Χρήστος Χριστοδούλου στο Gazzetta: Η σχέση με τον Φάνη, τα «κρασάκια», ο... εκνευριστικός Ίνγκραμ και το «άσε με να κάνω δύο φάουλ»!

Χρήστος Χριστοδούλου στο Gazzetta: Η σχέση με τον Φάνη, τα «κρασάκια», ο... εκνευριστικός Ίνγκραμ και το «άσε με να κάνω δύο φάουλ»!

Γίνεται κάποιος πιτσιρικάς την δεκαετία του '70 ο οποίος δεν ήξερε καλά-καλά τι χρώμα είχε η μπάλα του μπάσκετ και έχοντας τις παραστάσεις από τον Παναθηναϊκό του Γουέμπλεϊ, να φτάσει στο σημείο να αγωνιστεί με το εθνόσημο στο στήθος σ' ένα Παγκόσμιο Πρωτάθλημα; Όταν αναφερόμαστε στον Χρήστο Χριστοδούλου, γίνεται και παραγίνεται. Ας όψεται το... ύψος του!

Εντελώς από... σπόντα, βρέθηκε στην ομάδα της Δάφνης εν μία νυκτί βάζοντας για τα καλά το... πορτοκαλί αίμα στις φλέβες του. Αν και χρειάστηκε να αποκοπεί από το μπάσκετ για δύο χρόνια λόγω σπουδών στην Γερμανία, η επιστροφή του στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του '80 έμελλε να τον κρατήσει για πάντα μέσα στις τέσσερις γραμμές του παρκέ για τα επόμενα 20 χρόνια της ζωής του.

Ο Χρήστος Χριστοδούλου φιλοξενείται στο Gazzetta και ξετυλίγει το κουβάρι της καριέρας του, μιλώντας για όλους και για όλα. Αποκαλύπτει ιστορίες και ευτράπελα από την πολυετή θητεία του στον Πανιώνιο, θυμάται τον «ωραίο τρελό» Βλάντο Τζούροβιτς και αναπολεί τις βραδιές που «καιγόταν» η Νέα Σμύρνη από τις επιτυχίες των «κυανέρυθρων» με αποκορύφωμα την κατάκτηση του Κυπέλλου το 1991 στο ΣΕΦ απέναντι στον ΠΑΟΚ.

Επίσης θυμάται τους παίκτες που τον δυσκόλεψαν, στάθηκε στις φήμες για το αν ήταν «βρώμικος παίκτης», απάντησε ευθέως στο αν τον πείραζε να ζούσε στη «σκιά του Φάνη» ενώ αποκαλύπτει και μιλάει ανοικτά για τις σχέσεις με τον μικρότερο αδερφό του, τόσο την εποχή της μπασκετικής ζωής τους, όσο και μετά το τέλος της καριέρας τους.

Όλα αυτά και άλλα πολλά στη συνέντευξη-ποταμό που ακολουθεί...

image

«Θέλω να επιστρέψω σε διοικητικό πόστο ομάδας»

Αρχικά, επειδή έχεις χαθεί λίγο από τα μπασκετικά δρώμενα, που σε βρίσκουμε αυτήν την περίοδο; Με τι ασχολείσαι;

«Αυτή τη στιγμή δεν ασχολούμαι καθόλου με το μπάσκετ. Παρακολουθώ μόνο Πανιώνιο Euroleague και Basket League στην τηλεόραση, το οποίο και με ενδιαφέρει περισσότερο. Έχω μείνει έξω σχεδόν δύο χρόνια.»

Πότε ήταν η τελευταία σου ενασχόληση με ομάδα;

«Το 2020 με τον κορονοϊό. Ήμουν γενικός διευθυντής στον Πανιώνιο όταν παίζαμε στο «Σοφία Μπεφόν», στην τελευταία χρονιά της ομάδας στην Basket League».

Γιατί δεν συνέχισες και μετά;

«Δεν ασχολήθηκα ξανά γιατί ο Πανιώνιος εκ των πραγμάτων και λόγω των οικονομικών έπεσε στην Β' Εθνική. Και όταν ασχολείσαι κάποια χρόνια με μια ομάδα σε επαγγελματικό επίπεδο, δημιουργούνται και κόντρες. Όπως για παράδειγμα με τον ερασιτέχνη. Οπότε δεν με είχαν στα πλάνα τους, δεν ασχολήθηκα με κάτι άλλο και έτσι έμεινα απ' έξω».

Δεν ισχύει δηλαδή ότι είχες ρίξει μαύρη πέτρα πίσω σου;

«Όχι, όχι, σε καμία περίπτωση»

Θα ήθελες να βρεθείς και πάλι έξω από τις τέσσερις γραμμές του παρκέ;

«Φυσικά. Είναι ένας χώρος που μου αρέσει, τον αγαπώ και τον παρακολουθώ».

Σε οποιαδήποτε κατηγορία και αν βρίσκεται η ομάδα που θα σου ζητήσει τη βοήθειά σου;

«Ναι, εννοείται. Βλέπουμε ότι στην Α2 και στην Β' Εθνική γίνονται πολύ δυνατά πρωταθλήματα. Οι ομάδες που θέλουν να πρωταγωνιστήσουν και είναι οργανωμένες σωστα, χρειάζονται έναν τιμ μάνατζερ».

Μόνο σε τέτοιο πόστο ή έχεις σκεφτεί και την προπονητική;

«Μόνο σε τέτοιο πόστο. Σε αυτό του τιμ μάνατζερ. Με την προπονητική είχα ασχοληθεί στο παρελθόν όταν ήμουν την εθνική Παίδων και είχα παίκτες όπως για παράδειγμα ο Παπαπέτρου. Όμως όταν μένεις απ' έξω από την προπονητική, πρέπει να ενημερώνεσαι συνέχεια και είναι δύσκολο μετά να ακολουθήσεις. Δεν έχω ασχοληθεί και δεν μπορώ να ασχοληθώ και με πολύ μικρούς αυτή τη στιγμή γιατί δεν έχω την υπομονή.»

image

Ας το πιάσουμε τώρα από την αρχή. Μεγάλωσες στην Δάφνη αν δεν κάνω λάθος, έτσι; Τότε τα ερεθίσματα ήταν περισσότερο ποδοσφαιρικά καθώς και οι εφημερίδες της εποχής, το ποδόσφαιρο είχαν ως πρώτο θέμα. Πώς προέκυψε το μπάσκετ;

«Ξεκίνησα το μπάσκετ το 1973 εντελώς τυχαία. Και εγώ όπως και τα περισσότερα παιδιά παίζαμε ποδόσφαιρο στις αλάνες. Όμως ήμουν ψηλός από μικρός. Τότε ήταν πρόεδρος στην Δάφνη ένας φίλος του πατέρα μου, ο οποίος με είδε έτσι ψηλό και του είπε 'δεν τον φέρνεις στην ομάδα να παίξει;' Ε, και κάπως έτσι ξεκίνησα. Ήμουν 11-12 χρονών και δεν είχα πιάσει ποτέ μπάλα στα χέρια μου έως τότε. Η Δάφνη ήταν στις μικρές κατηγορίες και όλοι στην ομάδα ήταν πάνω από 30. Και εγώ έπαιζα σε ηλικία 13-14 στο ανδρικό.»

Εκείνη την εποχή, στις αρχές της δεκαετίας του '70, τι παρακολουθούσες; Τι σου άρεσε;

«Μόνο ποδόσφαιρο. Ήξερα λίγο από μπάσκετ, αλλά δεν παρακολουθούσα καθόλου. Τότε τα Μέσα δεν ήταν πολλά, στην τηλεόραση δεν έδειχνε μπάσκετ και μόνο από τις εφημερίδες ό,τι παρακολουθούσαμε.»

