Ο Γιάννης Αναστασάκης στο Gazzetta: «Αυτά που λέμε στη σκηνή ακούγονται δίπλα μας!» (vid)

Ο Γιάννης Αναστασάκης στο Gazzetta: «Αυτά που λέμε στη σκηνή ακούγονται δίπλα μας!» (vid)
Το Gazzetta συνάντησε τον ηθοποιό που ερμηνεύει τον ρόλο του «Μήτσου» στο «Σπιρτόκουτο-The Musical». Τον ευχαριστούμε που μας μίλησε.

Οι τέσσερις τοίχοι του διαμερίσματος βρεγμένοι από τον κόπο, τον ιδρώτα και τα ματαιωμένα όνειρα του μικροαστού. Η εύφλεκτη ύλη είναι εδώ και η κλειστή πόρτα «οπλίζει» την πυριτιδαποθήκη. Οι ρωγμές των μηχανημάτων, των τοίχων και των ανθρώπων ετοιμάζονται να ξεράσουν φωτιά και στάχτη. Η σπίθα που θα κάψει τις τσακισμένες ζωές και τον Κορυδαλλό έρχεται από ένα χαλασμένο κλιματιστικό! Ο πόλεμος -σε λίγα τετραγωνικά- ξεκινά! Στην πρώτη γραμμή της μάχης ο «Μήτσος»! Το «Σπιρτόκουτο» μας ξαναβρίσκει. Το 2002 ήταν ταινία, τώρα είναι μιούζικαλ. Ο Γιάννης Αναστασάκης μιλά στο Gazzetta για τον ρόλο του, για το «Σπιρτόκουτο-The Musical», για τη σκληρή γλώσσα του έργου… Η παράσταση θα παίζεται στη «Στέγη Ιδρύματος Ωνάση» ως τις 22 Ιανουαρίου 2023.

Τι σκεφτήκατε όταν σας πρότειναν τον ρόλο του «Μήτσου»;
Κατ’ αρχάς χάρηκα πολύ αλλά και τρόμαξα λίγο... Ο Ερρίκος Λίτσης είναι εξαιρετικός στο κινηματογραφικό Σπιρτόκουτο και κάπως όφειλα να τα καταφέρω και γω. Βέβαια, εδώ είναι θέατρο, μιούζικαλ, όμως είναι ο ίδιος ρόλος στην ουσία. Πρέπει να σου πω ότι πήρα τηλέφωνο τον Ερρίκο και του είπα είμαι σε πρόβες και παλεύω και γω με το θηρίο που δάμασες εσύ. Ήθελα να πάρω την ..ευλογία του και μου την έδωσε γενναιόδωρα. Ίσως σας φανεί αστείο, αλλά αυτό εμένα μου έδωσε κουράγιο! Σα να μου άνοιξε ένα δρόμο ο Ερρίκος. Μετά, με τη βοήθεια του Γιάννη Νιάρρου μπήκα πιο θαρραλέα στη δουλειά κι επιχειρήσαμε να φωτίσουμε κι άλλες πλευρές του ρόλου. Υπήρχε η μουσική, υπήρχαν οι στίχοι! Έτσι, είχα ολοένα και λιγότερο άγχος στην πορεία.

Φτιάξατε δικό σας χαρακτήρα.
Αυτό γίνεται, τελικά, εκ των πραγμάτων.

Δεν νομίζω να σας συγκρίνει κανείς με τον Ερρίκο Λίτση.
Όπως και νάχει, εγώ δεν αισθάνθηκα να μιμούμαι τον Ερρίκο και χάρηκα γι’ αυτό.

Είναι διαχρονικός αυτός ο χαρακτήρας;
Η ταινία, που προβλήθηκε πριν 20 χρόνια, δείχνει μια κατάσταση λίγο πριν το 2002, «φορτώνεται», δηλαδή, τη δεκαετία του ΄90 αλλά και την Ολυμπιάδα που ερχόταν. Όμως, όπως φαίνεται, η χώρα προχωρά με αργά βήματα και οι άνθρωποι του Σπιρτόκουτου υπάρχουν ακόμη γύρω μας, κυκλοφορούν δίπλα μας και …μέσα μας. Και οι οικογένειες συνεχίζουν να είναι δυσλειτουργικές.

