Γιάννης Αμανατίδης στο Gazzetta: «Σταμάτησα στα 29 μου, δεν ήθελα στα 30 να περπατάω με πατερίτσες» (vid)
Αποστολή Θεσσαλονίκη: Δαλαταριώφ Παναγιώτης
Video / Photos: Ραφαήλ Γεωργιάδης
Μοντάζ: Τάσος Γκινοσάτης
Photo Credits: Χρήστος Ζωίδης
Επιμέλεια: Βασίλης Μπαλατσός
Πρόκειται για μια ξεχωριστή περίπτωση ποδοσφαιριστή αλλά και ανθρώπου. Ο Γιάννης Αμανατίδης ήρθε στην ποδοσφαιρική ελληνική πραγματικότητα μέσω της Εθνικής Ελλάδας. Ο επιθετικός με το μακρύ μαλλί, που είχε το χάρισμα να σκοράρει και να... ξεσηκώνει την εξέδρα. Ο παίκτης που έδινε το κάτι διαφορετικό. Eκείνος που πήρε την μπάλα από το κέντρο και πέρασε όποιον βρήκε απέναντί του για να κάνει τον Ρεχάγκελ να βρει το... 10άρι που ήθελε στην Εθνική!
Το συμβόλαιο που ζήτησε μόνος του να ανανεώσει με την Άιντραχτ για να μην βάλει στο μυαλό του τη σκέψη ότι μπορεί να φύγει από τη Φρανκφούρτη, οι επιχειρήσεις, η συνεργασία με τον ΠΑΟΚ που δεν ευδοκίμησε και το ταλέντο που έχει σήμερα η Ελλάδα.
Ο Γιάννης Αμανατίδης στην εξομολόγηση της ζωής του, μέσω του Gazzetta, κάνει ξεκάθαρο ότι σταμάτησε στα 29 του για να μην περπατάει στα 30 του με πατερίτσες.
«Ο παππούς μου είχε πει στο μπαμπά μου: "Το ποδόσφαιρο είναι αλητεία, πού να πας να παίξεις;"»
Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή, από την Κοζάνη που γεννήθηκες. Πώς θυμάσαι την παιδική σου ηλικία και τα πρώτα σου χρόνια εκεί;
«Θυμάμαι μόνος στιγμές. Έπαιζα ποδόσφαιρο στις αλάνες, στις πλατείες, με φίλους και συμμαθητές. Κρατάω στο μυαλό μου από εκείνα τα χρόνια το σχολείο και 1-2 δύσκολους χειμώνες στην Κοζάνη.
Έφυγα ουσιαστικά από την Ελλάδα όταν ήμουν εννιά χρονών. Ήμουν στην τρίτη προς τετάρτη δημοτικού, όταν μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Γερμανία, το 1991, ως μετανάστες, όπως σχεδόν όλες οι οικογένειες τότε, λόγω της έλλειψης δουλειάς και της οικονομικής κατάστασης. Εγώ ήμουν μικρός, δεν καταλάβαινα πολλά. Από εκείνη την περίοδο θυμάμαι ελάχιστα πράγματα, κάποιες οικογενειακές στιγμές και μέχρι εκεί.
Τέσσερα αδέλφια, σωστά;
«Ναι, τέσσερα».
Ο αθλητισμός υπήρχε στην οικογένεια ή προέκυψε κάπως τυχαία για σένα;
«Όταν ήμουν μικρός στην Ελλάδα, δεν ήξερα πολλά. Ο αδελφός μου έπαιζε ποδόσφαιρο στην ομάδα του χωριού μας, όπως συνέβαινε τότε. Αργότερα έμαθα ότι και ο πατέρας μου έπαιζε καλούτσικα, έφτασε μέχρι την ομάδα της Κοζάνης και είχε και πρόταση από τη Βέροια, αλλά δεν τον άφησε ο παππούς μου να πάει.
Του είχε πει: "Πού θα πας εκεί πέρα; Είναι αλητεία, είσαι μικρός, κάτσε εδώ." Κι έτσι έμεινε στην Κοζάνη. Εκείνη την εποχή η ομάδα ήταν στη Β’ και στη Γ’ Εθνική. Δεν προχώρησε προφανώς, έμεινε στο χωριό και έγινε εργάτης. Όλη η περιοχή εκεί δούλευε στη ΔΕΗ ή στα χωράφια, κυρίως με τα καπνά».

Θυμάσαι όταν η οικογένεια σου αποφάσισε να μεταναστεύσει στη Γερμανία;
«Θυμάμαι τη συγκεκριμένη μέρα που φύγαμε. Ξυπνήσαμε χαράματα, 4-5 το πρωί, μπήκαμε όλοι στο αυτοκίνητο και φύγαμε για Γερμανία. Εγώ ήμουν εννιά χρονών τότε και δεν ήξερα τι είναι η Γερμανία. Για μένα ήταν σαν να πηγαίναμε στην Κοζάνη ή στο διπλανό χωριό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνη την ημέρα. Ήμασταν στο δρόμο 24 ώρες και φτάσαμε στη Γερμανία ξημερώματα.
Ήταν δύσκολη η προσαρμογή σου σε ένα καινούργιο σχολείο, σε μια νέα γλώσσα και κουλτούρα;
«Ήταν πολύ δύσκολο. Εμείς ήμασταν στο χωριά και η μητέρα μου είχε φύγει έξι μήνες νωρίτερα για να βρει δουλειά και σπίτι, ώστε να τα βρούμε εμείς έτοιμα στη Στουτγκάρδη. Δεν ήξερα τίποτα. Tη γλώσσα, ούτε πού βρίσκομαι, που πάω, όμως, όταν είσαι τόσο μικρός, δεν κάνεις τέτοιες σκέψεις. Απλώς ακολουθείς και δεν έχεις επιλογή. Ήταν δύσκολα. Πήγαινα σχολείο και δεν καταλάβαινα τίποτα. Δεν είχα φίλους. Το πρώτο διάστημα δεν θυμάμαι καν τι έκανα. Απλά πήγαινα στο σχολείο, χτυπούσε το κουδούνι και έφευγα. Δεν μου έμειναν εικόνες, γιατί δεν έκανα ουσιαστικά τίποτα».
Με τι ασχολούνταν οι γονείς σου εκεί;
«Η μητέρα μου δούλευε σε γηροκομείο και ο πατέρας μου σε εργοστάσιο που έφτιαχνε χρώματα».
Στο σπίτι ήταν σημαντική η παρουσία των αδερφιών σου; Σε βοήθησαν στην προσαρμογή σου;
«Κοίτα, έχουμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Εγώ είμαι ο μικρότερος. Ο αδελφός μου είναι 6 χρόνια μεγαλύτερος και η αδελφή μου 10. Όταν εγώ ήμουν 9, αυτοί ήταν 15, 17, 18. Οπότε, πρακτικά, δεν είχαμε κοινές δραστηριότητες. Τι να έκαναν με ένα 9χρονο; Μέσα στο σπίτι φυσικά ήταν δίπλα μου πολλές ώρες. Όταν πας σε ένα τόπο που είσαι ξένος, δεν ξέρεις κανένα και δε μιλάς τη γλώσσα τι θα κάνεις; Θα πας σπίτι. Σταδιακά έκανα κάποιους Έλληνες φίλους που έτυχε να έμειναν στην περιοχή, και αυτό με βοήθησε πολύ».
