Ο Δημήτρης Ξενογιαννάκης στο Gazzetta: «Πάντα θα αναζητώ τον Ίκαρο»

Ο Δημήτρης Ξενογιαννάκης στο Gazzetta: «Πάντα θα αναζητώ τον Ίκαρο»

bet365

Ο Δημήτρης Ξενογιαννάκης μας μιλά για το βιβλίο του «Εξομολογήσεις ενός Θεού και ενός Διαβόλου» (Εκδόσεις Καθρέφτης).

Η αφήγηση είναι κατάδυση και η κατάδυση ανάδυση σε έναν αντεστραμμένο, κανονικό δηλαδή, κόσμο. Ο λόγος περνά μέσα από φωτιά και πάγο, μέσα από σάρκα και ψυχή σκοτεινιασμένη, μέσα από φως χρυσό και ασημένιο, μέσα από τις «Εξομολογήσεις ενός Θεού και ενός Διαβόλου» (Εκδόσεις Καθρέφτης). Ο Δημήτρης Ξενογιαννάκης ήταν εκεί όταν έπρεπε, τότε που οι λέξεις κάθετα «πετούσαν» και «έβλεπαν» το σημείο μηδέν. Οι αφηγήσεις του διαθέτουν τη δύναμη του ασυμβίβαστου ποιητή και αξίζει να τις διαβάσετε.

Ιερό το μυστήριο της εξομολόγησης και γεμάτο ειλικρίνεια. Ισχύει το ίδιο και για τις δικές σας, συγγραφικές εξομολογήσεις;
Κρατάω από την ερώτησή σας δύο λέξεις. Ιερότητα και ειλικρίνεια. Πιστεύω ακράδαντα πως κανένα έργο, καμιά γραφή, δεν αποκτά πραγματικό αποτύπωμα αν δεν συναντηθεί με την ειλικρίνεια. Στο ιερό πλαίσιο μιας συγγραφικής προσπάθειας -ας την ονομάσουμε «εξομολόγηση»- αν δεν επιθυμείς να γίνεις μιμητής, εξ επαγγέλματος «σοφός» και συνεπώς κίβδηλος, τότε ο δρόμος είναι ένας: να πορεύεσαι αδιάκοπα, μέχρι να φτάσεις στο σημείο όπου μήτε η κόπωση, μήτε η αιφνίδια χάση μπορούν να σε σταματήσουν. Οι δικές μου εξομολογήσεις γεννήθηκαν όπως ένας πίνακας ζωγραφικής: με πρόθεση, νόημα και εκφορά. Είναι η προσπάθεια μου να δώσω ή να αποδώσω στη γλώσσα μια αλήθεια λογοτεχνική, μια εικαστική τόλμη, το απροϋπόθετο των εντυπώσεων και της περιπάθειας.

Όταν γράφατε αυτά τα διηγήματα, με ποιον ήρθατε πιο κοντά, με τον Θεό ή με τον Διάβολο;
Ο θεός και ο διάβολος δεν είναι εξωτερικά σύμβολα, αλλά δύο φωνές που κατοικούν μέσα μας. Οπότε, ας μου επιτραπεί να πω, δεν έχεις επιλογή, θα συναντήσεις και τους δύο. Αυτό σημαίνει πως γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες μιας αθέατης τιτανομαχίας. Κι αν θέλετε τον νικητή, «τον άρπαγα του θρόνου» που λέει ο ποιητής, προτείνω να είναι η ψυχή. Μια ψυχή που μαθαίνει ακατάπαυστα να ζει ανάμεσα στη σκιά και το φως, άφωνη και προς τους δύο.

Ποια ήταν η αφορμή για να γραφτεί το βιβλίο;
Να αφήσω να ιδρώσει μαζί με τη σάρκα και η ψυχή μου, όπως λέει ο Λιαντίνης. Και κάτι ακόμα. Όσον αφορά τα περί «αφορμής και αιτίας», μόνο μια αγωνία με διακατέχει – να προλάβω να πω όσα έχω να πω. Σε μια εποχή αναιμική που διαρκώς ανακαλεί τα πιστεύω της, τον ίδιο τον εαυτό της, προσπαθώ να προσφέρω μια στάλα ομορφιάς- έστω και αν αυτή μοιάζει καμιά φορά άγρια. Μην σας εκπλήσσει. Όταν το φως αδιαλείπτως καταπίνεται από το φαιδρό και από το σκότος, παλιά τραύματα κακοφορμίζουν και πονάνε. Γι’ αυτό και κάποιες ιστορίες μου θα τις δεις να φλέγουν και τον Θεό και τον Διάβολο, αναζητώντας μια άλλη υστεροφημία επί γης.