Σκηνή από Σπιρτόκουτο

«Το έργο έπρεπε να πάει αντάμα με τη μουσική»

Το Σπιρτόκουτο η ταινία συνυπάρχει με το μιούζικαλ;
Συναντιούνται πολύ. Το λιμπρέτο, το σενάριο δηλαδή, γράφτηκε από τον Γιάννη Οικονομίδη και τον Δώρη Αυγερινόπουλο. Ο Δώρης δεν ήταν σεναριογράφος στην ταινία, αλλά έχει συνεργαστεί με τον Γιάννη στις υπόλοιπες. Συνεπώς, αμφότεροι είχαν «βυθιστεί» γερά στο σύμπαν της ταινίας και κράτησαν πολλά σημεία ατόφια. Ατάκες, φράσεις, την πλοκή, τους χαρακτήρες και φυσικά τις σχέσεις των ηρώων.

Νομίζω τα κράτησαν όλα.
Έχουν κοπεί κάποια και φυσικά υπάρχουν οι στίχοι του Γιάννη Νιάρρου στα τραγούδια. Η παρέμβαση του Νιάρρου είναι η άλλη ματιά πια, αυτή ενός 30χρονου που είδε την ταινία, χρόνια μετά, στο YouTube. Και η συνεργασία του στη μουσική με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο ήταν καθοριστική για την παράστασή μας!

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία του εγχειρήματος;
Κοίταξε, σε πολλούς ανθρώπους που το λέγαμε, στην αρχή, φαινόταν περίεργο. Κάποιοι έλεγαν Α, πολύ ωραία ιδέα. (Η ιδέα, παρεμπιπτόντως, ήταν του Γιάννη Οικονομίδη). Άλλοι έλεγαν Έλα μωρέ, γιατί να γίνει αυτό; Μια χαρά ήταν η ταινία, ποιος ο λόγος; Αυτή η διχογνωμία άρχισε να μας αφορά μόνο όταν ξεκίνησε η παράσταση. Η πιο μεγάλη δυσκολία, όμως, ήταν στις πρόβες: το έργο έπρεπε να πάει αντάμα με τη μουσική. Έπρεπε από το τραγούδι στην επιστροφή στην πρόζα να μη χαθεί όχι μόνο το νήμα της ιστορίας, αλλά και του ρόλου. Στον δικό μου ρόλο, του Μήτσου, με απασχόλησε πώς θα τραγουδήσω ζεϊμπέκικο και αμέσως μετά θα πω στον Γιώργο, Γιώργο, με τα δικά μας τι θα κάνουμε ρε;. Σαν να μην υπήρχε το τραγούδι αμέσως πριν, σαν να ήταν ένα όνειρο μέσα στο μυαλό τους, μια διάθεση να τραγουδήσουν για τις γυναίκες όπως τις βλέπουν αυτοί, με τη φαλλοκρατική τους σκέψη. Σα να ένιωσαν ότι βρέθηκαν σε μια πίστα ενός νυχτερινού κέντρου, με ένα μικρόφωνο στο χέρι και με το κοινό από κάτω να παραληρεί…Αλλά στο σπίτι στον Κορυδαλλό βρίσκονται. Κι είναι μεσημέρι μιας ζεστής Κυριακής του Αυγούστου. Η επιστροφή, λοιπόν, έπρεπε να είναι σαν να είμαστε από πρόζα σε…πρόζα!

Η μουσική γίνεται γέφυρα και συμπληρώνει άψογα κατά τη γνώμη μου την πρόζα.
Χαίρομαι που το λες αυτό. Ξέρεις, ο Γιάννης (σ.σ Νιάρρος) και ο Αλέξανδρος (σ.σ Λιβιτσάνος) δούλεψαν πολύ. Το ίδιο και οι μουσικοί της μπάντας, εξαιρετικοί. Δεν μιλώ για τους ηθοποιούς που όλοι είμαστε μια υπέροχη παρέα, αγαπημένοι, και λέμε κάθε φορά πάμε για το καλύτερο σήμερα! Το βασικό είναι ότι αυτή η ιστορία περνάει στον κόσμο και παρά το γεγονός ότι τραγουδάμε κάποια πράγματα δεν σημαίνει ότι απαλύνουμε το έργο. Η επιστροφή στην πρόζα, στην κουβέντα την καθημερινή, γίνεται πιο σκληρή. Σα να λέμε στον θεατή: γέλασες και ξεχάστηκες. Επιστρέψαμε!