«Ξυπνήσαμε χαράματα, 4-5 το πρωί, μπήκαμε όλοι στο αυτοκίνητο και φύγαμε για Γερμανία»
«Ήμουν στη γωνιά στο σχολείο κι ένας συμμαθητής μου, μου είπε "έλα να παίξεις μαζί μας..."»
Πότε μπήκε ξανά το ποδόσφαιρο στη ζωή σου μετά την πλατεία στην Κοζάνη;
«Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια στιγμή στο σχολείο, ένα διάλειμμα, που τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο. Εγώ ήμουν στη γωνιά μόνος μου και ένας συμμαθητής μου ήρθε και μου είπε: "Έλα να παίξεις μαζί μας". Έπαιξα λίγο και μου είπε ότι είμαι καλό και πρέπει να πάω στην ομάδα που έπαιζε.
Πήγα σπίτι, είπα στους γονείς μου ότι θέλω παπούτσια ποδοσφαίρου, γιατί θα πήγαινα το Σάββατο στην προπόνηση. Μου αγόρασαν και πήγα στην προπόνηση. Με είδαν από αυτήν την τοπική ομάδα και μου είπαν θα έρθεις σε εμάς. Σε αυτήν την ομάδα ήταν επτά Έλληνες και ο βοηθός προπονητης.
Το παιδί που μου είπε να πάω σε αυτήν την ομάδα λεγόταν Ντάρκο και ήταν Κροάτης ή Σέρβος. Οι γονείς μου ήρθαν, είδαν τους γονείς από τα άλλα Ελληνόπουλα και βρήκαν κάτι που μπορούν να ακολουθήσουν και να είναι δίπλα μου. Το έβλεπαν σαν εκδρομή είτε ήταν προπόνηση είτε ήταν αγώνας.
Το ποδόσφαιρο με βοήθησε να ενσωματωθώ τόσο στην κοινωνία όσο και στη γλώσσα. Ο αθλητισμός είτε είναι ποδόσφαιρο, είτε μπάσκετ, είτε ολυμπιακά αθλήματα ενώνει, πέρα από καταγωγές και θρησκείες. Φέρνει τον κόσμο κοντά».
Σε αντιμετώπισαν ρατσιστικά επειδή ήσουν Έλληνας;
«Όχι, όχι. Είχαμε άλλους επτά Έλληνες, 2-3-4 τουρκικής καταγωγής και Γιουγκοσλάβους λόγω του πολέμου. Ότι θες είχε αυτή η ομάδα. Είχαμε μόνο 1-2 Γερμανούς. Παλιότερα δεν ήταν όπως τότε. Ήμασταν πιο φιλικά δεν είχαμε τον ρατσισμό στο μυαλό μας. Όλοι είχαν ένα σκοπό και χαιρόμασταν που παίζαμε ποδόσφαιρο».
Πότε έγινες το παιδί που είναι για κάτι παραπάνω;
«Εμένα έτσι ήταν από την αρχή. Από την πρώτη μου προπόνηση εκείνο το Σάββατο όλοι έλεγαν "τι έγινε;". Φαινόταν. Ξεχώριζα από μικρός. Δεν ήμουν στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους και κάποια στιγμή έκανα το "μπαμ" στα 13-14-15. Ξεχώριζα από 9-10 ετών πως ήμουν αρκετά καλύτερος. Έπαιξα σε αυτήν την ομάδα 3 χρόνια και στα 13 μου ήθελε να με πάρει η Στουτγκάρδη που ήταν στα 200 μέτρα από αυτήν την ομάδα που έπαιζα. Ήταν που θα πάω επειδή ήταν και η Στουτγκάρδη Kickers οπότε υπήρχε ανταγωνισμό που θα πάω. Ο πατέρας μου γύριζε στις 16:00, έτρωγε και μετά με πήγαινε στην προπόνηση. Οι Κickers ήταν μισή ώρα δρόμος και η προπόνηση άρχιζε 17:00 - 17:30. Η Στουτγκάρδη πέρα από το γεγονός πως ήταν και είναι μεγαλύτερη ομάδα ήταν λιγότερο από δέκα λεπτά μακριά.
Έπαιξα τον πρώτο χρόνο και μετά με ανέβασαν ομάδα επειδή δεν είχα... ανταγωνισμό με τους συνομηλίκους, οπότε με πήγαν να παίξω με τους μεγαλύτερους».

Θυμάσαι κάποιο περιστατικό ή γκολ που σου έδωσε μεγαλύτερη ώθηση στις ακαδημίες της Στουτγκάρδης;
«Για εμένα όλα ήταν φυσιολογικά και είχα ένα στόχο από πάρα πολύ μικρός. Δεν ξέρω για ποιο λόγο και πως τον απέκτησα. Στη Γερμανία κάποια στιγμή πρέπει πριν τελειώσεις να πας δυο εβδομάδες να δουλέψεις σε εταιρεία για προετοιμασία. Εγώ είχα πάει στη Mercedes. Ήμουν 14 και χαιρόμουν σαν τρελός που θα δούλευα. Είναι όπως όταν ήμασταν παιδιά, βλέπαμε τον πατέρα μας όταν ξυριζόταν και λέγαμε "κάποια στιγμή θέλω να το κάνω κι εγώ"».
Βέβαια μετά δεν σου άρεσε πολύ το ξύρισμα...
«(Γέλια) Ναι. Έχω να ξυριστώ με ξυράφι από τα 16! Έλεγα τι ωραία που θα πάω να δουλέψω και ήθελα πολύ. Σηκώθηκα στις 5 και στις 6 ήμουν στη δουλειά. Φεύγω από τη δουλειά, γύρισα σπίτι στις 15:00-1600 και έλεγα "καλά ήταν αλλά αύριο θα είναι καλύτερο". Τη δεύτερη είπα «ΟΚ» και την τρίτη ημέρα είπα πως δεν θα δουλέψω ποτέ! Δεν θα γίνω ποτέ υπάλληλος! Και το ποδόσφαιρο είναι χόμπι που γίνεται δουλειά, με ωράρια και ανά διαστήματα είναι ζόρικη δουλειά. Είπα στον εαυτό μου πως δεν με ικανοποιεί αυτό το πράγμα και είπα πως θα κάνω τα πάντα για να πετύχω το στόχο που είχα από μικρό να γίνω επαγγελματίας. Εγώ ήμουν αφοσιωμένος εκεί.
Μια μέρα, στα 15 μου, γύρισα σπίτι, δεν υπήρχαν κινητά τότε το 1996-97 και είπε πως κάποιος με πήρε τηλέφωνο και θα ξαναπάρει. Μίλησα και μου είπαν από τη Φρανκφούρτη πως με θέλουν στην ομάδα. Ένα χρόνο έμεινα στην Κ19 και τον τρίτο έγινα επαγγελματίας. Θα υπέγραφα από τότε επαγγελματικό συμβόλαιο. Έκλεισα το τηλέφωνο και εκεί είπα πως τα κατάφερα. Αυτό δεν έγινε επειδή το πήραν χαμπάρι στη Στουτγκάρδη. "Δεν θα πας πουθενά, θα μείνεις εδώ, δικό μας παιδί είσαι, σε ξέρουμε και μας ξέρεις. Θα σου δώσουμε και εμείς συμβόλαιο". Οπότε έμεινα εκεί».
