Μετά από καιρό, η Ελλάδα έμοιαζε πάλι με ομάδα

Μετά από καιρό, η Ελλάδα έμοιαζε πάλι με ομάδα

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Μετά από καιρό, η Ελλάδα έμοιαζε πάλι με ομάδα

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος αναλύει την εικόνα της Εθνικής απέναντι στην Ιταλία και χαίρεται με τα καλά νέα, δίχως όμως να βιάζεται να μιλήσει για ανάκαμψη προτού δει το ματς της ερχόμενης Τρίτης με τη Βοσνία.

Το καλύτερο νέο ήταν το σχετικό με την νοοτροπία των ποδοσφαιριστών, δηλαδή τη νοοτροπία της ομάδας. Ποδοσφαιριστές που έδειχναν με τη συμπεριφορά τους, με τη γλώσσα του σώματος, με τον τρόπο που χρησιμοποιούσαν στην ενδοεπικοινωνία της ομάδας ότι βάζουν το “εγώ” στην υπηρεσία του συνόλου. Ποδοσφαιριστές που κρατούσαν θετική στάση απέναντι στον συμπαίκτη, που δεν “έκραζαν”, ούτε δυσανασχετούσαν στο λάθος, που εμψύχωναν τον συμπαίκτη και που έσπευδαν να διορθώσουν τα λάθη και να καλύψουν τα κενά δίχως να “ζητούν τα ρέστα”. Προπονητής που κρατούσε θετική στάση κατά την εξέλιξη του παιχνιδιού, δίχως κραυγές, δίχως να σηκώνει τα χέρια για να φανερώσει τηλεοπτική αγανάκτηση για ένα σοβαρό λάθος ή μια κακή εκτέλεση.

Το δεύτερο καλό μαντάτο της βραδιάς ήταν το σχετικό με την οργάνωση της ομάδας κατά την εκτέλεση του αγωνιστικού σχεδίου, το οποίο πήγαζε από μια σαφή στρατηγική. Η στρατηγική του προπονητή ήταν να βάλει την ομάδα του να αμυνθεί με βάθος, με όραμα να “μείνει μέσα στο ματς” η Ελλάδα μέχρι το τέλος. Το σχέδιο που υπηρετούσε τη στρατηγική ήταν η άμυνα με μεγάλο βάθος και η ιδέα να ψάξει το γκολ με τρεις τρόπους: τις γρήγορες επιθέσεις, τις αντεπιθέσεις, και το πρέσινγκ ψηλά όταν ο αντίπαλος έδινε το έναυσμα κατά το χτίσιμο των επιθέσεών του από το αμυντικό του τρίτο. Ολα αυτά οι ποδοσφαιριστές προσπάθησαν να τα υπηρετήσουν κατά γράμμα.

Το τρίτο καλό μαντάτο ήταν ο χαρακτήρας. Η Εθνική δεν ζαλίστηκε, ούτε καταρρακώθηκε ψυχολογικά μετά το 1-0 του 63'ου λεπτού και γι' αυτό κατάφερε δέκα λεπτά αργότερα, στο 73' να δημιουργήσει την τρίτη καλύτερη ευκαιρία της, με τον Μπακασέτα. Ναι, μετά το 2ο γκολ που δέχθηκε στο 80' η Ελλάδα έκανε μόνο 6 επιθέσεις (όσες και οι Ιταλοί στο ίδιο διάστημα) και έφτασε μόνο σε 3 τελικές ενέργειες (οι Ιταλοί είχαν 5 στο ίδιο διάστημα), αλλά κανείς θα έπρεπε να στέκεται με μεγάλη αυστηρότητα απέναντι σε αυτή την Εθνική, που ήταν μια ομάδα ολίγων ημερών, για να της πει ότι “παράτησε” το ματς μετά το 2-0 και αποδείχθηκε “λίγη”.

