Το σαλιγκάρι και η λεπίδα (pic)

Το σαλιγκάρι και η λεπίδα (pic)

bet365

Αυτό που ψάχνεις και έρχεται ξαφνικά. Η απότομη αλλαγή, έξω στο τοπίο και μέσα, στον εαυτό μας.

Μετά τη βροχή πήγαινε αμέσως στο παράθυρο. Κοιτούσε τον κήπο. Συγκέντρωνε τη ματιά του σε ένα σημείο και περίμενε. Δεν έφευγε από κει μέχρι να βραδιάσει. Ποτέ δεν είχε δει τίποτα. Μόνο τη γυαλάδα των φύλλων και τα μαργαριτάρια του γρασιδιού εντόπιζε. Τίποτα δεν κινούνταν. Ο σκύλος έμενε στο σπιτάκι του. Για κάποιο λόγο δεν του άρεσε να βρέχεται. Έπρεπε να είναι όλα στεγνά για να πατήσει. Κάθε φορά έφευγε από το παράθυρο με ένα παράπονο, με έναν αναστεναγμό απογοήτευσης. Στο μυαλό του μετά τη βροχή ακολουθούσε μια εικόνα: σαλιγκάρι πάνω σε λεπίδα! Κάπου το είχε ακούσει. “Είδα ένα σαλιγκάρι να σέρνεται πάνω σε κοφτερή λεπίδα…”. Η επόμενη, ασυναίσθητη, κίνηση ήταν βγάλει από την τσέπη της πιτζάμας του το μικρό, κόκκινο κουτί. Το έβρισκε ακόμη. Τόσα χρόνια το αγόραζε και ευτυχώς το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς το έφερνε ακόμα. Μάλλον θα υπήρχαν κι άλλοι σαν κι αυτόν. Το έπαιρνε στο χέρι και το άνοιγε με προσοχή. Έβγαζε την κρύα, μεταλλική λάμα και την ακουμπούσε στην παλάμη του. Δύο πράγματα μπορούσε να κάνει αυτή η λάμα: να ξυρίσει και να σκοτώσει. Γι’ αυτόν υπήρχε και τρίτη επιλογή, να συρθεί το σαλιγκάρι πάνω της. Είχε πάει εννιά η ώρα, ώρα για ξύρισμα.

Εργολάβος οικοδομών ήταν. Πρόλαβε την εποχή που όλα χτίζονταν, όλα δίνονταν αντιπαροχή και το όνειρο του Έλληνα για απόκτηση κατοικίας μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Δεν ήταν σπάταλος και μαζί με τη γερή σύνταξη είχε και γερό κομπόδεμα. Αποφάσισε με τη γυναίκα του να επιστρέψουν στη γειτονιά που μεγάλωσαν. Αγόρασαν μια παλιά μονοκατοικία, όχι πολύ μεγάλη, και την έκαναν αυτό που ήταν σήμερα. Το δίπατο σπίτι με τον όμορφο, μικρό κήπο.

Η γυναίκα του πέθανε στο ξεκίνημα της κρίσης. Έμφραγμα. Ο γιος του θα έφευγε για το χωριό της γυναίκας του και αποφάσισε να του αφήσει τον σκύλο τους. “Τεμπέλη” τον ονόμασε. Μόνο για βόλτα και φαγητό κουνούσε τα πόδια του, για τίποτα άλλο. Η επικοινωνία με τον γιο του αραίωσε και έμεινε αυτή με τον εαυτό του. Δεν τα χε χάσει. Το έκανε για να “σπάει” τη σιωπή και να κρατά το πνεύμα ζωντανό. Σε αυτό τον βοηθούσε και το μαγείρεμα. Είχε μάθει αρκετά. Τον βοηθούσε πάντως και η γειτόνισσα του απέναντι σπιτιού. Μια μέρα του είπε θα σου φέρω σαλιγκάρια, έτσι όπως τα τρώμε εμείς στην Κρήτη. Τα πήρε, αλλά όταν κάθισε στο τραπέζι δεν τα ακούμπησε. Τα πέταξε αμέσως στα σκουπίδια. Δεν θα φάω νεκρό σπίτι, είπε. Έκτοτε, μετά από κάθε βροχή περίμενε να τα δει. Μάταια. Άλλη μία άσκηση πνευματικής ετοιμότητας, άσκηση ανολοκλήρωτη.

Ναι, σεβόταν πολύ τη δουλειά του, την αποστολή του, έτσι την αντιλαμβανόταν. Το να παραδίδεις τα σπίτια των ανθρώπων ήταν ύψιστη αποστολή. Γι’ αυτό και αντέδρασε έτσι όταν είδε το σαλιγκάρι στο πιάτο του. Όχι όμως μόνο γι’ αυτό. Τα τελευταία χρόνια η δουλειά του έφθινε. Στην ουσία γκρεμιζόταν. Ειρωνεία. Ό,τι είχε χτίσει του θύμιζε τον καταστροφέα που ερχόταν καταπάνω του. Την κρίση που στέγνωσε την αγορά και εξαφάνισε τη σκέψη για χτίσιμο. Ένιωθε ότι αυτό που έκανε εξαφανιζόταν. Πρόλαβε και βγήκε στη σύνταξη. Ο κόσμος γκρεμιζόταν και όταν θα ξαναχτιζόταν αυτός δεν θα ήταν εδώ. Αναπότρεπτο, αλλά και στενάχωρο. Κάποιες φορές κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέφτη και δεν έβλεπε το είδωλο του. Έβλεπε τούβλα, τσιμέντο, κολώνες… Όλα αυτά διαλύονταν και ήθελε να πάρει φορά να κάνει κομμάτια τον καθρέφτη. Το ίδιο σκεφτόταν και τώρα που ξυριζόταν. Η ίδια συμπεριφορά, κάθε φορά. Τελείωνε και σχεδόν κολλούσε το πρόσωπο στον καθρέφτη. Έκανε ένα βήμα πίσω, τραβούσε το χέρι και ετοιμαζόταν ρίξει τη γροθιά του πάνω στο γυαλί. Τότε συνειδητοποιούσε το μάταιο της πράξης και η γροθιά στο μαχαίρι δεν ήταν για ανθρώπους σαν αυτόν. Ήξερε ότι θα κοπεί και δεν το άντεχε. Έσβησε το φως του μπάνιου και άκουσε τη βροντή. Έτρεξε πάλι στο παράθυρο. Το λευκό φως φώτισε τον κήπο και τότε το είδε: ήταν ένα σαλιγκάρι. Το έβλεπε πολύ κοντά, σχεδόν πάνω στο τζάμι. Κι άλλο λευκό φως. Έβγαλε το κόκκινο κουτί, πήρε μια λάμα και την έβαλε κάτω από την αντανάκλαση του σαλιγκαριού. Αίμα έτρεξε πάνω στον λευκό καναπέ. Το λευκό φως δεν ξαναφάνηκε. Αποκάλυψη, τώρα!

 

Τελευταία Νέα