Λεονάρντο Κούτρης στο Gazzetta: «O Ολυμπιακός είναι το παράδειγμα για τις άλλες ομάδες, αλλά στην Ελλάδα παίζεις με 100 κιλά βάρος»
Ο Λεονάρντο Κούτρης δεν έμαθε ποτέ να τα παρατά. Από μικρός κατάλαβε πως τίποτα δεν χαρίζεται ... αλλά όλα κερδίζονται με αγώνα. Γεννημένος στη Βραζιλία αλλά μεγαλωμένος στη Ρόδο έκανε όνειρα και έφτασε πιο ψηλά από όσα αυτός νόμιζε.
Ο ίδιος μίλησε στο Gazzetta για την πορεία του στο ποδόσφαιρο που δεν ήταν ποτέ εύκολη. Από τα πρώτα του βήματα στον Εργοτέλη, μετά στον ΠΑΣ Γιάννινα και, τελικά, τη μεγάλη ευκαιρία στον Ολυμπιακό, κάθε του βήμα ήταν αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς. Οι τραυματισμοί τον λύγισαν, η αμφισβήτηση τον κυνήγησε, η αβεβαιότητα έγινε κομμάτι της διαδρομής του. Μα ό,τι κι αν συνέβαινε, δεν σταμάτησε ποτέ να πιστεύει στον εαυτό του.
Σ' αυτή τη διαδρομή, ένα πρόσωπο ήταν πάντα εκεί, η μητέρα του. Η γυναίκα που τον μεγάλωσε με αξίες, που του έμαθε πως, ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν εναντίον σου, οφείλεις να παλεύεις. Το στήριγμά του, η φωνή που του υπενθύμιζε ποιος είναι, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.
Και έτσι, μέσα από τα εμπόδια, ο Κούτρης ξαναγεννήθηκε. Βγήκε από το σκοτάδι της αβεβαιότητας και βρήκε ξανά το φως του στην Πολωνία, με τη φανέλα της Πογκόν. Εκεί, όπου ξαναβρήκε τον εαυτό του.

«Η Πoγκόν με έβγαλε από τη μαυρίλα που ζούσα»
Πως είναι τώρα η ζωή σου στην Πολωνία;
«Είναι παρά πολύ ωραία, πολύ ήρεμα. Απολαμβάνω το ποδόσφαιρο και τη ζωή. Από τότε που ήρθα όλα μου πάνε πολύ καλά. Παίζω και είμαι χαρούμενος. Eίναι πολύ σημαντική για μένα η αλλαγή αυτή που έγινε στην καριέρα μου και στη ζωή μου από τη μέρα που ήρθα εδώ. Η αλήθεια είναι ότι πριν έρθω είχα μια δύσκολη περίοδο στον Ολυμπιακό. Δεν έπαιζα, όλα ήταν μαύρα στη ζωή μου. Βέβαια, είχα την κοπέλα μου μαζί μου και όλους τους φίλους μου τότε που με κρατούσαν λίγο πιο καλά και με έκαναν να προσπαθήσω και να βλέπω τα πράγματα από την θετική τους πλευρά. Ευτυχώς ήρθε η Πογκόν και μου έδωσε έτσι ένα δρόμο πιο φωτεινό και με έβγαλε από αυτή τη μαυρίλα που ζούσα τότε και πραγματικά τους ευχαριστώ και τους είμαι ευγνώμων. Απολαμβάνω την κάθε μέρα στο ποδόσφαιρο εδώ και τη ζωή. Έχω κάνει πολύ καλούς φίλους εδώ. Έχω τον Ευθύμη (Κουλούρη) και τον Δημήτρη εδώ και άλλους Έλληνες».
Είναι σημαντικό για σένα να είναι και κάποια άτομα από την πατρίδα σου μαζί;
«Ναι, ναι, εννοείται. Είναι πάρα πολύ σημαντικό που τους έχω εδώ. Μου κάνουν τη ζωή πιο εύκολη. Μέσα στο κλαμπ γιατί όταν είσαι με δικούς σου ανθρώπους μπορείς να επικοινωνείς καλύτερα».