Σχετική με το τρίτο καλό μαντάτο είναι και η σχετική διαπίστωση για την ικανότητα της ομάδας των συνεργατών του προπονητή στην ανάλυση του αντιπάλου και η συνολική αποτελεσματικότητα που έδειξε το τεχνικό επιτελείο στην προετοιμασία ενός αγωνιστικού πλάνου που ήταν καλό. Πώς γίνεται να ήταν καλό το σχέδιο μιας ήττας με 2-0; Γίνεται, διότι στους προπονητές αναλογεί να αναγνωρίσουν στο παιχνίδι του αντιπάλου τις αδυναμίες και τα δυνατά σημεία και να δουλέψουν προκειμένου να προετοιμάσουν την ομάδα τους να χτυπήσει τον αντίπαλο στις αδυναμίες και να προλάβουν τα προβλήματα που θα δημιουργούσαν τα δυνατά κομμάτια παιχνιδιού του αντιπάλου. Η Ελλάδα στήθηκε να αμυνθεί με συνοχή, με κοντινές αποστάσεις μεταξύ των γραμμών της και των ποδοσφαιριστών της και κάπως έτσι κατάφερε να περιορίσει πολύ τους χώρους και να μην επιτρέψει στους Ιταλούς να βάλουν υψηλό ρυθμό στην κυκλοφορία της μπάλας και την ανάπτυξη των επιθέσεών τους. Και κατάφερε να δημιουργήσει προβλήματα χάρη στο πρέσινγκ ψηλά αλλά και χάρη στην επιλογή να παίζει γρήγορα με κινήσεις ανάμεσα ή κοντά σε κεντρικούς αμυντικούς οι οποίοι στα προηγούμενα παιχνίδια είχαν δείξει ότι είναι ευάλωτοι σε αυτές τις καταστάσεις παιχνιδιού.

Ναι, όλα πήγαν καλά, αλλά στο 61' ο Βεράτι εκμεταλλεύτηκε με την κίνησή του τον χώρο που του άφησε ο Κουρμπέλης στην πλάτη του, στην μόνη στιγμή, μέχρι τότε, που έχασε την συγκέντρωση και τον αντίπαλό του, και δημιούργησε την ευκαιρία που έφερε το πέναλτι. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν και η μόνη μουτζούρα σε ένα εντυπωσιακά καλό διαγώνισμα που παρέδιδε μέχρι εκείνη τη στιγμή η ομάδα που παρουσίασε ο Φαν'τ Σιπ: από το 46' η Ιταλία φώναζε ότι αλλάζει τον ρυθμό του παιχνιδιού, ο παρατηρητής παρατηρούσε πολύ μεγαλύτερο αριθμό τεχνικών και τακτικών ενεργειών των Ιταλών ανά 10'' παιχνιδιού συγκριτικά με τον ρυθμό του πρώτου ημιχρόνου, με άλλα λόγια οι Ιταλοί έδειχναν ότι βάζουν ένταση και επιδιώκουν να κουράσουν το μυαλό και τα πόδια των Ελλήνων προκειμένου να προκαλέσουν το λάθος και να το εκμεταλλευτούν. Αυτό που συνέβη στο 61' έμοιαζε με το μοιραίο, το οποίο νομοτελειακά ερχόταν. Απέναντι όμως σε μια ομάδα ανώτερης ποιότητας, σε ομαδικό και ατομικό επίπεδο, η Ελλάδα θα μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα της μόνο με το γκολ που δεν πέτυχε στο 60', στην αντεπίθεση που εκτέλεσε γρήγορα μετά το κόψιμο του Ζέκα, με εκφραστή τον Κουλούρη που δεν βρήκε εστία. Με απλά λόγια, πρέπει κανείς να είναι παραπάνω από αυστηρός με τον Φαν'τ Σιπ για να ισχυριστεί ότι “έβλεπε το κακό να έρχεται και δεν το πρόλαβε”. Ακόμη και αν είχε ανεβάσει λίγο ψηλότερα στο τερέν την ομάδα του ο Ολλανδός δεν υπήρχε απολύτως καμία εγγύηση ότι “θα προλάβαινε το κακό”. Η Ελλάδα έδειξε παθητική στην άμυνά της, επέτρεψε στους Ιταλούς να τελειώσουν το ματς με 90% ακρίβεια στις μεταβιβάσεις, αλλά ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα είχε άλλη τύχη αν έκανε πιο ενεργητική άμυνα ή αν είχε στηθεί πιο ψηλά στο τερέν. Με το υλικό που είχε στη διάθεσή του, ο Φαν'τ Σιπ δεν θα μπορούσε να χτίσει ασφαλές παιχνίδι με υψηλότερη κατοχή της μπάλας.

