«More than a game»: Ο Δημήτρης Ραπίδης ενώνει στο βιβλίο του «βασιλιάδες» κι «υπηρέτες» της μπάλας

Μαριλένα Καλόπλαστου
«More than a game»: Ο Δημήτρης Ραπίδης ενώνει στο βιβλίο του «βασιλιάδες» κι «υπηρέτες» της μπάλας

bet365

Ο Δημήτρης Ραπίδης έγραψε για το ποδόσφαιρο που είναι «more than a game» και το Gazzetta μίλησε μαζί του για την μπάλα που «δεν λεκιάζεται ποτέ», όσο κι αν κάποιοι κάνουν τα πάντα για το αντίθετο.

Η μπάλα κυλάει. Αέναα. Ελεύθερη. Τσουλάει σε χώματα, λεκιάζεται στη λάσπη, μέχρι ένα πόδι να την κλωτσήσει μακριά, κι εκείνη καθώς «πετά» στον αέρα να τινάξει από πάνω της τη βρωμιά. Η μπάλα κυλάει. Βρίσκεται σε «ματωμένα» χέρια. «Βολεύεται» αμήχανα μπροστά σε φωτογραφικού φακούς. Τυφλώνεται προς στιγμήν από το φλας και ύστερα καταλήγει πάλι στο αγαπημένο της γρασίδι. Και κυλάει...

Περνάει από την Κολομβία, στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου, από εκεί στην Αργεντινή, την Αλγερία, το Ιράν, το Μιλάνο και ταυτόχρονα κλείνει το μάτι στην Τσιάπας. Βυθίζεται στον μαγικό ρεαλισμό του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ξεβράζεται στην ρομαντική ποίηση του Πάμπλο Νερούδα, αλητεύει πάνω στις λέξεις του Εντουάρδο Γκαλεάνο. Η μπάλα κυλάει και φτάνει στα πόδια των ανταρτών των ΦΑΡΚ, ντροπιάζεται από τον Χουάν Περόν και τη Μαρί Λεπέν, «συναντά» τον Φιντέλ Κάστρο, τον Φρανσίσκο Φράνκο, τον Αρκάν.

Μέσα σε 231 σελίδες, σε 35 ιστορίες. Στο βιβλίο του Δημήτρη Ραπίδη «More than a game!», από τις εκδόσεις Απρόβλεπτες η μπάλα μπλέκεται στο πιο ανορθόδοξο ποδοσφαιρικό σύστημα. Καταλύει το total football των Ολλανδών, ξεπερνάει το tiki - taka των Ισπανών, ντριμπλάρει το κατενάτσιο του calcio. Εξυψώνεται πάνω από αυτά, γίνεται «εργαλείο» χειραφέτησης, όπλο αντίστασης, φωνή της ελευθερίας και των διεκδικήσεων, και καταβαραθρώνεται όταν τη φλερτάρουν επίμονα, παραβιαστικά τεχνοκράτες, πολιτικοί και καταπιεστές.

vivlio

Ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο που είναι πολλά περισσότερα από ένα παιχνίδι. Για το ποδόσφαιρο που στέκεται στο ύψος της ρήσης του του θρυλικού Μπιλ Σάνκλι: «Κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν πως το ποδόσφαιρο είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Είμαι απογοητευμένος με αυτή την άποψη. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως είναι κάτι πολύ σημαντικότερο από αυτό»!

Ο Δημήτρης Ραπίδης δηλώνει πρώτα και κύρια οπαδός του ποδοσφαίρου, μετέπειτα δημοσιογράφος, πολιτικός αναλυτής, συγγραφέας. Λατρεύει τον Ντιέγκο Μαραντόνα, ανησυχεί ότι το ποδόσφαιρο θα καταλήξει προϊόν πολυτελείας στα χέρια ανθρώπων που δεν δίνουν δεκάρα και μιλώντας στο Gazzetta για το πιο... μη ποδοσφαιρικό ποδοσφαιρικό βιβλίο, παραδέχεται ότι το ματωμένο Μουντιάλ του Κατάρ τού έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο για να συγκεντρώσει ιστορίες που αποδεικνύουν την άρρηκτη σχέση του αθλήματος με την κοινωνία και την πολιτική και να της παρουσιάσει σε ένα ενιαίο σώμα, με στόχο όσοι περιηγηθούν στις σελίδες του να συνειδητοποιήσουν ότι: «δεν υπάρχει no politica στο ποδόσφαιρο»!

