Μαθήματα ανιδιοτέλειας!

Γιώργος Ντυμένος
Μαθήματα ανιδιοτέλειας!

bet365

Η Ελλάδα γιορτάζει την Επανάσταση του 1821 και το G-Weekend Journal θυμίζει πως είμαστε το έθνος που φυλάκισε δύο φορές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος όμως δεν κράτησε κακία σε κανέναν!

Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες ζούμε στη χώρα μας ένα deja vu, με ατελείωτες εκκλήσεις από όλους ώστε οι ημέρες της Εθνικής Παλιγγενεσίας, να μην «σβήσουν» από την ιστορική μας μνήμη. Κυρίως από τους κυβερνώντες όλων των χρωμάτων, που μας καλούν να βαδίσουμε σαν έθνος στα χνάρια των ηρώων του 1821, οι οποίοι κόντρα σε κάθε λογική αψήφησαν τον τύραννο και πήραν τα όπλα.

Με μόνο σκοπό να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν. Φυσικά και είναι τιμή για τον οποιοδήποτε να αισθάνεται απόγονος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών, που έδωσαν το αίμα τους και σε πολλές περιπτώσεις την ίδια τη ζωή τους – ορισμένοι μετά από φρικτά βασανιστήρια – ώστε οι μεταγενέστερες γενεές να απολαύσουν το υπέρτατο αγαθό.

Ομως παράλληλα σε αυτή τη μικρή χώρα, για ακόμη μία φορά, δεν διδαχθήκαμε από τα λάθη μας. Το 1821 και τα όσα συνέβησαν εκείνα τα χρόνια, θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ατμομηχανή, ώστε σήμερα ως έθνος να μπορούμε να στεκόμαστε απέναντι σε εκείνους τους «υπεράνθρωπους» και να τους λέμε πως δεν έδωσαν το «είναι» τους για το τίποτα... Είμαστε ίσως το μοναδικό έθνος στον κόσμο που η ιστορία του αναλώνεται σε μάχες. Πλην των αρχαίων χρόνων, όπου εκεί βαυκαλιζόμαστε – και σωστά – ότι η δημοκρατία έκανε τα πρώτα της βήματα στα μάρμαρα του Παρθενώνα . Οταν αφορά το «τότε», ίσως και να μας συμφέρει να θυμόμαστε και να διδασκόμαστε οτιδήποτε άλλο πλην των πολέμων που δώσαμε. Εκτοτε όμως;

Αυτές τις ημέρες θα δούμε παρελάσεις, εκδηλώσεις, ιστορικές αναδρομές στα πολεμικά συμβάντα της εποχής και κάπου εκεί, μεταξύ άλλων, θα ακουστούν σκόρπιες λέξεις όπως «εμφύλιος», «αλληλοσπαραγμός» ή άλλες παρεμφερείς... Και θα περάσουν έτσι... Οπως συμβαίνει πάντα από την πρώτη στιγμή που η Ελλάδα έγινε κυρίαρχο κράτος. Σε αντίθεση με άλλα έθνη έμαθαν και διδάχθηκαν από τα λάθη των προγόνων τους – με κορυφαίο εκείνο των ΗΠΑ που μετά τον εμφύλιο «γιγαντώθηκε» και μετατράπηκε σε υπερδύναμη – εδώ λες και φοβόμαστε να το ξεστομίσουμε...

Ναι, κάναμε λάθος. Ας μάθουμε από αυτό. Σε ότι αφορά την αρχαιότητα όμως δεν μας τρομάζει και δεν είναι τυχαίο πως ο Πελοποννησιακός πόλεμος είναι ευρέως γνωστός σε όλους. Εκτοτε... σιωπή. Σαν μία ομίχλη να σκεπάζει ότι αφορά την προαιώνια κατάρα αυτού του έθνους. Να μην ξέρει να διαφωνεί...

Πόσα μικρά παιδιά θα ντυθούν τσολιαδάκια για να τιμήσουν τη μνήμη εκείνων των ανθρώπων; Πόσα στρατιωτικά αγήματα θα παρελάσουν αγέρωχα για να αισθανθούμε όλοι εμείς ασφαλείς; Πάρα πολλά και καλώς θα το πράξουν. Πόσοι όμως θα πουν από όσους κάνουν τις βαρύγδουπες δηλώσεις, ότι είμαστε ο λαός που φυλάκισε δύο φορές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη;

Ελάχιστοι, σαν να μην έγινε ποτέ. Δεν είναι ντροπή ειπωθεί. Συνέβη. Είναι κακό όμως να μην αναζητούμε τις αιτίες ώστε να μην επαναληφθούν. Για αυτό και αυτή η χώρα σχεδόν 200 χρόνια τώρα «τρώει τις σάρκες της». Επειδή φαίνεται να ντρέπεται για την ιστορία της.