Πώς είναι να παίζεις ποδόσφαιρο στην Πολωνία;
«Το ποδόσφαιρο στην Πολωνία έχει μεγάλες διαστάσεις. Είναι μια πολύ μεγάλη χώρα και πραγματικά δεν το περίμενα να είναι τόσο ωραία. Το πρωτάθλημα και η οργάνωση του. Επειδή έχω αγωνιστεί στην Ισπανία και στη Γερμανία, σε μεγάλες χώρες με πολύ σπουδαία πρωταθλήματα, είναι πάρα πολύ κοντά στο επίπεδο σε οργάνωση. Δηλαδή αν δεν είναι το ίδιο, απέχει απειροελάχιστα θα έλεγα σε οργάνωση. Τα γήπεδα, το πώς ζουν το ποδόσφαιρο... Τα γήπεδα είναι ολοκαίνουργια όλα, γεμάτα. Είναι πραγματικά πολύ ωραίο. Δηλαδή νιώθεις ποδοσφαιριστής. Έχω φτιάξει τη ζωή μου τώρα εδώ και με τους φίλους μου και με τα παιδιά που σου είπα πριν και με την κοπέλα μου που μένουμε μαζί εδώ. Δηλαδή όταν λείπουμε για διακοπές μας λείπει αυτή η καθημερινότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι όλα πάρα πολύ όμορφα ακόμη και η πόλη. Εδώ έχεις πολλές χώρες κοντά και πας με το αμάξι!
Πραγματικά θα το ευχόμουν να το ζήσει κάθε Έλληνας που θέλει να πάει στο εξωτερικό, να δει κάτι διαφορετικό. Στην Ελλάδα, καλώς ή κακώς, δεν το έχουμε αυτό: αυτήν την ηρεμία, την οργάνωση. Το ποδόσφαιρο δεν είναι όπως είναι στο εξωτερικό, δυστυχώς. Το καταλαβαίνουν όσοι φεύγουν από την Ελλάδα».
Πώς ήταν ο πρώτος καιρός στην Πογκόν;
«Η Πογκόν είναι εξαιρετική. Από την πρώτη μέρα ένιωσα σαν να είμαι σε οικογένεια. Η ατμόσφαιρα είναι πολύ καλή και η επικοινωνία μεταξύ των παικτών και των προπονητών είναι άριστη, πραγματικά δεν περίμενα να είναι τόσο καλά.
Μπορείς να βγεις για φαγητό με τους προπονητές ή με ανθρώπους από το σταφ. Αυτό δημιουργεί έναν υγιή και ενωμένο σύλλογο. Όλοι βοηθούν ο ένας τον άλλον και αυτό με έκανε να αγαπήσω την ομάδα».
Οι φίλαθλοι πώς είναι;
«Είναι πολύ καλοί, δεν είναι σαν την Ελλάδα τόσο... πορωμένοι, τόσο "άρρωστοι" με την ομάδα, που εν μέρει είναι καλό άλλα σε πολλές περιπτώσεις η κατάσταση ξεφεύγει και το έχουμε δει πολλές φορές στην Ελλάδα. Οι Πολωνοί απ' ό,τι ακούω από συμπαίκτες μου ήταν και αυτοί λίγο περίεργοι. Πλέον όμως στηρίζουν την ομάδα. Κάθε πόλη έχει το λαό της όπως και εμείς εδώ στην Πογκόν.
Στο εξωτερικό καταλαβαίνουν ότι η ήττα είναι μέρος του παιχνιδιού, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει πάντα στην Ελλάδα. Όταν η ομάδα χάσει, οι φίλαθλοι θα είναι στεναχωρημένοι, όπως και εμείς, αλλά δεν θα αντιδράσουν υπερβολικά. Θα σε χειροκροτήσουν, θα προχωρήσουν και θα επικεντρωθούν στο επόμενο παιχνίδι. Αντιλαμβάνονται τον ποδοσφαιριστή ως άνθρωπο και όχι μόνο ως μια μηχανή που πρέπει να αποδίδει 10 μήνες το χρόνο, κάθε μέρα, σε κάθε αγώνα. Αυτή η νοοτροπία σου δίνει ηρεμία, κάτι που τελικά σε βοηθάει να αποδώσεις καλύτερα στο γήπεδο».
Θεωρείς ότι το ελληνικό πρωτάθλημα είναι τοξικό;
«Δεν ξέρω αν θα το χαρακτήριζα έτσι. Μπορείς να το χαρακτηρίσεις με διάφορους τρόπους. Εμένα αυτό που με στενοχωρεί είναι ότι στην Ελλάδα έχουμε πολύ καλούς παίκτες, πολύ καλές ομάδες. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι 100 φορές καλύτερα. Θα μπορούσε ο κόσμος να το χαίρεται περισσότερο. Να μπορείς να πάρεις την οικογένειά σου και να πάτε να παρακολουθήσετε έναν αγώνα.
Αυτό που ονόμασες "τοξικό", το χαλάει λίγο όλο αυτό. Αν μιλήσεις με παιδιά που έχουν παίξει στην Ελλάδα, ειδικά στις μεγάλες ομάδες, και έχουν παίξει και στο εξωτερικό, θα σου πουν ότι όταν είσαι στη χώρα μας, είναι σαν να κουβαλάς 100 κιλά βάρος στο κεφάλι σου. Στο εξωτερικό ζεις το ποδόσφαιρο, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, να το ζεις και να το διασκεδάζεις. Στην Ελλάδα αυτό το χάνουμε, ενώ στο εξωτερικό ο κόσμος διασκεδάζει το ποδόσφαιρο».