Εσύ ήθελες να πας στην Άιντραχτ και σε έριξαν στο φιλότιμο;
«Όχι, ήμουν καλά. Αν νιώθω καλά σε μια ομάδα μένω εκεί, αν όχι φεύγω, όπως έκανα το 2004 στην Καϊζερσλάουτερν. Η ομάδα ήταν άνω - κάτω, δυστυχώς για αυτούς και ευτυχώς για εμένα που μετά από ένα εξάμηνο γύρισα στη Φρανκφούρτη».
«Πήγα στο εργοστάσιο της Mercedes για δουλειά, την τρίτη μέρα είπα: "Δεν θα γίνω ποτέ υπάλληλος"»
«Από τα 13 μού έλεγαν όλοι στη Στουτγκάρδη ότι θα γίνω επαγγελματίας»
Όταν η Στουτγκάρδη σου έδωσε συμβόλαιο σε έκανε να νιώσεις πιο σημαντικός;
«Είμαι πολύ συνεσταλμένος άνθρωπος. Πήγαινε τώρα στη Στουτγκάρδη να ρωτήσεις για μένα σε συμπαίκτες, προπονητές και αντιπάλους από τότε όλοι έλεγαν από τα 13 μου πως θα γίνει επαγγελματίας. Φαινόταν από μικρός. Υπάρχουν προπονητές και συμπαίκτες από παλιά που ακόμα είμαστε σε επαφή και ακόμα λένε πως είμαι ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών στις ακαδημίες της Στουτγκάρδης».
Εκεί δε νιώθεις «βασιλιάς»;
«Σαφώς έχω αφήσει κάτι πίσω μου. Όταν πας στις ακαδημίες της Στουτγκάρδης, κάτω είναι τα αποδυτήρια, πάνω τα γραφεία, πιο
πάνω οι γιατροί και το γυμναστήριο και όταν βγαίνουν τα παιδιά από το τούνελ έχουν όλους τους παίκτες που ήταν στις ακαδημίες και άφησαν το στίγμα. Αυτό είναι για κίνητρο για τα παιδιά. Είναι ωραίο και για τα παιδιά που δουλεύουν εκεί και βλέπουν άλλα παιδιά που ήταν στη θέση τους και έκαναν καριέρα».
Τα αποδυτήρια είναι μια μικρή κοινωνία; Πως σε διαμορφώνει ως άνθρωπο;
«Αυτά είναι εμπειρίες και πράγματα που εξωτερικά σε επηρεάζουν και σχηματίζουν τον χαρακτήρα σου. Αυτά είναι εικόνες και εμπειρίες. Tώρα αυτό έχει χαθεί. Το κινητό είναι πρόβλημα και τότε δεν υπήρχε. Ασχολούμασταν με τη ζωή μας, την καθημερινότητα και το τετ α τετ. Τώρα πριν βγει ο άλλος στην προπόνηση βλέπει στην προπόνηση βλέπει το κινητό και όταν επιστρέφει πριν βγάλει τις κάλτσες και τα παπούτσια, πριν μπει για μπάνιο, κοιτάζει το κινητό μην έχασε τίποτα. Αυτό έχει μπει πια στη ζωή μας και είναι θέμα αν δεν μπορείς να το διαχειριστείς. Έχει ριζωθεί τόσο πολύ στις ζωές μας που οι ομάδες έχουν 4-5 άτομα που ασχολούνται με Social Media. Εκεί χάνονται οι εμπειρίες που έχουμε εμείς. Εγώ το '91 που πήγα μετανάστης λόγω οικονομικής κατάστασης. Τα παιδιά που ήρθαν από τη Γιουγκοσλαβία λόγω πολέμου. Τώρα αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει. Αν δεν ξέρεις να το χειρίζεσαι μπορεί να σου κάνει κακό. Οι ποδοσφαιριστές πια επηρεάζονται πια πιο πολύ από το κινητό και από το τι βλέπουν. Μέσα πολλά πράγματα που βλέπεις είναι fake αλλά η ανταλλαγή εμπειριών είναι κάπως διαφορετικό. Το κινητό και η τεχνολογία είναι μια χαρά και χρειάζεται αλλά οι μεταξύ μας σχέσεις έχουν αλλάξει κατά πολύ. Τώρα δεν ενδιαφέρει τον άλλο τι κάνει ο διπλανός του. Όλοι κοιτάνε στο κινητό τους και δεν τους ενδιαφέρει τι γίνεται στα αποδυτήρια».
Τι σου έδωσε η Στουτγκάρδη ως ποδοσφαιριστή και ως προσωπικότητα;
«Μεγάλωσα εκεί από τα 9 και μετά. Πριν από αυτήν την ηλικία οι παραστάσεις είναι ελάχιστες. Πηγαίνοντας στη Γερμανία είναι διαφορετική γλώσσα, διαφορετικό περιβάλλον, διαφορετικοί φίλοι και γνωστοί. Ξαφνικά στα 12-13 μου έλεγαν πως με θέλουν. Από την πρώτη στιγμή μου έλεγαν πως ξεχωρίζω. Επιβραβεύτηκα που με ανέβασαν ομάδα και δυο χρόνια μετά ήρθε πρόταση και έγινα επαγγελματίας. Στα 18 έπαιζα στη Γ' Εθνική με τη Β' ομάδα της Στουτγκάρδης με παίκτες όπως ο Χλεμπ και ο Βακάρο. Αυτοί έπαιξαν Α' και Β' Εθνική. Εμείς ως ομάδα Γ' Εθνικής παίξαμε με τη Φρανκφούρτη που ήταν στην Α' και νικήσαμε 6-1! Δεν ήξεραν που πάνε τα τρία!».

Πόσα γκολ έβαλες;
«Δύο. Παίζαμε Γ' Εθνική και βγήκαμε δεύτεροι, όμως δεν μπορούσαμε να ανέβουμε λόγω κανονισμού. Μέχρι Γ' Εθνική πάνε οι Β' ομάδες αλλά εμείς δεν ήμασταν για αυτό το επίπεδο. Για εμένα στα 18 ήταν λίγο η Γ' Εθνική και ψαχνόμουν για να γίνω καλύτερος. Ήρθε μια πρόταση από την Γκρόιτερ Φιρτ και είπα πάμε. Εγώ στα 18 μου είχα προπονητή τον Ραλφ Ράγνινκ, που τώρα είναι ομοσπονδιακός προπονητής της Αυστρίας.
Με πήρε στην προετοιμασία στην Πορτογαλία στα 18 μαζί με τον Χίγκλ και κάναμε εξαιρετική προετοιμασία. Εγώ γυρνώντας πήγα πάλι σχολείο γιατί ήμουν 17. Μου είπε ένας συμπαίκτης πως ήμουν στην αποστολή για τη Βρέμη κι εγώ ήμουν στο σχολείο! Είπε το 18ο όνομα τον Γιάννη επειδή έκανε εξαιρετική προετοιμασία και το αξίζει. Με πήραν τηλέφωνο στο σχολείο, ετοίμασα τα πράγματα μου και έφυγα. Ήμουν 17. Από σχολείο πήγα αεροδρόμιο! Aπό τη χειμερινή διακοπή και μετά με πήρε 6-7 φορές αποστολή. Εγώ έλεγα πως ήθελα να παίξω και δεν με έβαζε. Τότε είχε τεράστια ονόμα όπως ο Μπαλάκοφ. Είχα τη δίψα να παίξω. Ήρθε ο μάνατζερ μου και μου λέει "έχω πρόταση, φεύγουμε". Δανεικός για έξι μήνες. Ο προπονητής μου έλεγε "περίμενε αγόρι μου, μικρός είσαι και θα παίξεις αλλά εγώ επέμενα και πήγα για έξι μήνες στην Γκρόιτερ. Πήγα καλά, έμεινα άλλον ένα χρόνο και επέστρεψα μετά, στα 20 μου. Όταν γύρισα είχε φύγει ο Ράγκνικ και ήταν ο Μάγκατ. Ήμουν με Κουράνι, Χλεπ και Χιγκλ».