Η 25η Μαρτίου ως ημέρα έναρξης της ελληνικής επανάστασης είναι ένας μύθος, αφού καθιερώθηκε το 1838 από τον βασιλιά Οθωνα, επηρεασμένος από τον Γάλλο περιηγητή και φιλέλληνα Φρανσουά Πουκεβίλ, που έπλασε την συνάντηση της Αγίας Λαύρας και την ύψωση του λάβαρου. Ιστορικά δεν αποδεικνύεται πως εκείνη την ημέρα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και οι άλλοι οπλαρχηγοί ήταν στα Καλάβρυτα και συνέβησαν όλα όσα απεικονίζει ο Βρυζάκης, στον πλέον γνωστό πίνακα για το συγκεκριμένο θέμα.

Ομως συμπίπτει με μία μεγάλη γιορτή τη ορθοδοξίας, ενώ έπρεπε κάποια στιγμή να οριστεί μία ημερομηνία εορτασμού.

Ο πασίγνωστος σε όλους πίνακας που αναπαριστά την έναρξη της επανάστασης του 1821, φαίνεται πως είναι προϊόν μυθοπλασίας.

Οι εμφύλιοι πόλεμοι όμως που δίχασαν και έφεραν την επανάσταση προ της καταστροφής, κακά τα ψέματα αν δεν συνέβαινε η Ναυμαχία του Ναβαρίνου και δεν είχαν επέμβει οι μεγάλες δυνάμεις η ιστορία θα γράφονταν αλλιώς, είναι πραγματικοί. Οι Ελληνες αντί να πολεμάνε τους Τούρκους σκοτώνονταν μεταξύ τους, τα χρήματα από τα αγγλικά δάνεια πήγαιναν για να καλύψουν ανάγκες των αντιμαχόμενων πλευρών και η φλόγα της ελευθερίας «έσβηνε».

Επ' ευκαιρια των ημερών, ας δούμε την στάση του «Γέρου του Μοριά» απέναντι σε εκείνους που τον πολέμησαν, τον φυλάκισαν και σκότωσαν τον γιο του. Ισως αποτελεί το κορυφαίο μάθημα ανιδιοτέλειας, το οποίο πρέπει να διδάσκεται και μετά να εξετάζεται, όποιος εισέρχεται στα κοινά.

Σίγουρα ο Κολοκοτρώνης έκανε λάθη, ορισμένες φορές λειτούργησε παρορμητικά, όμως εκ των υστέρων αποδείχθηκε πως στο μυαλό του είχε μόνο την εθνική συμφιλίωση και την επιβολή του δικαίου. Για χάρη και των δύο δεν δίστασε να βρεθεί αντιμέτωπος με «δικούς» του ανθρώπους, όπως π.χ. τον Νικηταρά τον γνωστό και «τουρκοφάγο», τον οποίο προτίμησε να «δυσαρεστήσει» με την πολιτική του στάση μην αναλαμβάνοντας ακραίες πρωτοβουλίες και ακολουθώντας συμβιβαστικές πρακτικές, παρά να πάρει ο ίδιος την εξουσία με τη βία. Αλλωστε ποτέ του δεν επεδίωξε να κυβερνήσει. Και αυτό τον τιμά ακόμη περισσότερο.

Στήριξε τους αδερφούς Υψηλάντη, τον Καποδίστρια, ενώ πρωτοστάτησε στην έλευση του Οθωνα. Για την δολοφονία του δεύτερου μάλιστα, έκανε τον εξής παραλληλισμό. «Κάποτε, λέει, τα γαϊδούρια αποφάσισαν να σκοτώσουν τον σαμαρά, για να απαλλαγούν από τα σαμάρια και από το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. Ετσι κι έγινε. Αμέσως όμως κατόπιν την κατασκευή ανέλαβαν οι καλφάδες (σ.σ. μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μάστορά τους. Ετσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να πληγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που τότε κατάλαβαν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο…», εννοώντας προφανώς ότι μπορεί ο Καποδίστριας να μην τα έκανε όλα τέλεια, όμως το αβέβαιο μέλλον είναι ακόμη χειρότερο.

Ο Κολοκοτρώνης ανδρώθηκε στα Επτάνησα και στον αγγλικό στρατό και μπορεί να μην ήταν μορφωμένος, κατείχε την τέχνη της διπλωματίας, ελέω του ότι συνεργάστηκε με πολλούς Βρετανούς αξιωματικούς που τον εμπιστεύονταν. Ετσι είχε αυξημένη πολιτική κρίση. Απόγονος οικογένειας αρματωλών όταν δεν πολέμαγε, εξασκούσε το επάγγελμα του κρεοπώλη. Επρεπε να ζήσει. Μεταξύ άλλων πριν την επανάσταση ήταν διοικητής μίας μοίρας του στολίσκου που έμελε να μείνει γνωστός στην ιστορία ως «Μαύρα Καράβια», ο οποίος με την βοήθεια της Αγγλίας κυριαρχούσε στο Αιγαίο.

Η μεγαλύτερη επιτυχία του σημειώθηκε στη περιοχή της Υδρας, όταν μέρος του οθωμανικού στόλου προσπάθησε να πλησιάσει το νησί για να συλλάβει προκρίτους, σε μία επίδειξη δύναμης. Τότε βύθισε δύο φρεγάτες και κατέλαβε μία κορβέτα, βάζοντας από τότε τις βάσεις για να χαρακτηριστεί ως «φόβος και τρόμος» των Τούρκων.

Μάλιστα εκείνα τα χρόνια έκοψε και το κάπνισμα, αφού λόγω των κακουχιών υπήρχε στο καράβι έλλειψη καπνού. «Ορσε μωρέ άνθρωπος που θέλει να λευθερώσει τον τόπο του και δε μπορεί να λευτερωθεί ο ίδιος από ένα κακό συνήθιο. Θε μου, συχώρεσε με», είχε πει τότε και έκτοτε δεν κάπνισε ξανά.

Οι Οθωμανοί τον επικήρυξαν και μάλιστα επειδή είχε ένα είδος «τατουάζ» στο χέρι του – χάραξε με πυρίτιδα την ημερομηνία γέννησής του – πολλοί εμφάνιζαν κομμένα χέρια ως «απόδειξη» ότι τον σκότωσαν, ώστε να πάρουν την αμοιβή. Ή έφερναν ένα κεφάλι κάποιου άλλου νεκρού, αφού η φυσιογνωμία του ήταν άγνωστη στους περισσότερους κατακτητές και έτσι προσπαθούσαν να τους ξεγελάσουν.

Ομως οι Τούρκοι τις περισσότερες φορές αντελήφθησαν την «απάτη» και μάλιστα εκτέλεσαν για παραδειγματισμό, ορισμένους επίδοξους δολοφόνους του. Υπό αυτές τις συνθήκες τον Γενάρη του 1821 πέρασε στον Μοριά ως ένας σημαντικός Ελληνας οπλαρχηγός. Μερικούς μήνες αργότερα και ύστερα από την καταστροφή του Δράμαλη και την άλωση της Τριπολιτσάς (όπου φέρει ευθύνη γιατί μπορεί να μην διέταξε, αλλά δεν σταμάτησε την σφαγή των άμαχων Τούρκων, στη μελανότερη ίσως στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας), ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του ελληνισμού. Και δικαίως, καθώς το στρατηγικό του μυαλό και ο κοφτερός του λόγος, προκαλούσαν ρίγη συγκίνησης.

Το αντίγραφο της οικείας του Κολοκοτρώνη στο Λιμποβίτσι, που έχει ανεγερθεί δίπλα στο πατρικό του

Ομως άλλο ο πόλεμος, άλλο η πολιτική και έτσι οι φατρίες που έριζαν για την εξουσία σε ένα κράτος που ακόμα δεν υπήρχε, έφεραν την ρήξη. Ονόματα δεν χρειάζεται να πούμε, καθώς η ιστορία τα έχει καταγράψει και άλλωστε δεν έχει ουσία κάποιος να στέκεται σε αυτά. Εκείνο που καταγράφηκε ήταν το εξής...

Επειδή οι Ελληνες «πρέπει» για κάτι να διαφωνούν και να σκοτώνονται, εκείνη τη στιγμή η ακόρεστη δίψα για εξουσία ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για τον οποιοδήποτε, που επί Οθωμανικής κατοχής διατηρούσε κάποιο αξίωμα. Σαν να του «ανήκε» δικαιωματικά και η επόμενη ημέρα. Το «κακό» έκανε την εμφάνισή του από νωρίς.

Μετά τις πρώτες επιτυχίες, οι πρόκριτοι και οι προεστοί άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν οι νέοι άρχοντες. Η προσπάθειά τους να μειώσουν τον Κολοκοτρώνη γίνεται όλο και πιο εμφανής και μόνο η έλευση του Δράμαλη θα τους «αναγκάσει» να δουν την πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος σε επιστολή του προς τον «Γέρο του Μοριά», του γράφει χαρακτηριστικά. «Σας στέλνω 30.000 Τούρκους να ομονοήσετε», καθώς η ανυπαρξία της πολιτικής ηγεσίας σε συνάρτηση με τον παραγκωνισμό του Κολοκοτρώνη, επέτρεψε στην αντίπαλη στρατιά να περάσει ανενόχλητη από την Στερεά Ελλάδα στην Πελοπόννησο. Ο πανικός όλων θα τους «στρέψει» στον αρχιστράτηγο, που στα Δερβενάκια θα πετύχει τη μεγαλύτερη ίσως νίκη των ελληνικών όπλων στην επανάσταση.

Η οποία μετά από την καταστροφή του Δράμαλη εδραιώθηκε και η «κυβέρνηση» ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε ήταν να του αφαιρέσει την αρχιστρατηγία και να γίνει ένας από τους 50 στρατηγούς (!) της χώρας. Τόσοι βαθμοί απονεμήθηκαν, ώστε επί της ουσίας να μειωθεί η «αξία» του συγκεκριμένου τίτλου.

Παράλληλα αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την πρωτοκαθεδρία του Δημήτριου Υψηλάντη ως αδερφού του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας και προς στιγμήν, το συγκεντρωμένο πλήθος κινήθηκε εναντίον τους. Ομως ο Κολοκοτρώνης επενέβη και τα πνεύματα ηρέμησαν, παρά το «άδειασμα» που είχε υποστεί. Φοβόνταν πως αν υπήρχαν νεκροί, οι ευρωπαϊκές αυλές που αντιτίθενται στην επανάσταση, θα την χαρακτήριζαν ως «κοινωνική» και «ανατρεπτική», όπως την γαλλική μερικά χρόνια πριν και όχι ως εθνική.

Ετσι γεφύρωσε τις διαφορές και παρότι πλέον δεν ήταν ο απόλυτος στρατιωτικός νους – στα χαρτιά βέβαια –ζήτησε να αναλάβει την πολιορκία των Πατρών. Το «κράτος» δέχθηκε μεν, αλλά δεν του προσέφερε τους πόρους που χρειάζονταν δε, φοβούμενο πως αν τα κατάφερνε ξανά όπως στην Τριπολιτσά, η δημοτικότητά του θα έφτανε στο απόγειό της.

Ετσι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Πελοποννήσου δεν έπεσε ποτέ, μέχρι την στιγμή που την κατέλαβαν οι γαλλικές δυνάμεις που «εκκαθάριζαν» την περιοχή, μόλις αναγνωρίσθηκε το ανεξάρτητο κράτος των Ελλήνων. Η αποτυχία κατάληψή της, ήταν ένας από τους κύριους λόγους της μετέπειτα πτώσης του Μεσολογγίου, αφού ο στόλος του Μιαούλη λόγω του λιμανιού της που παρέμενε υπό τουρκικό έλεγχο δεν μπορούσε να σπάσει τον αποκλεισμό και ανεφοδιάσει την πόλη (μία φορά τα κατάφερε, αλλά έκτοτε αυξήθηκαν τα μέτρα ασφαλείας). Το 1823 ήταν η χρονιά που και εκείνος υπέπεσε σε λάθη, αν μπορούν να ερμηνευτεί έτσι η απόφασή του να αντισταθεί στις αποφάσεις των κυβερνώντων.

Παραιτήθηκε από την θέση-γλάστρα που του είχαν αποδώσει στο Εκτελεστικό, ενώ σε συνέχεια μίας συνάντησης που είχε πραγματοποιηθεί στη Σιλίμνα της Τρίπολης, ανέλαβε «επιθετικές» πρωτοβουλίες, Βέβαια η αντίπαλη παράταξη είχε… φροντίσει να τον προσβάλει με τον πλέον ταπεινωτικό τρόπο και να οδηγήσει τα γεγονότα στα άκρα. Ο Κολοκοτρώνης κατά την διάρκεια της πολιορκίας των Πατρών ζητούσε συνεχώς ενισχύσεις, αλλιώς τόνιζε πως οι πολεμικές επιχειρήσεις θα αποτύχουν.

Τότε λοιπόν κατηγορήθηκε για «απείθεια» (!) και όταν ο ίδιος έφτασε στην Κόρινθο συνοδευόμενος από περίπου 80 ενόπλους που ήταν η προσωπική του φρουρά ώστε να παραπονεθεί, του απαγορεύτηκε η είσοδος στην πόλη παρά μόνο αν είχε μαζί του ως συνοδεία μέχρι πέντε άνδρες. Λες και ήταν κάποιος εξεγερμένος ή επικίνδυνος για την δημόσια τάξη. Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Η άλωση της Τριπολιτσάς και η καταστροφή του Δράμαλη εκτόξευσαν την δημοτικότητα του Κολοκοτρώνη και αυτό δεν… άρεσε σε πολλούς.

Υπήρξαν μάχες, ο Κολοκοτρώνης στη συνέχεια για να ηρεμήσει τα πάθη ανέπτυξε συγγένεια με οικογένειες της εποχής που φλέρταραν με υψηλές θέσεις σε μία κίνηση συμβιβασμού, ο γιος του ανέλαβε φρούραρχος, αλλά έτσι έχασε υποστηρικτές μέσα στο στράτευμα. Ετσι έληξε η πρώτη φάση του εμφυλίου, όμως οι Ελληνες... δεν έβαλαν μυαλό. Την ώρα που οι Τούρκοι συμφωνούσαν με τους Αιγύπτιους για την αποστολή στρατού των δεύτερων στις επαναστατημένες περιοχές και ο Ιμπραήμ ήταν έτοιμος να ξεκινήσει από την Αλεξάνδρεια, μπαίναμε στη δεύτερη και πιο σκληρή φάση του εμφυλίου.

Στα τέλη του 1824 ξεκίνησαν νέες εχθροπραξίες, παλαιοί σύμμαχοι έγιναν εχθροί και το ανάποδο, ενώ τα χρήματα του πρώτου αγγλικού δανείου που είχαν ήδη φθάσει, αντί να διατεθούν για την οργάνωση του στρατού, καταναλώθηκαν ως επί το πλείστον για το πώς θα υπερισχύσει η πλευρά που τα διαχειρίζονταν. Ο Γέρος του Μοριά δεν συμμετέχει ενεργά, οι δύο γιοι του όμως έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Στις 13 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ο γιος του Πάνος θα σκοτωθεί έξω από την Τριπολιτσά και εκείνος εμφανώς συντετριμμένος, αποσύρθηκε στη Βυτίνα απέχοντας από τα κοινά. Μάλιστα ήταν τόσο πολύ επηρεασμένος από τον χαμό του πρωτότοκού του, που δεν πήγε ούτε στην κηδεία του. Λίγο αργότερα θα παραδοθεί στους αντιπάλους του, ώστε να μπει ένα τέλος στον αλληλοσπαραγμό. Ο Ιμπραϊμ ήταν καθ' οδόν, ενώ οι Ελληνες αλληλοεξοντώνονταν και παράλληλα ο αρχιστράτηγος τους οδηγούνταν μαζί με άλλους σε φυλακή της Υδρας.

Μερικούς μήνες αργότερα και μετά τη μάχη στο Μανιάκι θα απελευθερωθεί, καθώς η επανάσταση βρίσκονταν στο σημείο μηδέν και κλήθηκε να πάρει τα ηνία. Οταν έφτασε στο Ναύπλιο πλήθος κόσμου τον περίμενε και εκείνος τους μίλησε, στέλνοντας μήνυμα συμφιλίωσης. «Έλληνες! Πριν βγω στ΄ Ανάπλι, έριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε και σεις το ίδιο. Στο δρόμο που περνάγαμε για να ‘ρθούμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάποιοι άνθρωποι. Ρώτησα και μου είπαν πως σκάβουν να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί στο λάκκο μέσα ρίξτε και τα μίση τα δικά σας. Ετσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός», τους είπε μεταξύ άλλων ο άνθρωπος που πριν από μερικούς μήνες είχε χάσει τον γιο του σε εμφύλια διαμάχη και είχε οδηγηθεί σιδηροδέσμιος στη φυλακή.

Τότε έγραψε και στον Ιμπραϊμ μία συγκλονιστική επιστολή. «Οχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μήτε πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε. Και μην ελπίζεις πως τη γη μας θα την κάνεις δική σου, βγάλ’ το από το νου σου», ανέφερε μεταξύ άλλων. Στα επόμενα χρόνια θα κάνει ότι μπορεί για να αναζωπυρώσει την επανάσταση, θα εφαρμόσει την τακτική «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» (σ.σ. σε όσους δήλωναν υποταγή), αλλά τα πάντα είχαν χαθεί.

Αν οι μεγάλες δυνάμεις (χάρις στη πολιτική ευστροφία του Τζορτζ Κάνινγκ που άσχετα αν είχε άλλους λόγους παρότι γνωστός φιλέλληνας, επί της ουσίας η στάση του ήταν εκείνη που χάρισε την ελευθερία στη χώρα μας) δεν είχαν επέμβει, η ιστορία του έθνους μας θα είχε γραφτεί διαφορετικά. Η ουσία όμως είναι πως πριν καν επικρατήσει η επανάσταση, σε τούτα τα βράχια «φαγωθήκαμε» για τα αξιώματα και λόγω της δίψας για εξουσία, απομακρύνθηκε από το θέρετρο των επιχειρήσεων ο υπ' αριθμόν ένα στρατιωτικός ηγέτης.

Ο οποίος μάλιστα ποτέ του δεν έδειξε ροπή στο να ασκήσει εξουσία. Αλλά είχε το «κακό» να είναι λαοφιλής και μιλούσε την γλώσσα της αλήθειας, Αρα «επικίνδυνος» για όποιον επιθυμούσε να παραβεί τους νόμους και να ενεργήσει κατά το δοκούν.

«Εριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε και σεις το ίδιο», είπε σε όσους τον περίμεναν στο Ναύπλιο μετά την αποφυλάκισή του από την Υδρα.

Αρκετά χρόνια αργότερα μετά την ανεξαρτησία της πατρίδας, ο «Γέρος του Μοριά» θα συλληφθεί από την αντιβασιλεία του Οθωνα, θα κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και θα καταδικαστεί σε θάνατο. Μνημειώδης είναι η απάντησή του στο σώμα 40 χωροφυλάκων που πήγαν να τον συλλάβουν στο σπίτι του.

«Μα τι χρειάζεται τόσος στρατός; Αν στέλνατε ένα σκυλί με σημείωμα, θα ερχόμουν μόνος μου», είπε στον υπεύθυνο αξιωματικό, όταν του πέρασε τις χειροπέδες. Μόλις ανακοινώθηκε η ποινή του κάποιος από το ακροατήριο του φώναξε. «Στρατηγέ κάνε κάτι , θα σε σκοτώσουν άδικα». Τότε ο Κολοκοτρώνης ατάραχος του απάντησε. «Είναι καλύτερο αυτό, από το να με σκότωναν δίκαια».

Μπροστά στην κατακραυγή του κόσμου η τιμωρία του θα μετατραπεί σε 20αετη κάθρειξη, ενώ στην ιστορία έχει μείνει ο διάλογός του, με τον αξιωματούχο που του μετέφερε πως τελικά δεν θα εκτελεστεί, αλλά του επιβλήθηκε πολυετής κράτηση. «Θα τον γελάσω το βασιλέα, δε θα ζήσω τόσα χρόνια», φέρεται να είπε αγέρωχα. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε τελικά στη φυλακή για περίπου 11 μήνες, καθώς ο Οθωνας του έδωσε χάρη όταν ενηλικιώθηκε.

Η δεύτερη φυλάκισή του διαφέρει ως προς τους λόγους από τη πρώτη. Τότε – στον καιρό της επανάστασης – μεμονωμένα άτομα με οικονομική ισχύ, οραματίζονταν τον εαυτό τους ως τον επόμενο κυβερνήτη της χώρας. Και ας μην είχαν τα προσόντα, παρά μόνο τον τίτλο. Πλέον στην Ελλάδα είχαμε μπει στην εποχή των κομμάτων. Πολλά «απολιθώματα» εκείνου του σπαραγμού, αλλά και καινούργια που ξεφύτρωσαν ως μέλη της νέας τάξης πραγμάτων, είχαν πια οργανωθεί σε κόμματα. Κοινός παρανομαστής του τότε με το τώρα, η επιθυμία για θέσεις και προβολή. Επειδή όμως υπήρχε ο θεσμός της βασιλείας, δεν μπορούσαν ατομικά να την σφετεριστούν.

Ετσι λοιπόν έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες οργανωμένες παρατάξεις, που ουσιαστικά έπαιζαν τον ρόλο του «μεσάζοντα» μεταξύ του λαού και του στέμματος. Οι οποίες αναζητούσαν «προστάτες» και τους βρήκαν στις τότε μεγάλες δυνάμεις. Πια στη πολιτική σκηνή του τόπου άλλαξαν οι ονομασίες και δεν υπήρχαν πρόκριτοι, προεστοί, κοτζαμπάσηδες και ανάλογοι τίτλοι, αλλά μέλη του γαλλικού, του αγγλικού ή του ρωσικού κόμματος. Οι οποίοι από Παρίσι, Λονδίνο και Αγία Πετρούπολη αντίστοιχα, λάμβαναν τις εντολές τους. Μην βιαστεί κάποιος να κατηγορήσει τους ξένους...

Την δουλειά τους έκαναν. Εμείς εδώ βρήκαμε άλλη αφορμή για να μισήσουμε θανάσιμα ο ένας τον άλλον. Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως δεν υπήρχε ιδεολογία, αλλά τα μέλη του κάθε κόμματος ανήκαν σε αυτό ανάλογα με τις γνωριμίες που είχαν. Ο Κολοκοτρώνης εντάχθηκε στο ρωσικό, αλλά χωρίς να έχει ενεργό ρόλο παρά μόνο λόγω κοινής θρησκείας.

Με αφορμή μία επιστολή του προς Ρώσους αξιωματούχους που τους ζητούσε να μεσολαβήσουν στην αντιβασιλεία για εκκλησιαστικά ζητήματα – ήταν πολύ θρήσκος – τα άλλα δύο κόμματα βρήκαν την ευκαιρία να «εκμηδενίσουν» το ρωσικό, «χτυπώντας» τον «Γέρο του Μοριά» και τον Πλαπούτα. Ετσι για δεύτερη φορά βρέθηκε στη φυλακή. Επειδή παίχθηκε ένα… παιχνίδι για το ποιος θα έχει τη μεγαλύτερη εύνοια των Βαυαρών, αποφασίστηκε από κάποιους να «θυσιαστεί» η μεγαλύτερη εν ζωή προσωπικότητα της χώρας.

Αρκετοί αμφισβητούν πως ο Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε στον προμαχώνα του Αγιου Ανδρέα

Οσοι έχουν βρεθεί στο Ναύπλιο και επισκέφτηκαν το Παλαμίδη, σίγουρα θα περιηγήθηκαν στο μικρό δωμάτιο που βρίσκεται στον προμαχώνα του Αγιου Ανδρέα και αναφέρεται ως «η φυλακή του Κολοκοτρώνη». Ομως ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι ο «Γέρος του Μοριά» εξέτισε εκεί τη ποινή του. Μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν πως το κελί του είχε παράθυρο και αυλή και αυτό συνηγορεί ότι βρίσκονταν στον προμαχώνα του Μιλτιάδη.

Σε συνάρτηση με το ότι κανείς άνθρωπος άνω των 60 ετών, δεν θα άντεχε να μείνει ζωντανός σε αυτές τις ακραίες συνθήκες, μετά από τόσους μήνες κράτησης.

Οι «υποστηρικτές» αυτής της θεωρίας σχολιάζουν πως η ιστορία για τον συγκεκριμένο χώρο ως τόπος κράτησής του άρχισε να διαδίδεται στις αρχές του περασμένου αιώνα από φύλακες του κάστρου οι οποίοι εκτελούσαν και χρέη ξεναγών, ώστε να προκαλέσουν ισχυρή συγκινησιακή φόρτιση στους επισκέπτες, κάτι που τους απέφερε μεγαλύτερο φιλοδώρημα. Την ίδια στιγμή υπάρχει ο αντίλογος εκείνων που θεωρούν βέβαιη την συγκεκριμένη τοποθεσία, ενώ παράλληλα υπενθυμίζουν πως ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε με σοβαρά προβλήματα στην υγεία του, μεταξύ άλλων και στην όρασή του.

Απόρροια των κακών συνθηκών που επικρατούσαν στο κελί του. Ετσι καλά-καλά ούτε αυτό δεν έχουμε καταφέρει ως έθνος-κράτος. Να οριστικοποιήσουμε το που ήταν έγκλειστος ο μεγαλύτερος ήρωας της ελληνικής επανάστασης.

Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του αναφέρθηκε ελάχιστα στην περίοδο της κράτησής του, ενώ κάτι ανάλογο ισχύει και για τα «θρυλικά» 1.000 σκαλιά του Παλαμιδίου, που έγιναν 999 επειδή έσπασε ένα από τα νεύρα του μόλις οδηγήθηκε στο κάστρο. Ούτε αυτή η ιστορία ξέρουμε αν είναι 100% αληθινή ή όχι. Βέβαια μπορεί κάποιος να υποστηρίξει πως ...χάσαμε τα οστά του Γεώργιου Καραϊσκάκη και του Νικηταρά, ένα κελί δεν θα κάνει την διαφορά. Σωστό. Οταν αλλού π.χ στις ΗΠΑ, έχουν ως μνημείο μία μπότα, (σ.σ. αφορά τον στρατηγό Μπένεντικτ Αρνολντ που σε μάχη τραυματίστηκε στο πόδι, αλλά μετά από χρόνια προσχώρησε στους Αγγλους και με αυτόν τον τρόπο τιμούν το μέλος του σώματός του που έδωσε για την πατρίδα τους).

Ο Κολοκοτρώνης έφυγε από την ζωή τον Φλεβάρη του 1843, ενώ νωρίτερα είχε υπαγορεύσει τα απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη, ένας εκ των δύο δικαστών που στη δίκη του αρνήθηκε να τον καταδικάσει. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του «δίψαγε» για μάθηση και πολλές φορές επισκέπτονταν το γυμνάσιο της Αθήνας, ώστε να παρακολουθήσει την παράδοση.