Έχεις ζήσει κάποια ακραία στιγμή από κάποιον οπαδό, είτε καλή είτε κακή;
«Σίγουρα, σίγουρα. Στην Ελλάδα έχουμε ζήσει σχεδόν τα πάντα».
Θυμάσαι κάποια χαρακτηριστικά;
«Συνήθως, μετά από ήττες, ειδικά σε ντέρμπι, ήταν τα περισσότερα. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι στην Ελλάδα τα ντέρμπι είναι πολύ σημαντικά για τους οπαδούς. Απλά, πολλές φορές οι οπαδοί χάνουν το νόημα και νομίζουν ότι για τους παίκτες δεν είναι εξίσου σημαντικά, κάτι που είναι λάθος.
Οι παίκτες, ειδικά οι Έλληνες, γνωρίζουν την αξία αυτών των αγώνων, π.χ. Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός, ΑΕΚ-Ολυμπιακός... Γι' αυτά τα ματς ζεις. Θέλεις να παίξεις σε αυτούς τους αγώνες και θέλεις να κερδίσεις. Όμως πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα στο οποίο μπορεί να κερδίσεις την μία φορά, να χάσεις την άλλη. Μπορεί να μην είσαι σε καλή μέρα ή ο αντίπαλος να είναι καλύτερος από εσένα, κάτι πολύ φυσιολογικό. Μπορεί απλά να μην κερδίσεις για χίλιους λόγους, αλλά δεν έρχεται το τέλος του κόσμου. Δεν πρέπει να φτάνουμε σε ακραίες αντιδράσεις ή σε βίαιες πράξεις, κάτι που έχουμε δει πολλές φορές στην Ελλάδα. Εκεί χαλάει όλο το πράγμα. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η ήττα είναι μέρος του ποδοσφαίρου. Δεν μπορούμε να κερδίσουμε πάντα. Συνήθως αυτά τα βλέπαμε όταν η ομάδα μου έχανε. Έχω ζήσει και εγώ τέτοιες στιγμές που σε κάνουν να μην είσαι ήρεμος ψυχικά και να μην μπορείς να αποδώσεις το μέγιστο».

«H συνεργασία με τον Τσιμίκα ήταν τέλεια»
Στον Ολυμπιακό ήρθες το καλοκαίρι του 2017, ισχύει ότι σε ήθελαν και νωρίτερα;
«Ναι, με ήθελαν από τον Γενάρη, έξι μήνες πριν».
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, θα έκανες κάτι διαφορετικό;
«Όχι, όχι, δεν νομίζω».
Πώς ήταν ο πρώτος καιρός στον Ολυμπιακό;
«Ήταν πολύ ιδιαίτερος, πολύ διαφορετικός από αυτό που είχα συνηθίσει. Πηγαίνοντας από ομάδες όπως ο Εργοτέλης και ο ΠΑΣ Γιάννινα σε μια ομάδα όπως ο Ολυμπιακός, σίγουρα τα πράγματα φαίνονται πολύ διαφορετικά. Και πράγματι είναι. Αλλά είχα τόσο μεγάλη πίστη στον εαυτό μου, που ήξερα και πίστευα, εγώ και λίγοι κοντινοί μου άνθρωποι, ότι θα μείνω στον Ολυμπιακό. Πολλοί πίστευαν ότι θα φύγω δανεικός, όπως είχε γίνει με άλλους παίκτες στο παρελθόν. Αλλά ήμουν σίγουρος για τον εαυτό μου και δεν αγχώθηκα καθόλου. Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπορούσα να πάω και μετά από μια εβδομάδα να μου πουν ότι φεύγω δανεικός. Ειλικρινά, δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό.
Οπότε πήγα με πολύ καλή ψυχολογία και με έναν στόχο, να αποδείξω ότι ανήκω εδώ. Ήθελα να δείξω ότι είμαι καλός παίκτης και μπορώ να ανταποκριθώ στις προσδοκίες του Ολυμπιακού, που είναι πολύ υψηλές και απαιτητικές. Είχα την τύχη να έχω καλούς ανθρώπους γύρω μου στον Ολυμπιακό που με βοήθησαν να προσαρμοστώ και να καταλάβω τι σημαίνει να είσαι Ολυμπιακός, να καταλάβω το βάρος της φανέλας. Σίγουρα ήταν μια πρόκληση για μένα, αλλά νομίζω ότι αντεπεξήλθα. Ειδικά η πρώτη μου χρονιά που μπορεί να ήταν πολύ δύσκολη για τον Ολυμπιακό ως σύλλογο, αλλά για μένα ήταν εξαιρετική. Αγωνίστηκα για πρώτη φορά στο Champions League, έπαιξα σε μια τόσο σπουδαία ομάδα, συμμετείχα στα πρώτα μου ντέρμπι. Αυτά είναι στιγμές που θα μείνουν για πάντα και δεν θα τις άλλαζα για τίποτα».
Ποια είναι η μεγαλύτερη νίκη που έχεις πανηγυρίσει με τον Ολυμπιακό;
«Η νίκη επί της Μίλαν είναι η μεγαλύτερη. Σίγουρα είχαμε και κάποιες νίκες σε ντέρμπι, όπως με τον ΠΑΟΚ, στο πρώτο μου ντέρμπι, το 1-0, αλλά η νίκη με τη Μίλαν είναι κάτι που δεν το συναντάς κάθε χρόνο. Είναι από αυτές τις νίκες που σου μένουν πραγματικά χαραγμένες στη μνήμη. Για εμάς τους ποδοσφαιριστές, το να βγάζεις τέτοιους αντιπάλους από τη διοργάνωση μέσα στην έδρα σου, με τον κόσμο σου, είναι κάτι το μοναδικό. Και δεν ήταν απλά ότι έπρεπε να κερδίσουμε, έπρεπε να κερδίσουμε με δύο γκολ διαφορά, κάτι που ήταν πολύ δύσκολο. Είναι κάτι που εύχομαι να ζήσει κάθε παιδί που παίζει σε ελληνική ομάδα».

Ποιος από τους προπονητές που είχες στον Ολυμπιακό θεωρείς ότι σε καθόρισε και σε βοήθησε περισσότερο να εξελιχθείς;
«Όταν ήρθα στον Ολυμπιακό ήταν ο Χάσι, δεν συνεργαστήκαμε για πολλούς μήνες. Μετά ήρθε ο Λεμονής, ο οποίος ήταν πολύ καθοριστικός για την πρώτη μου χρονιά. Από την πρώτη μέρα που ήρθε, μου έδωσε έδειξε εμπιστοσύνη και αυτό έδωσε αυτοπεποίθηση. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα, γιατί ήξερε ότι ήταν δύσκολο για ένα παιδί που έρχεται από μια μικρότερη ομάδα, όπως τα Γιάννινα, να σηκώσει το βάρος του Ολυμπιακού, το Champions League.
Επίσης, ο κύριος Μαρτίνς ήταν πολύ σημαντικός για μένα, αλλά σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Όσον αφορά το ποδόσφαιρο, με βοήθησε να εξελιχθώ πολύ. Είδε τα προβλήματά μου και πάντα μου έλεγε: «μου αρέσουν αυτά που κάνεις, αλλά πρέπει να βελτιώσουμε αυτά τα σημεία». Πάντα μου έλεγε τα λάθη μου και ποτέ δεν με κολάκευε για τα καλά που έκανα, γιατί ήθελε να γίνω καλύτερος. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για την εξέλιξή μου, γιατί πάντα βλέπεις τα αρνητικά και προσπαθείς να τα βελτιώσεις. Όλα αυτά με βοήθησαν πολύ, και ως παίκτη και ως άνθρωπο».
Έχεις επαφές με κάποιον από τους δύο ακόμα;
«Επαφές όχι, δεν έχω. Όμως, αν τους συναντήσω, ειδικά τον κύριο Λεμονή, εννοείται ότι θα μιλήσουμε και τα λοιπά. Όπως και με τον κύριο Μαρτίνς,. Όταν συναντιόμαστε, θα μιλήσουμε, θα στείλουμε μήνυμα για καλή επιτυχία ή κάτι τέτοιο. Όταν άλλαξε ομάδα ή όταν άλλαξα εγώ ομάδα, μου έστειλε καλή επιτυχία και αυτά. Οπότε, η επικοινωνία μας είναι σε αυτό το επίπεδο».
Στον Ολυμπιακό, ήσουν μαζί με τον Τσιμίκα. Πώς ήταν η συνεργασία μαζί του;
«Ήταν τέλεια, πραγματικά τέλεια. Είμαστε πολύ καλοί φίλοι. Κάναμε παρέα όλοι οι Έλληνες τότε. Είχαμε τέσσερις-πέντε παιδιά που έχουμε μείνει μέχρι τώρα πολύ καλοί φίλοι. Είναι ωραίο να είσαι στην ίδια θέση με έναν Έλληνα συμπαίκτη, έναν φίλο σου. Οπότε, είναι διαφορετική η σχέση μας. Σίγουρα, ο καθένας ήθελε να παίζει, αυτό είναι δεδομένο. Ήταν υγιής ο ανταγωνισμός. Αλλά σε ανθρώπινο επίπεδο, ήταν τέλεια. Ήμασταν πολύ καλά μαζί. Ηταν ωραία η συνεργασία με τον Τσιμίκα. Έμαθα πράγματα από αυτόν, αυτός έμαθε από μένα. Ξέρεις, ο καθένας έλεγε κάτι στον άλλον για να βελτιωθεί. Και πραγματικά νιώθω πολύ τυχερός που είχα και τον Κώστα και όλα τα παιδιά μαζί μου τότε στον Ολυμπιακό.