Είσαι δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής, πως θα χαρακτήριζες την σχέση σου με το ποδόσφαιρο; Αισθάνεσαι φίλαθλος, ερευνητής, λάτρης του αθλήματος;

«Πρώτα και κύρια είμαι οπαδός και λάτρης του ποδοσφαίρου. Με τα «κολλήματά» μου, τις λόξες μου, τις παιδικές μου αναμνήσεις, τις μνήμες από την κερκίδα, την μπάλα που προσπαθώ ακόμη να παίζω με φίλους αλλά δύσκολα μαζευόμαστε, την ιεροτελεστία της Κυριακής και τα μεσοβδόμαδα ματσάκια στην Ευρώπη που προσπαθώ να παρακολουθώ μέσα στο φόρτο της δουλειάς, το καθημερινό σκρολάρισμα σε σάιτ. Αλλά και το ποδόσφαιρο των μικρότερων κατηγοριών και το αυτοοργανωμένο ποδόσφαιρο που θέλω κάπως να βάλω στο πρόγραμμά μου.

Εσχάτως έχω μπει και στο ερευνητικό κομμάτι, αναζητώντας με μανία ιστορίες που αναδεικνύουν την άρρηκτη σχέση ποδοσφαίρου και πολιτικής, αλλά και τις ποικίλες κοινωνικές κι ανθρωπολογικές διαστάσεις του αθλήματος. Από εκεί προέκυψε και το βιβλίο «More than a game!» από τις Εκδόσεις Απρόβλεπτες. Είναι μία πρώτη προσπάθεια συλλογής ιστοριών από όλο τον κόσμο όπου το ποδόσφαιρο είναι η «βιτρίνα» για όσα γίνονται με αφορμή αυτό, αλλά και πίσω από αυτό, στο παρασκήνιο, εντός κι εκτός γηπέδου.»

Ποια ήταν η αφορμή της συγγραφής του βιβλίου;

«Σκεφτόμουν καιρό να σουλουπώσω ιστορίες τις οποίες είχα γράψει και κρατούσα φυλαγμένες σε αρχείο, με το Μουντιάλ του Κατάρ να μου δίνει το παραπάνω κίνητρο για να τις φτιάξω σε ένα ενιαίο σώμα κειμένου. Όλα όσα προηγήθηκαν του τουρνουά, οι αποκαλύψεις διεθνών ΜΜΕ για το θάνατο χιλιάδων μεταναστών εργατών, η φίμωση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στο εμιράτο, το ατελείωτο sportswashing από τη FIFA, οι άθλιες συνθήκες εργασίας, η ακραία πολιτική εκμετάλλευση του αθλήματος και η αχαλίνωτη εμπορευματοποίηση, με οδήγησαν να κάτσω και να φτιάξω το βιβλίο.

Στόχος ήταν να συγκεντρωθούν κάποιες σημαντικές ιστορίες από όλο το κόσμο που καλύπτουν μία περίοδο άνω των 100 χρόνων, που «παντρεύουν» πολιτική, διεθνείς σχέσεις, γεωπολιτική και ιστορία με το ποδόσφαιρο και αποδεικνύουν ότι το πιο λαοφιλές άθλημα παγκοσμίως ήταν και θα είναι πάντα συνδεδεμένο με την πολιτική, τα κινήματα, τις συλλογικές διεκδικήσεις, αυταρχικούς δικτάτορες, φυλετικές και εθνοτικές συγκρούσεις, οράματα και διεκδικήσεις «από τα κάτω». »

Αν έπρεπε να ξεχωρίσεις μια από τις 35 ιστορίες και να της αφιερώσεις περισσότερο χώρο -ή γιατί όχι ένα νέο βιβλίο- ποια θα ήταν;

«Νομίζω ότι για το 11ο κεφάλαιο, με τα κορίτσια του Πρέστον στην Αγγλία, θα αφιέρωνα άνετα περισσότερο χώρο. Ευρύτερα για το ποδόσφαιρο γυναικών έχω ξεκινήσει έρευνα, διαβάζω πολλά πράγματα από όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με τη διαδικασία χειραφέτησης και το φεμινιστικό κίνημα, αλλά και τις εξελίξεις που έχουμε σήμερα σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη και στις ΗΠΑ που δείχνουν ότι σταδιακά το ποδόσφαιρο γυναικών αρχίζει να κερδίζει χώρο στη συνείδηση των ποδοσφαιρόφιλων. Είναι μακρύς ο δρόμος για να κατακτήσει τη θέση που του αξίζει, τόσο σε επίπεδο παρακολούθησης κι ανάπτυξης στις τοπικές κοινωνίες, όσο βέβαια και στο μισθολογικό, κυρίως γιατί έρχεται αντιμέτωπο με κυρίαρχες πατριαρχικές αντιλήψεις στο άθλημα. Συνολικά, ωστόσο, εκτιμώ ότι συγκεντρώνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια κι αυτό μόνο καλό είναι συνολικά για το ποδόσφαιρο.»