Ποια ομάδα υποστήριζες; Το λέμε;

«Παναθηναϊκός ήμουν και είμαι. Στον Πανιώνιο πέρασα 17 χρόνια τόσο ως παίκτης όσο και ως παράγοντας και είναι ομάδα που αγαπάω και έχω πάντα μέσα στην καρδιά μου. Όμως μεγαλώνοντας ήμουν Παναθηναϊκός με την ομάδα του Γουέμπλεϊ. Με Δομάζο, Αντωνιάδη, Καμάρα, με όλους αυτούς».

Ξεκίνησες από την Δάφνη. Μίλησε μου λίγο γι' αυτήν περίοδο της ζωής σου. Τα πρώτα σου μπασκετικά βήματα.

«Θυμάμαι ότι τότε ο πρώτος μου προπονητής στην Δάφνη ήταν εισπράκτορας στα λεωφορεία. Αυτό ήταν το πραγματικό του επάγγελμα. Είχε ασχοληθεί με το μπάσκετ αλλά λίγα πράγματα. Ξενοφώντας Κρέστος τ' όνομά του. Ακόμα το θυμάμαι. Στη συνέχεια είχε έρθει ο Κώστας Μπογατσιώτης όπως επίσης και ο Μήλας. Από αυτούς πήρα πράγματα αναφορικά με το μπάσκετ».

Τι θέση έπαιζες στα ξεκινήματά σου;

«Ακόμα και στα πρώτα χρόνια έπαιζα τεσσάρι και πεντάρι. Άρχισα να βγαίνω προς τα έξω και να παίζω τεσσαροτριάρι όταν πήγα στον Σπόρτιγκ.»

Πώς προέκυψε ο Σπόρτιγκ μετά τα πρώτα σου βήματα στην Δάφνη;

«Αυτό είναι κάτι τ' οποίο δεν γνωρίζω καθόλου. Έως το 1979 έπαιζα στη Δάφνη και είχαν γίνει κάποιες προτάσεις, όπως για παράδειγμα από τον Παναθηναϊκό. Μάλιστα έδινε και πέντε εκατομμύρια δραχμές στην Δάφνη αλλά τότε όπως γνωρίζεις είχαν τα δελτία μας κρεμασμένα. Και είχα επίσης άλλη μια πρόταση από την ΑΕΚ. Όμως δεν είχα περάσει στην Αθήνα και έτσι πήγα για σπουδές στην Γερμανία. Για δύο χρόνια είχα κόψει τελείως το μπάσκετ ενώ δεν είχα πατήσει καθόλου στην Ελλάδα. Και ξάφνου βρέθηκα στον Σπόρτιγκ. Πραγματικά δεν ξέρω πώς πήγα εκεί. Όμως παράτησα τις σπουδές και ασχολήθηκα με το μπάσκετ. Έκανα τέσσερα εξάμηνα ως μηχανολόγος, αλλά τα παράτησα στη μέση και γύρισα στην Ελλάδα».

Μιας και ήσουν Παναθηναϊκός, σε είχε στεναχωρήσει που δεν πήγες;

«Σίγουρα. Πάντα θέλεις να κάνεις το κάτι παραπάνω στη ζωή και στην καριέρα σου. Είχα τσαντιστεί, αλλά τότε ίσχυε το 'έχω το δελτίο σου κρεμασμένο και σε κάνω ό,τι θέλω'. Όμως έτσι ήταν τα πράγματα, δεν μπορούσες να κάνεις κάτι άλλο».

Πήγες λοιπόν στον Σπόρτιγκ και άλλαξε και το επίπεδο που είχες μάθει να αγωνίζεσαι.

«Ναι, όντως. Θυμάμαι πρώτος μου προπονητής ήταν ο Αναστασάτος, ο οποίος μάλιστα είχε ασχοληθεί και πάρα πολύ μαζί μου. Μετά ήταν ο Διαμαντόπουλος. Εκεί το επίπεδο ήταν καλύτερο και φυσικά με βοήθησε να εξελιχθώ ως παίκτης. Είχαμε πάει τότε στον Σπόρτιγκ μαζί με τον Πολέμη, τον Ζευγώλη, ενώ υπήρχαν οι Ζακυνθινός, Βασιλόπουλος, Ταμβάκης, Ζέρβας και γενικά είχαμε μια καλή ομάδα. Και τότε ήμουν από τους πρωταγωνιστές της ομάδας. Άρχισα να παίζω πολύ καλύτερα με αποκορύφωμα τις δύο τελευταίες μου χρονιές στην ομάδα, τις σεζόν 1984-85 και 1985-86 που με κάλεσε και ο Κώστας Πολίτης στην Εθνική ομάδα».

Τα πρώτα χρόνια στη Δάφνη, οι σπουδές στη Γερμανία, ο αγαπημένος Παναθηναϊκός και η μεταπήδηση στον Σπόρτιγκ

image

Το «ποιον λέτε να πάρω;» του Τζούροβιτς σε Φάνη και Χρήστο Χριστοδούλου μέχρι την επιλογή του Τζον Χάντσον και οι... πέντε ρόλοι στο παρκέ

Και πήρες μέρος στο Μουντομπάσκετ του 1986 στην Ισπανία...

«Ακριβώς. Και πήγα ως παίκτης του Σπόρτιγκ...»

Ο Πανιώνος προέκυψε μετά το Μουντομπάσκετ;

«Ναι. Γυρνώντας έγινε η μεταγραφή. Ο Πανιώνιος με περιτριγύριζε και με ήθελε από τότε που είχε πάρει τον Φάνη. Για να παίζαμε μαζί. Όμως ποτέ δεν είχε ευοδοθεί η κατάσταση».

Μιας και είπες για τον Φάνη, κάπου διάβασα ότι οι φίλοι της Δάφνης είχαν κάνει διάβημα και έλεγαν να πάει ο αδερφός σου μόνο στον Πανιώνιο επειδή υπήρχε συμπάθεια μεταξύ των δύο συλλόγων. Είχε συμβεί κάτι τέτοιο;

«Όχι, δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα. Ο Πανιώνιος ναι μεν ήθελε τον Φάνη, αλλά ο πατέρας μου τον είχε συμφωνήσει με τον Πανελλήνιο. Εγώ μπήκα στη μέση και άλλαξε κάπως η απόφαση για να πάει στον Πανιώνιο. Ο Πανελλήνιος ήταν μια καλή ομάδα αλλά δεν είχε την σιγουριά που παρείχε ο Πανιώνιος.»

Στη συνέχεια, λοιπόν, και αφού είχε πάει νωρίτερα ο Φάνης, μετακόμισες και εσύ στον Πανιώνιο. Εκτός του ότι βρέθηκες στην ομάδα, είχες και συμπαίκτη τον αδερφό σου. Σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής, να παίζουν δύο αδερφια στην ίδια ομάδα...

«Ναι όντως ήταν. Γράφανε ότι δύο αδέρφια στην ομάδα, αλλά μέχρι εκεί. Εμένα μου άρεσε που είχα τον αδερφό μου συμπαίκτη. Μπορεί μέσα στο παρκέ να είναι μόνο ο συμπαίκτης σου, αλλά σίγουρα έχεις παραπάνω συναισθήματα. Να αγχωθείς αν χτυπήσει, αλλά πραγματικά το αντιμετωπίζαμε σαν να ήμασταν μόνο απλοί συμπαίκτες».

Είχες ζήσει τα καλά χρόνια του Πανιωνίου, έχοντας συμπαίκτες εξαιρετικούς ξένους όπως οι Μπένατσεκ, Πι Τζει Μπράουν, Χάντσον, Λάντσμπεργκερ, Γιάνκοβιτς...

«Ναι θυμάμαι όταν είχαμε πάρει τον Τζον Χάντσον. Τότε είχε έρθει να δοκιμαστεί από τον Πανιώνιο μαζί με έναν ακόμα Αμερικανό, αλλά δεν θυμάμαι τ' όνομά του. Στο τελευταίο φιλικό έπαιξαν και οι δύο, αλλά ο Τζούροβιτς ήταν προβληματισμένος και δεν ήξερε ποιον να κρατήσει. Τότε λοιπόν πήρε εμένα και τον Φάνη και μας ρώταγε: 'Μπρε σεις, ποιον να κρατήσω; Εσείς τι λέτε;' Και εμείς του είπαμε με μια φωνή, 'πάρε αυτόν που πηδάει ψηλά για να κατεβάζει τη μπάλα, εμείς να τρέχουμε και θα πάμε καλά'. Και έτσι τον πήραμε. Και μάλιστα έπαιξε πολύ καλά στον Πανιώνιο τα χρόνια που έμεινε. Άλλωστε είχαμε μια ομάδα που έτρεχε πολύ και χρειαζόταν έναν τέτοιον παίκτη».

Βλάντο Τζούροβιτς: Συμπλήρωσε εσύ τα υπόλοιπα...

«Ένας προπονητής από την Γιουγκοσλάβικη σχολή. Πολύ καλός, πολύ αυστηρός αλλά ταυτόχρονα και πολύ φίλος. Όσοι παίκτες δούλευαν πολύ και πήγαιναν καλά μαζί του, έγιναν και φίλοι του. Τρελός στον πάγκο! Είχε φέρει και έναν βοηθό προπονητή μαζί του ο οποίος δούλευε πολύ καλά στο ατομικό. Είχε τη δική μας τρέλα ο Τζούροβιτς. Είχε γίνει 'ένα' με εμάς. Και ξέρεις, τότε έτσι δούλευαν οι ομάδες. Παράλληλα ωστόσο ήταν πολύ απαιτητικός. Για παράδειγμα εμένα μου άλλαξε πέντε ρόλους μέσα στην ομάδα. Τη μία μου έλεγε, 'δεν θέλω καθόλου σκορ από εσένα, παίξει την άμυνά σου'. Την άλλη 'πάρε τα σουτ και βγάλε σκορ'. Τα πηγαίναμε πολύ καλά σε γενικές γραμμές!»

Βάσει των όσων σου έλεγε ο Τζούροβιτς, εσένα τι σου ταίριαζε ως παίκτης;

«Περισσότερο χαρακτηρίστηκα ως αμυντικός παίκτης. Στο σκοράρισμα ναι μεν το είχα, αλλά δεν έπαιρνα τις πρωτοβουλίες. Γιατί; Γιατί τότε είχαμε Γάσπαρη, Φάνη οι οποίοι έπαιρναν και τα περισσότερα σουτ. Εγώ δούλευα περισσότερο για την ομάδα..»

image

Σε ενοχλούσε ωστόσο που ήσουν ο εργάτης και εκείνος που έκανε τις βρώμικες δουλειές και όχι εκείνος που είχε τα φώτα πάνω του σκοράροντας ;

«Όχι, όχι καθόλου. Έπαιρνα τις επιθέσεις που μου αναλογούσαν. Δεν έπαιρνα περισσότερες προσπάθειες για το καλό της ομάδας περισσότερο. Εγώ δεν είχα τέτοια θέματα. Μου άρεσε να ήμουν ομαδικός παίκτης. Ο παίκτης του προπονητή. Ό,τι και αν μου ζητούσαν, το έκανα. Κι αυτό όχι για να είμαι αγαπητός στον προπονητή, αλλά για να βοηθάω την ομάδα. Γιατί υπάρχουν και αυτοί οι παίκτες οι οποίοι θέλουν να είναι αγαπητοί στους προπονητές τους και να παίζουν. Ο Τζούροβιτς μου το είχε αναγνωρίσει και μάλιστα μου είχε πει να ασχοληθώ με την προπονητική μετά το τέλος της καριέρας μου. Αν και δεν ήμουν ποτέ πλέι μέικερ, διάβαζα το παιχνίδι. Έχω παίξει από δύο έως και πέντε κάποιες φορές. Επειδή με τον Φάνη έχουμε το ίδιο ύψος, αλλάζαμε συνέχεια θέσεις. Παίζαμε 2-3, 3-4, τέτοια πράγματα».

Ήσουν παρών στο καταραμένο ματς του Γιάνκοβιτς. Περιέγραψε μου λιγο εκεινες τις στιγμές. Πώς το ζήσατε εσείς οι συμπαίκτες του τόσο εκεινη την ώρα, όσο και τις μέρες που ακολούθησαν...

«Πραγματικά ήταν ένα τεράστιο σοκ για όλους μας. Ο Γιάνκοβιτς εκτός του ότι ήταν εκπληκτικός παίκτης, είχε δεθεί πολύ με τον Πανιώνιο. Είχε πάρει πολύ βάρος από τον Τζούροβιτς πάνω του, καθώς ήθελε να είναι ο παίκτης ο οποίος θα έκανε την διαφορά στην ομάδα. Και σ' εκείνο το παιχνίδι ένα στραβό σφύριγμα του Κουκουλεκίδη, ο οποίος του είχε καταλογίσει επιθετικό φάουλ στο Αλβέρτη, έφερε την κακιά στιγμή. Ο Μπόμπαν όμως αυτό έκανε πάντα. Μπορεί όταν νευριάζουμε οι περισσότεροι να ρίχνουμε μια μπουνιά στην μπασκέτα, αλλά εκείνος χτύπαγε το κεφάλι του. Σε γενικές γραμμές το έκανε όταν εκνευριζόταν. Όμως εκείνη τη στιγμή που έγινε, εμένα με είχε φωνάξει ο Τζούροβιτς στον πάγκο για να μου δώσει μια οδηγία. Απλά άκουσα ένα μακρόσυρτο «αααα» από την εξέδρα και όταν γύρισα, είδα τον Μπόμπαν πεσμένο στο παρκέ. Εκείνη τη στιγμή δεν ξέραμε τι είχε συμβεί. Όμως όταν μπήκε ο γιατρός, ο Κατσιφαράκης και άρχισε να λέει 'προσοχή να μείνει ακίνητος' τότε κόπηκαν τα πόδια μας. Εκ των υστέρων ήμασταν συνέχεια στα νοσοκομεία και προσπαθήσαμε να συμπαρασταθούμε όσο το δυνατόν περισσότερο. Ήταν πολύ δύσκολες οι μέρες που ακολούθησαν γιατί είχαμε την αγωνία... Ήταν ατυχία, η κακιά στιγμή.»

Ας πάμε σε κάτι ευχάριστο. Τελικός Κυπέλλου 1991 στο ΣΕΦ. Ήταν τότε και η καλύτερη χρονιά σου στον Πανιώνιο. Ένα γηπεδο το οποίο είχε στην πλειοψηφια τους οπαδούς του Πανιωνίου. Κάτι πρωτόγνωρο για εσάς;

«Κοίτα να δεις. Τότε στον Πανιώνιο παίζαμε συνέχεια σ' ένα γεμάτο Αρτάκης. Όσο κόσμο και αν χωρούσε το κλειστό, ήταν πάντα γεμάτο και άλλοι 500 περίμεναν απ' έξω. Ο κόσμος ήταν συνέχεια δίπλα μας. Άλλωστε θεωρώ ότι παίζαμε όμορφο μπάσκετ και μας έβλεπαν και φίλαθλοι των υπολοίπων ομάδων. Βέβαια είχαμε πέσει στην αυτοδυναμία του Άρη και του ΠΑΟΚ και μας είχε μείνει ένα αποθυμένο ότι ενώ είχαμε πολύ καλή ομάδα, πλησιάζαμε κοντά στην πηγή αλλά δεν πίναμε νερό για διάφορους λόγους τους οποίους δεν θέλω να αναφέρω».

