Στο σούπερ μάρκετ… (pic)

Στο σούπερ μάρκετ… (pic)

bet365

Κάτι παραπάνω από χώρος κατανάλωσης πια. Κοινωνική έξοδος, διέξοδος και είσοδος σε έναν κόσμο μαγικό, όμορφο. Αρκεί να το πιστέψεις.

Δεν πήγαινε ποτέ σούπερ μάρκετ Σάββατο. Ποτέ. Καθημερινή έπρεπε να είναι. Δευτέρα η καλύτερη μέρα. Ήξερε ότι ήταν περίεργο αυτό που έκανε, αλλά δεν την πείραζε. Εξάλλου, δεν το έλεγε σε κανέναν. Τα τελευταία δέκα χρόνια έμενε με την μητέρα της. Ο πατέρας είχε χάσει τη ζωή του πάνω στο πλοίο. Χρόνια στο εμπορικό ναυτικό είχε γνωρίσει τις θάλασσες του κόσμου. Στις αρχές του νέου αιώνα όμως γνώρισε και τη νέα μορφή πειρατείας… Οι δυο γυναίκες έμειναν μόνες, μάνα και κόρη. Η κόρη δούλευε σε μια βιοτεχνία εσωρούχων και η μάνα ζούσε με τη σύνταξη χηρείας. Ζούσε… τρόπος του λέγειν. Από την ημέρα της απώλειας του συζύγου έπαψε να βγαίνει από το σπίτι. Με την κόρη έλεγε τα απολύτως απαραίτητα. Κάποια στιγμή η κόρη σκέφτηκε το γηροκομείο, αλλά ήξερε ότι θα ήταν καταδικαστικό για τη μάνα της. Έμεινε, λοιπόν, δίπλα της και τη φρόντιζε. Ευτυχώς, όταν έμενε μόνη η μητέρα της μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της. Για την ίδια όμως η δουλειά ήταν διέξοδος, ανακούφιση, ανάσα… Όταν έμαθε πως μπαίνει σε αναστολή εργασίας δεν ήξερε τι να κάνει. Βρήκε τη λύση όμως. Δουλειά στο σπίτι και σούπερ μάρκετ. Συνήθως κάθε Δευτέρα κατά τις έξι το απόγευμα. Διάλεγε μάσκα, αντισηπτικό, ρούχα και ψώνιζε.

Τι λες να βάλω σήμερα μητέρα; ρωτούσε με σκωπτικό ύφος. Ήξερε ότι δεν επρόκειτο να πάρει απάντηση. Η κούραση από τις δουλειές του σπιτιού δεν την πτοούσε. Καθάρισμα, σφουγγάρισμα, μαγείρεμα, σιδέρωμα, τα άντεχε όλα για να έρθει η στιγμή που θα πάει στο σούπερ μάρκετ. Άσε, μην απαντάς. Βρήκα τι θα βάλω. Συνήθως φορούσε το καλό της τζιν, σκούρο μπλε, τα λευκά αθλητικά και το ανοιχτό ροζ πουκάμισο. Χτένιζε καλά τα καστανόξανθα μαλλιά της, έβαζε ελάχιστο κραγιόν, έβαφε τα νύχια στο χρώμα του δέρματος και έπλενε πολύ καλά το πρόσωπο της. Άλλες φορές θα έβαζε το μαύρο, υφασμάτινο, παντελόνι της, με μαύρα χαμηλοτάκουνα, λευκό πουκάμισο, απαλό μακιγιάζ. Στην αρχή δεν της έδιναν σημασία. Οι υπάλληλοι και οι άλλοι πελάτες υπέθεταν ότι φορούσε τα ρούχα της δουλειάς. Δεν μπορούσαν όμως να μαντέψουν τι δουλειά ήταν αυτή. Αν εργαζόταν σε γραφείο θα έπρεπε να το κάνει μέσω τηλεργασίας. Στρατιωτικός δεν ήταν. Ίσως να μην ανήκε στο ποσοστό των εργαζομένων που μπαίνουν σε καθεστώς τηλεργασίας. Μετά από λίγο καιρό άρχισαν να παραξενεύονται. Σχεδόν κάθε Δευτέρα στο σούπερ μάρκετ με κομψή εμφάνιση. Δεν μπορεί μια μέρα να μην ήθελε να βάλει κάτι πιο καθημερινό, φόρμα ίσως, κάποιο παλιό τζιν. Άσε που ένας υπάλληλος πρόσεξε τα χέρια της μια μέρα. Όσο κι αν έβαζε κρέμες, έβαφε τα νύχια, η ταλαιπωρία από τα απορρυπαντικά, τα τριψίματα, το σφουγγάρισμα, φαινόταν. Εκείνη τη Δευτέρα τόλμησε να βάλει το λουλουδάτο φόρεμα που της είχε κάνει δώρο ο πρώην της. Αν και πλησίαζε τα 50, διατηρούσε την ίδια σιλουέτα με τότε. Το φόρεσε, όπως και τις καλές της γόβες, επίσημο μακιγιάζ και βγήκε. Δεν πήγαινε στο σούπερ μάρκετ, αλλά σε κοσμική εκδήλωση. Και έλαμπε…

Λίγο πριν το σούρουπο μπήκε στο κατάστημα. Οι πορτοκαλοκίτρινες ακτίνες του ήλιου έβρισκαν χαραμάδες εισόδου και πιτσίλιζαν τους διαδρόμους. Με το που μπήκε και είδε το λευκό δάπεδο διάστικτο από πολύχρωμα σημάδια ένιωσε τη διάθεση να χορέψει. Κρατήθηκε, αλλά λίκνιζε το σώμα της στο άκουσμα της μουσικής του σούπερ μάρκετ. Δεν υπήρχε πολύ κόσμος και αυτή τη φορά τράβηξε τα βλέμματα. Κάποιοι είδαν τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια, κάποιοι το λουλουδάτο φόρεμα, κάποιοι τις ψηλοτάκουνες γόβες, κάποιοι το δαχτυλίδι-κειμήλιο της γιαγιάς… Υπάλληλοι και πελάτες ένιωσαν αμήχανα χωρίς να μπορούν να το εξηγήσουν. Φτάνοντας στο ταμείο για να πληρώσει, η υπάλληλος πρόσεξε το φόρεμα και είπε: πολύ ωραίο αυτό που φοράτε. Δεν ξαφνιάστηκε όταν το άκουσε και απάντησε ναι, γεμάτο λουλούδια! Την ώρα που νύχτωνε άνθιζαν τα φυτά στο πάρκο απέναντι από το σούπερ μάρκετ. Έφτασε σπίτι και δεν ένιωθε πόνο στα πόδια, είχε “πετάξει” κάθε επιτιμητικό βλέμμα. Αυτό που δεν περίμενε όμως ήταν η ερώτηση της μητέρας της: Γύρισες; Τι μου έφερες από το σούπερ μάρκετ; Ο πατέρας σου μου αγόραζε σοκολάτες φράουλα… Συγκινήθηκε, δάκρυσε και το μόνο που κατάφερε να απαντήσει ήταν: δεν έφερα σοκολάτα μαμά, λίγη άνοιξη αγόρασα μόνο!

 

Τελευταία Νέα