Σε ορισμένα σημεία γελάσαμε λες και ήταν επιθεώρηση. Αμέσως, όμως, καταλαβαίναμε ότι κάτι σοβαρό υπάρχει εδώ.
Αυτό ήθελε κι ο Νιάρρος! Η παράσταση έχει πολλές πτυχές. Ας πούμε, βγαίνει ο Γιώργος-Τζούλιο Κατσής που υποδύεται τον γιο μου και τραγουδάει τραπ. Εδώ, γίνεται-πολύ πονηρά, νομίζω- μια σφοδρή κριτική της τραπ μουσικής. Κριτική και στο τι είναι αυτή η μουσική και στο τι λένε οι στίχοι των τραγουδιών της. Στην ταινία αυτό φυσικά δεν υπήρχε. Γιατί δεν υπήρχε τότε η τραπ... Ο θεατής γελάει, αφήνεται και μετά συνειδητοποιεί: με τι γέλασα, με τι διασκέδασα, ρε συ; Για μένα αυτό λειτουργεί 100%. (Γιατί, βέβαια, κι ο Κατσής είναι απίστευτος!).

Σκηνή από Σπιρτόκουτο

«Η γλώσσα είναι σκληρή και φέρνει σε δύσκολη θέση ακόμη κι εμάς!»

Είναι το λιμπρέτο που δένει με τη μουσική. Πάμε, όμως, και στη γλώσσα του έργου. Αδιαμφισβήτητα σκληρή. Μπορούμε να πούμε ότι είναι η άβολη αλήθεια που δεν θέλουμε να ακούσουμε;
Έτσι είναι! Μια κυρία τις προάλλες έφυγε από την παράσταση! Καθόταν στην πέμπτη σειρά, σηκώθηκε και αποχώρησε εν ψυχρώ. Ενοχλήθηκε.

Δεν ήξερε πού πήγε;
Μάλλον δεν ήξερε πόσο σκληρή είναι η γλώσσα του έργου. Δεν άντεξε. Σεβαστό.

Δεν θα έπρεπε να έχει ενημερωθεί για κάποια πράγματα;
Δεν μπορώ να την κατηγορήσω.

Ναι, αλλά έδωσε τσάμπα τα χρήματα της;
Αλέξανδρε, κοίτα να δεις… Η γλώσσα είναι σκληρή και φέρνει σε δύσκολη θέση ακόμη κι εμάς! Εμένα κάπως λιγότερο, μια και έχω παίξει σε ταινίες του Οικονομίδη… Παρ’ όλα αυτά, η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει, δεν λένε; Αυτά που λέμε στη σκηνή ακούγονται δίπλα μας! Πριν λίγο ήθελα να μαγνητοφωνήσω ένα φραστικό επεισόδιο στο λεωφορείο. Ήταν σαν απόσπασμα από την παράστασή μας!

Υπάρχει αυτός ο πουριτανισμός που δεν επιτρέπει να ακουστούν τέτοια λόγια δημόσια.
Εδώ υπάρχουν αμέτρητες αμερικάνικες ταινίες, mainstream, με πολλές βρισιές, που απλώς έχουν εξωραϊστεί στη μετάφραση! Είμαστε υποκριτές. Με όλες τις έννοιες! Υπάρχει υποκρισία στην κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία δεν θέλει να δει το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Γι’ αυτό και το Σπιρτόκουτο μένει επίκαιρο. Γιατί λειτουργεί σαν καθρέφτης και σαν μεγεθυντικός φακός.