Εξωαγωνιστικοί λόγοι;

«Ναι, εξωαγωνιστικοί. Παίζει ρόλο εάν σε πάει η διαιτησία, πόσο σε πάει η διαιτησία κ.ο.κ. Οπότε μας είχε μείνει αποθυμένο. Τέλος πάντων όμως. Εκείνη την περίοδο είχε φύγει από τη ζωή ο Ανδρέας Βαρίκας. Ένας άνθρωπος πραγματικό ορόσημο για τον Πανιώνιο. Τότε οι ομάδες ήταν πολύ δεμένες μεταξύ τους, δεν είχαμε έξι ξένους και όλοι ήμασταν μια παρέα μεταξύ μας. Εκείνος ο τελικός ήταν ένας όρκος στον Βαρίκα. Να το πάρουμε για εκείνον! Και ευτυχώς το πήραμε»

Και είναι από τις ευκαιρίες που δύσκολα σου παρουσιάζονται ξανά όταν παίζεις σε ομάδα που δεν ήταν από τις πρώτες πρωταγωνίστριες της εποχής...

«Ακριβώς. Αν και εκ των υστέρων, πριν φύγω από τον Πανιώνιο, είχαμε φτάσε σε τρεις ημιτελικούς. Κόρατς, Κύπελλο, Πρωτάθλημα αλλά δεν τα καταφέραμε».

Τι έχεις στο μυαλό σου πιο έντονα από εκείνο το βράδυ του τελικού;

«Πριν από το παιχνίδι και λίγο πριν ξεκινήσουμε για το ΣΕΦ, όλη η ομάδα είχαμε πάει στο μνημα του Ανδρέα Βαρίκα και ορκιστήκαμε για την κατάκτηση του Κυπέλλου. Ήμασταν όλοι φορτισμένοι συναισθηματικά. Ορκιστήκαμε ότι θα του πάμε το τρόπαιο! Και όταν μπήκαμε το γήπεδο και είδαμε τόσο πολύ κόσμο στις εξέδρες, πήραμε τεράστια ενέργεια και ώθηση. Μάλιστα τότε ο ΠΑΟΚ προέρχονταν και από την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων στη Γενεύη πριν από 15 μέρες. Όμως εμείς ήμασταν πάρα πολύ αποφασισμένοι γι' αυτό το κύπελλο, μπήκαμε με πάθος, παίξαμε με δύναμη και τσαγανό και τα καταφέραμε. Σαν να μην μπήκαμε μέσα χωρίς να υπάρχει αύριο...»

Οι στιγμές που ακολούθησαν;

«Τρελό πανηγύρι στη Νέα Σμύρνη. Το πούλμαν έκανε πολλές ώρες να φτάσει από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας στην Πλατεία. Δεν μπορούσαμε καν να πλησιάσουμε από τον κόσμο. Όλοι το πανηγυρίσαμε. Εγώ ήμουν και λίγο τρελαμένος γιατί με είχαν βγάλει με πέντε φάουλ από νωρίς, οπότε το πανηγύρισα και παραπάνω. Μετά το βράδυ είχαμε πάει στα μπουζούκια και αν δεν κάνω λάθος τραγουδούσαν ο Άγγελος Διονυσίου και η Δήμητρα Παπίου. Το γλεντούσαμε τότε. Μετά από μεγάλες νίκες βγαίναμε και διασκεδάζαμε. Όπως ανέφερα και πριν τότε η ομάδα ήταν μια μεγάλη οικογένεια. Ακόμα και με τους φιλάθλους γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας. Τότε πήγαινες σε μια ομάδα και ανήκες εκεί. Καφέ πριν και μετά τη προπόνηση μαζί τους. Με τους παράγοντες το ίδιο. Ήμασταν όλοι 'ένα' μεταξύ μας»

Έχεις δει πολλές φορές εκείνο το παιχνίδι;

«Ναι, ναι. Αρκετές φορές. Ειδικά τα πρώτα χρόνια το είδα πολλές φορές. Γενικά μου αρέσει να βλέπω παλιά παιχνίδια μας, όπως για παράδειγμα τη νίκη επί του Άρη που ήταν μεγάλο αποθυμένο για εμάς, οι νίκες μας στην Ευρώπη, οι αντίπαλοί μου...»

Ο όρκος για την κατάκτηση του Κυπέλλου στο μνήμα του Βαρίκα, η «οικογένεια» του Πανιωνίου και η «μαύρη» μέρα του Μπόμπαν Γιάνκοβιτς

image

Η φήμη του «βρώμικου παίκτη», η τακτική να... κόβει τον τσαμπουκά, ο εκνευριστικός Ίνγκραμ και το «έλα να αλλάξουμε» με τον Φάνη

Δοθείσας της ευκαιρίας, νοσταλγείς αυτά τα χρόνια όταν βλέπεις ξανά αυτα τα ματς;

«Φυσικά. Όταν σταμάτησα το μπάσκετ, γιατί το σταμάτησα και μεγάλος στα 39 μου, είχα μια νοσταλγία. Και άντεχα ακόμα μία χρονιά. Ομως επειδή είχε πέσει ο Σπόρτιγκ στην Α2 δεν ήθελα να συνεχίσω. Μου έρχονται εικόνες, ειδικά όταν τα συζητάω όπως τώρα καλή ώρα. Έχω αντιμετωπίσει μεγάλους παίκτες όπως είναι ο Κούκοτς, ο Κόμαζετς, παίκτες μεγάλης αξίας. Άλλα μπασκετικά χρόνια τότε..»

Μιας και το ανέφερες. Αρκετοί ξένοι παίκτες που έχουν παίξει στην Α1 τη δεκαετία του '90 και με τους οποίους έχει τύχει να μιλήσω και να κάνω συνεντεύξεις, σ' έχουν αναφέρει ως τον πιο δύσκολο και ταυτόχρονα δυναμικό αμυντικό που έχουν αντιμετωπίσει...

«Ήταν το χαρακτηριστικό μου. Μάλιστα κάποιοι με έχουν χαρακτηρίσει και βρώμικο. Όχι. Δεν ήμουν βρώμικος. Ήμουν σκληρός αλλά όχι βρώμικος. Να κάνω αντιαθλητικό φάουλ και να χτυπήσω κάποιον σε καμία περίπτωση. Έπαιζα δυνατά με σκοπό να τους κόψω τον αέρα. Και έλεγα στον Τζούροβιτς όταν αντιμετώπιζα και μεγάλους παίκτες όπως ο Κούκοτς: 'Θα κάνω στην αρχή δύο φάουλ αλλά μην με βγάλεις'. Προσπαθούσα να του κόψω τον τσαμπουκά και να του πάρω τον αέρα. Δεν έπαιζα βρώμικα, δεν έβαζα τρικλοποδιές, δεν έσπρωχνα στον αέρα, δεν έκανα τέτοια πράγματα. Έχω μαρκάρει από πλέι μέικερ έως και πεντάρι. Βλέπω αυτές τις άμυνες τώρα και γελάω. Εντάξει δεν παίζω τώρα για να ξέρω, αλλά μου δίνει την εντύπωση ότι το μπάσκετ έχει γίνει πιο εύκολο...»

Έκανες και trash talking τότε;

«Όχι. Έχω τσακωθεί, αλλά δεν έχω κάνει trash talking. Έκανα ωστόσο δυνατά φάουλ στα χέρια, ναι. Αυτό το έκανα. Όταν έπρεπε, το έκανα. Τότε όλοι παίζαμε σκληρή άμυνα. Όχι μόνο εγώ. Αν σε περνούσε, μετά... 'άντε γεια'».

Ο Χρήστος Χριστοδούλου μαρκάρει τον Νίκο Γκάλη σε ματς Πανιωνίου-Άρη

Ποιος ή ποιοι σε είχαν δυσκολέψει περισσότερο;

«Ο Γουόλτερ Μπέρι και ο Ντέιβιντ Ίνγκραμ. Αυτούς θυμάμαι να με έχουν δυσκολέψει περισσότερο. Κάθε φορά που παίζαμε αντίπαλοι, έλεγα 'ωχ πάλι αυτοί'. Μάλιστα επειδή με δυσκόλευαν έλεγα στον Φάνη κατά τη διάρκεια του αγώνα να αλλάξουμε παίκτες. Τότε είχαμε αυτό το ελεύθερο από τον προπονητή, ήταν κάτι που χαρακτήριζε την ομάδα του Πανιωνίου και τον Τζούροβιτς. Ο Πολίτης είχε πει 'δεν μπορώ αυτούς τους δύο, όλη την ώρα παίζουν γύρω-γύρω όλοι'. Δεν είχαμε θέσεις τότε...»

Το γεγονός ότι είστε αδέρφια σας βοηθούσε και μέσα στο ματς όσον αφορά τηνε επικοινωνία χωρίς να χρειαστεί να πείτε κάτι...

«Γενικά είχαμε καλη επικοινωνία με τον Φάνη. Τότε είχαμε πολύ καλούς συμπαίκτες και παίζαμε ο ένας για τον άλλον. Είχαμε πολύ καλούς παίκτες».

Αντίστοιχα ποιος σε εκνεύριζε;

«Ο Ίνγκραμ! Μου έσπαγε τα νεύρα γιατί δεν μπορούσα να τον μαρκάρω με τίποτα. Με έβγαζε εκτός ελέγχου. Δεν μπορούσα να βρω τρόπο να τον σταματήσω. Απίθανος».

Καλύτερος και χειρότερος συμπαίκτης;

«Καλύτερος σίγουρα ο αδερφός μου. Και γενικά στην εποχή του Πανιωνίου είχα πολύ καλούς συμπαίκτες όπως σου είπα και πριν. Επειδή ήμουν και παίκτης ομάδας τα πήγαινα πολύ καλά με όλους...Ο Τέρνερ ήταν ο πιο εντυπωσιακός, ο Πι Τζέι Μπράουν επίσης...»

Ο Χρήστος Χριστοδούλου με το Κύπελλο Ελλάδας λίγο μετά την κατάκτηση του τροπαίου το 1991

Δεν κάποιος για παράδειγμα κάποιος συμπαίκτης σου ο οποίος θα έπαιρνε 30 σουτ και θα σε έβγαζε εκτός εαυτού;

«Ούτε καν. Όχι. Δεν με πείραζε αυτό καθόλου. Εάν έπρεπε να τα πάρει μέσα από την ομάδα να τις πάρει τις προσπάθειες, καλώς να τις έπαιρνε. Εγώ θα βοηθούσα κάπου αλλού. Για παράδειγμα έπαιξα μαζί με τον Γουίγκινς στον Σπόρτιγκ ο οποίος θα έβαζε 30-35 πόντους σε κάθε ματς. Ήταν δυνατόν να μην πάρει προσπάθειες;»

Με κάποιον ξένοι που έκανες περισσότερη παρέα τότε;

«Με τον Πρέντραγκ Μπενατσεκ κάναμε πολύ παρέα, ενώ ήμουν δωμάτιο με τον Μπόμπαν Γιάνκοβιτς με τον οποίο είχαμε γίνει καλοί φίλοι. Ξέρεις, δεν μας έβαζαν στο ίδιο δωμάτιο με τον Φάνη. Όμως δεν γνωρίζω το γιατί! Επίσης μετά έκανα παρέα και με τον Γουίγκινς, ο ο οποίος του άρεσε η Αθήνα και βγαίναμε και έξω».

image

Άλλωστε τότε ήταν άλλα τα χρόνια. Βγαίνατε και κανείς δεν σας έλεγε τίποτα ούτε υπήρχαν τα κινητά έτοιμα να σας φωτογραφίσουν για να ανεβάσουν τις φωτογραφίες στα social media...

«Τότε δεν υπήρχαν αυτά. Δεν κοιτούσαν να δουν ποιος παίκτης πήγε στα μπουζούκια για να τον βγάλουν μετα στη φόρα. Τώρα κυκλοφορούν πολλά και διάφορα και γίνεσαι αμέσως θέμα. Τότε όμως ναι. Βγαίναμε. Εμείς το είχαμε. Είχαμε τη ζωή μας και το μπάσκετ! Όχι μόνο το μπάσκετ. Είχες πιο απελευθερωμένο το μυαλό σου και ήσουν πιο μποέμ...»

Ίσως τότε να μην υπήρχε και τόσο αυστηρό πρόγραμμα από την ομάδα, είτε σε θέματα προπονησεων, είτε όσον αφορά τη διατροφή και τις εξόδους...

«Όχι, κάναμε κανονικά διπλές προπονήσεις. Βέβαια τότε δεν προσέχαμε και την παραμικρή λεπτομέρεια όσον αφορά τη διατροφή όπως τώρα, αλλά εντάξει. Προσέχαμε για να μην παχύνουμε. Προσωπικά πριν από κάθε ντέρμπι ή κάποιο μεγάλο και σημαντικό ματς, μου άρεσε να βγαίνω. Τότε ο Πανιώνιος έκανε έλεγχο πριν από τα παιχνίδια και έπαιρνε τους παίκτες τηλέφωνο στα σπίτια για να δουν αν είναι εκεί. Εγώ είχα παντρευτεί και νωρίς, στα 26 μου, τους το είχα ξεκαθαρίσει. Η ζωή μου ήταν οικογενειακή αλλά δεν θα ήμουν σπίτι στις 12 το βράδυ. Ήθελα να βγω, να πιω τα κρασάκια μου και θα επέστρεφα στη 01.00 με 02.00. Είχαν πρόβλημα όπως έπαιζα; Όχι. Οπότε τους έλεγα να μην με ψάχνουν στο σπίτι. Τους το είχα ξεκαθαρίσει. Για να είμαι συγκεντρωμένος και να έχω καθαρό μυαλό πριν από κάποιο μεγάλο ματς, έπρεπε να είχα βγει την προηγούμενη βραδια. Ήθελα να ξελαμπικάρω!»

Όπως ανέφερες προηγουμένως πήρες μέρος και στο Μουντομπάσκετ του 1986 στην Ισπανία με την Εθνική ομάδα...

