Μπάκε στο Gazzetta: «Μία ομάδα είχε τη διαιτησία, αντίπαλοι έπαιζαν 3 σερί ματς χωρίς να κουράζονται»

Μπάκε στο Gazzetta: «Μία ομάδα είχε τη διαιτησία, αντίπαλοι έπαιζαν 3 σερί ματς χωρίς να κουράζονται»

Αποστολή στο Κατάρ: Γιάννης Σαπουντζάκης

Το πέρασμά του από τη χώρα μας, σύντομο. Ο Χανς Μπάκε πρόλαβε να κοουτσάρει τον Παναθηναϊκό μόλις σε τέσσερις επίσημους αγώνες. Εκείνη η ισοπαλία με αντίπαλο την Μεταλούργκ Ζαπορίζια στο Παμπελοποννησιακό Στάδιο της Πάτρας αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του Σουηδού τεχνικού στον πράσινο πάγκο.

Παρ’ όλα αυτά, ακολούθησαν ουκ ολίγες ενδιαφέρουσες προκλήσεις για τον ίδιο αφού στη συνέχεια βρέθηκε μεταξύ άλλων στο πλευρό του Σβεν Γκόραν Έρικσον στην Μάντσεστερ Σίτι, στις ΗΠΑ για λογαριασμό των New York Red Bulls αλλά και στην Φινλανδία σε ρόλο βοηθού του Ομοσπονδιακού προπονητή.

Σήμερα, εργάζεται ως σχολιαστής σε σουηδικό τηλεοπτικό δίκτυο και με αυτόν τον ρόλο ταξίδεψε και στο Κατάρ για το Παγκόσμιο Κύπελλο. To Gazzetta συνάντησε τον Χανς Μπάκε στην Ντόχα και εκείνος στη συνέντευξη που ακολουθεί γύρισε τον χρόνο (αρκετά) πίσω και θυμήθηκε στιγμές από το πέρασμά του από την Ελλάδα.

Χαμογελαστός σε όλη τη διάρκεια της άκρως ενδιαφέρουσας συζήτησής μας, έδειξε πως στην μνήμη του έχουν χαραχθεί πρόσωπα αλλά και καταστάσεις άρρηκτα συνδεδεμένες με το πράσινο παρελθόν του. Αναπολεί τις μέρες του στην Αθήνα, όμως δεν κρύβει και την πικρία του για το ότι δεν του δόθηκε πίστωση χρόνου. Παράλληλα, στέκεται στις παθογένειες του ελληνικού ποδοσφαίρου, ρίχνοντας… βόμβες για τα όσα του είχαν μεταφερθεί όταν ανέλαβε το τριφύλλι.

image

«Η Ολλανδία θα κατακτήσει το τρόπαιο»

Ξεκινώντας, ποια είναι η πρώτη σου εικόνα από το Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ;

«Είναι, σίγουρα, ένα πολύ διαφορετικό τουρνουά. Μία διοργάνωση που ξεκινά εντός του Νοεμβρίου έχει ξεχωριστό χαρακτήρα. Δεν είναι κάτι σύνηθες. Η πρεμιέρα ήταν, σίγουρα, ένα πολύ φτωχό παιχνίδι, αλλά αυτό μπορεί να συμβεί. Να δούμε όμως και την ποιότητα των αγώνων των πιο διαφημισμένων ομάδων της διοργάνωσης. Από εκεί και πέρα, το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν έχει ξεκινήσει με τον καλύτερο τρόπο σε ό,τι αφορά στα οργανωτικά ζητήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι μεταφορές. Ας δώσουμε, όμως, μία ακόμα ευκαιρία στους διοργανωτές και ας δούμε πως θα εξελιχθεί η κατάσταση τις επόμενες ημέρες».