Όταν βλέπεις αυτά τα παιδιά που είναι φίλοι σου και τους νοιάζεσαι και τους αγαπάς, να κάνουν πράγματα στο ποδόσφαιρο, είναι πολύ όμορφο. Νιώθεις περήφανος και χαρούμενος που ξεκίνησες μαζί τους κάτι ωραίο και τώρα βλέπεις να φτάνουν σε σπουδαία επιτεύγματα, όπως αυτό που έκανε ο Κώστας. Είναι μοναδικό να βλέπεις έναν φίλο σου να πετυχαίνει αυτό που ονειρεύεται κάθε παιδί που ασχολείται με το ποδόσφαιρο».

Ποια είναι η παρέα που ανέφερες πριν;
«Ο Μπουχαλάκης ο Μασούρας, ο Ανδρούτσος, ο Ρέτσος, ο Νικολάου τότε, ο Λευτέρης ο Χουτεσιώτης τότε που ήταν στην ομάδα. Οπότε ήμασταν πολύ καλά μαζί».
«Στη Γερμανία ξαναβρήκα τον εαυτό μου»
Η πρώτη φορά που έφυγες για να παίξεις σε άλλη ομάδα ήταν στη Μαγιόρκα. Εκεί στάθηκες λίγο άτυχος. Τι θυμάσαι από εκείνη την περίοδο και ποιος ήταν ο μεγαλύτερος σου φόβος;
«Όταν πήγα εκεί, ένιωσα ότι θα γίνει κάτι πολύ σπουδαίο. Πήγαινα σε μια πολύ καλή ομάδα, σε ένα πρωτάθλημα από τα καλύτερα στον κόσμο. Οπότε πήγαινα με την νοοτροπία ότι τα πράγματα σοβαρεύουν τώρα. Η αλήθεια είναι ότι στην Ισπανία με εντυπωσίασε το γεγονός ότι δεν είδα ούτε έναν κακό παίκτη. Δηλαδή, δεν μπορούσα να πω ότι κάποιος παίκτης έχει κάποιο κακό στοιχείο. Οι παίκτες είχαν όλα τα βασικά σε τρομερό επίπεδο, από τον έλεγχο της μπάλας, την πάσα, τον τρόπο που τοποθετούν το σώμα τους... Προσπαθούσα και εγώ κάθε μέρα να μάθω κάτι από κάθε φάση και να βελτιωθώ. Ήταν μαγικό να αγωνίζεσαι στην Ισπανία, σε αυτό το μεγάλο πρωτάθλημα. Ηταν κάτι που με πονάει και θα με πονάει για πάντα, ότι δεν κατάφερα να συνεχίσω, γιατί η μοίρα το ήθελε έτσι. Στο δεύτερο παιχνίδι μου, τραυματίστηκα και εκεί μου μένει η πικρή γεύση ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Αλλά έτσι είναι η ζωή και το ποδόσφαιρο. Είμαι και πάλι περήφανος και τυχερός που έζησα αυτή την εμπειρία, έστω και για λίγο, και έβλεπα τη μαγεία του ποδοσφαίρου από κοντά».
Στη Γερμανία ξαναβρήκες τον εαυτό σου;
«Στη Γερμανία, μετά τον τραυματισμό μου, ξαναβρήκα τον εαυτό μου σε πολύ μεγάλο βαθμό, γιατί είχα μια τέλεια αποθεραπεία. Είχα πολύ χρόνο λόγω του κορονοϊού . Είχα την ευκαιρία να κάνω μια τέλεια αποθεραπεία, η οποία ξεκίνησε στην Ελλάδα και ολοκληρώθηκε στη Γερμανία. Οι Γερμανοί, σαν άνθρωποι και προπονητές, είναι τελειομανείς και θέλουν όλα να γίνονται σωστά και στον χρόνο τους. Με προετοίμασαν όσο καλύτερα μπορούσαν και ένιωθα πολύ καλύτερος απ' ότι πριν. Με έβαλαν να παίξω όταν ήμουν έτοιμος, γιατί ήθελαν να είμαι όσο καλύτερος».

Πως ήταν η εμπειρία στην Φορτούνα ;
«Η πρώτη μου χρονιά στη Φορτούνα ήταν πάρα πολύ καλή. Η ομάδα δεν ανέβηκε στη Bundesligga για πολύ λίγο, όλα έδειχναν ότι όλα θα πήγαιναν τέλεια. Ήθελα να μείνω γιατί πίστευα ότι θα καταφέρουμε να ανέβουμε. Είχα δανεισμό για δύο χρόνια, με option αγοράς, και ήμουν πεπεισμένος ότι η δεύτερη χρονιά θα ήταν επιτυχημένη. Όμως, το ποδόσφαιρο είναι απρόβλεπτο και όλα μπορεί να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Η δεύτερη χρονιά ξεκίνησε καλά, αλλά υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που έπαιξαν ρόλο, όπως η σχέση με τους προπονητές και τις προτιμήσεις τους».
Δεν τα πήγαινες καλά με τον προπονητή;
«Δεν ήταν ότι δεν τα πήγαινα καλά με τον προπονητή. Απλά, όταν είσαι σε μια μεγάλη ομάδα, όπως η Φορτούνα, και δεν πάνε τα πράγματα καλά, χάνεται η εμπιστοσύνη. Όταν φτάνεις σε ένα σημείο που ο προπονητής δεν σου έχει εμπιστοσύνη και δεν σε συμπαθεί, αυτό είναι δύσκολο. Δεν ήμουν μόνος, όλοι όσοι δεν ήταν Γερμανοί είχαν την ίδια αίσθηση και αντιμετώπιση. Η κατάσταση μετά έγινε χειρότερη και δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να αλλάξει αυτό. Όταν έγινε αλλαγή προπονητή τον Ιανουάριο, εγώ ήξερα ότι δεν θα συνέχιζα στην ομάδα και απλά περίμενα το καλοκαίρι για να δω τι θα κάνω στη συνέχεια. Παρ' όλα αυτά, είμαι ευγνώμων που αγωνίστηκα στη Φορτούνα».
Πώς ήταν όταν επέστρεψες στον Ολυμπιακό;
«Δεν ήταν τα ίδια όπως πριν. Υπήρχαν αλλαγές, νέα πρόσωπα, και διαφορετικές καταστάσεις. Παρ' όλα αυτά, ήταν ωραία γιατί γύρισα σε ένα περιβάλλον που με γνώριζαν. Προσπάθησα να δείξω τον καλύτερο εαυτό μου, αλλά δυστυχώς δεν πήρα τόσες ευκαιρίες όσες πιστεύω ότι δικαιούμουν, βάσει απόδοσης. Όταν ένιωσα ότι δεν θα συνεχίσω εκεί, κατάλαβα ότι έπρεπε να γίνει αλλαγή και, ευτυχώς, η Πογκόν ήρθε και με βοήθησε να ξαναβρώ τον εαυτό μου».
Αισθάνεσαι ότι σε υποτίμησαν στον Ολυμπιακό;
«Δεν θα έλεγα ότι με υποτίμησαν. Όταν είσαι σε μια μεγάλη ομάδα, πάντα υπάρχουν παίκτες που μπορεί να αδικηθούν. Όμως, θα μπορούσα να βοηθήσω πολύ περισσότερο και το ξέρω. Ως Έλληνας ήξερα τι σημαίνει αυτή η φανέλα, δεν βοήθησα την ομάδα όσο μου επιτράπηκε».
Σκέφτεσαι να επιστρέψεις στην Ελλάδα;
«Δεν το θεωρώ στόχο να επιστρέψω στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, αλλά αν η σωστή πρόταση έρθει, δεν θα το αποκλείσω. Εάν υπήρχε η σωστή ομάδα και project, θα το σκεφτόμουν. Δεν το βλέπω σαν στόχο όμως, απλά αν προκύψει μια ευκαιρία».
Παρακολουθείς το ελληνικό πρωτάθλημα; Τον Ολυμπιακό, που αυτή τη χρονιά προωθεί πολλούς νέους παίκτες;
«Σίγουρα παρακολουθώ. Είναι πολύ καλό αυτό που κάνει ο Ολυμπιακός προωθεί νέα παιδιά και τους δίνει ευκαιρίες. Δεν χρειάζεται να φτάσουμε σε σημείο που δεν έχουμε άλλες επιλογές για να δώσουμε την ευκαιρία σε νέα παιδιά. Είναι εξαιρετικό όλο αυτό που κάνει ο κύριος Μεντιλίμπαρ και είναι παράδειγμα για άλλες ομάδες. Ελπίζω να συνεχιστεί και να βλέπουμε περισσότερους νέους παίκτες να κάνουν την διαφορά στην Ευρώπη και στην εθνική ομάδα».
Πώς ήταν όταν έμαθες για την άφιξη του Μαρσέλο στον Ολυμπιακό;
«Όταν έμαθα ότι θα έρθει ο Μαρσέλο, ήμουν πολύ ενθουσιασμένος. Ήξερα ότι ήταν ένας παίκτης παγκόσμιας κλάσης και ήταν μεγάλη στιγμή να τον γνωρίσω. Το να παίξεις δίπλα του είναι κάτι μοναδικό και είναι σπουδαίο για τον Ολυμπιακό και το ελληνικό ποδόσφαιρο να έχει τέτοιους παίκτες».
Πώς σου φάνηκε ο Μαρσέλο ως άνθρωπος;
«Είναι πολύ καλός άνθρωπος, πολύ φιλικός και έχει μια θετική αύρα. Είναι από τους ανθρώπους που τον βλέπεις και αμέσως τον συμπαθείς. Ήταν μια σπουδαία εμπειρία να τον γνωρίσω και να περάσω χρόνο μαζί του».
Το Conference League πώς το πανηγύρισες;
«Ήταν μια τεράστια στιγμή για όλους μας. Όλη η Ελλάδα το περίμενε για χρόνια και το γεγονός ότι κατακτήσαμε τον τίτλο. Ήταν απίστευτο. Αυτό που κάναμε ήταν κάτι που κανείς δεν περίμενε, αλλά δείξαμε ότι όλα είναι πιθανά. Ήταν μια στιγμή που θα τη θυμόμαστε όλοι για πάντα».
Ποιος παίκτης θεωρείς ότι ξεχώρισε πέρυσι στον Ολυμπιακό;
«Θα πω τέσσερις, ο Τζολάκης, ο Ρέτσος, ο Τσικίνιο και ο Ελ Κααμπί».
Θα σε περάσω τώρα στο κεφάλαιο Εθνική, δεδομένου ότι είσαι ένας παίκτης που έχει φορέσει το εθνόσημο. Είναι κάτι που έχεις στο μυαλό σου;
«Είναι η ύψιστη τιμή για έναν παίκτη. Δεν υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από αυτό. Ο κάθε παίχτης που έχει φορέσει το εθνόσημο και πλέον δεν αγωνίζεται, περιμένει αυτή τη στιγμή. Είναι κάτι που θα ήθελα πολύ, θα έδινα ότι έχω και δεν έχω για την Εθνική».

Με τον Γιοβάνοβιτς δεν έχεις μιλήσει;
«Όχι, αλλά απ' ότι βλέπω και μαθαίνω η δουλειά που κάνει είναι εντυπωσιακή και το έχουν δείξει και τα αποτελέσματα».
Τι θυμάσαι από το ντεμπούτο σου με την Εθνική;
«Ήταν ένα ματς στο Nations League με τη Φινλανδία, ένιωσα την περισσότερη περηφάνεια που θα μπορούσα να νιώσω ως παίκτης. Ήταν ένα μεγάλο όνειρο. Όταν στέκεσαι μπροστά στους φίλους της Εθνικής και τραγουδάς τον Εθνικό ύμνο είναι κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια. Για εμένα ,για έναν ποδοσφαιριστή, το να παίζεις στην εθνική σου είναι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία στην καριέρα κάθε ποδοσφαιριστή».
«Όταν ξεκίνησα να παίζω δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα αγωνίζομαι για τον Ολυμπιακό»
Ποια ήταν τα πρώτα βήματα σου στο ποδόσφαιρο;
«Ξεκίνησα να παίζω στο σπίτι μου στη Βραζιλία, γιατί γεννήθηκα εκεί. Το ποδόσφαιρο εκεί μπαίνει στη ζωή σου όταν είσαι μηνών. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με πολύ ποδόσφαιρο. Η μητέρα μου έχει εννέα αδέρφια, οι έξι είναι άντρες και τρελοί με το ποδόσφαιρο. Με έβαλαν από πολύ νωρίς στο παιχνίδι. Μου έκανα δώρο μπάλες και φανέλες της αγαπημένης μας ομάδας. Ξεκίνησα να παίζω μπάλα στην γειτονιά ακόμα και με γείτονες, όποτε η μητέρα μου δεν είχε άλλη επιλογή από το να με γράψει σε ομάδα .Αυτό έγινε όταν ήμουν τριών ετών».
Ποια ήταν η αγαπημένη σας ομάδα;
«Κόρινθιανς είμαστε!»
Ως παιδί πως ήσουν;
«Ήμουν πολύ ζωηρός απ' ότι μου είχε πει η μητέρα μου. Είχα πολλή ενέργεια και έπρεπε να είναι κάποιος συνέχεια δίπλα μου να με προσέχει. Ήθελα να παίζω συνέχεια μπάλα. Τους τραβούσα όλους στην αυλή να με βοηθήσουν, να κάνουν τον τερματοφύλακα, ακόμα και τις θείες μου. Ήμουν ένα παιδί που μεγάλωσα με πολλή αγάπη! Ειδικά από την μητέρα μου που είναι το Α και το Ω για εμένα. Δεν ξέρω τι θα ήμουν χωρίς αυτή».
