Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 40 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 40 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Η Αλίκη που αρνήθηκε, η Ζωή που δέχθηκε και ο Τζαβέλλας που έγινε ...Δαλιανίδης

O Γιώργος Τζαβέλλας αποτελεί αν όχι τον κορυφαίο, σίγουρα έναν από τους τρεις σημαντικότερους σκηνοθέτες και σεναριογράφους της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Όχι μόνο για το ταλέντο, τη διορατικότητα και το πάθος του για τον κινηματογράφο, αλλά και γιατί ήταν ένας άνθρωπος που δεν δίσταζε να δοκιμάζει καινούργια πράγματα, να ρισκάρει, ακόμα και να πειραματίζεται. Και πάντα στο τέλος να δικαιώνεται. Το 1966 λοιπόν σκέφτηκε να κάνει μια πολύ τολμηρή κίνηση για την εποχή και να γυρίσει μια σπονδυλωτή ταινία, η οποία να παρακολουθεί την ζωή και τις περιπέτειες μιας πόρνης. Μια ταινία με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Στον αστερισμό της Παρθένου», η οποία μάλιστα θα γυρίζονταν σε τρία μέρη, ένα ασπρόμαυρο, ένα έγχρωμο και ένα σέπια. Ξεκίνησε λοιπόν να γράφει το σενάριο έχοντας στο μυαλό του ως πρωταγωνίστρια της ταινίας την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Όταν όμως τελείωσε το σενάριο και το έδειξε στην Αλίκη, η τελευταία αρνήθηκε να συμμετάσχει στην ταινία εξαιτίας των τολμηρών σκηνών που περιελάμβανε. Παρά τις προσπάθειές του, ο Τζαβέλλας δεν κατάφερε να πείσει την Αλίκη και έτσι το σενάριο έμεινε στο συρτάρι. Επτά χρόνια αργότερα ωστόσο, οι συνθήκες είχαν ωριμάσει και το σενάριο αυτό έρχεται και πάλι στο προσκήνιο. Ο Φίνος αποφασίζει να πάρει το όποιο ρίσκο και να υλοποιήσει τελικά την ταινία, με πρωταγωνίστρια μια άλλη σπουδαία πρωταγωνίστρια, την Ζωή Λάσκαρη, αλλά υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Γιάννη Δαλιανίδη. Για άλλη μια φορά, δικαιώθηκε. Η ταινία «Στον αστερισμό της Παρθένου» προβλήθηκε την σεζόν 1973-1974 και έκοψε 120.010 εισιτήρια, ερχόμενη 5η ανάμεσα σε 44 ταινίες. Η ταινία ακολούθησε την αρχική σκέψη του Τζαβέλλα και γυρίστηκε σπονδυλωτή, αποτελούμενη από τρεις ιστορίες, δοσμένες με χιούμορ, ρομαντισμό και τραγικότητα, όλες υποτίθεται βγαλμένες απ’ τη ζωή που σπρώχνει κοπέλες σαν την ηρωίδα στο πεζοδρόμιο και τη διαφθορά. Μια «πεταλουδίτσα της νύχτας», η Κούλα, η οποία κάνει πεζοδρόμιο στη Συγγρού, διηγείται σε κάθε πελάτη και μια διαφορετική ιστορία για τη ζωή της. Μαζί της σε πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Χρήστος Πολίτης και ο Νότης Περιγιάλης, οι οποίοι κατέθεσαν αξιόπιστα «διαπιστευτήρια» του μεγάλου τους ταλέντου. Αναμφισβήτητα πάντως την παράσταση κλέβει η Λάσκαρη, πανέμορφη και δροσερή όπως πάντα, με τις ημίγυμνες εμφανίσεις της που ακόμα και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό. Βλέποντας κανείς την ταινία, διαπιστώνει ότι ο Τζαβέλλας προσπαθεί να θίξει σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, που για την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας της εποχής εκείνης ήταν ταμπού. (Για πολλούς, παραμένουν ταμπού μέχρι σήμερα). Τι ζητήματα θίγει; Τη φτώχεια των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων και τη διαφθορά των μεγαλοαστών. Τον ακραίο συντηρητισμό και την προκατάληψη της ελληνικής κοινωνίας για κάθε τι που δεν μπορεί να εξηγηθεί από αυτό που η τελευταία ονομάζει «κοινή λογική». Την πορνεία ως βιοποριστικό μέσο και αναγκαστική επιλογή. Την απόρριψη και την κοινωνική κατακραυγή των ιερόδουλων από το κοινωνικό περιβάλλον. Το αποτέλεσμα στην ταινία είναι αυτό που συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις όταν «ανοίγεις» πολλά καυτά ζητήματα μαζί: η επιφανειακή τους αντιμετώπιση. Κι αυτό που μένει να αποφασίσει ο θεατής είναι εάν αυτό οφείλεται στην προσέγγιση που επιχείρησε ο Δαλιανίδης στο σενάριο του Τζαβέλλα, ή αν από την αρχή ήταν το σενάριο έτσι γραμμένο ώστε να οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα.