Πώς είναι για έναν προπονητή να έχει στη διάθεσή του τόσο μικρό περιθώριο για να προετοιμάσει την ομάδα του;

«Είναι πολύ δύσκολο. Κάποια πρωταθλήματα σταμάτησαν μόλις την προηγούμενη εβδομάδα. Αρκετοί ποδοσφαιριστές του Εκουαδόρ αγωνίστηκαν το περασμένο σαββατοκύριακο και λίγες ημέρες αργότερα, συμμετείχαν στην αναμέτρηση κόντρα στο Κατάρ. Θεωρώ πως σε αυτό το τουρνουά θα υπάρξουν αρκετοί τραυματισμοί και πως θα δούμε αρκετούς εξαντλημένους παίκτες. Ο λίγος χρόνος που μεσολάβησε ανάμεσα στην τελευταία υποχρέωσή τους με τους συλλόγους στους οποίους ανήκουν και στα ματς του Παγκοσμίου Κυπέλλου, θα αποτελέσει πρόβλημα».

Θεωρείς πως η ζέστη που επικρατεί είναι πρόβλημα;

«Η θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της αναμέτρησης Κατάρ – Εκουαδόρ ήταν για μένα μία ευχάριστη έκπληξη. Τα κλιματιστικά έκαναν αρκετά καλή δουλειά. Θεωρώ πως στους αγώνες που θα διεξαχθούν τις απογευματινές ώρες, δεν θα υπάρξει πρόβλημα. Από την άλλη σε εκείνους που θα ξεκινήσουν τις μεσημεριανές ώρες, οι ποδοσφαιριστές θα έχουν να αντιμετωπίσουν και την πολλή ζέστη και αυτό που μένει να δούμε είναι σε τι βαθμό θα τους επηρεάσει. Αν, για παράδειγμα, την ώρα του αγώνα έχει 32 ή 33 βαθμούς Κελσίου, αυτό θα συντελέσει στο να φτάσουν οι παίκτες πιο γρήγορα στα όριά τους».

Έχεις ξεχωρίσει κάποιες ομάδες που μπορούν να διακριθούν σε αυτό το τουρνουά;

«Πιστεύω ότι αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο θα είναι η διοργάνωση των εκπλήξεων. Θα δούμε ομάδες να προχωρούν που, ίσως, τώρα κανείς να μην τις περιμένει να φτάσουν ψηλά. Θεωρώ πως η Ολλανδία θα κατακτήσει το τρόπαιο. Πολλοί γελούν όταν το λέω αυτό, όμως αρκεί κανείς να κοιτάξει τον προπονητή που έχουν και τους παίκτες που περιλαμβάνει το ρόστερ τους. Έχω, επίσης, ένα καλό προαίσθημα για το Μαρόκο. Διαθέτει ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται στα κορυφαία πρωταθλήματα. Όλοι μιλούν για την Βραζιλία και την Αργεντινή, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που ξεγράφουν τη Γαλλία λόγω των πολλών απουσιών. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως η Γαλλία θα μπορούσε να έχει τρία διαφορετικά ρόστερ. Έχει περισσότερους από 40 ποδοσφαιριστές που μπορούν να διακριθούν σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Είναι, όμως, πολύ δύσκολο να κερδίσει μία ομάδα δύο Μουντιάλ στη σειρά. Θα επέλεγα και τη Σενεγάλη ως μία πιθανή έκπληξη, όμως, τα οικονομικά προβλήματα και η απουσία του Μανέ, θα της κοστίσουν. Δεν θα μου προκαλέσει εντύπωση, πάντως, αν τελικώς κατακτήσει το τρόπαιο μία ομάδα που κανείς δεν μπορεί τώρα να φανταστεί».

Τόσο η Σουηδία όσο και η Ελλάδα δεν συμμετέχουν σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο, έχοντας συμμετάσχει στον ίδιο όμιλο των προκριματικών. Ποια είναι η άποψή σου για αυτές τις δύο ομάδες;

«Η Σουηδία είχε πολλά σκαμπανεβάσματα τα οποία και της κόστισαν. Δεν είχε σταθερή πορεία στον όμιλο των προκριματικών. Διαθέτει πολύ ποιοτικούς ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται στα κορυφαία πρωταθλήματα. Η Ελλάδα δείχνει και πάλι να επιστρέφει στο προσκήνιο μετά από κάποια χρόνια που σταθερά έμενε μακριά από τις πρώτες θέσεις των ομίλων στους οποίους συμμετείχε. Μπορεί και πάλι να πάρει κάποια θετικά αποτελέσματα εκτός έδρας, γιατί δείχνουν οι παίκτες να έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Στην ελληνική ομάδα γίνονται κάποια μικρά αλλά σταθερά βήματα. Σε αυτό βοήθησε και ο Τζον Φαν’τ Σχιπ που, όμως, απολύθηκε! Κλασική Ελλάδα!».