Πόσα αστέρια...
«Ξεκινήσαμε το πρωτάθλημα και φτάσαμε 7η αγωνιστική, 7 βαθμούς, 14οι. Ήρθαμε 0-0 στο Βερολίνο και από την 8η αγωνιστική και μετά ο Μάγκατ πέταξε έξω όλους τους μεγάλους και έβαλε τους μικρούς μέσα! Εκτός από την τετράδα στον άξονα όλοι ήμασταν 19-20-21 ετών. Στο τέλος της χρονιάς βγήκαμε 2οι και την επόμενη χρονιά παίξαμε Champions League κόντρα στον Παναθηναϊκό».

Ήταν αυστηρός ο Μάγκατ;
«Ήταν πολύ αυστηρός. Δεν είναι κακό να ζητάς πράγματα από τους παίκτες σου αλλά στο μέγεθος που το έκανε αυτό ήταν κακό. Ζητούσε εξωπραγματικά πράγματα. Είναι σαν να σου πω πως θα τρέξεις τα 100 μέτρα σε 9,5 δευτερόλεπτα. Θα το κάνεις; Δεν μπορείς να το κάνεις αλλά όσο το προσπαθείς θα μειώνεις το χρόνο σου. Θα τρέξεις 10, 20 φορές, 30. Αυτό το έκανε για ένα λόγο. Ήθελε το 101-102%. Ήθελε πάντα το κάτι παραπάνω. Αν έβλεπε ότι προσπαθείς του έφτανε. Τρελαινόταν αν σου πει θα κάνεις μια απόσταση σε 15 δευτερόλεπτα και εσύ το έκανε σε 15,5. Κάντο στα όρια σου. Ο καθένας έχει το όριο του. Άλλοι ήταν πιο αργοί και άλλοι πιο γρήγοροι όμως ήθελε ο καθένας να δίνει το μέγιστο. Αυτή ήταν η φιλοσοφία της προπόνησης του. Ζητούσε πράγματα που δεν γινόντουσαν αλλά σε άφηνε ήσυχο όταν έκανες ότι μπορούσες. Ήταν ένας που ήταν... μια ζωή προπονητής τερματοφυλάκων και μου είχε πει "τι του έχεις κάνει; όλο για σένα μιλάει". Όχι σαν παίκτης αλλά σαν νοοτροπία. Ο καθένας έχει τα όρια του.
Το δεύτερο χρόνο που προκριθήμαμε Champions League πήραμε τον Κακάο και τον Σάμπιτς. Κάναμε ένα ροτέισον κύπελλο, πρωτάθλημα και Champions League. Ο Κουράνι έπαιζε πάντα και οι άλλοι τρεις κάναμε ροτέισον. Η ομάδα ήταν στο 8-14 και από το... πουθενά βγήκε 2η και πήγε Champions League. Ήμουν 22-23 και θεωρούσα πως έπρεπε να παίζω λίγο παραπάνω. Έτσι έπαιξα έξι μήνες και μετά πήγα στην Άιντραχτ».
Το Champions League ήταν ακόμα ένα όνειρο που είδες μπροστά σου να ζωντανεύει;
«Σαφώς. Παίξαμε μέσα στην έδρα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στα καλά της χρόνια. Παίξαμε απέναντι στους φίλους μου του Παναθηναϊκού, όλη εκείνη την καλή φουρνιά. Είχαμε και τη Ρέιντζερς στον όμιλο. Είναι όνειρο για κάθε ποδοσφαιριστή να ακούει τον ύμνο και να παίζει Champions League».
«Ήμουν 17 ετών και από σχολείο πήγα αεροδρόμιο για να φύγω στην προετοιμασία με την πρώτη ομάδα»
«Πολλοί θεώρησαν ότι δεν έπρεπε να φύγω από τη Στουτγκάρδη, δεν μίλησα με τον Μάγκατ»
Ποιο γκολ θυμάσαι περισσότερο; Ποιο ήταν το πρώτο σου;
«Αν σου πω ότι δεν το θυμάμαι! Δεν θυμάμαι το πρώτο μου γκολ με τη Στουτγκάρδη. Θυμάμαι πως έπαιξα στο Ιντερτότο και ως επαγγελματίας το πρώτο μου γκολ ήταν κόντρα στη Σάμαξ από την Ελβετία».
Σε ανθρώπινο επίπεδο, έφυγες πικραμένος από τη Στουτγκάρδη;
«Θεώρησαν πολλοί ότι δεν έπρεπε να φύγω τότε. Δεν είχα μιλήσει με τον Μάγκατ. Δεν είχαμε προσωπική επαφή και δεν έχει γενικά προσωπικές επαφές. Είναι δύσκολος χαρακτήρας».

Στα αποδυτήρια κάνατε πλάκες; Είχατε πειραχτήρια;
«Σαφώς και υπήρχε. Πειραχτήρια ήταν Χλεμπ, Κουράνι και ο Φερνάντο. Ήμασταν μια παρέα από τη Β' ομάδα και συνεχίσαμε έτσι. Βγαίναμε έξω κιόλας. Ήμασταν ένα παρεάκι που έπαιζε αρκετά καλή μπάλα. Από τις ακαδημίες και τη Β' ομάδα βγήκαμε 2οι στην Bundesliga, πίσω από την Μπάγερν και παίξαμε Champions League με τη Μάντσεστερ. Ακόμα είμαστε φίλοι και μιλάμε με τα παιδιά, πέρα από το τσατ που έχουμε όλα αυτά τα παιδιά που ήμασταν σε εκείνη την ομάδα της Στουτγκάρδης».
Τι θυμούνται περισσότερο από εσένα;
«Ισορροπημένα πράγματα. Ήσυχος. Καλές σχέσεις έχω και με παιδιά από τη Φρανκφούρτη. Έχω καλές με τον Έρβιν Σκέλα και τον Άλεξ Μάγιερ. Βρισκόμαστε και πειράζουμε ο ένας τον άλλον. "Εγώ σε έκανα παίκτη", έλεγα στον Μάγιερ. Ήταν 1.93μ. και του έλεγα "αν είχα το ύψος του 15 γκολ το χρόνο θα έβαζα με το κεφάλι"»,

Πως θυμάσαι το παιχνίδι στο «Όλντ Τράφορντ»; Το ένιωθες «ψαρωτικό»;
«Το ένιωθες. Έπαιξα και με την Εθνική σε ένα φιλικό, Σε εκείνο τον αγώνα με τη Στουτγκάρδη δεν είχα ξεκινήσει από την αρχή. Ξαφνικά είσαι από τους 20-30 που έρχονται να σε δουν σε γήπεδο που έβλεπες στην τηλεόραση. Αυτά είναι ιστορίες που γράφει το ποδόσφαιρο. Κι άλλα αθλήματα αλλά το ποδόσφαιρο είναι το δημοφιλέστερο άθλημα του κόσμου. Είναι στιγμές που δύσκολα περιγράφονται. Στιγμές που δεν πάει το μυαλό σου ότι θα τις ζήσεις και θα είσαι μέρος αυτής της ιστορίας».