Η τέχνη μπορεί να το αντιμετωπίσει αυτό;
Η τέχνη μεγεθύνει αυτό που ζεις, μπας και σε μετακινήσει λίγο. Αν μετά από τόσα χρόνια ο κόσμος θεωρεί τη γλώσσα του Σπιρτόκουτου προκλητική, αυτό σημαίνει ότι έχουμε κάνει πολύ μικρά βήματα. Σημαίνει, επίσης, ότι δυσκολευόμαστε να συμφιλιωθούμε με τη γλώσσα- που, από τη φύση της, δεν γνωρίζει φραγμούς. Κλεινόμαστε στον μικροαστισμό μας κι επικαλούμαστε λόγους αισθητικής, επιλέγοντας να μιλάμε πολιτικά ορθά. Ίσως για να είμαστε κοινωνικά αποδεκτοί, δεν ξέρω…

«Δεν μπορεί να πάμε πίσω, δεν γίνεται να γυρίσουμε στην καταστροφή!»

Η οικογένεια του Μήτσου δέχεται μεγάλη πίεση από τις κοινωνικές συνθήκες. Στην ουσία πρόκειται για βία. Αντιμετωπίζεται; Υπάρχει ουσιαστικός τρόπος ή μόνο να ξεσπάμε μπορούμε;
Έχω την αίσθηση ότι αντιμετωπίζεται. Ξέρεις, εμείς που θεωρούμε τους εαυτούς μας καλλιτέχνες, οφείλουμε να βοηθάμε τους ανθρώπους να σκεφτούν πάνω σε αυτά τα ζητήματα, να βρουν απαντήσεις. Τις ψάχνουμε κι εμείς. Προσπαθούμε μέσα από το έργο μας, μέσα από συλλογικότητες, μέσα από τη δική μας δημόσια γνώμη… Δεν μπορώ παρά να ελπίζω, έχοντας και μια κόρη, ότι η γενιά της θα κάνει βήματα προς το καλύτερο. Δεν μπορεί να πάμε πίσω, δεν γίνεται να γυρίσουμε στην καταστροφή!

Μήπως μας οδηγούν προς τα κει;
Ας μας οδηγούν! Ήδη που κάνουμε τέχνη, που μιλάμε τώρα εδώ, πάμε κόντρα σε αυτό που λες! Ειδάλλως, ας κάτσουμε σπίτι, στη βολή μας.

Παρά το γεγονός ότι η πραγματικότητα είναι άγρια.
Όντως είναι.

Μοιράζεται η ευθύνη για όσα ζούμε ισομερώς; Φταίμε εμείς, φταίνε αυτοί που επιβάλουν τους νόμους και τους κανόνες;
Στον βαθμό που οι κοινωνίες στηρίζονται στην ψήφο των πολιτών, φταίμε και εμείς. Φταίμε και όταν ψηφίζουμε και όταν δεν ψηφίζουμε. Φταίμε που δεν ελέγχουμε την εξουσία, που δεν ενημερωνόμαστε, που δε διεκδικούμε.

Έκανα την αναφορά για την πραγματικότητα διότι μοιάζει αναπότρεπτη. Επικρατεί το μήνυμα πως αν δεν έχεις χρήματα, εξουσία, μπορεί να βρεθείς στον δρόμο, τα όνειρα σου να μην πραγματοποιηθούν, όπως του Μήτσου.
Ο Μήτσος δεν είναι στον άσο, έχει την καφετέρια του, έχει υπαλλήλους.

Ναι, αλλά τον ζορίζει η όλη κατάσταση. Δεν νομίζω ότι ζει με την αξιοπρέπεια που θέλει.
Φταίει κι ο ίδιος! Η αντίληψη που έχει για τη σχέση άντρας-γυναίκα, για το πατέρας-κόρη, για την υπαλληλική σχέση… Στο πρώτο τρίλεπτο της παράστασης απολύει μια κοπέλα- τη Νικολέττα- επειδή άργησε να πάει στη δουλειά. Αυτή η «δύναμη», η βία, δεν είναι αυθόρμητη. Κι έχει, πιθανόν, ελαφρυντικά. Είναι σίγουρο ότι ο Μήτσος μεγάλωσε σε βίαιο περιβάλλον, εργάστηκε σε βίαιο περιβάλλον και αυτή τη βία αναπαράγει. Πρέπει, όμως, κάποια στιγμή να πούμε στοπ σε αυτή την Ελλάδα της βίας!