«Τότε είχα δει ότι με παρακολουθούσε ο Πολίτης. Είχα κάνει πολύ καλή χρονιά και ήμουν μέσα σε μια μεγάλη λίστα από επιλογές. Πρέπει να είχαμε μαζευτεί 24 παίκτες στην αρχή της προετοιμασίας στο Ναύπλιο αλλά κατάφερα να βρεθώ στην τελική 12άδα. Μάλιστα είχα και έναν τραυματισμό τότε, καθώς στο τελευταίο ματς της σεζόν με τον Σπόρτιγκ είχαν υποστεί διάταση έσω πλαγίου συνδέσμου στο γόνατο. Ένας από τους ελάχιστους τραυματισμούς που είχα στην καριέρα μου με αποτέλεσμα να ήταν λίγο επεισοδιακή η επιλογή μου στην 12άδα. Με είχε εξετάσει ένας γιατρός, ο Παρίσης που ήταν στην Εθνική ομάδα, ο οποίος μου είχε βάλει μια παράξενηάσκηση να κάνω για το γόνατο. Βαθύ κάθισμα και μετά άλμα. Και πόνεσα. Είπε στον Πολίτη ότι δεν μπορούσα να παίξω στο Μουντομπάσκετ και ότι δεν ήμουν στο 100% έτοιμος. Η αλήθεια είναι ότι με πήραν τα κλάματα. Ήταν η ευκαιρία μου! Και είπα στον Πολίτη να με βάλει στο τελευταίο φιλικό της Εθνικής για να του δείξω ότι ήμουν καλά. Άλλωστε τη συγκεκριμένη άσκηση που με είχε βάλει να κάνω ο γιατρός, δεν θα την έκανε ποτέ στα παιχνίδια. Πραγματικά με πίστεψε ο Πολίτης και με πήρε με την Εθνική ομάδα στο Μουντομπάσκετ του 1986».

Η Εθνική ομάδα μπάσκετ στο Μουντομπάσκετ της Ισπανίας το 1986 

Πώς ήταν η εμπειρία σου εκεί; Πώς την έζησες και τι σου έχει μείνει ;

«Πραγματικά ήταν ένα μεγάλο όνειρο για εμένα. Δεν είχα την τύχη να αγωνιστώ νωρίτερα στις μικρές Εθνικές. Να σου πω την αλήθεια τότε δεν ήξερα πώς γινόταν η επιλογή. Η πρώτη ευκαιρία που είχα για να παίξω με την Εθνική ήταν τα χρόνια που ήμουν στη Δάφνη. Και πιο συγκεκριμένα στην Εθνική Εφήβων. Τότε θυμάμαι μου είχαν πει από την ομάδα να πάω στα βοηθητικά γήπεδα που ήταν κάτω από το στάδιο Καραϊσκάκη για να κάνω προπόνηση με την Εφήβων. Τότε ήταν προπονητές οι Ντουκσάιρ και Νικητόπουλος. Και πήγα να κάνω προπόνηση. Τότε αν θυμάμαι καλά πρέπει να ήταν και ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Εγώ ήμουν από τους μικρότερους. Όμως όταν πήγα ήταν η τελευταία ημέρα των προπονήσεων και μου είχε πει ο Ντουκσάιρ ότι 'όλο εδώ έχουν κάνει προετοιμασία, πώς να σε πάρω μαζί μου;' Εμένα δεν με είχε προτείνει κάποιος, ούτε μου είχαν πει ότι κάνει προετοιμασία η Εφήβων για να πάω. Άλλα τα χρόνια τότε...Ε, και μου είχε μείνει αποθυμένο να αγωνιστώ στην Εθνική ομάδα».

Ήταν η πρώτη του κλήση;

«Η πρώτη και η μοναδική που έπαιξα στην Εθνική ομάδα. Αν μη τι άλλο ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία, προσπαθήσαμε και βγήκαμε 10οι, την καλύτερη θέση που είχαμε πάρει έως τότε. Θυμάμαι όλη την ομάδα που είχαμε πάει τότε στην Ισπανία. Γκάλης, Γιαννάκης, Φιλίππου, Ρωμανίδης, Σταυρόπουλος, Καμπούρης, εγώ, ο Φάνης, Καρατζάς, Δημακόπουλος, Πεδουλάκης και Ανδρίτσος. Μας έλειπε ο Φασούλας ο οποίος δεν είχε έρθει στο Παγκόσμιο (σ.σ. ήταν σε κολέγιο στις Η.Π.Α.) ενώ σε σχέση με το Ευρωμπάσκετ του 1987 είχαν γίνει πολύ λίγες αλλαγές. Μας είχε στα υπόψιν του για το '87 και μάλιστα είχαμε κάνει κάτι φιλικά στη Ρωσία με προπονητή τον Κιουμουρτζόγλου, ο οποίος ήταν βοηθός του Πολίτη στην Εθνική. Και μου φάνηκε παράξενο που δεν ήμουν ούτε στην προεπιλογή για το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας».

Σε είχε στεναχωρήσει;

«Πολύ. Πάρα πολύ. Όχι τίποτε άλλο, αλλά δεν μου είχε δοθεί καν η ευκαιρία να προσπαθήσω. Και δεν ήμουν μεγάλος. 25-26 χρονών .Αυτό μου είχε στοιχίσει. Κοίτα, υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος γιατί ο Κυρίτσης δεν μου είχε δώσει την πρώτη μου χρονιά στον Πανιώνιο μεγάλο χρόνο συμμετοχής. Και ίσως να υπήρχε και ένα δίκιο σ' αυτό. Εντάξει όμως. Εμένα με πείραξε γιατί δεν είχα την ευκαιρία να ζήσω τη διοργάνωση μέσα στην Αθήνα».

Φάνης και Χρήστος Χριστοδούλου παραχωρούν συνέντευξη κατά τη διάρκεια του Μουντομπάσκετ

Πώς το έζησες το Ευρωμπάσκετ του 1987;

«Ε, έντάξει. Ήμουν μέσα σε όλα τα παιχνίδια. Μετά πήγαινα στο ξενοδοχείο το Johns και πανηγύριζα μαζί τους. Σίγουρα και λόγω του Φάνη το έζησα και πιο έντονα. Σίγουρα έχουν ειπωθεί πολλές ιστορίες από τότε. Θυμάμαι τον Φιλίππου να βγαίνει στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου και να βγάζει συνέχεια λόγο στο πλήθος λες και ήταν πολιτικός. Εγώ ακολουθούσα από πίσω το πούλμαν με το αυτοκίνητό μου, πανικός στους δρόμους, μοναδικές στιγμές πραγματικά».

Το... απαραίτητο «κρασάκι» πριν από τα ματς, ο έλεγχος στα σπίτια των παικτών και το παράπονο για το Ευρωμπάσκετ του '87

image

Η απάντηση στο «ο αδερφός του Φάνη» και οι σχέσεις που... χάλασαν μετά το μπάσκετ λόγω των επαγγελματικών

Να πάμε λίγο και στον Φάνη. Εσύ, ως μεγαλύτερος αδερφός του, ήσουν εκείνος που του έδωσες το κίνητρο για να παίξει μπάσκετ;

«Η αλήθεια είναι ότι λέω κάποιες στιγμές πράγματα τα οποία παρεξηγούνται. Ακόμα και από τον αδερφό μου. Είχα πει κάποια στιγμή ότι ένα μείγμα, εμένα και του Φάνη, θα βγάζαμε τον καλύτερο παίκτη στην Ευρώπη. Και εννοούσα ότι εγώ δούλευα περισσότερο. Ο Φάνης είχε το ταλέντο, αλλά εγώ δούλευα πολύ περισσότερο. Κάποια στιγμή ο Φάνης είχε παρεξηγεί και του εξηγούσα και το έλεγα ότι αυτή είναι η αλήθεια. Για τον Φάνη εγώ είπα στον πατέρα μου, φέρ' τον. Εκείνος ασχολούνταν τότε με δημοτικούς χορούς σ' έναν σύλλογο στη Δάφνη. Από μικρός ήταν λίγο ευτραφής και είχα πει στον πατέρα μου να έρθει να παίξει μπάσκετ και να αθληθεί. Και έτσι ξεκίνησε. Βέβαια στη Δάφνη έναν χρόνο παίξαμε μαζί γιατί μετά εγώ έφυγα για τη Γερμανία. Όταν ήμουν 18 χρονών και ο Φάνης 15...»

'Εχετε παίξει και αντίπαλοι...

