Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 67 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 67 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται..

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Η 5η πιο εμπορική ελληνική ταινία όλων των εποχών, το «πρόβλημα» με τον Στρατή Μυριβήλη και τα ονειρικά τοπία του Πηλίου

Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, αρχές της δεκαετίας του 1970 ο ελληνικός κινηματογράφος είχε περάσει σε φάση προσέγγισης των γεγονότων της Κατοχής στην Ελλάδα και ήταν δεκάδες οι ταινίες την εποχή εκείνη που είχαν ως κεντρικό θέμα τους την δύσκολη αυτή περίοδο της χώρας. Τότε ήταν που γυρίστηκαν και οι μεγαλύτερες κινηματογραφικές επιτυχίες με θέμα τον πόλεμο εκείνο. Για έναν περίεργο (;) λόγο, οι Έλληνες ήθελαν να βλέπουν εκείνη την περίοδο της Χούντας ελληνικές ταινίες με θέμα την Κατοχή, ίσως γιατί έπαιρναν ασυναίσθητα δύναμη από τα όσα βίωναν, ώστε να αντέξουν και οι ίδιοι την δύσκολη καθημερινότητα που είχε επιβάλλει η χούντα των συνταγματαρχών. Φυσικά σε όλη εκείνη την «μόδα» - μάλλον αδικεί η λέξη την τάση εκείνη –, ο Φίνος δεν θα μπορούσε να είναι απών. Έτσι, το 1969 αποφασίζει να προτείνει στο δίδυμο Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ να πρωταγωνιστήσουν σε μια ταινία με θέμα τον πόλεμο του 1940 και την κατοχή. Ήταν η ταινία «Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά», η οποία αποτελεί μια από τις σημαντικότερες παραγωγές στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και είναι η 5η πιο εμπορική ταινία όλων των εποχών. Μάλιστα, την περίοδο που προβλήθηκε, «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» ήταν η τρίτη πιο εμπορική ταινία στην ιστορία, μετά την «Υπολοχαγό Νατάσσα» και την «Αρχόντισσα και τον Αλήτη»: Έκοψε 739.001 εισιτήρια και ήρθε πρώτη σε εισπράξεις ανάμεσα σε 99 ελληνικές παραγωγές εκείνης της χρονιάς.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά πλούσια παραγωγή – Φίνος ήταν αυτός-, γυρισμένη στη Μακρινίτσα του Πηλίου, σε ένα ορεινό χωριό, με υπέροχη φύση, κρυστάλλινα τρεχούμενα νερά, υπέροχα πλατάνια. Φυσικό ήταν η ταινία να είναι γεμάτη από υπέροχες σκηνές γυρισμένες στην ύπαιθρο του χωριού, στον σιδηροδρομικό σταθμό, στα χωράφια του, στην γραφική πλατεία του. Και αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ατού για την ταινία, αφού μέσα απο αυτά, τα σκηνικά και τα κοστούμια, αλλά και με την βοήθεια του σκηνοθέτη Ντίνου Δημόπουλου, καταφέρνει να αποτυπώσει με εξαιρετικό ρεαλισμό την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής. Βλέποντας με προσοχή την ταινία, είναι πραγματικά μοναδικός ο τρόπος που «περνάει» στον φακό η ατμόσφαιρα εκείνη, κάνοντας τον θεατή να νομίζει ότι είναι και ο ίδιος παρών εκεί.
Η υπόθεση της ταινίας ήταν η εξής: Η Μυρτώ Θεοδώρου (Αλίκη Βουγιουκλάκη) είναι μία όμορφη δασκάλα που διορίζεται σε ένα απομακρυσμένο χωριό, την Κρυόβρυση, λίγο πριν ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Η νεαρή δασκάλα είναι γεμάτη αγάπη για το λειτούργημά της, αλλά και για τους μαθητές της. Με πρωτοποριακές ιδέες στην εκπαίδευση, αποφεύγει τις τιμωρίες και το ξύλο, παρότι στην αρχή τα πιτσιρίκια σκέφτονται να της κάνουν διάφορα καψώνια. Ωστόσο, τις μεθόδους της δεν εγκρίνουν οι γονείς των παιδιών, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα συντηρητικοί και έχουν – μάλλον φυσιολογικά για μια τόσο κλειστή ορεινή κοινωνία –, πολύ αναχρονιστικές αντιλήψεις. Έτσι, το χωριό εναντιώνεται όταν η δασκάλα συνάπτει δεσμό με τον Στέφανο (Δημήτρη Παπαμιχαήλ), γεωπόνο και γιο του προέδρου (Παντελής Ζερβός). Το ζευγάρι αποφασίζει να παντρευτεί στις 27 Οκτωβρίου 1940, στο τέλος του γλεντιού όμως, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου ξεσπά ο πόλεμος και ο Στέφανος φεύγει για το μέτωπο. Τα νέα που φτάνουν είναι δυσάρεστα, καθώς ο άνδρας της Μυρτώς σκοτώνεται. Τα χρόνια της Κατοχής είναι πολύ δύσκολα και η νεαρή δασκάλα αφοσιώνεται στους μαθητές της, έχοντας φύλακα - άγγελο το συνάδελφό της Άγγελο (Άγγελος Αντωνόπουλος), που έχει μετατεθεί στο χωριό για χάρη της. Με την απελευθέρωση και με τη σύμφωνη γνώμη του πεθερού της, η Μυρτώ αποδέχεται την πρόταση του Άγγελου να παντρευτούν. Ωστόσο, η ζωή πάντα κάνει τις εκπλήξεις της Ο Στέφανος δεν έχει πεθάνει, αλλά νοσηλευόνταν σε ιταλικό νοσοκομείο. Μόλις γίνεται καλύτερα, παίρνει το δρόμο του γυρισμού για την πατρίδα και το χωριό του. Ωστόσο φτάνει σε μια δύσκολη στιγμή: Την ώρα του γάμου της Μυρτώς με τον Άγγελο. Σπεύδει στην εκκλησία και εκεί παγώνουν όλοι μόλις τον βλέπουν. Και εδώ ακολουθεί μια από τις πιο δραματικές σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου: Η αμηχανία του πατέρα που βλέπει το γιό του γρήγορα δίνει τη θέση της στην ανείπωτη χαρά, η Μυρτώ μετά το πρώτο ξάφνιασμα πέφτει στην αγκαλιά του, ενώ ο Άγγελος – ίσως το πιο δραματικό πρόσωπο της ταινίας –, διακριτικά, χωρίς να πει το παραμικρό αποσύρεται απο το μυστήριο και φεύγει από την εκκλησία, αναγνωρίζοντας ότι δεν είχε πλέον θέση εκεί, ενώ δεν ήταν και δίκαιο να έχει. Έτσι, το τέλος είναι καλό.