Το γεγονός ότι ζει σε λαϊκή γειτονιά κάνει πιο εντυπωσιακή τη συμπεριφορά του, ειδικά προς την κοπέλα που απολύει.
Λέει φοβερές φράσεις σε αυτό το σημείο. Αν θυμάσαι, λέει Διώχτην! Τέλος! Πάει και τελείωσε! Ξέρεις πόσες Νικολέττες έχει ο Κορυδαλλός;

Αυτή είναι η συμπεριφορά μεγαλοεπιχειρηματία που δεν έχει καμία ευαισθησία. Εδώ χάνεται ο ταξικός προσδιορισμός. Ο Μήτσος δεν ζει στην Εκάλη!
Αυτό έχει να κάνει με τη ματιά του Γιάννη Οικονομίδη. Το ταξικό κομμάτι, που τονίζεις, το βλέπουμε ίσως πιο καθαρά στις ταινίες του Κεν Λόουτς. Δηλαδή, παρακολουθούμε τον άνεργο, το άτομο που παλεύει με την ανύπαρκτη υγειονομική περίθαλψη, με τους κοινωνικούς λειτουργούς…Ο Λόουτς εστιάζει στην ταξική διαφορά σε μια Αγγλία που ζει αυτή τη φριχτή απάνθρωπη συνθήκη δεκαετίες τώρα. Στην Ελλάδα έχουμε…εφεύρει την ενδιάμεση τάξη των μικροεπαγγελματιών, που έχουν μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, που έχουν ακόμη τα βασικά, που έχουν δωρεάν παιδεία, δωρεάν υγεία. Για λίγο ακόμη…όπως φαίνεται. Γιατί κι αυτή η μικροαστική τάξη πνέει τα λοίσθια…Ο Γιάννης, λοιπόν, δε βλέπει μόνο το λούμπεν προλεταριάτο- πήρε το 2002 αυτή την ιστορία, που θα μπορούσε να συμβεί στην απέναντι πολυκατοικία και την έδωσε με πολύ τολμηρό τρόπο. Το δυστύχημα είναι ότι ακόμη και τώρα, το 2022, ο τρόπος αυτός, κι ας είναι πλέον μέσα από ένα μιούζικαλ, ενοχλεί κάποιους! Εύχομαι το κοινό, αφού δει την παράσταση, να σκεφτεί: Καλά πέρασα, γέλασα με όλους αυτούς, αλλά μήπως έχω φερθεί και γω έτσι; Μήπως να αλλάξω; Ελπίζω να γίνει αυτή η μικρή μετακίνηση, αυτή η μικρή… στροφή στον μυαλό των θεατών. Αν γίνει, δικαιώνει τον κόπο μας. Τις προάλλες, στη σχολή που διδάσκω, συζητούσα με τον διευθυντή της και λέγαμε Τελικά, τι οφείλουμε να κάνουμε με αυτά τα παιδιά που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί; Καταλήξαμε: Να τα πείσουμε ότι με την ενασχόληση τους με το θέατρο αυξάνονται οι πιθανότητες να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι. Αν διαβάζεις βιβλία, αν ακούς καλή μουσική, βλέπεις εκθέσεις ζωγραφικής, πηγαίνεις στα μουσεία, στο σινεμά, στο θέατρο, δεν μπορεί, εκπολιτίζεσαι! Βλέπεις τον εαυτό σου με πιο καθαρό μάτι, βλέπεις και νοιάζεσαι τον συνάνθρωπό σου. Γίνεσαι σιγά σιγά καλύτερος άνθρωπος. Μπορεί να χρειαστούν και 60 χρόνια; Ας είναι! Εγώ οφείλω να ελπίζω. Είμαι 58 ακόμη!

Πρέπει να υπάρχει και η σωστή αντιμετώπιση από την πολιτεία.
Ε, αυτή δεν την έχουμε συνήθως…

Να μην περνάει η εντύπωση ότι ο πολιτισμός είναι πολυτέλεια.
Ναι. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, αυτή είναι η αντιμετώπιση από την πολιτεία.