 

Δημήτρης Ξενογιαννάκης

«Οι χαρακτήρες μου είναι πρόσωπα με ρωγμές»

Οι χαρακτήρες του έργου είναι τα ανείπωτα, ανομολόγητα, κομμάτια του εαυτού μας;
Οι χαρακτήρες μου είναι πρόσωπα με ρωγμές, πρόσωπα γήινα, ατελή, των οποίων κοινή τους συνισταμένη είναι το λάθος - τα λάθη και τα πάθη - όλα εκείνα που τους επιτρέπουν να ξεφύγουν από το προκαθορισμένο. Η ανθρώπινη ύπαρξη παράγει ολισθηρές αφηγήσεις, διασκελισμούς που συχνά καταδεικνύουν τον αυτόν εαυτόν ως το αίτιο. Οπότε, για να ξεφύγουμε, αυτοσχεδιάζουμε ενστικτωδώς, σχεδόν αποσιωπητικά. Βεβαίως, κάτι τέτοιο, δεν μας απαλλάσσει των ευθυνών. Ο Ηράκλειτος το έθεσε καθαρά: Ήθος ανθρώπω δαίμων. Και εδώ επεμβαίνει ο καλλιτέχνης – ο κατεξοχήν ασεβής, ζητώντας τον λόγο, ώστε από τα ανείπωτα και ανομολόγητα που βλέπει να σχηματίσει μια ποίηση και πρόζα που κατάματα μας ανταμώνει. Ας τον ακούσουμε. Αν δεν έχει τίποτα να πει, αν δεν αξίζει, μη φοβάστε, ο άνεμος κι αυτόν θα πάρει.

Ο Φερνάντο Πεσσόα, στο βιβλίο του «Η ώρα του Διαβόλου και άλλα διηγήματα», συναντά ένα παράξενο ον που τον βοηθά να δει την άλλη όψη των πραγμάτων. Οι ήρωες, οι ιστορίες σας, έρχονται από την άλλη πλευρά της πραγματικότητας;
«Μην πιστεύεις αυτό που βλέπεις. Υπάρχει πάντα ένα αντίθετο νόημα». Αυτή η διατύπωση θα μπορούσε να είναι η άλλη πλευρά. Εγώ γράφω για την αντάμωση της βεβαιότητας με το απροσδιόριστο - αυτό πως κάποιες στιγμές μας αιφνιδιάζει και, αν ο άνεμος φυσήξει ευνοϊκά, αυτό το «παράξενο ον» γίνεται ο «από μηχανής θεός» μας. Είναι η στιγμή που τα μάτια ορθάνοιχτα ζητούν όλες τις αισθήσεις, γυρεύουν να συναλλαγούν με αυτό που άλλοτε εκφωνείται ως γοητευτικό και άλλοτε επικίνδυνο μοιάζει. Καθώς η μέρα κυλά, πάντοτε θα ψάχνουμε - έστω και δειλά- για κάτι πέρα από το νοητό μας. Από το λυκόφως ως το λυκαυγές οι εντυπώσεις δεν παύουν. Όσο απολλύομεν τη φυσική εμπειρία, τοσούτον διακυβεύεται η έννοια άνθρωπος. Όπως έγραψα στο πρώτο μου βιβλίο Το ηλίθιο τίποτα: εξ ενστίκτου ό,τι μάθαμε, εξ ενστίκτου ό,τι αγνοούμε.

Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ έχει πει ότι «παρανοϊκός είναι εκείνος που αρχίζει να καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του». Πιστεύετε ότι υπάρχει αυτή η παράνοια στα διηγήματά σας;
Δεν μου αρέσει η λέξη «παράνοια». Προτιμώ να πω: σπασμένη λογική, προτιμώ να πω… συνάντησα την τρέλα! Συνάντησα την τρέλα όταν εκείνη αλυχτούσε. Συνάντησα τη βλασφημία της, γινόμενος ένας αδιάψευστος μάρτυρας του παρόντος… κι ύστερα άφησα το σώμα μου να τη διηγηθεί, μέσα στους ψιθύρους να πλειοδοτήσει και να ξεσπάσει. Τα κείμενά μου, σε αυτό το δεύτερο βιβλίο, τα ελκύει και τα ορίζει κάθε διαστολή ύβρεως - εκείνα τα υπεράνω πάθη.