«Έχουμε παίξει και μου έχει σπάσει τη μύτη! (Γέλια) Σ' ένα ματς Σπόρτιγκ-Πανιώνιος, του σκάω μια προσποίηση και άθελά του φυσικά μου ρίχνει αγκωνιά στη μύτη και μου τη σπάει. Η μαμά στην εξέδρα του έλεγε 'θα τα πούμε στο σπίτι' (Γέλια). Όμως δεν κάναμε bullying μέσα στο σπίτι πριν από τους αγώνες».

Με το χέρι στην καρδιά. Σε ενοχλούσε που έλεγαν τότε και επικράτησε και στη συνέχεια ότι ήσουν για τον κόσμο «ο αδερφός του Φάνη;»

«Όχι. Γιατί να με ενοχλεί; Αφού αδέρφια είμαστε. Στην τελική οτιδήποτε και αν έκανα και κέρδισα, το έκανα μόνος μου. Οπότε δεν με πείραζε. Ο Φάνης έκανε, και πολύ καλά έκανε, καλύτερο όνομα, ήταν πιο δημοφιλής από εμένα και φυσικά έλεγαν για εμένα «ο αδερφός του Φάνη». Κάποια στιγμή αστειευόμουν μαζί τους και τους απαντούσα 'ο Φάνης είναι ο αδερφός μου» γιατί ήμουν μεγαλύτερος. Όμως αδέρφια ήμασταν και είμαστε».

Πάντως έχουν ακουστεί πολλά ότι δεν έχετε και τις καλύτερες των σχέσεων...

«Όχι. Με τον Φάνη είχαμε τις καλύτερες σχέσεις όσο παίζαμε. Χαλάσαμε λίγο τις σχέσεις μας στα επαγγελματικά και όταν σταμάτησα εγώ το μπάσκετ. Όμως όσο παίζαμε ήμασταν κολλητοί. Κάθε μέρα σπίτι μου, μαζί διακοπές, τα πάντα τα κάναμε παρέα. Ήταν τέλειες οι σχέσεις μας. Όμως κάποια στιγμή χάλασαν λόγω των επαγγελματικών έξω από το μπάσκετ».

Τώρα; Πώς είναι οι σχέσεις σας;

«Μιλάμε μεν, αλλά δεν είμαστε κολλητοί όπως ήμασταν».

Φάνης και Χρήστος Χριστοδούλου πριν από παιχνίδι Πανιωνίου-Σπόρτιγκ

Αυτή τη στιγμή ο Φάνης έχει αναλάβει ένα πόστο στον Πανιώνιο. Θα ήθελες να συνεργαστείτε;

«Ναι, φυσικά. Εγώ από τη πλευρά μου δεν θα είχα κανένα πρόβλημα. Άλλο αυτό που μπορεί και θέλει να κάνει ο Φάνης στον Πανιώνιο και άλλο αυτό που θα μπορούσα να κάνω εγώ. Ο Φάνης αυτή τη στιγμή είναι ο ενωτικός άνθρωπος στο νέο ξεκίνημα που κάνει η ομάδα και τα πάει και πολύ καλά».

Φαντάζομαι ακόμα και τώρα σε αναγνωρίζουν. Ξέρουν ποιος είναι ο Χρήστος Χριστοδούλου. Σε έχουν πλησιάσει για παράδειγμα φίλαθλοι για να σου ζητήσουν να επιστρέψεις και εσύ στην ομάδα;

«Η τελευταία μου εμπειρία είναι όταν πήγα φέτος σ' ένα ματς του Πανιωνίου και να έρθουν κάποιοι Πάνθηρες και να μου πουν ότι είμαι ανεπιθύμητος στην ομάδα. Τους ρώτησα για ποιον λόγο και μου απάντησαν ότι έχουν δέκα δικαστήρια εξαιτίας μου. Είναι λίγο μπερδεμένα τα πράγματα και δεν βρίσκεις άκρη. Εγώ ασχολήθηκα σε δύσκολες εποχές με τον Πανιώνιο. Πήγα την τελευταία χρονιά που ήταν η μετάβαση από τον Λιανό στον Σταμούλη που η ομάδα έπεσε στην Α2. Ο Σταμούλης δεν μπόρεσε να παίξει Α2 και την κατεβάσαμε Β' Εθνική. Παλέψαμε από Β' Εθνική με τον Βαρουξάκη, ανεβήκαμε και γενικά είχαμε αξιοπρεπή παρουσία. Ξέρεις, όταν ασχολείσαι πολύ ενεργά ο μισός κόσμος σε κοστολογεί άσχημα και ο άλλος μισός καλά. Και σε συνέχεια σε αυτό που σου ανέφερα, δεν δίνω σημασία στα όσα λένε οι Πάνθηρες. Εγώ δεν γίνεται να αισθανθώ ανεπιθύμητος στον Πανιώνιο με τίποτα. Έχω κάνει 16 χρόνια στην ομάδα παραγοντικά και παικτικά και θα μου πει ένα παιδάκι Πάνθηρας ότι είμαι ανεπιθύμητος;»

image

Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, υπάρχει κάτι για το οποίο έχεις μετανιώσει; Κάτι που σου δόθηκε η ευκαιρία να κάνεις, αλλά δεν το έκανες με αποτέλεσμα να το έχεις βάρος;

«Όχι τίποτα. Στον Σπόρτιγκ αρχικά ήθελα να καθιερωθώ, μετά όλες οι χρονιές στον Πανιώνιο ήταν καταπληκτικές όπως επίσης είχα επιτυχίες και στην επιστροφή μου στον Σπόρτιγκ. Τέσσερις χρονιές είχαμε καταφέρει να παίξουμε στο κύπελλο Κόρατς. Ήταν λίγο επεισοδιακή η επιστροφή μου στον Σπόρτιγκ. Το 1994 πρόεδρος στον Πανιώνιος ήταν ο Γαλλής και μας λέει μαζί με τον Φάνη ότι θα μείνουμε στην ομάδα και ότι ήμασταν η σημαία. Τότε είχα αποφασίσει να παίξω έναν χρόνο ακόμα και στη συνέχεια να γίνω βοηθός προπονητής στον Πανιώνιο. Όμως ήρθε ο Ίβκοβιτς, με φώναξε και μου είπε ότι ναι μεν θα έμενα στην ομάδα αλλά θα έπαιζα πέντε λεπτά. Μου είχε εξηγήσει ότι ήθελε να κάνει ανανέωση και να έπαιζαν οι πιτσιρικάδες. Του απάντησα ότι αυτό δεν μου άρεσε. Ας μου έλεγε να μπω στην ιδια ευθείας με τους πιτσιρικάδες και ό,τι μπορούσα να κερδίσω, να το κέρδιζα. Έτσι προκατειλημμένα δεν ήθελα να μείνω στην ομάδα...»

Και ακολούθησε ο Σπόρτιγκ...

«Ακριβώς. Έφυγα με κρύα καρδιά από τον Πανιώνιο ωστόσο απέκτησα πέντε χρόνια χρονια στον Σπόρτιγκ. Είχα και καλύτερες οικονομικά προτάσεις όπως από το Ηράκλειο και τον Απόλλωνα Πάτρας αλλά δεν ήθελα λόγω του ότι είχα οικογένεια. Η πρόταση του Σπόρτιγκ ωστόσο ήταν λίγο προσβλητική όσον αφορά το οικονομικό της σκέλος. Το ραντεβού είχε γίνει στο μαγαζί του Ζευγώλη στην Καισαριανή. Έγινε η κουβέντα με τον πρόεδρο ο οποίος μου είπε ότι με ήθελαν στην ομάδα και έγινε η πρόταση που ανέρχονταν στα 5 εκατομμύρια δραχμές τον χρόνο. Εγώ στην τελευταία μου χρονιά στον Πανιώνιο έπαιρνα 30 εκατομμύρια δραχμές.

