Ο Γκουαρδιόλα κατάφερε να ωριμάσει την Σίτι, ωριμάζοντας μαζί της

Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για το καλύτερο σετ αγώνων που έχει δείξει σε νοκ άουτ φάση του Champions League η Μάντσεστερ Σίτι στον καιρό του Πεπ Γκουαρδιόλα, δηλαδή για την πιο ώριμη ομάδα που έχει εμφανίσει ο Ισπανός προπονητής στην διοργάνωση στη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας.

Σε ένα άρθρο του, το οποίο δημοσιεύτηκε από την Guardian ανήμερα της ρεβάνς ανάμεσα στην Μάντσεστερ Σίτι και την Παρί Σεν Ζερμέν για την ημιτελική φάση του Champions League, ο Φίλιπ Λαμ μοιράστηκε με τους αναγνώστες ορισμένα από τα “μυστικά” της “συνταγής” του Πεπ Γκουαρδιόλα, όπως τα έζησε και τα κουβέντιασε μαζί του στον καιρό τους στην Μπάγερν. Ανάμεσα σε άλλα, ο Λαμ έγραψε ότι “στα μεγάλα ματς, ο Πεπ διαλέγει την καλύτερή του ενδεκάδα και τους παίκτες που του δημιουργούν την ασφάλεια ότι είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που βάζει ένας μεγάλος αγώνας”.

Αυτή η κουβέντα του πρώην αρχηγού της Μπάγερν ήρθε στο μυαλό μου όταν είδα την ενδεκάδα που επέλεξε ο Γκουαρδιόλα για αυτό το ματς, και ειδικά την επιλογή του να παίξει με τον Φερναντίνιο αντί του Ρόντρι. Αντί ενός φθαρμένου από την κόπωση κεντρικού μέσου, τον οποίο η Παρί είχε σημαδέψει και ταλαιπωρήσει στο πρώτο ματς, ο Γκουαρδιόλα επέλεξε έναν πολύ έμπειρο, πιο ξεκούραστο και γι’ αυτό τελικά πιο έτοιμο να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις της ρεβάνς. Περίπου με τα ίδια κριτήρια έκανε και την επιλογή ανάμεσα στον Ζιντσένκο, που επέλεξε αντί του Κανσέλο· οι τελευταίες παραστάσεις τον οδήγησαν στην εκτίμηση ότι ο Ουκρανός είναι πιο έτοιμος και πιο αποτελεσματικός συγκριτικά με τον Πορτογάλο. Παρόμοιες εξηγήσεις θα μπορούσε να βρει κανείς μελετώντας την απόδοση που έχουν τον τελευταίο καιρό αυτοί που επέλεξε και επιχειρώντας την σύγκριση με την απόδοση αυτών που δεν ξεκίνησαν σε αυτόν τον “τελικό”.

Όσο ώριμες και “απλές” ήταν οι επιλογές του προπονητή, τόσο ώριμη και “απλή” ήταν η απόδοση της ομάδας του. Χωρίς “πειράματα”, δηλαδή ιδέες που προκύπτουν από την υπερανάλυση ενός προπονητή που συχνά δίνει την εντύπωση “τρελού” επιστήμονα, η Σίτι πραγματοποίησε το βράδυ της Τρίτης την πιο ώριμη εμφάνισή της στο Champions League στον καιρό του Πεπ Γκουαρδιόλα. Για την ακρίβεια αυτή ήταν η συνέχεια της προηγούμενης, στο Παρίσι, σε ένα σετ αγώνων που είναι το “ωριμότερο” που έχει να επιδείξει η Σίτι του Γκουαρδιόλα σε αγώνες νοκ άουτ φάσης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία ανάλυσης της απόδοσής της από το Wyscout, η Σίτι είχε χαμηλότερο τέμπο (16.7) συγκριτικά με τον μέσο όρο της (18.03) - o αριθμός των ολοκληρωμένων πασών ανά λεπτό κατοχής της μπάλας, και η Παρί είχε υψηλότερο τέμπο (18.37) συγκριτικά με τον μέσο όρο των αντιπάλων της Σίτι (16.87). Η Σίτι έκανε μικρότερες κατοχές (4.6 πάσες ανά κατοχή) συγκριτικά με τον μέσο όρο της (7.15) και η Παρί έκανε μεγαλύτερες κατοχές (5.47 πάσες ανά κατοχή) συγκριτικά με τον μέσο όρο των αντιπάλων της Σίτι (4 πάσες ανά κατοχή). Η Παρί δυσκόλεψε περισσότερο από το συνηθισμένο την Σίτι, άλλαζε περισσότερες πάσες (18.1) προτού καταφέρει να την κόψει (οι αντίπαλοι αλλάζουν κατά μέσο όρο 12 πάσες προτού καταφέρει να διακόψει την κατοχή τους με το πρέσινγκ). Η Σίτι είχε χαμηλότερη ακρίβεια στις μεταβιβάσεις συγκριτικά με τον μέσο όρο της, και η Παρί είχε υψηλότερη ακρίβεια συγκριτικά με τον μέσο όρο του αντιπάλου της Σίτι. Η Σίτι είχε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις αμυντικές μονομαχίες (63.2%) συγκριτικά με τον μέσο όρο της (58.9%), και είχε υψηλότερες επιδόσεις σε όλες τις μετρήσεις της αμυντικής λειτουργίας της. Σούταρε λιγότερο από το συνηθισμένο της (11 σουτ - 15.5 ο μέσος όρος), αλλά με μεγαλύτερη ευστοχία (45.45% - 38.3 ο μέσος όρος της). Έκανε λιγότερες οργανωμένες επιθέσεις (24 - 38.1 ο μέσος όρος της), αλλά με υψηλότερο ποσοστό ολοκλήρωσης των επιθέσεων (37.5% - 25.4% ο μέσος όρος της).

Όλα αυτά τα δεδομένα έρχονται να κάνουν fine tuning στην εικόνα που είδαμε το βράδυ της Τρίτης. Το γκολ του Μάχρεζ στο 11’ο λεπτό υπηρέτησε το στρατηγικό πλάνο της Σίτι, η οποία χάρη στο καλό passing game κατάφερε να κρατήσει μακριά από την εστία της την Παρί, την ίδια ώρα που την πίεζε (ειδικά στο β’) ψηλά στο τερέν πολύ αποτελεσματικά. Κι όποτε η Παρί έβρισκε τον δρόμο για το τελευταίο τρίτο του τερέν, εκεί συναντούσε ένα πολύ συμπαγές αμυντικό μπλοκ, το οποίο έστηνε η Σίτι χάρη στις πολύ γρήγορες επιστροφές των ποδοσφαιριστών της και την πολύ καλή οργάνωση, την οποία διεύθυνε ο Ρούμπεν Ντίαζ. Και αυτό είχε ως συνέπεια η Παρί να μη καταφέρει να σημαδέψει ποτέ την εστία σε 14 προσπάθειες. Απέναντι σε μια τόσο ποιοτική ομάδα όσο δείχνουν και τα στατιστικά, η Σίτι έβγαλε ήσυχα και άνετα τον δεύτερο ημιτελικό του Champions League. Δηλαδή έκανε περίπατο εκεί όπου μέχρι πρότεινος την έπιανε ίλιγγος.

Αυτό το ματς ήταν μια μικρή ανασκόπηση όσων μας έχει δείξει η Μάντσεστερ Σίτι στη διάρκεια των τελευταίων περίπου 6 μηνών, δηλαδή μετά από εκείνη την ήττα με 2-0 από την Τότεναμ τον Νοέμβριο, η οποία αποδείχθηκε σημείο καμπής. Η ιστορία πλέον μοιάζει γνωστή: ο Γκουαρδιόλα άρχισε να αφαιρεί από την μεσαία γραμμή έναν επιθετικό μέσο προκειμένου να προσθέτει έναν κεντρικό μέσο με μεγαλύτερη ισορροπία στις δύο φάσεις του παιχνιδιού ώστε να βελτιώσει την ικανότητα της ομάδας του στην φάση της άμυνας. Έβαλε τον Τζον Στόουνς δίπλα στον Ρούμπεν Ντίαζ κι έφτιαξε ένα από τα καλύτερα δίδυμα κεντρικών αμυντικών αυτή την εποχή στην Ευρώπη. Άφησε στον Πορτογάλο κεντρικό αμυντικό την ελευθερία να γίνει ο Φαν Ντάικ της Σίτι και να αναλάβει την ευθύνη της πρωτοβουλίας για την βελτίωση της αμυντικής οργάνωσης όλης της ομάδας του. Και επέλεξε να παίζει χωρίς καθαρό κεντρικό επιθετικό προκειμένου να “κερδίζει” αυτό που “έχανε” αφαιρώντας έναν επιθετικό μέσο από την μεσαία γραμμή: το ασφαλές passing game. Τα γκολ που θα έχανε από την απουσία κλασσικού κεντρικού επιθετικού, ο Γκουαρδιόλα πόνταρε ότι θα τα βρει από τους κεντρικούς μέσους και τους μεσοεπιθετικούς του. Και τα βρήκε. Ο Γκιντογκάν, ο Φόντεν, ο Μάχρεζ, ο Στέρλινγκ, ο Φεράν Τόρες και ο Ντε Μπρόινε του έδωσαν τα γκολ που ήταν αρκετά για να φέρουν την Σίτι μέχρι εδώ, δηλαδή μια ανάσα από την κατάκτηση της Premier League και στον τελικό του Champions League - εκεί που η Σίτι των Αράβων δεν έχει πάει ποτέ.

Πέρασε μια 10ετία από την τελευταία φορά που είδαμε τον Πεπ Γκουαρδιόλα στον τελικό του Champions League. Στη διάρκεια αυτών των ετών τον είδαμε να προσπαθεί για να τα καταφέρει με ένα σωρό καλές εκδόσεις δύο μεγάλων ομάδων και ένα σωρό καλούς και ακριβούς ποδοσφαιριστές. Τα κατάφερε σε μια σεζόν που δουλεύει χωρίς πολλούς μεγάλους σταρ. Τα κατάφερε στην 5η του χρονιά στο Μάντσεστερ. Τον καιρό που τον ανακοίνωνε η Σίτι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αμφέβαλε σχετικά με το αν το ποδόσφαιρό του είναι “εφαρμόσιμο” και θα μπορέσει να γίνει αποτελεσματικό στην Premier League. Και ήδη έχει αρχίσει να “βαριέται” να την κατακτά. Ένα μέρος της κοινωνίας συνέχισε να αμφιβάλλει αν όλα αυτά θα αποδεικνύονταν αρκετά για να φτάσει την Σίτι στον τελικό του Champions League. Και την έφτασε. Η τελευταία απορία είναι σχετική με το αν μπορεί να την κάνει κάτοχο. Ο τρόπος που διαχειρίστηκαν τα συναισθήματά τους οι ποδοσφαιριστές του και στις δύο αναμετρήσεις με την Παρί, την ομάδα που απέκλεισε την Μπαρτσελόνα και την Μπάγερν και ήταν φιναλίστ του προηγούμενου Champions League δημιουργεί την αίσθηση ότι αυτοί είναι έτοιμοι να κατακτήσουν το τρόπαιο. Μέχρι και περίπου έναν χρόνο πίσω ο Γκουαρδιόλα αμφέβαλε ακόμη και δημοσίως περί αυτού. Σήμερα φτάνει να τους εμπιστεύεται τόσο που να μην υπεραναλύει τα παιχνίδια, δηλαδή να συμπεριφέρεται σαν να μην αισθάνεται ότι υπάρχει η ανάγκη να βρει εκείνος την παραπάνω βοήθεια που θα ενισχύσει την προσπάθειά τους. Στο πρώτο ματς έκανε όλη κι όλη μόνο μια αλλαγή. Στη ρεβάνς άφησε το ματς χωρίς αλλαγή μέχρι το 82’, κι ύστερα έκανε αλλαγές μόνο για να δώσει λίγη ξεκούραση σε τρεις ποδοσφαιριστές του και την χαρά της συμμετοχής σε έναν ιστορικό αγώνα σε τρεις άλλους. Χαλάρωσε τόσο ο Γκουαρδιόλα. Μας μένει να τον δούμε και στο τελευταίο επεισόδιο της φετινής σεζόν, στο μεγάλο φινάλε, για να επιβεβαιώσουμε ότι η φετινή του Σίτι είναι η ωριμότερη, και γι’ αυτό η αποτελεσματικότερη, ομάδα που παρουσίασε την τελευταία 10ετία στο Champions League.