Εξώφυλλο Ξενογιαννάκης

«Νιώθω πράγματι σαν ένας έκπτωτος ποιητής»

Η ματιά του έκπτωτου ποιητή στη βοή των ημερών μας, όπως γράφετε στο εισαγωγικό σημείωμα, είναι το άκρο της φαντασίας που συναντά την πραγματικότητα;
Χαίρομαι που σταθήκατε σε αυτή τη φράση. Η γραφή μου είναι αυτό που αποκαλούμε ποιητική πρόζα, κάτι που με κάνει να νιώθω πνευματικά και συναισθηματικά κατάλληλος να φτερουγίσω πέρα από τις παρυφές. Νιώθω πράγματι σαν ένας έκπτωτος ποιητής στη βοή των ημερών- ένας έκπτωτος που εκτίει την ποινή του απέναντι στο ζηλότυπο και στο ερειστικό, ενώπιον κάθε ψευδεπίγραφου που μας καθορίζει. Συναντώντας μια τέτοια δυσαρμονία, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της χυδαιότητας, δεν μπορώ παρά να δηλώσω «πλήρης» - που ακόμα και αν κανείς ανάποδα με τιμωρήσει, κρεμάσει τον νάρκισσο εαυτό μου, την τιμωρία αυτή την αποδέχομαι. Εντάξει, μην παρασυρθείτε και με πιστέψετε, υπάρχει υπερβολή εδώ. Η φαντασία άπληστα με παρασύρει και αφήνω το χέρι μου να προχωρεί όπως συλλογίζεται, φτιάχνοντας τη δική του μουτζούρα πάνω στο λευκό χαρτί. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω να γράφω: με το μελάνι να απλώνεται επάνω στο άγραφο.

Το βιβλίο διαθέτει πραγματικά μοναδική γλώσσα και πρόζα. Εδώ δεν «καρφώνονται» οι λέξεις, αλλά κόβουν σαν καλά ακονισμένη λεπίδα. Πόσο δύσκολο ήταν να διαμορφώσετε το ύφος και την αληθινά διαφορετική έκφρασή του;

Ήταν δύσκολο - πράγματι τόσο δύσκολο, ώστε στη γαία καίνε ακόμα τα έλυτρά μου. Ας περιορίσω την μεγαλοποίηση. Νομίζω πως όταν κανείς αναζητά τον εγωισμό του κάλλους δεν έχει επιλογή, θα σκληρύνει ευλογημένα από το λεπταίσθητο. Στον περίφημο αιώνα μας, αυτόν που κατήργησε κάθε ήχο και ηχώ θροϊσμάτων, ενεργημάτων, σε μια εποχή όπου το κακόηχο ανενόχλητο αλαλάζει και το αίμα μας μοιάζει ολοένα πιο γυμνό από ερωτισμό, φιληδονία… εμένα, εξ αρχής, μια άλλου είδους έμπνευση και συμμετρία με γοήτευσε. Πρόκειται για μια αισθητική που ξέρει να υπόσχεται δαίμονες και τρίμματα παλιών επιθυμιών, μια καταβύθιση στο κεκρυμμένο. Έτσι, γεμάτος αντίζηλους και μύθους, έμαθα να κινούμαι επ’ αυτής της ομολογίας. Σας είπα, στη γαία καίνε ακόμα τα έλυτρά μου.

