Νύχτα ασημένια (pic)

Νύχτα ασημένια (pic)

bet365

Όταν οι λύκοι ούρλιαξαν, δάγκωσαν και το ανθρώπινο μέταλλο έριξε κάτω τον άνθρωπο. Όταν το αίμα, μαύρο, ξύπνησε τη μνήμη και έδιωξε το παγωμένο φεγγάρι.

Άκου, θα σου πω μια ιστορία, σύντομη, αλλά θα καταλάβεις πολλά. Το ύφος του Αργύρη δεν σήκωνε πολλά. Ναι ρε φίλε, ό,τι πεις, του απάντησα. Δεν έχω και πολλή ώρα στη διάθεση μου. Και μου είπε για λύκους που ουρλιάζανε, για το φεγγάρι που ήταν τόσο φωτεινό που σου πάγωνε την ψυχή και για το αίμα που έδωσε λίγο χρώμα στην γκρίζα όψη της γειτονιάς μας. Δεν ήθελα να τον ρωτήσω αν ήταν αλήθεια όσα μου είπε. Πρέπει να ήταν, γιατί το βλέμμα του δεν έλεγε ψέματα. Εγώ δεν θυμόμουν εκείνη τη νύχτα, κι ας μένω εδώ όλη μου τη ζωή. Ο Αργύρης όμως τα βράδια δεν κοιμάται. Γυρίζει, ψάχνει τα ίχνη της πόλης, σκόρπιες παρέες, κάποιο ελεύθερο παγκάκι για να κάτσει να πιεί την μπίρα του, να ξαπλώσει και να δει τα αστέρια.

Εκείνη τη νύχτα όμως το φεγγάρι έκοβε σαν λεπίδα και όταν τα αλυχτίσματα και οι άγριες φωνές ακούστηκαν, κατάλαβε ότι κάτι γινόταν. Έτρεξε και τα είδε όλα. Τους λύκους, το φεγγάρι, το αίμα… Θα στα πω χωρίς να με διακόψεις έτσι; Να ξέρεις ότι εγώ δεν ξεχνάω, ούτε συγχωρώ, αυτό είναι το πρόβλημα μου. Τέλος πάντων. Άκου φιλαράκι τι έγινε εδώ πριν λίγα χρόνια και κανείς δεν το θυμάται.

«Έχω ξεκινήσει τη νυχτερινή μου βόλτα. Το πρωί μου είχαν αφήσει ρούχα και φαγητό. Πήγα και έκανα μπάνιο στην Υπηρεσία και ξεκίνησα. Ήταν λίγο μετά τις δέκα. Δεν υπήρχε κάτι διαφορετικό στην ατμόσφαιρα. Μια νύχτα στους δρόμους τη Αθήνας. Το πορτοκαλί φως από τις κολώνες της ΔΕΗ έλουζε τα κεφάλια μας. Άνθρωποι βιαστικοί, με εχθρική διάθεση περπατούσαν ή περίμεναν στη στάση του λεωφορείου. Ανυπόμονοι, νευρικοί, απογοητευμένοι… Οι δρόμοι όμως ήταν φιλικοί, ζεστασιά εξέπεμπαν και η ησυχία κέρδιζε την οχλοβοή. Περπατούσα και παρατηρούσα τις βιτρίνες των καταστημάτων. Απελπισία με έπιανε, δεν ξέρω γιατί. Εκεί που υπήρχαν άνθρωποι στεκόμουν και αναρωτιόμουν αν όλοι αυτοί έψαχναν ό,τι και γω. Εγώ ήθελα μια καλύτερη ζωή.