Το τέταρτο καλό νέο ήταν σχετικό με την ατομική απόδοση των τριών μέσων και των τριών μεσοεπιθετικών. Ο Κουρμπέλης σε ρόλο 6αριου ήταν μέχρι το 61' ο καλύτερος Κουρμπέλης που έχει παίξει ποτέ στην Εθνική Ομάδα. Ο Μπουχαλάκης και ο Ζέκα απέδωσαν πολύ καλά στους ρόλους τους και στις δύο φάσεις παιχνιδιού. Η δική τους συμπεριφορά στη φάση κατοχής της μπάλας και η υπερβατική απόδοση του Μπακασέτα, μαζί με την πολύ καλή απόδοση του Λημνιού και τον θετικό Κουλούρη ήταν η εξήγηση σχετικά με το πόσο ουσιαστική ήταν η Ελλάδα στο μικρό ποσοστό κατοχής της μπάλας (27%). Με 205 πάσες που ολοκλήρωσε, η Ελλάδα κατάφερε να φτιάξει 17 επιθέσεις, από τις οποίες πήρε 9 τελικές προσπάθειες, δηλαδή με υψηλό συντελεστή μετατροπής των επιθέσεων σε τελικές προσπάθειες. Η Ιταλία ολοκλήρωσε τριπλάσιο αριθμό πασών (611), και σε παραπάνω από τριπλάσιο αριθμό επιθέσεων (55) έφτασε σε διπλάσιο αριθμό τελικών προσπαθειών (20). Η Ελλάδα ήταν πιο ουσιαστική και πιο απειλητική στην δική της κατοχή· έχασε επειδή ήταν αναποτελεσματική και όχι επειδή δεν έπαιξε σωστά. Και για την αναποτελεσματικότητα δεν μπορείς να τα βάλεις με έναν ομοσπονδιακό προπονητή – είναι παραπάνω από άδικο και κακοπροαίρετο.

Στον Φαν'τ Σιπ μπορείς να κάνεις κριτική για την πειραματική άμυνα, για την επιλογή του τερματοφύλακα, για την απουσία εμπειρίας από την 11αδα, αλλά μέχρι εκεί. Ο,τι παραπάνω κινείται στη σφαίρα της υπερβολής.

Η βραδιά της 12ης Οκτωβρίου ήταν ακόμη ένα δύσκολο βράδυ στην ιστορία της τελευταίας 5ετίας. Ακόμη ένα βράδυ που την βρήκε μπροστά στην είδηση ότι αποκλείστηκε από την τελική φάση μιας διοργάνωσης. Το βράδυ που τρίτωσε το κακό, διότι μετά το Euro 2016 και το Μουντιάλ 2018 χάνουμε και το Euro 2020. Σε αυτό το τόσο δύσκολο βράδυ η Ελλάδα είχε, μετά από καιρό, σφυγμό. Εκανε μια αρχή. Το πείραμα πήγε καλύτερα ενδεχομένως και από όσο θα μπορούσε να ονειρεύεται αυτός που το επιχείρησε. Αυτό που έγινε στο “Ολίμπικο” της Ρώμης όμως θα είναι μια τρύπα στο νερό αν το βράδυ της ερχόμενης Τρίτης, απέναντι στη Βοσνία στο ΟΑΚΑ, επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν πριν από το Σάββατο, δηλαδή στις προβληματικές εμφανίσεις και τις βαριές ήττες από ισοϋψείς ή υποδεέστερους αντιπάλους. Γι' αυτό και σε εμάς, τους παρατηρητές, αναλογεί να περιμένουμε μέχρι το βράδυ της Τρίτης για να δούμε την εικόνα προτού βιαστούμε να αναθαρρήσουμε.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.