Διαβάζοντας το βιβλίο ένιωσα ότι κινείται ανάμεσα στον ωμό ρεαλισμό και στον ωμό σουρεαλισμό. Μήπως αυτά τα δύο ταυτίζονται;
Δεν έχετε άδικο, ενίοτε συμβαίνει, όμως εδώ η λέξη που κυριαρχεί, δίχως να κρύβεται σε κάποια χίμαιρα, είναι αυτό που εσείς, αποκαλείτε «ωμότητα». Σε όλες τις διηγήσεις μου η ανάγκη του σώματος - οι ανάγκες των σωμάτων - εξισώνονται με ένα ολιγόστιγμο, πέρα από νόμους, θεό ή διάβολο. Η σάρκα κινείται με μια υπεροψία αχόρταγη, μα και τραγική, κάτι που ο καθαρός ρεαλισμός από μόνος του αδυνατεί να βαστάξει. Έτσι λαμβάνοντας έναν καθάρσιο ρόλο στην ψυχή, βλέπουμε το προφανές: μια αρχέγονη γοητεία να πάλλει τις αψίδες των ιδεών. Ως κλειδοκράτορας ο σουρεαλισμός ορμά, διαστέλλει το παρόν, αναγκάζοντας τη νόηση και τη λογική να αποδεχτούν το ισόθεό του. Κατόπιν τούτου, είμαι ανίδεος - δηλώνω ανίδεος- διαλανθάνων απέναντι στο προικώον του, στα απρόβλεπτα που προοιωνίζονται. Συγχωρέστε με. Εγώ το μόνο που έμαθα είναι να αφηγούμαι τον άνθρωπο, εκείνον τον άνθρωπο, που κουβαλά τον επίδικο όρο «μοίρα».

Όσο δεχόμουν τα μηνύματα, τη δράση, τις εικόνες του βιβλίου τόσο μου ερχόταν στο μυαλό το «γυμνό γεύμα» του Μπάροουζ. Νιώθω ότι υπάρχει υπόγεια συνομιλία των δύο έργων. Το αναφέρω γιατί στο «Γυμνό γεύμα» πραγματοποιείται μια τολμηρή κατάβαση στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Συμφωνείτε με αυτό;
Δεν έχει σημασία αν συμφωνώ ή διαφωνώ. Σημασία έχει ποιος βαθύς παλμός διαπερνά, ξυπνά σε κάθε αναγνώστη. Ομολογώ ανεπιφύλακτα πως όποιος γράφει δεν μπορεί παρά να κινηθεί στα ίδια υπόγεια ρεύματα αισθήσεων και παραισθήσεων, σ’ ένα ελάττωμα που, αν το αγγίξεις, υπόσχεται να σου διηγηθεί τον εαυτό του. Για τον Μπάροουζ, όπως και για την γενιά των μπιτνίκ, όταν ο δαίμων ψέλνει, αυγάζει και καλεί - για την ακρίβεια σε προσκαλεί-: Στο δρόμο! Πιες ζωή! Πιες το κύμα! Και κάτι εξίσου σημαντικό. Παρ’ όλη την ωραιοποίηση που επιχειρείται στα πάντα, οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ μας. Παρότι η φτέρνα λαβώθηκε και φανερά στάζει τη θνητή της αδυναμία, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να συνεχίσουμε. Έστω και λαβωμένοι συνεχίζουμε. Το φλύαρο των καλλιτεχνών είναι πάντα έτοιμο, να υποδεχθεί και να περιγράψει το κόκκινο, φτιάχνοντας πουτάνα παπαρούνα και άλλων αρωμάτων το επύλλιον.

Μήπως αυτό το βιβλίο ήρθε μέσα από τον γάμο του ουρανού με την κόλαση;
Ουίλιαμ Μπλέικ! Ένας αγαπημένος εσαεί των εποχών. Ο ουρανός είναι υπακοή, η κόλαση επιθυμία, πάθος και τα δύο δυνάμεις που συνυπάρχουν στην ανάσα. Χωρίς αντιθέσεις δεν υπάρχει εξέλιξη, δεν υπάρχει ερμηνεία, αλήθεια εκφοράς και ψυχής. Συνεπώς οι εξομολογήσεις ενός θεού και ενός διαβόλου έχουν την ίδια ζωτική φορά που μας επιτρέπει να διαβούμε το ποθητό, το επιθυμητό, το ακατανόητο της υπερβολής μας, ώστε να σταθούμε απέναντι στον ίλιγγο των ημερών. Καθώς θαυματουργά υπήρξαμε και συνεχίζουμε να κυλάμε, ένα να θυμόμαστε. Οι εντυπώσεις και ο βρυχηθμός μας ανήκουν πάντοτε στη ματαιότητα και στη στάχτη. Υπεράνω δόξας και αμαρτίας, καθένας κουβαλά πάντοτε μια ζωή σωσμένη και άλλη μία χαμένη. Ανάμεσα στη γραφή και τη σιωπή, εγώ πάντα θα αναζητώ τον Ίκαρο, την υπέρβαση και το αναπόφευκτο της πτώσης.

ο βιβλίο το βρίσκεται ΕΔΩ