image

«Έπρεπε να έχω απευθείας επικοινωνία με τον Βαρδινογιάννη»

Εσύ γιατί πιστεύεις ότι αποχώρησες μετά από μόλις λίγα παιχνίδια στον πάγκο του Παναθηναϊκού;

«Ήμουν λίγο καιρό στην ομάδα όταν παίξαμε στην Πάτρα έναν αγώνα για το Κύπελλο UEFA. Το τελικό αποτέλεσμα του αγώνα ήταν 1-1 και αυτό δεν μπορούσε κανείς να το δεχθεί. Βλέπετε τον αριθμό των προπονητών που απολύονται κάθε χρόνο. Η Ελλάδα είναι πρώτη στις απολύσεις προπονητών σε όλο τον κόσμο!».

Θεωρείς ότι αυτή είναι η εύκολη λύση όταν η ομάδα δεν πηγαίνει καλά;

«Οι διοικήσεις παίρνουν αποφάσεις πολύ γρήγορα. Πρέπει να δίνεται χρόνος στους προπονητές να χτίσουν μία ομάδα. Να έχουν την ευκαιρία μέσα από την μεταγραφική περίοδο του Ιανουαρίου να ενισχύσουν το γκρουπ και αν ούτε τότε έρθουν τα επιθυμητά αποτέλεσμα, να προχωρά η διοίκηση στην απόλυση του προπονητή. Στην Ελλάδα όμως όλοι ζητούν γρήγορα αποτελέσματα και αυτό είναι αδύνατο».

Ποιες είναι οι εντυπώσεις που σου έχουν μείνει από το πέρασμά σου από την Ελλάδα;

«Μου άρεσε πολύ. Πάντα λέω στους φίλους μου πως ευχαριστήθηκα το διάστημα που βρέθηκα στην Ελλάδα. Απογοητεύτηκα πολύ που απολύθηκα γιατί δουλέψαμε πολύ καλά με τους ποδοσφαιριστές. Είχα πολύ καλή σχέση τόσο μαζί τους, όσο και με τον Γιάννη Βαρδινογιάννη. Οι προπονήσεις ήταν “φαινόμενο”. Θυμάμαι τον Ρενέ Χένρικσεν να έρχεται στην Παιανία και να μου λέει χαρακτηριστικά “Χριστέ μου, δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ πως Έλληνες ποδοσφαιριστές θα προπονηθούν έτσι. Τι υψηλό επίπεδο προπόνησης είναι αυτό”. Ήταν πραγματικά εντυπωσιασμένος από το πρόγραμμα που ακολουθούσα. Όλα δούλευαν πάρα πολύ καλά. Όταν χάσαμε έναν αγώνα στο πρωτάθλημα, κάποιοι Έλληνες φίλοι μου που ζουν στη Στοκχόλμη, μου είπαν πως ανάμεσα σε μένα και στον Βαρδινογιάννη υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που μιλούσαν άσχημα για τη δουλειά μου. Μου εξήγησαν πως εγώ πρέπει να μιλάω στον τεχνικό διευθυντή αλλά αν αυτός δώσει μία λάθος απάντηση στον Βαρδινογιάννη θα έχω πρόβλημα. Μου είπαν ότι έτσι συμβαίνει στην Ελλάδα και ότι οι άνθρωποι ανάμεσα στον Βαρδινογιάννη και σε μένα, θέλουν τη θέση μου. Και νομίζω πως αφού απολύθηκα, ένας από αυτούς πήρε και τη δουλειά μου ως προπονητής. Αυτοί οι φίλοι μου στη Στοκχόλμη είχαν δίκιο. Έμαθα πολλά στην Ελλάδα, το σημαντικό, όμως, ήταν ότι πρέπει να έχω απευθείας επικοινωνία με τον ιδιοκτήτη της ομάδας και όχι να μιλάω μέσω του τεχνικού διευθυντή. Αυτό το ακολούθησα σε όλες τις ομάδες στις οποίες εργάστηκα στη συνέχεια. Μία φορά τον μήνα, επικοινωνούσα απευθείας με τον ιδιοκτήτη για όλα τα θέματα που αφορούσαν στο κλαμπ. Αυτό είναι κάτι που παροτρύνω και όλους τους νέους προπονητές, που δοκιμάζουν την τύχη τους στο εξωτερικό, να κάνουν».

Δεν είχες, δηλαδή, απευθείας επικοινωνία με τον Γιάννη Βαρδινογιάννη όσο ήσουν στον Παναθηναϊκό;

«Ναι, είχα. Όμως για πολλά ζητήματα σκεφτόμουν πως είναι καλύτερα να μιλήσω στον τεχνικό διευθυντή και στη συνέχεια εκείνος να μιλήσει στον Βαρδινογιάννη. Όμως, δεν ξέρω τι τελικώς έλεγε για εμένα».

Από τους παίκτες που είχες στον Παναθηναϊκό ξεχωρίζεις κάποιους;

«Ναι, κυρίως τον Βύντρα, τον Παπαδόπουλο και τον Τζιόλη. Ήταν πραγματικά καλοί παίκτες. Φυσικά, θυμάμαι και τον Ρομέρο, ενώ ήταν πολύ μεγάλη ατυχία για εμάς ότι είχε τραυματιστεί ο Έκι Γκονζάλες, ένας ποδοσφαιριστής κορυφαίου επιπέδου».

Έχεις επικοινωνία με κάποιον από αυτούς;

«Όχι, δυστυχώς δεν μιλάω με κανέναν τους. Θυμάμαι πως στο Euro 2008 στην Αυστρία, ήμουν σχολιαστής σε έναν αγώνα της Ελλάδας και κάποιοι παίκτες της ήρθαν, ενώ ήμουν με το μικρόφωνο στο χέρι, να με χαιρετήσουν! Μάλιστα, με αγκάλιασαν και αυτό μου προκάλεσε πολύ όμορφα συναισθήματα».

image

«Μου είπαν πως μία άλλη ομάδα έχει τους διαιτητές»

Οι περισσότεροι Σουηδοί που έχουν έρθει στην Ελλάδα τα έχουν καταφέρει πολύ καλά. Ποιο είναι το κλειδί για αυτό;

«Οι Σουηδοί παίκτες προσαρμόζονται εύκολα, δουλεύουν σκληρά και πάντα ακολουθούν πιστά το πλάνο του προπονητή τους. Σέβονται τις βασικές αρχές του σε άμυνα και επίθεση. Σε πολλές χώρες οι οπαδοί αγαπούν τους Σουηδούς, εκτός των άλλων και γιατί ποτέ δεν προκαλούν προβλήματα στις ομάδες. Δεν δημιουργούν εντάσεις και σέβονται τους συλλόγους στους οποίους αγωνίζονται».

Πριν από κάποιους μήνες, σχολιάζοντας μία συνέντευξη του Μάρκους Μπεργκ στην πατρίδα σου, είχες αναφέρει ότι όταν ήρθες στην Ελλάδα σου είπαν πως δεν μπορείς να κατακτήσεις το πρωτάθλημα. Θέλεις να μου πεις δύο λόγια πάνω σε αυτό;

«Υπήρξαν άνθρωποι, τους οποίους εμπιστεύομαι, που όταν ήρθα στην Ελλάδα μου είπαν “Συγγνώμη, αλλά δεν μπορείς να κατακτήσεις το πρωτάθλημα για τα επόμενα δύο χρόνια”. Όταν τους ζήτησα να μου εξηγήσουν τι ακριβώς εννοούσαν, μου απάντησαν ότι μία άλλη ομάδα έχει τους διαιτητές με το μέρος της. Ακόμα, μου είπαν ότι κάποιες ομάδες θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να τις κερδίσω γιατί μπορούν να παίζουν τρεις σερί αγώνες χωρίς να κουραστούν. Μου ακούστηκε πολύ περίεργο τότε, αλλά δεν πιστεύω πως ήταν μόνο φήμες. Αυτοί που μου το είπαν, ήταν άνθρωποι με δύναμη στην Ελλάδα».

Εσύ προσωπικά είδες κάτι περίεργο να συμβαίνει στους αγώνες που έκατσες στον πάγκο του Παναθηναϊκού;

«Δεν θα το έλεγα. Ήταν πολύ σύντομο το χρονικό διάστημα που έμεινα στον Παναθηναϊκό και δεν παρατήρησα κάτι περίεργο».

image

«Περισσότερα χρήματα στο γυναικείο ποδόσφαιρο»

Πώς είναι η ζωή σου πίσω στη Σουηδία;

«Παρά το γεγονός ότι έχω αρχίσει να γερνάω, δουλεύω περισσότερο από ποτέ. Νομίζω πως μετά από αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο, θα εργαστώ ως σχολιαστής σε κάποιους αγώνες του Champions League ως το φινάλε της τρέχουσας περιόδου και μετά θα σταματήσω. Θα δουλέψω με την UEFA, καθώς μου έχει ζητηθεί να βοηθήσω στην εξέλιξη κάποιων προπονητών γυναικείων ομάδων. Είχα για παράδειγμα την προπονήτρια της Κ-21 της Αγγλίας, ενώ τώρα δουλεύω με την βοηθό της προπονήτριας της εθνικής ομάδας της Γερμανίας. Είμαι σαν μέντορας για αυτές τις προπονήτριες, έχουμε συνάντηση μία φορά τον μήνα, ενώ αναλύουμε και αγώνες μαζί. Είχα συνεργαστεί και με μία κοπέλα από την Ελλάδα που, όμως, εκείνη πέρασε δύσκολα λόγω της έλλειψης πόρων».

Ποιο πιστεύεις ότι είναι το κλειδί προκειμένου ο κόσμος να έρθει πιο κοντά στο γυναικείο ποδόσφαιρο;

«Στις πιο αναπτυγμένες ποδοσφαιρικά χώρες όπως η Ισπανία, η Γερμανία και η Αγγλία το γυναικείο ποδόσφαιρο έχει προσελκύσει ήδη το ενδιαφέρον πολύ μεγάλης μερίδας του κόσμου. Υπάρχουν αναμετρήσεις μεταξύ γυναικείων ομάδων στην Ισπανία, όπως αυτές ανάμεσα σε Μπαρτσελόνα και Ατλέτικο Μαδρίτης, με 85.000 θεατές στις εξέδρες. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο ή στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, είχαν πουληθεί όλα τα εισιτήρια για τους αγώνες. Αυτό μπορεί να αποτελέσει οδηγό και για τις μικρότερες χώρες στις οποίες το γυναικείο ποδόσφαιρο ακόμα δεν έχει εξελιχθεί τόσο πολύ. Το πιο σημαντικό είναι να παίζεται ποδόσφαιρο ψηλού επιπέδου. Αυτό είναι που θέλει ο κόσμος να βλέπει. Νομίζω, πάντως, ότι πλέον πολλοί είναι εκείνοι που έχουν αρχίσει να βρίσκουν το γυναικείο ποδόσφαιρο διασκεδαστικό. Εγώ προσωπικά έχω παρατηρήσει ότι οι προπονήτριες με τις οποίες συνεργάζομαι, έχουν πολύ υψηλό επίπεδο».

Υπάρχουν στοιχεία που χρειάζονται μεγαλύτερη προσοχή συγκρίνοντας το γυναικείο με το αντρικό ποδόσφαιρο;

«Νομίζω ότι αυτό που χρειάζεται είναι τα ΜΜΕ να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στο γυναικείο ποδόσφαιρο. Οι αγώνες πρέπει να έχουν μεγαλύτερη προβολή αλλά και να γίνονται περισσότερες συνεντεύξεις με τις παίκτριες. Στη Σουηδία, στη Δανία και στη Νορβηγία, πλέον, η προβολή είναι ανάλογη με το αντρικό ποδόσφαιρο».