Κάνουμε τον άδικο συσχετισμό αν δεν έχω να φάω θα πάω θέατρο; Ναι, αν δεν έχεις να φας, θα κοιτάξεις να φας. Αυτό δεν πρέπει να ισοπεδώνει τον πολιτισμό.
Έχεις δίκιο. Συνήθως η εξουσία δεν θέλει τους ανθρώπους να ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με τον πολιτισμό αρχίζουν να σκέφτονται, αρχίζουν να αμφιβάλλουν, να αναζητούν την αλήθεια και να απαιτούν περισσότερα από την εξουσία. Και, βέβαια, συνειδητοποιούν ότι δεν είναι μόνοι τους σε αυτόν τον αγώνα. Άρα νιώθουν πιο δυνατοί. Και οι εξουσίες μας θέλουν αδύναμους. Κάθε φορά που βρίσκομαι σε ένα χώρο πολιτισμού- από όποια θέση και να βρίσκομαι- νιώθω πως συμμετέχω σε μια συνωμοσία.

Ταυτότητα παράστασης

«Σπιρτόκουτο-The Musical», βασισμένο στην ταινία του Γιάννη Οικονομίδη [κατάλληλο για ηλικίες άνω των 18 ετών]

Στη «Στέγη Ιδρύματος Ωνάση»

Μουσική: Γιάννης Νιάρρος, Αλέξανδρος Λιβιτσάνος
Λιμπρέτο: Γιάννης Οικονομίδης, Δώρης Αυγερινόπουλος
Σκηνοθεσία-στίχοι: Γιάννης Νιάρρος
Χορογραφίες: Γιώτα Καλλιμάνη
Καλλιτεχνική επιμέλεια: Γιάννης Οικονομίδης
Καλλιτεχνική επιμέλεια για τη Στέγη: Αφροδίτη Παναγιωτάκου
Ενορχήστρωση και μουσική διεύθυνση: Αλέξανδρος Λιβιτσάνος
Σκηνικό: Εύα Γουλάκου
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Ηχοληψία: Γιάννης Λαμπρόπουλος
Σχεδιασμός ήχου: Μανώλης Μανουσάκης
Φωνητική διδασκαλία: Μαργαρίτα Παπαδημητρίου
Συνεργάτες μουσικής δραματουργίας: Γιώργος Κουτλής, Βασίλης Μαγουλιώτης
Βοηθός σκηνοθέτη: Αναστασία Στυλιανίδη, Ισαβέλλα Κασιμάτη

Διανομή: Γιάννης Αναστασάκης, Αγορίτσα Οικονόμου, Μάριος Σαραντίδης, Γιώργος Κατσής, Αποστόλης Ψυχράμης, Νάνσυ Σιδέρη, Δάφνη Δαυίδ, Βασίλης Δημακόπουλος, Δανάη Μουτσοπούλου, Eλένη Μπούκλη, Θεοδοσία Σαββάκη.

Μουσικοί: Σοφία Ευκλείδου (τσέλο), Δημήτρης Κλώνης (ντραμς), Αλέξανδρος Λιβιτσάνος (πλήκτρα), Γιώργος Μπουλντής(μπάσο), Σπύρος Νίκας (Σαξόφωνο), Βασίλης Παναγιωτόπουλος (τρομπόνι), Γιάννης Παπαδόπουλος(πιάνο), Kώστας Σαπούνης (τρομπέτα), Δημήτρης Στασινός (κιθάρα)

Διάρκεια: 105 λεπτά.

Ημέρες παραστάσεων: Τετ.-Κυρ. 8.30 μ.μ.

Εισιτήρια: 28-5 ευρώ

Οι παραστάσεις στις 21 και 22 Δεκεμβρίου θα παρουσιαστούν σε συνθήκες καθολικής προσβασιμότητας, σε συνεργασία με τον πολιτιστικό οργανισμό liminal. Θα συμπεριλαμβάνουν διερμηνεία στην ελληνική νοηματική γλώσσα και ελληνικό υπερτιτλισμό για κωφά και βαρήκοα άτομα, καθώς και ακουστική περιγραφή για άτομα με οπτική αναπηρία. Οι υπηρεσίες προσβασιμότητας παρέχονται με την υποστήριξη του δικτύου Europe Beyond Access, το οποίο πραγματοποιείται με τη συγχρηματοδότηση του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

@Photo credits: Ανδρέας Σιμόπουλος, Πηνελόπη Γερασίμου