Όλοι όμως όσοι έβλεπα δεν ήξεραν τι είναι ζωή. Το μόνο που έκαναν –και κάνουν- ήταν να παλεύουν, να κουράζονται, να ματώνουν…. Εγώ είχα την ελευθερία μου, αλλά η ζωή ήταν άπιαστη. Τέλος πάντων. Προχώρησα και στάθηκα έξω από μια καφετέρια. Από το τζάμι είδα ότι παρακολουθούσαν ποδόσφαιρο. Πρέπει να τελείωνε γιατί οι περισσότεροι έβαζαν τα πανωφόρια τους και ετοιμάζονταν να βγουν από το μαγαζί.

Δεν θα καθόμουν, αλλά τότε είδα έναν τύπο σαν και μένα. Με διαφορετικά ρούχα βέβαια, αλλά σαν και μένα. Ήταν κοντά στην τζαμαρία και μπορούσα να δω καλά τη στάση του σώματος. Σηκώθηκε κι αυτός, μαζί με τους φίλους του, να βγει έξω. Εκείνη τη στιγμή παρατήρησα ότι μαζί με το πορτοκαλί φως τον δρόμο φώτιζε και το παγωμένο λευκό του φεγγαριού».

Κοίταξα το κινητό μου, ήθελα να πάω σπίτι να ξεκουραστώ. Με είδε. Τελειώνω, μην κοιτάς το κινητό σου. «Όπως σου είπα ο τύπος ετοιμαζόταν να βγει. Βγήκε και τότε, στο διπλανό στενό είδα τους λύκους. Ναι, λύκους. Μπορεί να μην με πιστεύεις, αλλά λύκοι ήταν. Μαύρα φορούσαν και το λευκό φως του φεγγαριού τους έκανε να λάμπουν. Λάμψη από ασήμι που είναι ψυχρό και σκοτεινό, όχι χρυσό. Η αγέλη ντυμένη ομοιόμορφα, μαύρα, με ρόπαλα, σιδερολοστούς, κράνη… Ουρλιαχτά, γρυλίσματα, αλυχτίσματα, κραυγές επιθετικές ακούγονταν. Δεν υπερβάλλω καθόλου φιλαράκι. Πλησίασα και πάλι λέξη ανθρώπινη δεν άκουσα. Ο τύπος, ψηλός και γεροδεμένος, δεν μίλησε, δεν κουνήθηκε, δεν λούφαξε.

Δεν ήταν πληγωμένο ζώο, πιο πολύ περήφανο μου έκανε. Οι φίλοι του έφυγαν, φοβήθηκαν. Εγώ εκεί. Κανείς δεν μου έδινε σημασία. Τον κύκλωσαν και έπεσαν πάνω του. Οι τρίχες σηκωμένες, οι γροθιές –από σίδερο- επίσης. Παρά τα χτυπήματα ο τύπος αντέχει, επιμένει. Οι λύκοι εξαγριωμένοι μα διστακτικοί πια. Τότε, όμως, περασμένα μεσάνυχτα, το φεγγάρι ξεχείλισε και το ασημένιο πλημμύρισε τον δρόμο.

Όλα έγιναν γρήγορα. Ασημί αυτοκίνητο, ασημένιο μαχαίρι. Ο τύπος πέφτει. Πέφτει δίχως κραυγή, δίχως φωνή, ήρεμα και σίγουρα, γενναία. Οι λύκοι φεύγουν. Η πόλη αδειάζει, τα σκουπίδια στροβιλίζονται, ο αέρας ανακατεύει σκόνη, οξυγόνο, φωτιά, δάκρυα κι ένα παγωμένο χαμόγελο. Πλησιάζω και κοιτώ το μαύρο αίμα που ψάχνει δίοδο».

Αυτή ήταν η ιστορία φιλαράκι. Μη με ρωτήσεις πώς και γιατί. Μόνο να θυμάσαι αυτά που σου είπα. Τώρα φεύγω, η πέτρα με φωνάζει, το αίμα λιμνάζει και ο Θεός δεν ησυχάζει. Και ο Αργύρης έφυγε. Η μνήμη έμεινε.

 

Τελευταία Νέα