Υπάρχει κάποια που σε δυσκόλεψε περισσότερο σε επίπεδο έρευνας;

«Νομίζω ότι αρκετές ιστορίες είχαν τις δυσκολίες τους. Αν επέλεγα όμως μία ιστορία, αυτή θα ήταν για την Υεμένη, για μία χώρα πραγματικά παρατημένη από την παγκόσμια κοινότητα, που βιώνει μία βαθιά ανθρωπιστική κρίση και κανείς δεν ασχολείται. Οι πληροφορίες, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο, αλλά συνολικά για ό,τι συμβαίνει εκεί, είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Σαν να μην υπάρχει στο χάρτη, λησμονημένη μέσα στην τραγωδία της. Ε, ακόμα και σε αυτή την ξεχασμένη γη, το ποδόσφαιρο συνεχίζει να κρατά ζωντανή την ελπίδα των ανθρώπων για κάτι καλύτερο. Συνεχίζει να φέρνει χαμόγελα στα χείλη, έστω προσωρινά, όπως συνεχίζει να αποτελεί και πεδίο σύγκρουσης και πολιτικής εκμετάλλευσης από όλες τις πλευρές.»

Διαβάζοντάς το κανείς, τι θα ήθελες να του εντυπωθεί;

«Ότι δεν υπάρχει no politica το ποδόσφαιρο. Ότι ακόμα και όσοι στηρίζουν το no politica, στην πραγματικότητα υιοθετούν μία συγκεκριμένη πολιτική θέση. Ότι το ποδόσφαιρο είναι τόσο βαθιά συνυφασμένο με την πολιτική, που δεν μπορεί να την αγνοήσει. Ότι το ποδόσφαιρο είναι αντανάκλαση της κοινωνίας, των προβλημάτων, των ονείρων και των διεκδικήσεών της με τρόπο που ελάχιστοι άλλοι κρατικοί ή μη κρατικοί θεσμοί μπορούν τα το κάνουν. Ότι, πέρα από τις εθνικές ιδιαιτερότητες, το ποδόσφαιρο είναι ένα κορυφαίο οικουμενικό πάθος, ένα παγκόσμιο γεγονός, βαθιά συνδεδεμένο με την ιστορία λαών, με κοινωνικά κι απελευθερωτικά κινήματα, με σκοτεινές πολιτικές προσωπικότητες, με ένοπλες ομάδες, με παίκτες, με οπαδούς, με τα πάντα. Το ποδόσφαιρο είναι παντού και με το βιβλίο αυτό θέλω να «παντρέψω» δύο αναγνωστικά κοινά: τους αμιγώς ποδοσφαιρόφιλους, αλλά και εκείνους που τους αρέσει η ιστορία, η πολιτική επιστήμη, η κοινωνιολογία και οι διεθνείς σχέσεις κι αναζητούν ερέθισμα για το πώς το συγκεκριμένο άθλημα «μπλέκεται» διαρκώς στα πόδια των παραπάνω επιστημονικών πεδίων.»

Αν έδινες έναν άλλο τίτλο στο βιβλίο, ποιος θα ήταν;

«Νομίζω ότι αυτός ο τίτλος, το «More than a game!», αποδίδει καλύτερα από ό,τι άλλο καθεμία από τις ιστορίες.»

