα που αντίκριζαν στην Κωνσταντινούπολη συντάραξαν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ώστε ακόμη και ο Τύπος χωρών όπως η Αυστρία που από την πρώτη στιγμή ήταν ενάντια στην ελληνική επανάσταση, να κάνει λόγω για θηριωδίες και καταστροφές.
Ο Αγγλος ιερωμένος Ρίτσαρντ Γουόλς που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ως μέλος της πρεσβείας της χώρας του, έγραψε μία συγκλονιστική επιστολή για τα όσα πέρασαν εκείνα τα παιδιά. «Περίπου 41,000 τεσκερέδες (σ.σ. πιστοποιητικά ιδιοκτησίας σκλάβου) εδόθησαν δια Χιώτας σκλάβους κομισθέντας εις Κωνσταντινούπολιν. Συνήθως, οι σκλάβοι εξετίθεντο προς πώλησιν εις το Αουρούτ Παζάρ, δηλαδή εις την Ἀγοράν Γυναικών. Αλλ΄ οι Χιώτες ήσαν πολυάριθμοι, ώστε να μη χωρούν και η πώλησίς των εγένετο εις το μέσον των δρόμων, συνηθέστερον εις το Μπαλούκ Παζάρ, δηλαδή την αγοράν ψαριών.
Εκεί κορίτσια 12-14 ετών επωλούντο όπως τα πρόβατα εις μίαν αγγλικήν εμποροπανήγυριν. Μερικά από αυτά ήσαν χωρίς και τα στοιχειοδέστερα ακόμη ενδύματα. Τρόμος και αγωνία τα είχε καταλάβει, εις τοιούτον βαθμόν ώστε παρίστανον την μάλλον αξιοθρήνητον εικόνα ανθρωπίνης δυστυχίας, την οποίαν είδον ποτέ εις την ζωήν μου, τοιαύτην ώστε μου είναι αδύνατον να την περιγράψω.
Τα έπιαναν και τα μετεχειρίζοντο με την προστυχιάν χασάπηδων εξεταζόντων αρνιά… Πολλά από τα παιδιά εκλείσθησαν εις χαρέμια, άλλα οδηγήθησαν εις δημόσιους ανηθίκους οίκους του Γαλατά, όπου συχνάζουν Τούρκοι, άλλα δε εξετίθεντο εις καφενεία και δημόσιους δρόμους… Εις ένα σπίτι στη Σμύρνη είδον οκτώ έως δέκα Ελληνόπαιδας κατακειμένους εις το πάτωμα, αφού υπέστησαν την περιτομήν…
Ένας φίλος μου ερχόμενος διά ξηράς από την Σμύρνην, εύρεν έν από τα παιδιά εις ένα χάνι. Το δυστυχισμένο με επιμονήν τον παρεκάλει να το σκοτώσει, διότι είχεν εκτεθεί εις την κτηνωδίαν των Τούρκων, οι οιποίοι διήρχοντο εκείθεν και ησθάνετο τοιαύτην κατάπτωσιν ηθικήν, ώστε δεν ήθελε να επιζήσει. Ευτυχώς, στις 19 Ιουνίου η κτηνώδης μεταχείρησις εσταμάτησε και οι σκλάβοι δεν επωλούντο πλέον δημοσίως, όχι με χριστιανικήν επέμβασιν αλλά με μωαμεθανικήν, της Ασμά Σουλτάνας, αδελφής του Σουλτάνου.