Φαίνεσαι άτομο που δεν ζητούσες φανέλες...
«Ποτέ! Δεν το έβλεπα πως πρέπει να πάρω τη φανέλα του Φαν Νίλστεροϊ. Τι σημαίνει αυτό; Ούτε μια φορά. Όσες φανέλες έχω στο σπίτι είναι από παίκτες που μου ζήτησαν να αλλάξουμε».
«Όσες φανέλες έχω στο σπίτι είναι από παίκτες που μου ζήτησαν να αλλάξουμε»
Η Άιντραχτ, το σπάσιμο περόνης κι η βαλίτσα για το Euro που δεν έγινε ποτέ
Πώς ήταν η κατάσταση στην Άιντραχτ όταν πήγες; Ήσουν επιλογή προπονητή;
«Κοίτα, πήγα το εξάμηνο εκεί μετά τη Στουτγκάρδη, επειδή ήταν τελευταία η Άιντραχτ. Ήταν στην τελευταία θέση. Ξέροντας ότι θα πέσει, γιατί το πρώτο εξάμηνο είχαν 7 βαθμούς. Μεγάλη διαφορά από τον 17ο. Ξέροντας ότι δεν θα τα καταφέρουν. Αλλά απλά πάω εκεί 6 ημέρες για να παίξω. Και πάω αρκετά καλά. Έβαλα σε 14 ματς, 6 γκολ. Και ήταν η περίοδος που χτιζόταν το καινούριο γήπεδο, από το παλιό στο καινούριο. Το μισό ήταν κλειστό, το άλλο μισό ο κόσμος, γερανοί κλπ. Οπότε παίρνω και αυτή την περίοδο πώς μεγαλώνει και το γήπεδο. Πώς αλλάζει σελίδα γενικά η ομάδα. Γιατί αυτό ξεκάθαρα το να θεωρήσει και να πεις ότι είμαι μεγάλη ομάδα, και τα τριγύρω σημαντικά. Δηλαδή το γήπεδο πρέπει να είναι μεγάλο. Πρέπει να είναι σύγχρονο. Οι ακαδημίες. Η βάση πρέπει να υπάρχει. Αν δεν υπάρχει βάση - κι αυτά θεωρούνται βάση - είναι πολύ δύσκολο.
Εν ολίγοις στο παρά τσακ θα τα καταφέραμε να μείνουμε στην κατηγορία. Μέχρι την τελευταία αγωνιστική. Πέφτει η ομάδα και πάω το 2004 στην Κάιζερσλαουτερν. Για δύο χρόνια υπογράφω. Βρήκα ένα γενικά πολύ περίεργο κλίμα. Πολύ περίεργο. Και από το χειμώνα και μετά που η Άιντραχτ πάει καλά στη Β' Εθνική, ξεκινάει ο πρόεδρος και με παίρνει τηλέφωνο: "Τι κάνεις καλά; Μπορείς να πιούμε κάνα καφέ;" Λέω να πιούμε. Λέει "ξέρω εγώ είμαστε καλά, σε δύο-τρεις μήνες αν μπορείς να σκεφτείς να ξαναγυρίσεις." Λέω εντάξει, να συζητήσουμε. Γιατί όχι;
Το 2004 βλέποντας την Εθνική στο Euro είχες παράπονο;
«Καθόλου. Το πρώτο ματς μου το έπαιξα το 2002. Έκανα παιχνίδια. Το 2004 είμαι με την Ολυμπιακή ομάδα στο Καρπενήσι για προετοιμασία. Παίρνουν τηλέφωνο και μου λέει ο προπονητής της Ολυμπιακής ομάδας, ο Στράτος Αποστολάκης, ότι πρέπει να κάνω την βαλίτσα και να πάω στην Πορτογαλία γιατί ο Ντέμης είναι τραυματίας. Ετοιμάζω τη βαλίτσα και είμαι σε φάση "φεύγω - δεν φεύγω". Με παίρνουν από την Κάιζερσλαουτερν, μου λένε να κάνω δύο προπονήσεις και να παίξω την πρώτη αγωνιστική και μετά να φύγω πάλι. Μου είπε ο Στράτος να περιμένω λίγο. Κάνουμε ένα φιλικό με τον Πανιώνιο και σπάω την περόνη μου... Δεν πάω ούτε Πορτογαλία, ούτε στην Ολυμπιακή ομάδα και χάνω επτά αγωνιστικές στη Γερμανία».
Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο εμπόδιο της καριέρας σου;
«Ναι, ναι...»
Πως το βίωσες;
«Ήμουν 22 ετών. Ήμασταν στην Κατερίνη στο φιλικό και έλεγα να μου κάνουν μασάζ στο πόδι πριν κάνω ακτίνες και επέμενα να μου το πατήσουν. Δεν ξέραμε. Πήγα Γερμανία για να κάνω θεραπείες. Πήγα Πέμπτη και βγήκε έξω για τρέξιμο με σπασμένο πόδι! Με ρώτησαν πως είμαι και τους είπα "καλά είμαι, αλλά νιώθω κάτι". Παρασκευή βγήκα για τρέξιμο και τους είπα ότι είμαι καλύτερα. Σάββατο βγήκα έξω, έκανα σπριντ, αλλαγή κατεύθυνσης, πάτησα με σπασμένο πόδι και έφυγα από την άλλη. Πηδούσα για κεφαλιά με σπασμένο πόδι για να δω αν αντέξει. Έλεγα "είμαι καλύτερα, αλλά κάτι σαν να με ενοχλεί". Πήγα στο νοσοκομείο και βγήκα με πατερίτσες. Δόξα το Θεώ δεν χρειάστηκε επέμβαση επειδή από το σπάσιμο το κόκκαλο έμεινε εκεί και κόλλησε. Έτσι έχασα Πορτογαλία, Ολυμπιακούς Αγώνες και επτά αγωνιστικές».

Πως έγινε ο τραυματισμός;
«Δεν έφταιγε το παιδί. Ήταν ένα ψηλός σέντερ μπακ, πήγα από πίσω του και του έκλεψα την μπάλα, ενώ πήγαινε να κάνει μεγάλη μεταβίβαση και αντί να σουτάρει την μπάλα χτύπησε το πόδι μου και έσπασα την περόνη μου. Δεν με είδε. Ταλαιπωρήθηκα πολύ στη ζωή μου από τραυματισμούς, όμως δόξα τω Θεώ είμαι ευχαριστημένος και ευγνώμων για αυτά που έχω καταφέρει. Στα 25 μου ήμουν αρχηγός ξένου σωματείου στη Γερμανία. Στην Bundesliga. Σαφώς μακάρι να μην είχα μεγάλους τραυματισμούς. Και αυτά που έχω καταφέρει είναι καλά».
Προοπτική για άλλο πρωτάθλημα υπήρξε;
«Δεν έχω αλλάξει πολλές ομάδες επειδή έμενα όπου ένιωθα καλά. Το 2005 μετά το Confederation ήρθε ο πρόεδρος και υπογράψαμε στη Φρανκφούρτη. Έμεινα εκεί μέχρι το 2011, όταν και σταμάτησα το ποδόσφαιρο, στα 29. Το 2008 είμαι τρία χρόνια στην ομάδα, αρχηγός και είχα συμβόλαιο για το 2010. Το 2009 είχα ρήτρα στο συμβόλαιο μου 4-5 εκατομμυρίων και ήμουν 25-26 στην καλύτερη ηλικία.

Πήρα τον μάνατζερ μου και του είπα "έλα Φρανκφούρτη για να ανανεώσουμε μέχρι το 2012". Δεν ήθελα να μπω σε πειρασμό για να πάω δύο μήνες στο Euro με στόχο να παίξω καλά και να έρθει ομάδα να με αγοράσει. Για να μην μπω στον πειρασμό να αλλάξω ομάδα. Πήρα εξαιρετικό συμβόλαιο για την εποχή.
Πήρα τον πρόεδρο, του εξήγησα γιατί ήθελα να ανανεώσω και είπε εντάξει. Άλλο ότι στο Euro δεν πήγαμε καλά. Ήμασταν η πρώτη ομάδα που προκρίθηκε, είχαμε καλή ομάδα αλλά στο Euro δεν ταίριαξε. Με εξαίρεση το 0-4 από την Τουρκία κάναμε εξαιρετικά προκριματικά. Εκεί μέσα κερδίσαμε με το δικό μου γκολ και έπρεπε να βάλουμε πέντε. Υπήρχε ενδεχόμενο να πάμε καλά».

Πώς είναι να σε αγαπάει ο κόσμος τόσο πολύ;
«Στη Στουτγκάρδη μεγάλωσα. Ήμασταν μια φουρνιά νέων παιδιών που τα καταφέραμε και για αυτό μας καλούν σε αγώνες, γιατί αντιπροσωπεύουμε αυτή την γενιά της Στουτγκάρδης. Μετά στη Φρανκφούρτη έπαιξε περισσότερα επαγγελματικά χρόνια. Έξι χρόνια και ήμουν αρχηγός».
Από τα περισσότερα από τα 54 γκολ που έβαλες στην Bundesliga υπάρχει κάποιο που σου έχει μείνει;
«Θυμάμαι έντονα από Κύπελλο με τη Φρανκφούρτη, όπου σκόραρα στα ημιτελικά με τη Μπίλεφελντ στο 1-0, πήγαμε τελικό με την Μπάγερν και πήραμε ευρωπαϊκή πρόκριση ύστερα από μια 20ετία. Έβαλα όμορφα γκολ με τη Ντόρτμουντ και την Γκλάντμπαχ όταν χτιζόταν το γήπεδο, όπου έβαλε γκολ από 30-40 μέτρα και πλάγια. Με Λεβερκούζεν και Χέρτα κάτι κεφαλιές. Είχα καλή παράδοση με Λεβερκούζεν και Ντόρτμουντ»,
«Ανανέωση με την Άιντραχτ πριν το Euro 2008 για να μην μπω στον πειρασμό να φύγω»
«Πήρα την μπάλα από το κέντρο, πέρασα, 1,2,3,4, τον τερματοφύλακα και πλάρασα σε κενή εστία. Αυτό το γκολ μού έκανε κακό»
Πιστεύεις πως άργησες να μπεις σε αυτό το group του Ρεχάγκελ στην Εθνική;
«Ήταν και ο τραυματισμός... Θυμάμαι ένα ματς που θεωρώ, για πλάκα, πως μου έκανε κακό. Όταν ήμουν Ελπίδων και ήταν να αναλάβει ο Ρεχάγκελ παίζαμε στην Καισαριανή Ελλάδα - Γερμανία και έκανε το 2-0 στο 90'. Παίζαμε σε όμιλο με Αγγλία και Γερμανία και πήγαμε στο Euro των Νέων στην Ελβετία. Πήρα την μπάλα από το κέντρο, πέρασα, 1-2-3-4-τερματοφύλακα και πλάρασα σε κενή εστία. Ήταν ο Ότο στην κερκίδα και λέει βρήκαμε 10αρι. Εγώ ποτέ δεν ήμουν 10αρι. Μόνο επιθετικός. Αυτός επειδή πέρασε τέσσερις παίκτες νόμιζε πως είμαι 10αρι. Εγώ σε όλες τις ομάδες στη Γερμανία έπαιζα φορ. Αυτο το γκολ μου έκανε κακό (γέλια)».
Πως θυμάσαι την ενσωμάτωση σου στην Εθνική;
«Ήμασταν με πολλά παιδιά που διατηρώ επαφές μέχρι σήμερα. Υπήρχαν αρκετοί με τους οποίους μιλάμε. Και τα παιδιά του '04 και του '08. Η φουρνιά μας αυτά τα χρόνια ήταν καλά παιδιά. Βεβαίως, μια χαρά είναι και τα παιδιά τώρα. Συνήθως οι προσωπικές επαφές σε εθνική ή ομάδα είναι περιορισμένες και δεν κρατούνται εύκολα. Εμείς όμως κρατήσαμε τις επαφές μας, δέσαμε και είμαστε φίλοι. Αυτό ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία της ομάδας του 2004, πέρα από τις προσωπικότητες και την ποιότητα ως ποδοσφαιριστές. Ήταν καλά παιδιά, ένα πολύ ωραίο παρεάκι και αυτό ωφέλησε για την επιτυχία που είχαν τα παιδιά».
Πώς ήταν ο Ρεχάγκελ ως άνθρωπος και προπονητής;
«Είναι καλός άνθρωπος και αγωνιστής. Αν του πρότεινες να παίξουμε φιλικό τώρα, είτε για διασκέδαση είτε για φιλανθρωπικό σκοπό, δεν θέλει να χάνει. Ούτε στο τάβλι που λέει ο λόγος. Είναι μαχητής που θέλει να κερδίζει. Έφτιαξε τότε εκείνο το σύνολο, το οποίο παλαιότερα είχε κάποια θέματα. Ένωσε την ομάδα και τα παιδιά. Ήταν 100% επαγγελματίας και δεν άκουγε κανέναν. Έκανε αυτό που θεωρούσε καλύτερο για το σύνολο, ούτε για τον εαυτό του, ούτε για κανέναν άλλον. Προπονητικά δεν έκανε κάτι εξωπραγματικό. Ήταν παλιάς σχολής και παλιά κοπής, αλλά ήταν καλός άνθρωπος».
Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία ή ομιλία που θυμάσαι από τον Ρεχάγκελ;
«Του άρεσε το καλό καλό κλίμα και ο χαβαλές. Πάντα είχε κάτι να πει για να γελάσει το σύνολο. Δεν θυμάμαι κάτι χαρακτηριστικό. Χρειάζεται το καλό κλίμα για την επιτυχία, αλλιώς πάσχεις. Με όλους έκανε χαβαλέ».