Ο Χρήστος Χριστοδούλου σε παιχνίδι του Σπόρτιγκ εναντίον του Ηράκλειου στα Πατήσια

Οπότε αντιλαμβάνεσαι την διαφορά. Με τα πολλά έγιναν οι συζητήσεις και συμφωνήσαμε στα 15 εκατομμύρια δραχμές. Τότε λοιπόν με είχε πάρει τηλέφωνο ο Κώστας Διαμαντόπουλος, προπονητής του Σπόρτιγκ και μου είπε 'ξέρεις Χρήστο επειδή γνωρίζω ότι είσαι νευρικός, στην ομάδα έχω καλά παιδιά, τον Παπαδημητρίου, τον Αβδάλα, είναι Παναγίες' . Για αυτό και του είπα ότι η ομάδα ήταν ασανσερ στην Α1 και στην Α2. Και τον ρώτησα: 'Θες να κάνουμε καλη ομάδα; Άσε να περάσω αυτά που ξέρω και θα κάνουμε όργια'. Και όντως. Τους έκανα πιο μαχητές, πιο αλήτες με την καλή μπασκετική έννοια. Και πετύχαμε αυτά που πετύχαμε τότε...»

Σου είχε γίνει μετά που σταμάτησες από τον Σπόρτιγκ κάποια πρόταση για προπονητής;

«Ναι, ακριβώς όταν σταμάτησα. Να αναλάβω την ομάδα στην Α2. Τα είχαμε συμφωνήσει όλα, είχα μιλήσει με παίκτες, είχα κάνει σχεδον όλη την προετοιμασία και ο πρόεδρος μου είχε πει ένα συγκεκριμένο μπάτζετ για τη σεζόν. Λόγω και του ονόματός μου και των σχέσεων που είχα με κάποια παιδιά, είχαν συμφωνήσει να έρθουν με τα μισά χρήματα απ' όσα μπορούσαν να βρουν. Το μόνο που ήθελα ήταν να δω τα μισά λεφτά του μπάτζετ σε μια τράπεζα ώστε 1η του μήνα όλοι οι παίκτες να πληρώνονται. Ε, εκεί τα χαλάσαμε και δεν ασχολήθηκα ποτέ με την προπονητική...»

Η δεύτερη θητεία στον Σπόρτιγκ, η «χρυσή τομή» στο οικονομικό και η... παραλίγο προπονητική στα Πατήσια

image

Ο λόγος για το «12» στη φανέλα, το ντέρμπι «αιωνίων» στο σπίτι μεταξύ Στέλλας και Έλενας Χριστοδούλου και το... παρατσούκλι «Χρου Χρου»

Με εξαίρεση τη πρώτη σου χρονιά στον Πανιώνιο που φόρεσες το «14» σε όλη την υπόλοιπη καριέρα σου είχες το «12» στις ομάδες που αγωνίστηκες. Πώς προέκυψε;

«Ήταν το αγαπημένο μου νούμερο! Και αυτό διότι έχω γεννηθεί στις 13 του μήνα, δεν ήθελα να έχω το συγκεκριμενο νούμερο για γρουσουζιά, πήρα το 12. Την πρώτη μου χρονιά στον Πανιώνιο, το συγκεκριμένο νούμερο το είχε ο Φωσσές. Του το είχα ζητήσει αλλά δεν μου το έδωσε. Ε, όταν έφυγε, το πήρα».

Υπάρχει κάτι ανεκπλήρωτο όσον αφορά το μπάσκετ; Κάτι το οποίο θα ήθελες αλλά αντίθετα δεν είχες ποτέ την ευκαιρία;

«Σίγουρα τίτλους. Ήθελα να είχα κατακτήσει τίτλους. Από εκεί και πέρα που δεν ασχολήθηκα με την προπονητική... Πλέον το μπάσκετ είναι διαφορετικό και από τη στιγμή που δεν το έχω παρακολουθήσει, δεν υπάρχει λόγος»

Μετά το μπάσκετ και την απόφαση σου να σταματήσεις την καριέρα σου το 1999, με τι ασχολήθηκες;

«Είχαμε μια εταιρεία ρούχων μαζί με τον Φάνη. Και πηγαίναμε και καλά τότε. Έπειτα πάλι με τον Φάνη ήμασταν συνεργάτες σε κάτι κατασκευαστικές εταιρείες του Γουλανδρή. Και επίσης είχα επίσης ένα εστιατόριο στο Athens Hart το οποίο ωστόσο έκλεισα με τον κορονοϊό. Μετά από το 2015 έως το 2020 ήμουν παράγοντας στον Πανιώνιο».

Οι κόρες σου; Πώς και δεν ακολούθησαν τα χνάρια του μπαμπά και γενικά της μπασκετικής οικογενειας και επέλεξαν το βόλεϊ; Και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο.

«Δεν ήθελα και εγώ. Τις παρότρυνα προς τον αθλητισμό αλλά δεν ήθελα να ασχοληθούν με το μπάσκετ. Ευτυχως από μια οικογενειακή μας φίλη που έπαιζε η κόρη της, αρχικά ασχολήθηκε η μεγάλη και στη συνέχεια ακολούθησε και η μικρή...»

Και έπαιξαν σε πολύ υψηλό επίπεδο, έως και την Εθνική ομάδα...

«Ναι και οι δύο! Τις έκανα αντίπαλες! Και όσο έπαιζε η Έλενα ήταν μαζί με την Στέλλα στην Εθνική ομάδα. Έπαιξαν αρχικά μαζί στον Βύρωνα και στη συνέχεια τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους στην καριέρα τους...»

Η Στέλλα και η Έλενα Χριστοδούλου

Η μία στον Παναθηναϊκό και η άλλη στον Ολυμπιακό... Πώς το αντιμετώπιζες;

«Ουδέτερα! Ναι μεν ήμουν Παναθηναϊκός αλλά δεν ήξερα τι να κάνω. Έχουν παίξει αντίπαλες και στους τελικούς του πρωταθλήματος. Η μεγάλη στον Παναθηναϊκό, η μικρή στον Ολυμπιακό όπου παίζει ακόμα. Στο σπίτι δεν γινόταν τίποτα. Και όταν κρίνεται το πρωτάθλημα δεν θέλεις να φορτίσεις μια από τις δύο. Ούτε και μεταξύ τους έλεγαν κάτι. Η Στέλλα 1.86 πασαδόρος δεν υπήρχε και δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Αρχηγός στον Ολυμπιακό και στην Εθνική ομάδα. Φέτος της έφερε ο προπονητής στη μέση της χρονιάς μια Ιταλίδα και δεν παίζει... Δεν ξέρω και δεν μου λέει κιόλας! (Γέλια) Η Έλενα έπαιξε Κτησιφώντα, Παναθηναϊκό αλλά μετά σταμάτησε γιατί πικράθηκε για οικονομικούς λόγους...»

Έχουν δει αγώνες σου; Και τι σου λένε;

«Η Έλενα έχει δει και ζωντανά. Γεννήθηκε το 1991 και την έφερνε η μαμά της στο γήπεδο. Και η Στέλλα έχει δει παιχνίδια μου. Αυτό που μου είχαν πει, είναι ότι ήθελαν να παίζουν με το ίδιος πάθος και την ίδια θέληση με εμένα...»

Το «Χρου Χρου» πώς βγήκε;

«Από τους Πανιώνιους. Χρου-Χρου εμένα και Φου-Χρου τον Φάνη. Περισσότερο για να μην λένε Χριστοδούλου και γυρίζαμε και οι δύο. Στα μπασκετικά στέκια έχει μείνει από τότε».