Λεονάρντο έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις μετά το ποδόσφαιρο έχω δει ότι κάνεις κάποια podcasts.
«Όταν ήμουν μικρός ήθελα να ασχοληθώ με την προπονητική και γενικότερα να ασχοληθώ με κάτι που έχει να κάνει με ποδόσφαιρο. Επειδή και εγώ σαν άτομο έχω ιδέες και παίρνω πράγματα από όλους προπονητές που έχω συνεργαστεί, δεν το αποκλείω. Απλά πλέον δεν είμαι τόσο ζεστός. Δεν έχω σκεφτεί τι θέλω να κάνω ιδανικά».
Ποιο ήταν το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό είδωλο που είχες μεγαλώνοντας;
«Είχα μια τρέλα με τον Ρονάλντο το Φαινόμενο. Όταν τον έβλεπα ένιωθα κάτι διαφορετικό από όλους τους υπόλοιπους. Όταν μεγάλωσα και ήρθα στην Ελλάδα, είχα σαν είδωλο τον Χαβιέ Ζανέτι. Είμαι πολύ μεγάλος οπαδός της Ίντερ και ο Ζανέτι είναι ο άνθρωπος που θαυμάζω πιο πολύ στο ποδόσφαιρο και ο παίκτης που θα ήθελα να γίνω μεγαλώνοντας».
Δεν έχει τύχει να τον γνωρίσεις ποτέ από κοντά;
«Όχι από κοντά δεν έχει τύχει, δυστυχώς».
Όταν ξεκίνησες να παίζεις ποδόσφαιρο, είχες φανταστεί ποτέ ότι θα φτάσεις να αγωνίζεσαι στον Ολυμπιακό, στην Εθνική Ελλάδος;
«Όχι, ούτε κατά διάνοια. Είμαι ένας άνθρωπος που θέλει να καταφέρει ό,τι είχε ονειρευτεί! Ως παιδί όταν ξεκινάς στόχος σου είναι οι μεγαλύτερες ομάδες, να πραγματοποιήσεις το μεγαλύτερο όλων, που είναι να αγωνιστείς με το εθνόσημο. Αλλά όταν είσαι μικρός είναι πολύ δύσκολο να σκεφτείς ότι θα καταφέρεις ό,τι είχες στο μυαλό σου. Δεν είναι λίγο αυτό που κατάφερα. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να κάνω περισσότερα, γιατί ήξερα τις δυνατότητες μου και ήξερα ότι θα μπορούσα να πετύχω πολύ περισσότερα. Όμως στο ποδόσφαιρο όπως και στη ζωή δεν ξέρεις πώς θα σου έρθουν τα πράγματα. Πάντα όμως πρέπει να είσαι περήφανος γι' αυτά που κατάφερες γιατί και αυτά που έχεις τώρα, είναι κάτι που ονειρευόσουν και δεν είχες πριν. Στην τελική πρέπει να φτάσεις στο σημείο να δοξάσεις το Θεό, για όλα αυτά που ζεις».
Άκουσα πριν να λες για την μητέρα σου. Η μητέρα σου, που, όπως είπες, είναι το στήριγμα σου. Τι συμβουλές σου έδινε καθ΄ όλη τη διάρκεια της καριέρας σου;
«Στο ποδόσφαιρο δεν μου έδωσε πολλές συμβουλές, μου έδινε όμως συμβουλές ως άνθρωπος. Δηλαδή μου έλεγε: «παίξε πιο δυνατά, παίξε πιο έξυπνα, μη φοβάσαι, μην αγχώνεσαι». Σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, όπως είναι λογικό, δεν μπορούσε να μου προφέρει κάτι. Αυτό το άφηνε πάνω μου γιατί μου είχε τεράστια εμπιστοσύνη και ήξερε τις δυνατότητες μου όσο κανένας. Η βοήθειά της ήταν σε όλο το υπόλοιπο κομμάτι. Στις καλές μου και στις κακές μου μέρες, να μην μου ξεφύγει το μυαλό. Όταν έπαιζα καλά μου έλεγε: «μπράβο, αλλά μπορείς και καλύτερα». Πάντα με έσπρωχνε. Μου έλεγε: «μπορείς περισσότερα». Ποτέ δεν με έκανε να επαναπαυτώ. Ήξερα μέσα της ότι μπορώ να φτάσω πολύ ψηλά. Το μόνο «κρίμα» που λέω στον εαυτό μου, είναι ότι δεν κατάφερα να φτάσω αυτά που μπορούσα και αυτά που πίστευα εγώ και η μητέρα μου».