Από την καριέρα σου, τι είναι αυτό που σου έχει μείνει πιο έντονα;
«Από τα 26 και μετά άρχισαν τα προβλήματα με τους τραυματισμούς. Το 2008 μετά το Euro είχα ένα μεγάλο τραυματισμό στο χόνδρο, που με κράτησε εκτός δράσης για 6 μήνες. Επανήλθα για 2-3 μήνες, δεν έπιασε, ξανά επέμβαση στο χόνδρο και πάλι έξι μήνες έξω. από τα 26 μέχρι τα 29 έπαιξε 10-12 αγώνες για αυτό αποφάσισα να σταματήσω την καριέρα μου στα 29. Ήξερα πως δεν είχα κάτι αξιόλογο, να πάω κάπου που θα με ενδιέφερε. Με πήραν τηλέφωνο από ομάδες της Ρωσίας και της Ασίας, που πρόσφεραν και καλά χρήματα, αλλά είπα δεν πάω και θα σταματήσω το ποδόσφαιρο. Ίσως πήγαινα 1-2 χρόνια στην Αμερική στο MLS.
Μου έλεγαν για Β' Γερμανίας, Ουκρανία και Αζερμπαϊτζάν, μου έδιναν λεφτά αλλά δεν ήθελα. Δεν ήθελα στα 30 να πηγαίνω με πατερίτσες. Να κάνω τρίτη επέμβαση και να βάλω πλαστικό. Αυτό είναι προσωπικό. Κάποιος μπορεί να μην χορταίνει. Στη Φρανκφούρτη επειδή ήμουν αρχηγός τα χρόνια ήταν πάρα πολύ έντονα. Ήταν μια περίοδος που όλοι, ο κόσμος, τα Media, η ομάδα έλεγαν «τι κάνει ο Γιάννης;». Δεν υπήρχε κάτι άλλο. Κουράστηκα. Με κούρασαν. Συμβούλευα και κάποιους Έλληνες που ερχόντουσαν στη Γερμανία. Σε μια ομάδα είχαμε φτάσει πέντε Έλληνες. Εγώ, Λυμπερόπουλος, Γκέκας, Τζαβέλλας και Μάντζιος. Στην Άιντραχτ. Κουράστηκα και και ήθελα να σταματήσω. Ήθελα να μείνω ήσυχος».
Χρειάστηκες ποτέ ψυχολογική υποστήριξη;
«Όχι, ποτέ δεν χρειάστηκα. Δεν είχα τέτοια θέματα. Απλώς ήταν πολύ έντονο το "Γιάννης, Γιάννης". Κουράστηκα. Δεν μπορούσα να πάω έξω. Περίμενα και ήθελα να σταματήσω το ποδόσφαιρο για να σταματήσουν να ασχολούνται μαζί μου τόσο πολύ».

Πώς θυμάσαι την ημέρα που ανακοίνωσες ότι σταματας;
«Είχα συμβόλαιο έως το 2012 και σταμάτησα το ποδόσφαιρο το 2011. Έπεσε η ομάδα και οι σχέσεις που είχαμε χάλασαν. Δεν χωρίσαμε τόσο φιλικά και μετά σταμάτησα το ποδόσφαιρο. Είπα πως ήρθε η ώρα να ηρεμήσω και να κάνω κάτι άλλο. Δεν έκανα κάποια ανακοίνωση. Ταλαιπωρήθηκα την τελευταία τριετία με τους τραυματισμούς στο γόνατο και δεν ήμουν χαρακτήρας να τρέχω πίσω από τα λεφτά. Με κούρασε που όλος ο κόσμος ασχολούταν μαζί μου "τι λέει ο Γιάννης, που είναι ο Γιάννης κλπ"».
Είχες προετοιμάσει από νωρίς το επόμενο σου βήμα μετά το ποδόσφαιρο;
«Από νωρίς ξεκίνησα να ασχολούμαι με διάφορα πράγματα. Ακόμα και το πρώτο μου σπίτι το αγόρασα στα 18-20 μου χρόνια στη Γερμανία. Έκανε με φωτοβολταϊκό πάρκο το 2008, που τότε δεν ήξεραν τι είναι. Έκανα μαγαζά, έχω ασχοληθεί με μόδα, με ρούχα. Πάντα μου άρεσε να μαθαίνω τι κάνει ο απέναντι, να γνωρίζω τη δουλειά του άλλου. Τι δουλειά και κόπο έχει. Έκανα πολλά πράγματα για να μάθω την πραγματική ζωή. Οι περισσότεροι που είναι στο ποδόσφαιρο είναι λίγο εκτός πραγματικότητας.
Η πραγματική ζωή ξεκινά μετά το ποδόσφαιρο. Στη διάρκεια ουσιαιστικά δεν κάνεις τίποτα. Κάνεις προπόνηση και παίζεις ποδόσφαιρο. Είναι βέβαια κουραστικό σωματικά και πνευματικά, όμως πέρα από το ποδόσφαιρο δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα άλλο. Σου τα έχουν όλα έτοιμα. Φαγητά, σπίτια. Στα έχουν όλα λυμένα οι ομάδες.Πολλοί παίκτες μετά την καριέρα τους προβληματίζονται και ξαφνικά βρίσκονται μπροστά σε ένα κύμα που δεν ξέρουν πώς να κολυμπήσουν. Δεν ξέρουν τι τους γίνεται επειδή δεν ασχολούνται κιόλας. Εγώ ασχολήθηκα με πολλά και κατά τη διάρκεια της καριέρας μου».

«Μου έδιναν λεφτά αλλά δεν ήθελα να συνεχίσω. Δεν ήθελα στα 30 να πηγαίνω με πατερίτσες»
«Η συνεργασία με τον ΠΑΟΚ δεν ήταν όπως την περιμέναμε και χώρισαν οι δρόμοι μας»
Πως σε τράβηξε η μόδα;
«Σε όλους αρέσει να ντυνόμαστε καλά. Είναι κάτι που είναι στην καθημερινότητα μας. Πήγαινα σε εργοστάσια να δω πως ράβονται και πως γίνονται τα υφάσματα. Έχει ενδιαφέρον κι αυτό».
Έμεινες βέβαια κοντά στο ποδόσφαιρο...
«Από το 2013 και μετά ξεκίνησα την προπονητική. Έκανα τα διπλώματα κι έχω το UEFA Pro. Το 2017-19 έκανα μια εκπαίδευση στην UEFA, το MIP, που είναι εκπαίδευση στο management. Πολύ ωραία εμπειρία. Πολύ ωραίες επαφές, σε παγκόσμιο επίπεδο. Τον Ιανουάριο του 2019 πήγα ως assistant στη Σεντ Γκάλεν στην Ελβετία και δούλεψα 1,5 χρόνο, πολύ επιτυχημένα. Μετά υπέγραψα τριετές συμβόλαιο με τον ΠΑΟΚ. Η συνεργασία ήταν πιο δύσκολη αλλά όλα μέσα στο πρόγραμμα είναι».
Ο ΠΑΟΚ τα τελευταία χρόνια έχει δώσει μεγάλη έμφαση στις ακαδημίες του και έχει βγάλει πολλά νέα παιδιά. Ήταν αυτή η βάση της συνεργασίας σου με τον ΠΑΟΚ;
«Με πήραν από την Ελβετία, όπου ήμουν assistant coach και ήρθα με τον Αμπέλ Φερέιρα, που είχε ήδη τη δική του ομάδα συνεργατών. Εγώ ήμουν ένας επιπλέον assistant, αλλά από την ομάδα, δηλαδή σε περίπτωση που το υπόλοιπο team έφευγε, εγώ θα παρέμενα εκεί, ώστε να υπάρχει συνέχεια και κάποιος εκεί. Έχοντας δουλέψει στην Αυστρία με επιθετικούς, φάνηκε πως μπορούσα να συμβάλλω σε αυτό. Είναι λίγο δύσκολο όταν πας να δουλέψεις με ένα έτοιμο team. Χρειάζεται χρόνος και μέχρι τότε έφυγε ο Αμπέλ και ήρθε ο Πάμπλο Γκαρσία. Προσπαθήσαμε να δουλέψουμε μαζί, δεν ήταν όπως το περιμέναμε και χώρισαν οι δρόμοι μας».