Πόσο κοντά στις ρίζες του είναι το ποδόσφαιρο σήμερα;

«Παραμένει κοντά στις ρίζες του, δηλαδή κοντά στις τοπικές κοινωνίες. Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα τελευταία χρόνια πολιτικοί κι αθλητικοί παράγοντες θέλουν να καταστήσουν τους οπαδούς αποκλειστικά "πελάτες" και "καταναλωτές" και το άθλημα ένα προϊόν ακραίας εμπορικής εκμετάλλευσης. Δες τι έγινε με το Κατάρ, δες τι επιχειρείται με την European Super League. Ματωμένα ποσά, διαφθορά, θάνατος χιλιάδων ανθρώπων, ακριβά εισιτήρια στα γήπεδα, υψηλό κόστος στη συνδρομητική τηλεόραση. Κι όλα αυτά συμβαίνουν καθώς οι πολιτικοί θεσμοί χάνουν την αξιοπιστία τους, η πολιτική ευρύτερα συντηρητικοποιείται σε Ευρώπη, ΗΠΑ, αλλά και παγκοσμίως, η ακροδεξιά και η alt-right ενισχύονται, η νεολαία ψάχνει διέξοδο στο γήπεδο και δεν την βρίσκει, είτε λόγω υψηλού κόστους, είτε γιατί η οπαδική βία δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, είτε γιατί η αστυνομία κι άλλοι παράγοντες παίζουν ένα περίεργο παιχνίδι που δεν προστατεύει το άθλημα, αλλά το μολύνει.»

Παρότι -λίγο ή πολύ- άπαντες γνωρίζουν για τα παιχνίδια που στήνονται στις πλάτες του ποδοσφαίρου, θεωρείς ότι ο μέσος φίλαθλος επηρεάζεται;

«Θεωρώ ότι επηρεάζεται όσο καταφέρνει και ενημερώνεται. Όσο περισσότερες είναι οι πηγές ενημέρωσης, όσο περισσότερη κριτική αξιολόγηση και προβληματισμός υπάρχει, τόσο περισσότερο εντυπώνεται στη συνείδηση όλων μας ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάτι "βρομάει»" εδώ, ότι κάτι δεν μας αρέσει και πρέπει να κάνουμε κάτι γι’αυτό. Δεν είναι εύκολο να συμμετάσχει κάποιος σε πρωτοβουλίες, όπως για παράδειγμα το μποϊκοτάρισμα του Μουντιάλ του Κατάρ, γιατί μπορεί να θεωρεί ότι δεν τον εκφράζει κάτι τέτοιο ή ότι είναι ανώφελο, ωστόσο μόνο και μόνο το γεγονός ότι άκουσε γι’αυτό, ότι κάτι διάβασε κάτι γι’αυτό, είναι μία θετική εξέλιξη που με τη σειρά της δημιουργεί μικρές ρωγμές στο κυρίαρχο αφήγημα της αδιαφορίας και του no politica, ότι το ποδόσφαιρο είναι μόνο μία πολιτικά ουδέτερη δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου.»more than a game

Σε προβληματίζει η διεκδίκηση του Μουντιάλ του 2030 από τη χώρα μας από κοινού με τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο;

«Ναι, φυσικά με προβληματίζει. Και με προβληματίζει γιατί η χώρα μου μπαίνει ως εταίρος σε μία υποψηφιότητα που διεκδικούν δύο αμιγώς αντιδημοκρατικά, αυταρχικά καθεστώτα. Δύο καθεστώτα που καταπατούν συστηματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα, που φιμώνουν την ελευθερία της έκφρασης, θεωρούν τις γυναίκες πολίτες β’ κατηγορίας, υιοθετούν και εφαρμόζουν ανελεύθερες, σκοταδιστικές πολιτικές. Όσο κι αν θέλω να δω το Μουντιάλ στην πατρίδα μου, δεν θέλω κάτι τέτοιο να γίνει άνευ όρων, ούτε με αγγίζει το επιχείρημα ότι "θα μας χτίσουν γήπεδα οι Σαουδάραβες". Καλύτερα να μην έχουμε ποτέ τα γήπεδα που θέλουμε, αν είναι να χτιστούν με χρήματα βαμμένα με αίμα.»

Σε βάθος χρόνου πιστεύεις ότι το άθλημα (στο υψηλότερο επίπεδο) θα γίνει «προϊόν πολυτελείας»;

«Αυτό φαίνεται ότι είναι το πλάνο της FIFA, όπως επίσης και το πλάνο κάποιων ιδιοκτητών μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων. Το πρότζεκτ της European Super League αυτό το στόχο θέλει να εξυπηρετήσει, ένα κλειστό κλαμπ με λίγες ομάδες, με ανεξάντλητα έσοδα, με παίκτες-ρομπότ, μαριονέτες χορηγών. Θα κερδίζουν όλο και λιγότεροι όλο και περισσότερα, με αποτέλεσμα το «υπόλοιπο ποδόσφαιρο», επαγγελματικό και ερασιτεχνικό, να μαραζώσει. Επίσης, η είσοδος της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας και των εμίρηδων του Κατάρ στο ποδόσφαιρο, αγοράζοντας ομάδες με κρατικό χρήμα, δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό, ανοίγει την ψαλίδα επικίνδυνα και «εγκλωβίζει» τους υπόλοιπους επενδυτές του αθλήματος.

Για να το θέσουμε σε ένα ανάλογο πλαίσιο, φαντάσου ξαφνικά το γαλλικό ή το γερμανικό κράτος για παράδειγμα, να αγοράσουν ομάδες και να δαπανούν σε αυτές ποσά των φορολογούμενων. Αυτή η πρακτική δεν είναι προβληματική; Δεν δημιουργεί θεσμικά ερωτήματα; Δεν πάει το άθλημα σε εντελώς άλλη κατεύθυνση; Αν θεωρούμε κάτι τέτοιο εκτός πραγματικότητας για ευρωπαϊκά κράτη, για κάθε κράτος αν θες, πως είναι δυνατόν η FIFA, η UEFA, οι εθνικές ομοσπονδίες να αφήνουν τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ να αγοράζουν ομάδες, όπως η Παρί Σεν Ζερμαίν, η Μάντσεστερ Σίτι και η Νιούκαστλ, χρησιμοποιώντας κρατικά ποσά; Το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι οι ανώτατοι ποδοσφαιρικοί παράγοντες δεν ενδιαφέρονται και δεν αγαπούν το ποδόσφαιρο, αυτό που πρεσβεύει κι αυτό που κουβαλά, δεν σέβονται το άθλημα, και τους απασχολεί μονάχα να αυξηθούν τα κέρδη μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων εις βάρος των πολλών, εις βάρος των οπαδών και τελικά εις βάρος του ίδιου του ποδοσφαίρου.»

Φωνές, όπως για παράδειγμα, αυτή του Ερίκ Καντονά εκλείπουν πια, ελάχιστοι ποδοσφαιριστές μιλούν για κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Θα επηρεάσει αυτό την ιδιαίτερη φύση του αθλήματος;

«Ναι, εκτιμώ ότι θα την επηρεάσει. Το ποδόσφαιρο είναι το πιο δημοφιλές άθλημα και σημαντικό μέρος της δημοφιλίας του έχει να κάνει και με τον πολιτικό και κοινωνικό του χαρακτήρα. Παίκτες με επιρροή θα μπορούσαν να περνάνε μηνύματα προς την κοινωνία, να συμβάλλουν σε έναν καλύτερο κόσμο, να χτίζουν συνειδήσεις, να επηρεάζουν εκατομμύρια ανθρώπους. Φαντάσου τον Μέσι ή τον Ρονάλντο για παράδειγμα να μιλούσαν ανοιχτά για την έμφυλη βία ή την φτώχεια, τι θα γινόταν. Δυστυχώς όμως δεν συμβαίνει αυτό γιατί οι παίκτες φοβούνται μην βρεθούν στο περιθώριο, μην «θυσιάσουν» υποτίθεται την καριέρα τους για μια δήλωση. Το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί καθημερινά κι αναπτύσσεται ο ποδοσφαιριστής τον αποτρέπει να μιλάει για κοινωνικά ζητήματα και του επιβάλλει να «κάνει τη δουλειά του». Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις, όπως του Μάρκους Ράσφορντ ή του Σαντιό Μανέ για παράδειγμα, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν αρκούν για να κάνουν τη διαφορά.»

Μένεις το τελευταίο διάστημα στην Αγγλία, τη «μητέρα» του αθλήματος, πώς αποτυπώνεται/ τεκμηριώνεται αυτό σήμερα;

«Εκπληκτικά γήπεδα, «γεμάτη» και πλούσια γηπεδική εμπειρία, συναρπαστικά παιχνίδια, ταχεία ανάπτυξη του ποδοσφαίρου γυναικών, πολλά, νέα παιδιά που ασχολούνται με το άθλημα σε τοπικό επίπεδο, εξαιρετικές δημοτικές εγκαταστάσεις με άρτια συντηρημένα γηπεδάκια, γεμάτες παμπ στα παιχνίδια, γειτονιές που στηρίζουν το τοπικό σωματείο. Όλος δηλαδή ο ποδοσφαιρικός «μηχανισμός» δουλεύει στο φουλ, από την Πρέμιερ Λιγκ μέχρι την τελευταία κατηγορία, μέχρι το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο. Υπάρχουν επίσης οργανώσεις που ασχολούνται με το αποτύπωμα του ποδοσφαίρου στις τοπικές κοινωνίες, σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Το άθλημα μπαίνει σε «σκληρές» κοινωνίες, εκεί που φουντώνει η φτώχεια και οι ανισότητες, και παίζει το ρόλο του, τραβώντας νέους έξω από το φάσμα της εγκληματικότητας, της βίας και της ανέχειας. Είναι πολλά που μπορούμε να μάθουμε από τους Άγγλους σε αυτό το επίπεδο, να μεταφέρουμε τεχνογνωσία στην Ελλάδα, να κάνουμε το άθλημα πυλώνα κοινωνικών αλλαγών. Πολιτική βούληση και οργάνωση χρειάζεται.»

Η ιστορία ποιου ποδοσφαιριστή σε συναρπάζει;

«Του Μαραντόνα. Με συναρπάζει και με θλίβει παράλληλα. Ένα ατίθασο αγρίμι που έβγαζε γλώσσα στο σύστημα. Ένας τρομερά ταλαντούχος παίκτης που πάλευε με τους δαίμονές του. Που δεν ξεχνούσε τους συμπαίκτες τους. Που λοιδορήθηκε όσο κανείς, παρότι ακόμα κι αυτοί που λάτρευαν να τον μισούν, αναγνώριζαν στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο γεννημένο με το χάρισμα να μαγνητίζει τα πλήθη. Εξαιρετικά επιδραστικός, έχει μπει και στρογγυλοκαθίσει στο συλλογικό μας ασυνείδητο όσο κανείς άλλος παίκτης. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι χάρισε σε εκατομμύρια ανθρώπους το δικαίωμα να ονειρεύονται και να οραματίζονται. Κανείς άλλος δεν το έκανε αυτό. Γι’αυτό η προσφορά του στο άθλημα είναι και θα είναι ανεκτίμητη.»

Αν το ποδόσφαιρο ήταν ποιητής/καλλιτέχνης ποιος θα ήταν και γιατί;

«Για εμάς, θα ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Ένας άνθρωπος που φούντωνε η ψυχή και η καρδιά σου όταν τον έβλεπες πάνω τη σκηνή, όταν μιλούσε ή διεύθυνε μία ορχήστρα, ένας γνήσιος εκφραστής της ταλαιπωρημένης ελληνικής ψυχής, των αγώνων, της χαράς, του καημού της κοινωνίας μας μεταπολεμικά και μέχρι φυσικά τις μέρες μας. Για τον υπόλοιπο κόσμο, ίσως να ήταν ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, παθιασμένος ποδοσφαιρόφιλος, που είδε μέσα από το θέατρο την οδό για την μαρξιστική θεώρηση του κόσμου "μοιράζοντάς" την σε εκατομμύρια ανθρώπους, όπως είδε μέσα από το ποδόσφαιρο τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο και να εκφράσει συλλογικές διεκδικήσεις και ταυτότητες.»

Τι είναι τελικά αυτό που κάνει το ποδόσφαιρο τόσο δημοφιλές και οικουμενικό;

«Είναι το πιο δίκαιο κι αναπάντεχο στην εξέλιξή του άθλημα. Όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό, στο ποδόσφαιρο όλα μπορούν να συμβούν ανεξαρτήτως της δυναμικής των αντιπάλων, των παικτών, των μπάτζετ. Αυτό έχει επαληθευτεί και στατιστικά, σε σύγκριση με άλλα αθλήματα. Είναι, δηλαδή, εξαιρετικά απρόβλεπτο. Το έχουμε δει να επαληθεύεται αμέτρητες φορές, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, σε όλες τις διοργανώσεις, παντού. Επίσης, όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον, το ποδόσφαιρο είναι βίωμα. Είναι η κερκίδα που μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα, να «τραβήξει» κάτω μία ομάδα ή αντίθετα να την εξυψώσει. Είναι τα πανό και τα συνθήματα, ένα κοινωνικό φαινόμενο που άλλοτε η πολιτική εξουσία υποχωρεί μπροστά του, άλλοτε θέλει να το δαμάσει. Είναι, με λίγα λόγια, "More than a game!"»

 

ΜΟΥΝΤΙΑΛ 2022 Τελευταία Νέα