Το Euro που μου έσωσε τη ζωή

Το Euro που μου έσωσε τη ζωή

Το Euro που μου έσωσε τη ζωή

bet365

Ο θάνατος του πατέρα του μία ημέρα πριν τις Πανελλήνιες του 2004, το θαύμα της Πορτογαλίας και οι αναμνήσεις μιας ζωής. Ο Βασίλης Τσίγκας γράφει για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που τον έσωσε μετά τη δυσκολότερη περίοδο της ζωής του.

Ήταν τα ξημερώματα της Δευτέρας 17 Μαΐου 2004. Μία μέρα πριν την έναρξη των Πανελληνίων εξετάσεων της Γ’ Λυκείου. Πρώτο μάθημα ήταν η Ιστορία γενικής παιδείας. Ένα απ’ τα καλά μαθήματά μου, απ’ αυτά που υπολόγιζα να μαζέψω ποντάκια στην βαθιά αντιπαιδαγωγική, βαθμοθηρική διαδικασία των Πανελληνίων.

Ως ένα τυπικό παιδί της μεταπολιτευτικής κουλτούρας της ελληνικής κοινωνίας, η επιτυχία στις Πανελλήνιες ήταν εκ των ων ουκ άνευ (περήφανη η καθηγήτρια των αρχαίων). Αν ήθελες να κάνεις την οικογένειά σου υπερήφανη, αν ήθελες να πετύχεις το οτιδήποτε στη ζωή σου, αν ήθελες να μην είσαι ο παρίας της παρέας σου, ΕΠΡΕΠΕ να περάσεις στο Πανεπιστήμιο. Να πάρεις το χαρτί. Να το έχεις, ακόμα κι αν δεν σου χρειαστεί. Γιατί μπορεί να μπεις στο Δημόσιο. Να φτιάξεις τη ζωή σου.

Η φωνή της μητέρας μου αντιλαλούσε μέσα στα όνειρά μου. «Βασίλη, σήκω. Βασίλη, σήκω». Το κούνημα με το χέρι της μπορεί και να μου προκάλεσε να ονειρεύομαι ότι βρίσκομαι πάνω σε κάποιο πλοίο. Ερχόταν και το καλοκαίρι μετά τις Πανελλήνιες, οι ομαδικές διακοπές με τους συμμαθητές μας ήταν στο μυαλό όλων μας. «Βασίλη, σήκω, κάτι έγινε, ο μπαμπάς σου…».

«Ο μπαμπάς; Τι έγινε;». Το ένα μάτι μου άνοιξε και καρφώθηκε στο ψηφιακό ρολόι δίπλα στο κρεβάτι μου. 06:43. «Μαμά, είναι νωρίς, άσε με. Θα σηκωθώ σε λίγο». «Ο μπαμπάς σου δεν είναι καλά». Το χέρι συνέχιζε να με κουνά. «Τι έγινε;». «Έλα».

Σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια και πήγα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου. Ο πατέρας μου ήταν στο πλάι του, με κλειστά τα μάτια. Σαν να κοιμόταν. «Μπαμπά; Είσαι καλά;». Ήταν η σειρά μου να τον κουνήσω με το χέρι. «Μπαμπά;». Δεν υπήρχε αντίδραση. Το σώμα του ήταν κρύο και με πολύ δυσκολία κουνιόταν. «Μπαμπά;». Τίποτα.

Τα μάτια της μητέρας μου ήταν υγρά και κόκκινα και το βλέμμα της άδειο. «Μπαμπά;». Τον κούνησα ξανά. Προσπάθησα να του σηκώσω το χέρι. Κάπου εκεί κατάλαβα τι γίνεται. Προσπάθησα να βρω τον σφυγμό στον λαιμό του. Δεν ήξερα που, το είχα δει να το κάνουν στις ταινίες. Έσκυψα για να δω αν αναπνέει. Τίποτα. «Νομίζω ότι έχει πεθάνει», ψέλλισα. Η μητέρα μου έβαλε τα κλάματα κι άρχισε να φωνάζει. «Και τώρα τι κάνουμε;», σκέφτηκα.

Δεν σε προετοιμάζει ποτέ κανένας γι’ αυτές τις στιγμές. Κυριολεκτικά, τι κάνεις; Από πού ζητάς βοήθεια; Τι κάνεις; Για πρώτη και τελευταία φορά μέχρι στιγμής στη ζωή μου ένιωσα πλήρως σοκαρισμένος. Δεν ήξερα τι να κάνω. Μέσα σε δευτερόλεπτα πέρναγαν εκατοντάδες σκέψεις απ’ το μυαλό μου. Ο πατέρας μου, η μητέρα μου, οι Πανελλήνιες, τα ιδιαίτερα σε δύο ώρες, η επανάληψη, η κηδεία, το Πανεπιστήμιο που δεν θα πέρναγα, το μέλλον μου που διαλυόταν, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, οι συγγενείς μου. Η μητέρα μου έκλαιγε και φώναζε, ο πατέρας μου ήταν νεκρός μπροστά μου, εγώ προσπαθούσα να καταλάβω τι γινόταν και τα δευτερόλεπτα πέρναγαν σαν ώρες. Ο χρόνος είχε σταματήσει, τα πάντα κινούνταν σαν σε αργή κίνηση.

Όλη την περίοδο των Πανελληνίων είναι σαν να μην την έζησα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι μετά το δεύτερο μάθημα, την Έκθεση, την Πέμπτη 20 Μαΐου, ήταν η κηδεία του πατέρα μου. Και μάλιστα έπρεπε να τελειώσω και νωρίτερα για να προλάβω να πάω στο νεκροταφείο. Θυμάμαι, ότι έδωσα το μάθημα με άσπρο πουκάμισο και μαύρο σακάκι. Και τα βλέμματα όλων πάνω μου. Όσοι ήξεραν, με κοίταγαν με οίκτο. Όσοι δεν ήξεραν, με απορία. Λογικό.

Οι Πανελλήνιες τελείωσαν το Σάββατο 5 Ιουνίου. Μία εβδομάδα πριν την έναρξη του Euro 2004. Το ερχόμενο Σάββατο ήταν η πρεμιέρα με την Πορτογαλία. Οι διακοπές με τους συμμαθητές είχαν πάει περίπατο. Τα έξοδα της κηδείας ήταν πολλά και είχαν αφήσει άδειο τον κουμπαρά. Το καλοκαίρι μετά τις Πανελλήνιες είναι υποτίθεται το καλύτερο στη ζωή του μαθητή: επιτέλους τελείωσε το σχολείο, έρχεται το Πανεπιστήμιο, ήρθε η στιγμή να ευχαριστηθείς τη ζωή σου. Χωρίς έγνοιες. Δίχως σκοτούρες.

Στο μυαλό μου, όμως, υπήρχαν μόνο τέτοιες. Δεν ήξερα πώς είχα γράψει. Δεν ήξερα, αν είχα περάσει στη σχολή που ήθελα. Η κηδεία είχε αδειάσει το ταμείο. Η μητέρα μου δεν εργαζόταν τότε και ξαφνικά όλος ο σχεδιασμός που είχαμε κάνει, είχε πεταχτεί απ’ το παράθυρο. Αντί για νησιά, έψαχνα να δω τι δουλειά μπορούσα να κάνω. Ξαφνικά, το ότι τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς θα γινόμουν ενήλικας, είχε αποκτήσει τελείως άλλο νόημα.

Το καλοκαίρι του απέραντου ήλιου είχε ξάφνου σκοτεινιάσει. Τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί από πάνω μου ήταν μαύρα, μεγάλα και μου έκρυβαν το φως. Οι σκέψεις δεν ήταν ανέμελες κι ευχάριστες. Το άγχος δεν ήταν για το αν είχα περάσει στο Πάντειο, αλλά για το πώς θα αντέξουμε οικονομικά μέχρι τον Σεπτέμβριο.

Μέσα σ’ αυτή την μαυρίλα ξεκίνησε το Euro για μένα. Στο σπίτι του Χρήστου, περιμένοντας μια βαριά ήττα στην πρεμιέρα της διοργάνωσης από την οικοδέσποινα Πορτογαλία. Αντ’ αυτού, κερδίσαμε! Το πρώτο θαύμα είχε επιτευχθεί. Και ξαφνικά το Euro είχε αποκτήσει ενδιαφέρον. Αυτό το ενδιαφέρον ήταν που με κράτησε εκείνη την περίοδο.

Ήξερα από μικρός, ότι θα ασχολούμουν επαγγελματικά με την αθλητική δημοσιογραφία. Γι’ αυτό και στόχος στις Πανελλήνιες ήταν το τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο. Γι’ αυτό και δεν έβλεπα απλά τους αγώνες στην τηλεόραση, αλλά τους μελετούσα.

Η πρώτη νίκη επί της Πορτογαλίας με ξύπνησε. Από εκείνο το Σάββατο που δώσαμε Λατινικά μέχρι το παιχνίδι στο Ντραγκάο ήμουν ζωντανός-νεκρός. Σαστισμένος. Σε ένα μόνιμο σοκ. Εκείνα τα γκολ των Καραγκούνη και Μπασινά με χαστούκισαν. Μου έδωσαν ένα ενδιαφέρον. Άφησαν μια χαραμάδα στα σύννεφα.

Οι τρεις εβδομάδες που διήρκεσε το Εuro με επανέφεραν στην κανονικότητά μου. Εκείνα τα έξι παιχνίδια στην Πορτογαλία μου υπενθύμισαν τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Παρά τις δυσκολίες που εμφανίστηκαν, ο στόχος δεν είχε εξαφανιστεί. Είχε κρυφτεί για λίγο πίσω από εκείνα τα σύννεφα. Αλλά παιχνίδι με το παιχνίδι, νίκη με τη νίκη, γκολ με το γκολ, τα σύννεφα εξαφανίζονταν.

Είχα ακούσει από πολύ κόσμο για το πώς το Ευρωπαϊκό του ’87 είχε βοηθήσει μια ολόκληρη κοινωνία να αποκτήσει αυτοπεποίθηση. Υπόσταση. Και πάντα μου φαινόντουσαν υπερβολικοί αυτοί οι ισχυρισμοί. Ισχύει, ότι αν δεν βιώσεις κάτι, δεν μπορείς να το καταλάβεις.

Όσο γελοίο κι αν ακούγεται, το σκεπτικό μου τότε ήταν «εδώ ο Ζαγοράκης, ο Χαριστέας και ο Καραγκούνης κερδίζουν τον Ζιντάν, τον Ανρί, τον Ρουί Κόστα και τον Νέντβεντ, δεν θα βρω την άκρη εγώ;». Κι εγώ που το θυμάμαι τώρα, αστείο μου φαίνεται. Αλλά τότε, δεν ήταν.

Η 4η Ιουλίου του 2004 για όλους τους Έλληνες ποδοσφαιρόφιλους ήταν μια μέρα γιορτής. Για μένα ήταν μια μέρα έμπνευσης. «Αφού τα κατάφεραν αυτοί, θα βρω τον τρόπο κι εγώ. Μπορεί να χρειαστεί να παίξω άμυνα, μπορεί να πρέπει να χτυπήσω από στημένες φάσεις, από αντεπιθέσεις, αλλά θα μπορέσω να νικήσω. Υπάρχει τρόπος».

Πάντα υπάρχει τρόπος. Μας το έμαθε εκείνη η ομάδα στην Πορτογαλία.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Τσίγκας
Βασίλης Τσίγκας

O Βασίλης Τσίγκας σπούδασε Επικοινωνία, Μέσα και Πολιτισμό στην Πάντειο και ξεκίνησε το δημοσιογραφικό του ταξίδι από τις πρώτες εποχές του ελληνικού internet, με τις νέες τεχνολογίες να συνοδεύουν πάντα το ρεπορτάζ. Μέλος του Gazzetta από το 2014, έχει ασχοληθεί με πολλά διαφορετικά πράγματα και η παραγωγή video είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αυτών. Λατρεύει το τένις και το NFL και του αρέσει να ανακαλύπτει τις όμορφες ιστορίες των σπορ.