Άλλοι σημαντικοί πρωταγωνιστές της ταινίας ήταν οι Χρήστος Νομικός, Σπύρος Καλογήρου, Μπέτυ Βαλάση, Γιάννης Αργύρης, Άννα Παϊτατζή, Ρίτα Μπενσουσάν, Βάσος Ανδριανός, Θόδωρος Έξαρχος, Ρίτα Άντλερ, Γιώργος Κωνσταντής, Χρήστος Στύπας, Αντώνης Αντύπας, Περικλής Χριστοφορίδης, Ευαγγελία Σαμιωτάκη, Νίκος Δενδρινός, Σταύρος Φαρμάκης, Ειρήνη Κουμαριανού, Γιώργος Νέζος, Ζωή Ρίζου, Γιάννης Χειμωνίδης, Νίκος Κούρος, Άννα Ανδριανού, Κώστας Τσιάνος, Γιώργος Γρηγορίου, Νατάσα Ασίκη κ.α. Η ιδιαίτερα υποβλητική μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα, ενώ η ταινία έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 3 Δεκεμβρίου του 1973.

«Οι Άσσοι των γηπέδων», πρώτη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη

Mέχρι σήμερα αποτελεί τη μια και μοναδική ελληνική ταινία που ασχολείται με τον αθλητισμό - και ειδικά με το ποδόσφαιρο -, στην οποία μάλιστα πρωταγωνιστούν έλληνες ποδοσφαιριστές. Πρόκειται για την ταινία «Οι άσσοι του γηπέδου», η οποία γυρίστηκε το 1956 σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη – η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα - και σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Η ταινία επικεντρώνεται στις δραστηριότητες μερικών από τους πιο δημοφιλείς ποδοσφαιριστές της δεκαετίας του '50, όταν δεν υπήρχε ακόμα επαγγελματικό ποδόσφαιρο και οι παίκτες αγωνίζονταν από αγάπη για το άθλημα και τη δόξα. Βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και βασικοί πρωταγωνιστές της είναι οι ίδιοι οι αθλητές πρότυπα, που ενσαρκώνουν τους εαυτούς τους. Οι ποδοσφαιριστές αυτοί (μύθοι σήμερα) ήταν οι Ανδρέας Μουράτης, Κώστας Λινοξυλάκης (πριν μερικές ημέρες έφυγε απ’ τη ζωή), Στάθης Μανταλόζης, Λάκης Πετρόπουλος, Κώστας Πούλης, Γιώργος Δαρίβας, Γιώργος Καμάρας, Χρήστος Κοτρίδης, Μπάμπης Δρόσος και Βαγγέλης Πανάκης. Η υπόθεση περιέγραφε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στην εθνική ομάδα της Ελλάδας, πριν από έναν επίσημο αγώνα της, γεγονός που είχε ως συνέπεια την τιμωρία των ποδοσφαιριστών που συμμετείχαν σε αυτό, αλλά και το διχασμό των φιλάθλων. Με τη μαεστρική καθοδήγηση του Γεωργιάδη, οι ποδοσφαιριστές βγάζουν τον υποκριτικό τους ταλέντο, που σίγουρα οι περισσότεροι από αυτούς δεν πίστευαν ότι διέθεταν. Το αποτέλεσμα είναι μοναδικό, έστω κι αν οι φωνές τους είναι ντουμπλαρισμένες από πραγματικούς ηθοποιούς. Η αγάπη για το ποδόσφαιρο, το πάθος, το μεράκι, αλλά και