Πιστεύεις ότι στην Ελλάδα μπορεί να εξελιχθεί το γυναικείο ποδόσφαιρο;

«Σίγουρα θα χρειαστεί χρόνος, αλλά πρέπει να δοθεί μία ευκαιρία. Χρειάζεται να δοθούν περισσότερα χρήματα. Θυμάμαι την κοπέλα που ανέφερα προηγουμένως να μιλάει για τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει. Δεν της έδιναν ούτε καν χρόνο για να προπονηθεί».

image

«Εξαιρετική εμπειρία το να υπηρετήσω τη φιλοσοφία της Red Bull»

Κλείνοντας, έχεις εργαστεί σε πολλές διαφορετικές χώρες. Πού ευχαριστήθηκες περισσότερο το ποδόσφαιρο;

«Εκεί που είχα καλά αποτελέσματα! Σίγουρα, στην Κοπεγχάγη κατακτήσαμε τρεις φορές το πρωτάθλημα και ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες μου. Από εκεί και πέρα, ήταν εξαιρετική εμπειρία το να υπηρετήσω τη φιλοσοφία της Red Bull. Θέλουν ανοιχτό και διασκεδαστικό ποδόσφαιρο. Να δημιουργεί η ομάδα τους ευκαιρίες και να παίρνει ρίσκα. Όλο αυτό μου έμαθε πολλά ακόμα και αν ήμουν αναλογικά μεγάλος σε ηλικία τότε».

Άρα η διοίκηση στις ομάδες της Red Bull ήταν αυτή που έδινε την κατεύθυνση ως προς το στιλ παιχνιδιού που θα ακολουθούσαν οι ποδοσφαιριστές σου;

«Ναι. Ο ιδιοκτήτης της Red Bull, ο Μάτεσιτς, μου είχε πει αρχικά ότι δεν θα επενδύσει στο ποδόσφαιρο γιατί πρόκειται για ένα βαρετό άθλημα που οι ομάδες έχουν μάθει να παίζουν παράλληλα. Στη συνέχεια προσέλαβε τον Ράνγκνικ και του ζήτησε να παίρνονται ρίσκα. Του είχε πει χαρακτηριστικά ότι δεν βλέπει κανένα πρόβλημα στο να χάνεται η μπάλα. Ήθελε πολύ υψηλό τέμπο στους αγώνες, παίκτες πολύ καλά γυμνασμένους που δεν θα κουράζονται να τρέχουν και θα αποτελεί φαινόμενο ο αριθμός των σπριντ που μπορούν να κάνουν σε ένα ματς. Το βλέπει κανείς τώρα και στη Λειψία αυτό. Όταν είδε αυτό που είχε στο μυαλό του να υλοποιείται, αποφάσισε να επενδύσει γιατί πλέον η αγωνιστική φιλοσοφία συμβάδιζε με την πολιτική της εταιρείας σε ό,τι αφορά στα εμπορικά ζητήματα. Το μότο της εταιρείας είναι ότι το Red Bull δίνει νίκες! Φυσικά, τον τρόπο που παίζει μία ομάδα τον αποφασίζει ο προπονητής, όμως, ο Μάτεσιτς ήταν ξεκάθαρος στο ότι θέλει να βλέπει πιο διασκεδαστικό ποδόσφαιρο. Έτσι έφτιαξε τους New York Red Bulls, τη Σάλτσμπουργκ και τη Λειψία. Δημιούργησε ακαδημίες στην Γκάνα και στη Βραζιλία προκειμένου να βγαίνουν νέοι παίκτες, οι οποίοι στη συνέχεια θα πωλούνται. Και πράγματι είναι πάρα πολλοί οι ποδοσφαιριστές που έχουν κάνει τα πρώτα τους βήματα στις ακαδημίες της Red Bull και σήμερα βρίσκονται στο πιο υψηλό επίπεδο. Τώρα πλέον καταλαβαίνω γιατί μου έλεγε ο Μάτεσιτς ότι δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να βλέπεις αμυντικούς να δίνουν την μπάλα στον διπλανό τους παίκτη και ότι αυτό δεν είναι διασκεδαστικό για τους θεατές».