Η «κόμπλα» με τον Στρατή Μυριβήλη

O ρόλος της Μυρτώς είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της Βουγιουκλάκη, με την ίδια να παραμένει – επίμονα, λόγω και του σεναρίου – σε πρώτο πλάνο, ακόμα και όταν δεν εμφανίζεται σε αυτό, ενώ η όλη της εμφάνιση, από τα ρούχα που φοράει, μέχρι τα κατάξανθα μαλλιά της, δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο να ξεπεταχθούν οι άλλες ερμηνείες, οι οποίες είναι εξαιρετικές. Ο μόνος που καταφέρνει να την ξεπεράσει – από πλευράς εντυπώσεων, αλλά και ερμηνείας – είναι ο εκπληκτικός Παντελής Ζερβός, ίσως στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, πραγματικά σπαρακτικός. Όσες φορές κι αν δεις την ταινία – που είναι από τις αγαπημένες των καναλιών -, πάντα θα γεμίζουν τα μάτια σου όταν τον βλέπεις και τον ακούς. Ο Παπαμιχαήλ κάνει προσπάθειες, είναι πολύ καλός, στα γνώριμα υψηλά standards του, ενώ ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει τόσο για τον Άγγελο Αντωνόπουλο – στο ρόλο του μετριοπαθούς συναδέλφου της Μυρτώς -, όσο και για τον Σπύρο Καλογήρου, ο οποίος είναι εξαιρετικά αληθινός στο ρόλο του μαυραγορίτη ταβερνιάρη.
Όπως συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, έτσι και στην περίπτωση της «Δασκάλας με τα ξανθά μαλλιά» υπάρχει ένα στοιχείο που δεν είναι γνωστό: Ο τίτλος της ταινίας είχε αποφασιστεί αρχικά να γίνει «Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια». Μάλιστα, είχαν τυπωθεί μέχρι και αφίσες με αυτόν τον τίτλο, ωστόσο οι ιθύνοντες της ταινίας αναγκάστηκαν να τον αλλάξουν, λόγω νομικών θεμάτων που προέκυψαν με το σημαντικό, ομώνυμο μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη. Το σενάριο ήταν του Λάκη Μιχαηλίδη και της Ανθής Δημοπούλου, ενώ στην ταινία συμμετείχαν ακόμα αρκετοί σημαντικοί ηθοποιοί, όπως οι Σπύρος Καλογήρου, Νότης Περιγιάλης, Λάμπρος Κοτσίρης, Φοίβος Ταξιάρχης, Θάνος Γραμμένος, Νίκος Πασχαλίδης, Αγγέλα Καζακίδου, Βάσω Βουλγαράκη, Ελένη Μαρίνου, Γιάννης Τότσικας, Νικηφόρος Χαλκιάς, Χρήστος Πότσης, Μαρίκα Μαυροπούλου, Μάγδα Λέκκα, Βιολέττα Σούλη, Γιάννης Κουνάδης, Ανδρέας Συρογιάννης, Τζέην Μαρίνου, Θανάσης Γκιόκας. Η μουσική ήταν του Νίκου Μαμαγκάκη, η χορογραφία του Γιάννη Φλερύ και η σκηνογραφία του Μάρκου Ζέρβα.


Το κλάμα Δαδινόπουλου-Σταυρίδη, η «ψύχραιμη» Ασημακοπούλου και «Ο χαζομπαμπάς» του Λάσκου

