Ένα χρόνο πριν… (pic)

Ένα χρόνο πριν… (pic)

bet365

Οι μέρες πέρασαν, η ανεμελιά χάθηκε, η άγνοια τώρα μας τιμωρεί και οι ανθρώπινες στιγμές όλο και λιγοστεύουν στην εποχή του κορονοϊού.

“Καλά ρε μάνα, δεν θα αλλάξεις το ημερολόγιο; Ακόμη 25/2 δείχνει”. Εκείνη απαντούσε ότι θα το κάνει, όλο το ξεχνά, να μην ανησυχεί κι άλλα παρόμοια που δικαιολογούσαν την τεμπελιά της. Ναι, τεμπελιά ήταν. Το είχε καταλάβει. Τον τελευταίο χρόνο την έβλεπε να βαριέται και για το πιο απλά πράγμα. Με το ζόρι μαγείρευε και με πολύ κόπο έβγαινε για να ψωνίσει στο σούπερ μάρκετ. Μια φορά την είχε ρωτήσει τι έχεις ρε μάνα; και τον αποπήρε. Ο πατέρας τους είχε αφήσει εδώ και χρόνια. Είχαν περάσει πολύ δύσκολα, ειδικά την περίοδο που αυτός είχε πρόβλημα με τη μέση του. Αυτή εκεί. Να τα φροντίζει όλα. Το νοικοκυριό, αυτόν, να τακτοποιεί με τη σύνταξη της τις υποχρεώσεις του σπιτιού… Τώρα όμως με το ζόρι έκανε τα βασικά. Τις περισσότερες ώρες τις περνούσε μπροστά στην τηλεόραση. Απλά τις περνούσε. Δεν έδινε σημασία. Τα λόγια, οι εικόνες, έμεναν πάνω της για λίγα λεπτά και μετά χάνονταν. Σωματικά ήταν καλά. Και διανοητικά. Ήξερε πού βρίσκεται, ποια είναι. Μια φορά που την πίεσε πολύ του είπε δεν έχω όρεξη, αυτό είναι όλο. Δεν την ξαναρώτησε για την κατάσταση της. Την πρόσεχε βέβαια, την παρατηρούσε συνέχεια και αναρωτιόταν: γιατί δεν αλλάζει το ημερολόγιο; Τι συνέβη;

Έστειλε το μήνυμα για ατομική άσκηση και βγήκε για περπάτημα. Η μάνα του παρακολουθούσε τις μεσημεριανές ειδήσεις. Δεν δούλευε τον τελευταίο χρόνο. Σερβιτόρος την τελευταία πενταετία σε μεγάλο, πολυτελείας, εστιατόριο. Το επίδομα των 534 ευρώ ήταν παρηγοριά και ευτυχώς που το πατρικό του δεν ήταν υποθηκευμένο. Ιδιόκτητο. Μεγάλη υπόθεση. Περπατώντας έφτασε στη μεγάλη πλατεία και την εκκλησία. Πλησίασε στο περίπτερο για να αγοράσει εφημερίδα. Στάθηκε να διαβάσει τα πρωτοσέλιδα. Στο παγκάκι δίπλα άκουγε δύο ηλικιωμένους να συζητάνε, να γελάνε με κάτι. ΄Αντε, να τα εκατοστήσουμε, ο ένας. Ναι, και του χρόνου, ο άλλος. Κατάλαβε. Ένας χρόνος από το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στην Ελλάδα. Ήτανε παντού. Πήρε την εφημερίδα και ξεκίνησε για το σπίτι. Νόμιζε ότι είχε βρει την αίτια της συμπεριφοράς της μάνας του. Αναρωτιόταν όμως: μα, εμείς δεν έχουμε πάθει τίποτα από τον κορονοϊό. Περπατούσε και παρατηρούσε τις μάσκες, τις αποστάσεις, τα αντισηπτικά, τις ταμπέλες για τους περιορισμούς σε όσα καταστήματα ήταν ανοιχτά, τους ανθρώπους με τα σκυλιά τους… Λίγο πριν φτάσει στην είσοδο της πολυκατοικίας θυμήθηκε: η μάνα του σε λίγες μέρες θα κάνει το εμβόλιο κατά του κορονοϊού. Άρχιζε να βρίσκει τη λύση στο αίνιγμα της στάσης της μητέρας του. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Άνοιξε την πόρτα και την είδε μπροστά στον καθρέφτη του σαλονιού, το σώμα και το πρόσωπο της σχεδόν άγγιζαν την γυάλινη επιφάνεια.

Δεν είχε καταλάβει την παρουσία του. Φορούσε τις πιτζάμες και τη ρόμπα της. Όχι όμως και τις παντόφλες της, τουλάχιστον όχι αυτές που είχε συνηθίσει τόσα χρόνια. Τώρα φορούσε ροζ παλ παντόφλες, σαν καινούργιες ήταν. Παρατήρησε όμως και κάτι άλλο. Το πρόσωπο της ήταν περιποιημένο. Όχι κάτι υπερβολικό, αλλά περιποιημένο. Πρόσεξε ότι στο τραπεζάκι με το φωτιστικό είχε ακουμπήσει τα καλά της σκουλαρίκια. Τα φόρεσε και πλησίασε λίγο ακόμη. Το πρόσωπο της πλέον ήταν μια ανάσα από τον καθρέφτη. Πριν προλάβει να της μιλήσει, φίλησε το τζάμι και αγκάλιασε σφιχτά τον εαυτό της! Ρε μάνα τι κάνεις; Είσαι καλά; Ναι αγόρι μου, μια χαρά. Γιατί ρωτάς; Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Δεν φαινόταν να τα έχει χαμένα, το βλέμμα της ήταν καθαρό και ήρεμο. Κάτι ψέλλισε. Μα… σε είδα…και… Αυτή κατάλαβε. Ε, λοιπόν, θα σου πω γιατί δεν αλλάζω τη σελίδα στο ημερολόγιο και γιατί έναν χρόνο είμαι έτσι. Πριν ένα χρόνο, 25 Φεβρουαρίου, έδωσα την τελευταία μου αγκαλιά. Και όχι, δεν φοβάμαι μη χάσω τη ζωή μου από κορονοϊο. Φοβάμαι μη χάσω τον άνθρωπο μέσα μου. Σάστισε, σκέφτηκε να της πει για εμβόλια, καλοκαίρι, ήλιο, θάλασσα. Δεν είπε τίποτα. Μόνο έτρεξε και την αγκάλιασε κλαίγοντας.

 

Τελευταία Νέα