Όταν ήμην εις την Σμύρνην επληροφορήθην ότι 25 από τα παιδιά αυτά εχρησιμοποιούντο δι’ ασέμνους σκοπούς εις μίαν οικίαν», ήταν τα λόγια του. Οι μόνοι εκ των σκλάβων που απελευθερώθηκαν άμεσα ήταν περίπου 600 κάτοικοι από τα μαστιχοχώρια, καθώς οι Οθωμανοί δεν ήξεραν την τέχνη της συλλογής του καρπού και έτσι απέτυχαν οι προσπάθειές τους να τον συλλέξουν, όταν και έφεραν συμπατριώτες τους από την Μικρά Ασία να εργαστούν στα χωράφια μετά την καταστροφή. Για αυτόν τον λόγο αναζήτησαν στα σκλαβοπάζαρα κατοίκους της περιοχής, τους οποίους έστειλαν πίσω στο νησί για να συνεχιστεί η παραγωγή. Βέβαια και αυτοί έζησαν σε απάνθρωπες συνθήκες.
Οι θηριωδίες «διασώζονται» και από την τουρκική πλευρά. Ο Βαχίντ πασάς που συμμετείχε σε αυτές ως ένας εκ των κυριότερων Οθωμανών ηγετών, μετά από χρόνια έγραψε το ιστορικό των εκεί πεπραγμένων τους. Περιγράφει τις ωμότητες ενάντια του ντόπιου πληθυσμό, όπως στη Νέα Μονή, όπου μεταξύ άλλων υπήρξαν δεκάδες ανασκολοπισμοί σε θρησκευτικά σκεύη.
«Ολους που βρέθηκαν μέσα στο μοναστήρι τους αποκεφάλισαν (σ.σ. οι Τούρκοι), αφού αιχμαλώτισαν τους πιο νέους και από τα δύο φύλα. Και τα σφαγμένα κεφάλια και τ’ αυτιά των σκοτωμένων τα έστειλαν στον τοποτηρητή, ο οποίος φιλοτιμήθηκε να ανταμείψει με πλούσια δώρα τον ηρωισμό και την αφοσίωση των γενναίων στρατιωτών μας, που πολέμησαν για την τιμή και τη θρησκεία.
Τότε μόνον οι δύστυχοι άπιστοι έμαθαν πράγματι ότι τίποτε δεν στέκεται εμπόδιο στην ορμή του αφοσιωμένου στο Ισλάμ, όταν επιτίθεται ενάντια στους άπιστους Χριστιανούς». Μάλιστα ούτε ο ίδιος, ένας στυγνός εγκληματίας πολέμου με την σύγχρονη εκδοχή του όρου, έδειξε να «αντέχει» τις αγριότητες που συνέβησαν. «Η φρουρά μας επέπεσε κατά των άπιστων γκιαούρηδων. Το αίμα έρεε ποτάμι. Στ’ αλήθεια η ψυχή μου υποφέρει πολλές φορές γιατί εξ’ αιτίας της θέσης μου, εφάρμοσα για λόγους πολιτικής, την αυστηρή τήρηση τούτων των σκληρών μέτρων», έγραψε σχετικά.
Ο Βαχίντ Πασάς υπολόγισε τους νεκρούς σε περίπου 30.000, όμως στην προκειμένη περίπτωση το νούμερο είναι μικρότερο από την πραγματικότητα. Προφανώς είχε την καταγραφή των πτωμάτων λόγω των κεφαλών που μάζευαν οι Τούρκοι, ενώ χιλιάδες Ελληνες πέθαναν εκείνες τις ημέρες τόσο από τις κακουχίες, όσο και σε απόμερα μέρη – π.χ. παραλίες – και έτσι ήταν αδύνατον να υπάρξει ακριβής αναφορά για τον αριθμό των θυμάτων.
Εκτός των άλλων αφήνει και... αιχμές για την στάση των ξένων πρόξενων, όταν και αναφέρει πως όλοι πλην του Ρώσου έσπευσαν να συγχαρούν τους Τούρκος για τη νίκη τους! Την ίδια στιγμή επιζώντες που έγιναν σκλάβοι και απελευθερώθηκαν μετά, καυτηρίαζαν και εκείνοι την στάση των ξένων, λέγοντας πως«Εβραίοι, Αρμένιοι, Φράγκοι, ενέπαιζαν τους δυστυχείς Χίους συμπράττοντες με τους Οθωμανούς και λέγοντάς χλευαστικά “Ελευθερία, ελευθερία, πάρε την ελευθερία σου από το γιαταγάνι”». Βέβαια όλα τα παραπάνω μπορεί και να είναι «υπερβολικά», καθώς υπήρξαν και μαρτυρίες πως ορισμένοι ξένοι αξιωματούχοι έκρυψαν κάποιους Ελληνες.
Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις η αλήθεια βρίσκεται... κάπου στη μέση. Ας προσπαθήσουμε να φέρουμε στο νου μας τις εικόνες της εποχής. Χιλιάδες ένοπλοι και φανατισμένοι Τούρκοι είχαν την... άδεια να καταστρέψουν τα πάντα και να εξοντώσουν τον ντόπιο πληθυσμό, Η μόνη περιοριστική και μάλιστα αυστηρή εντολή που τους δόθηκε, ήταν να μην εισβάλουν στις κατοικίες των ξένων που βρίσκονταν συγκεντρωμένες σε μία συνοικία της Χώρας του νησιού.

Το οστεοφυλάκιο στη Νέα Μονή όπου βρίσκονται κρανία των θυμάτων της σφαγής.
Οι Ελληνες θα «εκδικηθούν» λίγο αργότερα, όταν τον Ιούνιο του 1822 ο Κωνσταντίνος Κανάρης με μία καταδρομική επιχείρηση θα πυρπολήσει την ναυαρχίδα του Κάρα-Αλή, που ναυλοχούσε στο λιμάνι του νησιού και ενώ σε αυτή οι Τούρκοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι (το πυρπολικό του Ανδρέα Πιπίνου δεν προσκόλλησε καλά στην υπό ναυαρχίδα του στόλου και του προξένησε μόνο μερικές υλικές ζημιές).
Ο ναύαρχος των Οθωμανών και περίπου 2.000 συμπατριώτες του, εκ των οποίων οι περισσότεροι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί, θα συναντήσουν τον θάνατο και ο πυρπολητής από τα Ψαρά θα μείνει στην ιστορία. Μάλιστα ο Βίλχελμ φον Κανάρις, Γερμανός Ναύαρχος και αρχηγός υπηρεσίας πληροφοριών των Ναζί – αν και αντί Χιτλερικός που πήρε μέρος σε απόπειρες δολοφονίας του ηγέτη των Ναζί – υποστήριζε πως ήταν απόγονός του, καθώς πολλοί Ψαριανοί μετά την καταστροφή του δικού τους νησιού, πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς, όπως έπραξαν οι Χιώτες που επέζησαν. Στην Ευρώπη αλλά και σε πολλά άλλα σημεία της Ελλάδος όπου εγκαταστάθηκαν – π.χ. Τήνο, Σύρο, Πειραιάς, Τεργέστη, Ανκόνα – θα αναβιώσουν συνοικίες που θα θυμίζουν το άτυχο νησί, από πρόσφυγές που γλίτωσαν τον θάνατο ή την αιχμαλωσία.

Οι Ελληνες εκδικήθηκαν τους Τούρκους, με την πυρπόληση της Ναυαρχίδας του Κάρα-Αλή τον Ιούνιο του 1822.
Στο νησί λόγω του τρόμου που προκαλεί και μόνο η σκέψη του τι συνέβη τότε, δεν υπάρχει ένα κεντρικό μνημείο που να θυμίζει την σφαγή. Παρά μόνο επιμέρους μικρότερα, σε ορισμένες περιοχές όπου ήταν ο τόπος μαρτυρίου χιλιάδων Ελλήνων. Ο Κωστής Παλαμάς χρόνια μετά μετέφρασε ένα ποίημα του Βίκτωρ Ουγκώ με τίτλο το «Ελληνόπουλο», που μεταξύ άλλων λέει τα εξής:
«Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τα' όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά».
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta. Ακολούθησέ μας και στο Google News.