Πριν από μερικά χρόνια, όταν ακόμα ήταν εν ζωή ο Νίκος Δαδινόπουλος, σε κάποια από τις λίγες συνεντεύξεις που έδωσε στην ζωή του, του ζητήθηκε να καταθέσει κάποιο γεγονός από την καλιτεχνική του πορεία, το οποίο τον σημάδεψε και έμεινε στο μυαλό του ως ιδιαίτερα σημαντικό. Τότε, χωρίς να σκεφθεί πολύ, αναφέρθηκε σε ένα «δυνατό» συναισθηματικό γεγονός που συνέβει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας με τίτλο «Ο χαζομπαμπάς», στην οποία πρωταγωνιστούσε ο ίδιος, μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη, την Μπεάτα Ασημακοπούλου, τον Σωτήρη Μουστάκα και τον Μίμη Φωτόπουλο. Είπε χαρακτηριστικά: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή του τέλους, όταν ο Σταυρίδης, ο οποίος υποδύονταν τον πατέρα μου, ήρθε να με δει στο γραφείο που δούλευα, μετά από μια περίοδο που με είχε διώξει από το σπίτι, επειδή υποτίθεται ότι δεν φερόμουν καλά. Ήταν τόση η συναισθηματική φόρτιση και είχαμε τόσο πολύ ταυτιστεί ο καθένας με τον ρόλο του, που στο γύρισμα τόσο ο Σταυρίδης, όσο κι εγώ βάλαμε τα κλάματα, όταν υποτίθεται ότι πέφταμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ήταν απίστευτο συναίσθημα! Κλαίγαμε και οι δύο σαν μικρά παιδιά! Μάλιστα, η συγκίνηση αυτή μεταφέρθηκε και στο κινηματογραφικό συνεργείο που ήταν εκεί! Ήταν κάτι μοναδικό! Και ήταν τόσο δυνατό, που ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο Ορέστης Λάσκος, δεν έσβησε τη σκηνή στο μοντάζ, αλλά την κράτησε και την πέρασε στην ταινία». Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια εξομολόγηση που δημιουργεί συγκίνηση και μόνο στο άκουσμά της. Βλέποντας κανείς την ταινία και γνωρίζοντας το παραπάνω συμβάν, στη συγκεκριμένη σκηνή δεν μπορεί να μην βουρκώσει. Ο Νίκος Σταυρίδης ήταν ένας κορυφαίος κωμικός ηθοποιός και η συγκεκριμένη σκηνή πρέπει να ήταν ίσως η μοναδική στην καριέρα του στον ελληνικό κινηματογράφο, η οποία να δημιουργεί τέτοια συναισθήματα. Η ταινία «Ο χαζομπαμπάς» γυρίστηκε το 1967 από την Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, σε σενάριο Δημήτρη Βλάχου και σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου. Η υπόθεσή της ήταν η εξής: Ένα ζευγάρι αστών, ο Χαράλαμπος Νούφαρος (Νίκος Σταυρίδης) και η γυναίκα του Σοφία (Μπεάτα Ασημακοπούλου) παντρεύονται και αποκτούν έναν γιο, τον Αποστόλη. Ο Χαράλαμπος όμως παραχαϊδεύει τον γιο του από μωρό, του κάνει όλα τα χατήρια και γίνεται ένας χαζομπαμπάς...ολκής! Αυτό όμως έχει κακές συνέπειες στον χαρακτήρα του παιδιού, το οποίο όταν μεγαλώνει (εδώ πλέον το παιδί το υποδύεται ο Νίκος Δαδινόπουλος) γίνεται πολύ επιπόλαιο και κακομαθημένο. Ο Χαράλαμπος αποφασίζει να τον στείλει στο εξωτερικό να σπουδάσει ηλεκτρολόγος. Έτσι και γίνεται, και ο Αποστόλης πάει στην Γερμανία. Όταν όμως επιστρέφει, ο ίδιος δεν συμφωνεί με τα σχέδια του πατέρα του για την επαγγελματική του αποκατάσταση. Έτσι έρχεται σε κόντρα μαζί του και ο Χαράλαμπος αποφασίζει να διώξει τον γιο του από το σπίτι. Ο τελευταίος, μετά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μακριά από την πατρική ασφάλεια, σοβαρεύεται και τελικά αποφασίζει να δουλέψει στην εταιρεία που του ετοίμασε ο πατέρας του.