Εκεί εντυπωσιάστηκε από τον τρόπο λειτουργίας του και θέλησε να μιλήσει στους μαθητές. Επειδή όλοι επιθυμούσαν να τον ακούσουν και το νέο διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, αποφασίστηκε την επομένη να δώσει μία διάλεξη στη νεολαία της πρωτεύουσας και ως χώρος της ορίστηκε η Πνύκα. Ηταν Οκτώβριος του 1838. Μάλιστα οι αρχές «φοβήθηκαν» πως ενδέχεται να αναφερθεί κατά του στέμματος και θέλησαν να την ματαιώσουν, όμως με την παρέμβαση του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου, η ομιλία συνεχίστηκε κανονικά.

Στο τέλος της ζωής του πολλές φορές παρακολούθησε ως απλός μαθητής την διδασκαλία στο γυμνάσιο των Αθηνών.

Ο οποιοσδήποτε άλλος ίσως να άρπαζε την ευκαιρία να αναφερθεί στη δική του προσφορά και να μιλήσει για τα ανδραγαθήματά του. Εκείνος όμως πάντα ταπεινός, μίλησε για την πορεία της φυλής μας., «Παιδιά μου! Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των.

Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και διά την μέλλουσανευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα.

Και διά τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοι σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των...

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν.

Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ (σ.σ. αντιβασιλέα), έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Οταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: ‘’Πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβαβατσέλα’’, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση», τους είπε αρχικά.

«Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των», είπε αρχικά ο «Γέρος του Μοριά» στη νεολαία των Αθηνών, αρχίζοντας την περίφημη ομιλία του στη Πνύκα.

Ο λόγος του συνεχίστηκε αναφερόμενος στις εμφύλιες συγκρούσεις, όπου πάλι έβαλε το «εμείς» πάνω από το «εγώ». Μάλιστα ακόμη μία φορά έδειξε πως ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για πολιτικά αξιώματα. «Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη.

Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιανάρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε! Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή.

Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει.

Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί.

Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα...».

Κλείνοντας προέτρεψε τα νέα παιδιά να μορφωθούν και ζήτησε από όλους να μείνουν ενωμένοι «Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, διά να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει.

Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία. Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!».

«Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, διά να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια», προέτρεψε τα νέα παιδιά.

Η περίπτωση του Κολοκοτρώνη είναι ίσως η πλέον γνωστή ήρωα της ελληνικής επανάστασης, που διώχθηκε μετά την απελευθέρωση ή κατά την διάρκειά της. Σίγουρα και εκείνος υπέπεσε σε σφάλματα, όμως με τη στάση του απέδειξε πολλάκις πως μπροστά στην πατρίδα, δεν έθετε προσωπική φιλοδοξία ή εγωισμό. Τα συναισθήματα όλων εκείνα τα χρόνια, αποτυπώνονται ανάγλυφα στα όσα σκέφτηκε μόλις εισήλθε στην Τριπολιτσά, όταν και του έδειξαν το δένδρο όπου γίνονταν οι εκτελέσεις των Ελλήνων.

«Οταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Ελληνας. Αναστέναξα και είπα:“Αϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί”», σχολίασε σχετικά στα απομνημονεύμτατά του. Για την ιστορία ο πλάτανος δεν υπάρχει πια, καθώς έδωσε εντολή να το κόψουν. Εκτός του «Γέρου του Μοριά» υπήρξαν και άλλοι αγωνιστές, που είτε υπέστησαν ανάλογο «κυνηγητό» ή δυστυχώς σκοτώθηκαν από ελληνικά χέρια.

Ο Νικηταράς πέθανε πάμπτωχος στον Πειραιά, ενώ μεταξύ όλων των άλλων είχε περάσει 1,5 χρόνο στη φυλακή της Αίγινας. Ο Γιάννης Μακρυγιάννης φυλακίστηκε για δύο χρόνια το 1852, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος εκτελέστηκε το 1825 στην Ακρόπολη των Αθηνών από το πρωτοπαλίκαρό του Γκούρα λόγω του εμφυλίου πολέμου, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Τούρκους, η Μπουμπουλίνα δολοφονήθηκε το 1825 με αφορμή την σχέση του γιου της με μία κοπέλα από τις Σπέτσες, ενώ η Μαντώ Μαυρογένους πέθανε πάμπτωχη και φιλοξενούμενη από φίλους.

Το ταφικό μνημείο του Κολοκοτρώνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών

Ο Διονύσιος Σολωμός έχει γράψει χαρακτηριστικά. «Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει,"πάρ' το", λέγοντας, "και συ"». Ισως η μεταλύτερη αλήθεια για το έθνος μας, σε λίγες μόνο γραμμές ενός ποιήματος, του «Υμνου εις την Ελευθερίαν». Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι ένα μικρό του μέρος, καθιερώθηκε ως ο Εθνικός μας ύμνος. Ισως όμως όχι, το πλέον αντιπροσωπευτικό...

 

Τελευταία Νέα