Στον ΠΑΟΚ θα είχες το κομμάτι της εξέλιξης των επιθετικών; Ποια παιδιά ξεχώρισαν τότε;
«Και αυτό. Τότε ήταν ο Σφιντέρσκι, ο Τζόλης και ο Τσόλακ. Ήταν παιδιά με δυνατότητες που μπορούσαν να εξελιχθούν».
Για τον Τζόλη περίμενες αυτήν την εξέλιξη;
«Ο Χρήστος είχε κάποια στοιχεία που έρχονται μετά. Κι αυτός έκανε ένα βήμα πίσω για να προχωρήσει δύο μπροστά, καθώς δεν ήταν έτοιμος και χρειαζόταν περισσότερη βοήθεια από πιο νωρίς. Θα μπορούσε να ήταν πιο γρήγορα έτοιμος. Το έκανε μέσω της Φορτούνα και είχε αυτήν την εξέλιξη».
«Με επιφύλαξη, αλλά πιστεύω ότι αυτή η ομάδα είναι ίσως η πιο ταλαντούχα που είχαμε ποτέ»
Πώς προέκυψε ο ρόλος σου στην ΕΠΟ;
«Η πρώτη επαφή έγινε από τον Δημήτρη (Παπαδόπουλο) και στη συνέχεια μίλησα με τον Μάκη Γκαγκάτση».
Πώς βλέπεις τη νέα σελίδα της ΕΠΟ και την ανανέωση που γίνεται με τόσο νέο αίμα;
«Με επιφύλαξη, αλλά πιστεύω ότι αυτή η ομάδα είναι ίσως η πιο ταλαντούχα που είχαμε ποτέ. Με τις σωστές βάσεις, πιστεύω ότι θα μας χαρίσει επιτυχίες στο μέλλον. Το πιο βασικό είναι να επανέλθουμε στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, στις πρώτες 10-15 χώρες. Μετά έχει ο Θεός. Έχουμε πολλά νέα παιδιά που έρχονται από πίσω. Δεν μένουμε μόνο στον Καρέτσα και τον Τζόλη.
Είδα ενδιαφέροντα πράγματα. Θα τους δοκιμάσουμε με τους προπονητές και όλο το team. Θα τους δώσουμε την ευκαιρία τους. Έρχονται καλά πράγματα. Βρήκαμε παιδιά που δεν ξέραμε και θα τα αξιοποιήσουμε.
Πώς βλέπεις συνολικά το ελληνικό ποδόσφαιρο σήμερα;
«Έχουμε βελτίωση στις ομάδες. Παλαιότερα υπήρχαν δύο κυρίαρχες ομάδες,άντε τρεις, τώρα έχουμε τέσσερις που παλεύουν για το πρωτάθλημα, κάτι σπάνιο. Η ΑΕΚ είχε εξαφανιστεί κάποτε, ήταν και στη Β' Εθνική, ο ΠΑΟΚ δεν ήταν τόσο δυνατός πριν τον Σαββίδη, αλλά πλέον παλεύει σταθερά στην τετράδα και αγωνίζεται για το πρωτάθλημα. Ο Παναθηναϊκός είχε χαθεί κάποια χρόνια και είχε κάποια θέματα. Τώρα όλοι προσπαθούν. Ειδικά ο Ολυμπιακούς με τους νέους και του πιτσιρικάδες που πήραν το Youth League. Από τον ΠΑΟΚ βγαίνουν παιδιά όπως ο Κωνσταντέλιας και ο Κουλιεράκης. Το 2020 τους φέραμε από την Κ19 να κάνουν προπόνηση με εμάς στα 16 τους. Είδα τον Κουλιεράκη και φαινόταν. Δίνουμε λίγο μεγαλύτερη βάση εκεί που πρέπει. Αυτά είναι καθρέφτης που φαίνεται στην Εθνική. Τώρα θα έρθουν νέα παιδιά από τη Γερμανία. Το θέμα είναι να κάνουμε scouting και να τους πείσουμε να παίξουν στην Εθνική που θα το θέλουν και οι ίδιοι. Δεν θέλει μεγάλη πίεση. Ποιος δεν θέλει να παίξει για τη χώρα του;».

Το έργο σας γίνεται πιο εύκολο επειδή το υποστηρίζει ο Γιοβάνοβιτς...
«Ποιος δεν θέλει να έρχεται από πίσω νέα φουρνιά;».
Ως επαγγελματίας και ως άνθρωπος τι θέλεις να σε συντροφεύει στα χρόνια που έρχονται;
«Με τον ρόλο που έχω τώρα στην εθνική, χαίρομαι που μπορώ να βοηθάω παιδιά 15-16 χρονών. Το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μου και έχει διαμορφώσει τον χαρακτήρα μου. Θέλω να κάνω για αυτά τα παιδιά αυτό που κανείς δεν έκανε για μένα, να τους στηρίξω και να τους δώσω ευκαιρίες. Είναι ικανοποίηση είναι να βλέπεις αυτά τα παιδιά να ζουν ή να πάνε να ζήσουν το όνειρο, αυτό που έκανες εσύ μόνος. Το θέμα είναι να δουλεύεις όμορφα, ταπεινά και με ειλικρίνεια. Σου δίνει χαρά να δίνεις την ευκαιρία σε παιδιά 15-16 ετών. Να τους λες ότι θα κληθούν στην Εθνική, να ανατριχιάζουν και να σου λένε πως ήταν το όνειρο τους. Αυτά τα παιδιά είναι βασικά στελέχη των ομάδων της ηλικίας και σε μεγάλα σωματεία της Γερμανίας, όπως η Ντόρτμουντ και η Λεβερκούζεν. Η ουσία είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να κάνουν το πρώτο βήμα προς την Εθνική και από εκεί και πέρα όλα έχουν να κάνουν με αυτό το πράγμα. Τη βοήθεια και την υποστήριξη προς τα παιδιά. Προς όφελος πάντα, αλλά πάνω από όλα για τα παιδιά. Αν τυχόν συνεχίσουν να έχουν αυτή τη σταδιοδρομία, που κάποια παιδιά είναι αρχηγοί στις ομάδες τους, αυτό σε ικανοποιεί και το κάνεις μεγαλύτερη όρεξη για να βρεις περισσότερα παιδιά».
Πέρα από το ποδόσφαιρο από αυτά που έχεις κάνει τι θα ήθελες να κάνεις περισσότερο;
«Μπορεί το 2008 να έκανα περισσότερα φωτοβολταϊκά πάρκα ή να είχα ασχοληθεί νωρίτερα με ακίνητα. Η ζωή δίνει τόσες πολλές ευκαιρίες. Δεν μπορείς να ασχοληθείς με όλα, όμως πρέπει να ασχολείσαι γενικότερα για το μυαλό και για να μαθαίνεις».
*Ευχαριστούμε το The Mood Luxury Rooms για τη φιλοξενία και την παραχώρηση του χώρου για τη συνέντευξη.