Η παθολογική αγάπη....στο απόσπασμα

Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ηθογραφία εποχής, που θίγει – έστω επιφανειακά – τη σχέση πατέρα-γιου και το πως αυτή μπορεί να εξελιχθεί όταν υπεισέρχεται στη σχέση αυτή ο παράγοντας «παθολογική αγάπη». Πολλά τα κωμικά στοιχεία της ταινίας, ωστόσο δεν μπορεί κανείς να την χαρακτηρίσει κωμωδία. Τα μηνύματα που περνούν κάθε άλλο παρά «ελαφρά» είναι. Μοναδικός όπως πάντα ο Σταυρίδης στον ρόλο του, σε έναν ρόλο μάλιστα που έχει έντονα και δραματικά στοιχεία, κάτι που συνέβη ελάχιστες φορές στην σπουδαία καριέρα του στον ελληνικό κινηματογράφο. Δίπλα του, η Μπεάτα Ασημακοπούλου αντεπεξέρχεται ικανοποιητικά στις ανάγκες του ρόλου της μάνας, ενώ ο Δαδινόπουλος προσπαθεί, αλλά μάλλον δεν είχε φτάσει ακόμα στην υποκριτική ωριμότητα που θα τον βοηθούσε να δώσει περαιτέρω ώθηση στην ταινία. Εξαιρετικοί στους ρόλους τους τόσο ο Μίμης Φωτόπουλος, όσο και ο Σωτήρης Μουστάκας, έστω κι αν εμφανίζονται λίγη ώρα. Στην ταινία «Ο χαζομπαμπάς» πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Ντίνα Τριάντη, Περικλής Χριστοφορίδης, Ραφαήλ Ντενόγιας, Αγγέλα Γιουράντη και Δημήτρης Βλάχος. Η ταινία προβλήθηκε τη σεζόν 1967-1968, έκοψε 214.619 εισιτήρια και ήρθε στην 32η θέση, ανάμεσα στις 99 ταινίες που προβλήθηκαν εκείνο το διάστημα.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας.

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία