Η απόδοση της Τούμπας δείχνει ότι όταν “θέλει” η ΑΕΚ “μπορεί”

Η απόδοση της Τούμπας δείχνει ότι όταν “θέλει” η ΑΕΚ “μπορεί”

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Η απόδοση της Τούμπας δείχνει ότι όταν “θέλει” η ΑΕΚ “μπορεί”

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για την αδυναμία της ΑΕΚ του Αργύρη Γιαννίκη στην αγωνιστική νοοτροπία, μετά το νέο δεδομένο που δημιούργησε η καλή απόδοσή της απέναντι στον ΠΑΟΚ.

Η ανάλυση της απόδοσης ορίζει ως “δυναμική” μιας ομάδας την πορεία της στην διάρκεια των τελευταίων 5 αγώνων της. Στην περίπτωση του ΠΑΟΚ - ΑΕΚ της Τετάρτης επρόκειτο να αναμετρηθούν δύο ομάδες με μεγάλη διαφορά στην δυναμική. Ο ΠΑΟΚ που ερχόταν από 5 σερί νίκες στα τελευταία 5 ματς πρωταθλήματος υποδεχόταν την ΑΕΚ που είχε 2 (εντός έδρας) ήττες, 1 ισοπαλία και 2 νίκες στα τελευταία 5 ματς της για την Superleague. Όταν κανείς λοιπόν λαμβάνει υπόψη τι είχε προηγηθεί και συνεπώς τι είχε να διαχειριστεί εσωτερικά η ΑΕΚ, αντιλαμβάνεται την απόδοσή της στην Τούμπα ως σημάδι ικανότητας να ανασυνταχθεί.

Απέναντι στον ΠΑΟΚ η ΑΕΚ κράτησε λιγότερο την μπάλα (63% - 37% κατοχή για τον ΠΑΟΚ) και την κυκλοφόρησε με μικρότερη ακρίβεια (84% ο ΠΑΟΚ, 72% η ΑΕΚ). Κατάφερε όμως αφενός να αξιοποιήσει τον δικό της μικρότερο χρόνο κατοχής με 23 οργανωμένες επιθέσεις (ο ΠΑΟΚ έκανε 30) και να δημιουργήσει καταστάσεις για να σκοράρει. Έκανε περισσότερες τελικές προσπάθειες στον στόχο (3 η ΑΕΚ, 2 ο ΠΑΟΚ), κι αν κανείς προσθέσει τις επιθέσεις που δεν ολοκληρώθηκαν λόγω των επεμβάσεων του Πασχαλάκη ως λίμπερο και την επίθεση που οδήγησε στο γκολ του Τσούμπερ που ακυρώθηκε φτάνει στην διαπίστωση ότι η ΑΕΚ ήταν αρκετά απειλητική για τον χρόνο κατοχής και την τακτική που ακολούθησε σε αυτό το ματς.

Αποτελεσματικό αγωνιστικό πλάνο

Η ΑΕΚ ήταν λειτουργική επειδή διάβασε νωρίς την αδυναμία που είχε ο ΠΑΟΚ στον κεντρικό άξονα στην φάση άμυνας λόγω της απουσίας του Τσιγγάρα και της σύγχρονης παρουσίας των Κούρτιτς - Σβαμπ και κατάφερε έτσι, επενδύοντας πολύ στις άμεσες μεταβάσεις στην επίθεση με μοχλό ανάπτυξης τον Ντάρκο Γέβτιτς να πάει σε γρήγορες επιθέσεις και να δημιουργήσει ευκαιρίες. Κανείς δεν ξέρει αν ο Γέβτιτς θα έκανε το ίδιο “πάρτι” στο μεσαίο τρίτο του τερέν (ήταν εύστοχες οι 3 από τις 4 πάσες που έκανε προς το τελευταίο τρίτο του τερέν) στην περίπτωση που απέναντί του είχε πιο πιεστικούς κεντρικούς μέσους ή μέσους με πιο γρήγορες επιστροφές από αυτές των Κούρτιτς και Σβαμπ. Το γεγονός πάντως είναι ότι κατάφερε να εκμεταλλευτεί ένα αδύναμο σημείο της αντίπαλης ομάδας και να επενδύσει σε αυτό - κάτι που πιστώνεται στον προπονητή που έφτιαξε το πλάνο και στους ποδοσφαιριστές που το ακολούθησαν.

Η πάσα του Γέβτιτς

Η τρίτη πάσα του Γέβτιτς

Σε ένα ματς που είχε την μπάλα λιγότερο από τον αντίπαλο, η ΑΕΚ δημιούργησε πιο κλασικές ευκαιρίες (xG: 0.64) από τον ΠΑΟΚ (xG: 0.45) και εκδήλωσε μια επίθεση που οδήγησε σε γκολ που δεν μέτρησε. Με άλλα λόγια κατάφερε να αμυνθεί αποτελεσματικά, και συγχρόνως να γίνει απειλητική. Και αυτό συνέβη, όταν εστιάζει κανείς στην δική της συμπεριφορά, επειδή έμεινε συγκεντρωμένη και προσηλωμένη στην εκτέλεση του αγωνιστικού πλάνου της μέχρι την λήξη του παιχνιδιού.

Η αγωνιστική νοοτροπία

Όταν συγκρίνεις αυτό το δείγμα της απόδοσής της με αυτά της προηγούμενης 5αδας αγώνων, σου δημιουργείται η αίσθηση ότι η ΑΕΚ έχει αδυναμία στην αγωνιστική νοοτροπία της. Μια ομάδα που έχει την ικανότητα να αμυνθεί αποτελεσματικά σε έναν εκτός έδρας αγώνα με τον ΠΑΟΚ με πάνω - κάτω τους ίδιους ποδοσφαιριστές που είχε στο τερέν στα προηγούμενα παιχνίδια, είναι μια ομάδα που “μπορεί”. Συνεπώς το ότι δεν “μπόρεσε” στους προηγούμενους αγώνες οφείλεται - πάντοτε σε ότι αφορά την δική της απόδοση - στο ότι δεν συμπεριφέρθηκε καλά, ψυχικά και πνευματικά, στην διαχείριση των καταστάσεων που της προέκυψαν στα προηγούμενα παιχνίδια.

Μια ομάδα που δεν “τελειώνει” τα παιχνίδια επειδή δεν είναι όσο συγκεντρωμένη και αποφασιστική χρειάζεται κατά την ολοκλήρωση των επιθέσεων, μια ομάδα που “χάνει” παιχνίδια επειδή δεν έχει συγκέντρωση και ένταση κατά την φάση της άμυνας απέναντι σε ομάδες που αμύνονται με βάθος και επιχειρούν να επιτεθούν στους κενούς χώρους, μια ομάδα που κάνει σοβαρά ατομικά τακτικά λάθη, είναι μια ομάδα που είτε “δεν μπορεί” είτε “δεν θέλει”. Η απόδοση της Τούμπας αφαιρεί το “δεν μπορεί”. Και δημιουργεί ή συντηρεί την αίσθηση ότι οι ποδοσφαιριστές δεν αποδίδουν, στο επίπεδο της ατομικής ή της ομαδικής τακτικής, για λόγους σχετικούς με το “δεν θέλω” ή το “δεν ψήνομαι” και όχι το “δεν μπορώ”.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Αργύρης Γιαννίκης είναι πρωτόγνωρη για εκείνον, διότι δεν είχε προϋπάρξει σε μεγάλη ομάδα. Συνεπώς είναι φυσιολογικό να δοκιμάζεται στο κομμάτι της νοοτροπίας που δημιουργεί με την ηγεσία του. Δεν είναι απλό για έναν νεαρό προπονητή χωρίς βαρύ βιογραφικό το να επιβληθεί αλλά και να εμπνεύσει και να παρακινήσει ποδοσφαιριστές με βαριά βιογραφικά. Το παιχνίδι της Τούμπας, που είναι το πρώτο ντέρμπι στον καιρό του Γιαννίκη που η ΑΕΚ το ολοκληρώνει με υψηλότερη τιμή από τον αντίπαλό της στα xGoals, δημιουργεί ένα νέο δεδομένο για τον προπονητή και τους ποδοσφαιριστές του: τώρα ξέρουν ότι “μπορούν” με το πλάνο του, όταν είναι καλά προετοιμασμένοι ψυχικά και πνευματικά. Και τώρα πρέπει να αποδείξουν, ο προπονητής ότι βρήκε τον τρόπο να προετοιμάζει αποτελεσματικά την ομάδα του στο κομμάτι της νοοτροπίας, και οι ποδοσφαιριστές ότι θέλουν να αποδίδουν με ψυχή και πνεύμα το αγωνιστικό πλάνο του. Στα προηγούμενα παιχνίδια κάτι από τα δύο συνέβαινε: ή ο προπονητής δεν κατάφερνε να προετοιμάσει αποτελεσματικά την ομάδα του ψυχικά και πνευματικά, ή οι ποδοσφαιριστές δεν είχαν “ψηθεί” πολύ να τον ακολουθήσουν. Αυτός ο γρίφος κρύβει και την απάντηση στην ΑΕΚ σχετικά με το αν και ποιους πρέπει να αλλάξει το ερχόμενο καλοκαίρι.

Πηγή στοιχείων ανάλυσης της απόδοσης: Wyscout

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.