η άδολη αγάπη των ελλήνων φιλάθλων για τις ομάδες τους αναδεικνύεται με ένα τόσο ρομαντικό τρόπο, που προκαλεί θλίψη η αναπόφευκτη σύγκριση με τη σημερινή κατάντια του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η ταινία όμως δεν σταματάει εδώ. Με αφορμή το παραπάνω γεγονός, καταγράφει τις ζωές των πρωταγωνιστών, πριν και μετά το συμβάν, προσφέροντας χαρακτηριστικές εικόνες της καθημερινής ζωής των Αθηναίων, στις γειτονιές και στις αλάνες. Μια ταινία που συνιστά παράλληλα εξαιρετική ηθογραφία της Ελλάδας του ‘50. Πέρα από τους παραπάνω ποδοσφαιριστές, στους «Άσσους του γηπέδου» εμφανίζονται και πραγματικοί ηθοποιοί όπως οι Θεόδωρος Μορίδης, Νίνα Σγουρίδου, Σούλα Αθανασιάδου, Κική Ρέιτα, Τζούλια Κουμουνδούρου, Γιώργος Καμπανέλλης και ο Θανάσης Βέγγος. Μαζί τους, η σταρ του ιταλικού κινηματογράφου της εποχής, Σιλβάνα Παμπανίνι. Η ταινία γυρίστηκε στα στούντιο Κόσμος του Ψυχικού, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Ναπολέων Ελευθερίου. Ως εταιρεία παραγωγής εμφανίζεται η εταιρεία «Ηνωμένοι Κινηματογραφισταί», την οποία σύστησαν οι Β.Γεωργιάδης, Κ. Αλεξόπουλος, Χρ. Σουκούρογλου.

«Μαριχουάνα Στοπ» και το ειδύλλιο Βοσκόπουλου-Λάσκαρη

Ήταν η εποχή που οι νεανικές –και όχι μόνο- μάζες μαγεύονταν από την ελευθεριάζουσα ατμόσφαιρα στο σεξ, από το κίνημα των χίπις, από το αντιπολεμικό κλίμα που προκαλούσε ο πόλεμος στο Βιετνάμ, από το αντικαπιταλιστικό κλίμα που πυροδοτούσε η διεθνής πετρελαϊκή κρίση. Κι όλα αυτά, τη στιγμή που η Ελλάδα στέναζε κάτω από την σκληρή και αλλοπρόσαλλη χούντα των συνταγματαρχών. Μιλάμε για το 1970, όταν ο Γιάννης Δαλιανίδης αποφασίζει με τον Φίνο να μεταφέρουν το θεατρικό μιούζικαλ «Μαριχουάνα Στοπ» και στον κινηματογράφο. Το έργο ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη και παρουσιάστηκε στο θέατρο Μπουρνέλλη, με την Ζωή Λάσκαρη να πραγματοποιεί την πρώτη της θεατρική εμφάνιση στο κοινό της Αθήνας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η Λάσκαρη είχε κάνει απλά μια θεατρική περιοδεία στην Κύπρο, το 1967. Ένα καστ σπουδαίων ηθοποιών, υπό την καθοδήγηση του Δαλιανίδη, με την εξαιρετική μουσική του Μίμη Πλέσσα, τα όμορφα χορευτικά του Βαγγέλη Σειληνού, αλλά και τα ανεπανάληπτα τραγούδια του σταρ της εποχής, Τόλη Βοσκόπουλου, δημιουργούν μια ενδιαφέρουσα ταινία, που μέχρι και σήμερα, όποτε προβάλλεται από την ελληνική τηλεόραση σημειώνει σημαντικές τηλεθεάσεις. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας αυτής δημιουργήθηκε και το φλογερό ειδύλλιο της Ζωής Λάσκαρη και του Τόλη Βοσκόπουλου, το οποίο άφησε εποχή. Ο Τόλης Βοσκόπουλος διήγαγε την κορυφαία περίοδο της μεγάλης καριέρας του, ήταν ο σούπερ σταρ της εποχής, «σπάζοντας ταμεία» σε κάθε του εμφάνιση. Στην ταινία «Μαριχουάνα Στοπ» ερμηνεύει με τον δικό του μοναδικό τρόπο μερικά σπουδαία τραγούδια των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου που άφησαν εποχή: «Κι εσύ θα φύγεις», «Μ’ ανάστησες καρδιά μου», «Μη σε νοιάζει», «Το Φεγγάρι πάνωθέ μου». Το τελευταίο το ερμηνεύει σε μια σκηνή κοσμικής ταβέρνας, χορεύοντάς το μαζί με τη Ζωή Λάσκαρη, σε μια σκηνή που πλέον θεωρείται από τις κλασικές του ελληνικού κινηματογράφου. Να σημειωθεί ότι στο θέατρο, το ρόλο της Μάρθας Καραγιάννη στην ταινία, ερμήνευε η Δέσποινα Στυλιανοπούλου. Ποια ήταν όμως η υπόθεση της ταινίας; Σ’ ένα παλιό αρχοντικό της Πλάκας ζει ο Ιπποκράτης (Χρόνης Εξαρχάκος) νοικιάζοντας το υπόγειο του σπιτιού στην Δέσποινα (Μάρθα Καραγιάννη) που είναι και ερωτευμένη μαζί του. Ο ξάδερφός του ο Αχιλλέας και η φίλη του Πωλίνα θέλουν να μετατρέψουν το σπίτι σε νυχτερινό κέντρο. Ο Ιπποκράτης θέλει να το πουλήσουν. Πλήρης διαφωνία λοιπόν. Το μπέρδεμα αναμένουν να τους το λύσει η τρίτη τους ξαδέρφη, η Καίτη (Ζωή Λάσκαρη), η οποία έρχεται απ’ το Λονδίνο για ν’ αποφασισθεί μαζί της η τύχη του σπιτιού. Η Καίτη καταφθάνει μαζί με τον Γιώργο (Γιώργος Πάντζας), τον οποίο γνώρισε στο αεροπλάνο. Την άλλη μέρα πάει στο γραφείο του κι ανακαλύπτει το δεσμό του με την Ζωρζέτ (Ελένη Ανουσάκη), μια Γαλλιδούλα. Αποφασίζει ν’ αδιαφορήσει μα ο Γιώργος την κυνηγάει κι αποφασίζει να την κάνει να ζηλέψει. Συνεννοείται λοιπόν με την Μελίτα, μια πλούσια κυρία που είναι ερωτευμένη με τον Βοσκόπουλο και θέλει κι εκείνη να τον κάνει να ζηλέψει. Εν τω μεταξύ το ίδιο κόλπο σοφίζεται και η Δέσποινα για να κάνει τον Ιπποκράτη να ζηλέψει. Τα μπερδέματα διαδέχονται το ένα το άλλο, σε ένα απίθανο γαϊτανάκι παρεξηγήσεων. Και μπορεί το σενάριο κάποιες φορές να φαντάζει αφελές, ωστόσο προκαλεί αβίαστα το γέλιο, κυρίως λόγω των «δυνατών» ερμηνειών ηθοποιών όπως ο Ξαρχάκος και ο Πάντζας. Η ταινία «Μαριχουάνα Στοπ» προβλήθηκε στις αίθουσες Αθηνών - Πειραιώς - Προαστίων το 1971 και έκοψε 312.042 εισιτήρια. Ο αριθμός αυτός την έφερε στην 12η θέση ανάμεσα στις 87 ταινίες της σεζόν εκείνης.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία