Αρχίζει το ματς! (pic)

Αρχίζει το ματς! (pic)

bet365

Οι αναμνήσεις που μας σημάδεψαν δεν σβήνουν ποτέ. Κι αν έχουν φθαρεί, αντέχουν και επιμένουν. Κάπου, σε κάποια γωνιά κρύβονται και περιμένουν να τις ανακαλύψουμε. Μπάλα και ποδόσφαιρο στην αλάνα για κάθε αγόρι αυτού του κόσμου.

“Ας δούμε τι έχει κι αυτή η αποθήκη που μ’ φαγε να την τακτοποιήσω”. Ένα μήνα τον “βασάνιζε” η μάνα του. “Άντε βρε αγόρι μου, τώρα που δεν έχεις δουλειά ευκαιρία είναι”. Το ίδιο τροπάρι σε διάφορες παραλλαγές. Ε, σήμερα, Σάββατο, είχε έρθει η ώρα. Δεν ήταν και καμιά μεγάλη αποθήκη. Τον περισσότερο χώρο καταλάμβανε το μεγάλο δοχείο λαδιού. Σαν καζάνι ήταν. Μπροστά του τα μπιτόνια με το λάδι. Από πάνω δυο ράφια, όπως και στις άλλες πλευρές. Εκεί υπήρχαν εργαλεία κηπουρικής, εξαρτήματα αυτοκίνητου και διάφορα για μαστορέματα παντός είδους. Στο έδαφος, δίπλα από το μεγάλο δοχείο λαδιού, ένα τελάρο με κάρβουνα, δύο σπασμένες κορνίζες, άδεια βάζα, δυο κουτιά χρώμα, ένα διαλυτικό, πινέλα, πανιά, ένα ζευγάρι άρβυλα και μια μπάλα ποδοσφαίρου.

Ταλαιπωρημένη, ξεφλουδισμένη, λίγο ξεφούσκωτη… Δεν ήξερε γιατί την είχαν κρατήσει. Είχε ξεχάσει πότε ήταν η τελευταία που έπαιξε ποδόσφαιρο. Η μπάλα όμως του θύμισε τις εποχές που κάθε Σάββατο έπαιζε από το πρωί ως το βράδυ, που γυρνούσε μούσκεμα στον ιδρώτα και έκανε αμέσως μπάνιο. Του θύμισε πώς είναι να κοιμάσαι με μια μπάλα δίπλα στο κρεβάτι σου. Του θύμισε την μπάλα που του είχε κάνει δώρο ο νονός του που τον αγαπούσε τόσο πολύ. Και ήταν αυτή που έλιωνε από τη φθορά του χρόνου στη δίχως φως αποθήκη. Μαζί της χανόταν σιγά-σιγά και ο Αργεντινός…

Εκείνα τα Χριστούγεννα, του 1992, ήταν τα καλύτερα του. Επί μήνες περνούσε έξω από το κατάστημα αθλητικών ειδών της γειτονιάς του και “καταβρόχθιζε” την μπάλα της βιτρίνας. Δεν παρέλειπε να δίνει αναφορά στους γονείς του. “Τι ωραία μπάλα ρε πατέρα…”, “και τι δεν θα έδινα να την πάρω, έχει πάνω και τη φωτογραφία του παιχταρά, του Αργεντινού…”. Κόστιζε όμως ακριβά και οι γονείς του τον προσγείωναν απότομα. “Βρε Βασίλη μου, αφού ξέρεις ότι τα φέρνουμε δύσκολα πέρα, γιατί μας το λες συνέχεια;” του έλεγε ο πατέρας του. Χαμήλωνε το κεφάλι και δεν απαντούσε. Φανταζόταν όμως, φανταζόταν τη στιγμή που θα έμπαινε στο προαύλιο του σχολείου με την μπάλα και όλοι θα τον είχαν… Θεό!

Το προαύλιο του δημοτικού ήταν το γήπεδο της γειτονιάς. Οι παρέες έφτιαχναν ομάδες, το δικό τους πρωτάθλημα και στο τέλος έμενε μόνο ο καλύτερος. Μάλιστα, υπήρχε και έπαθλο. Καθένας έδινε μέρος από το χαρτζιλίκι του και η μεγάλη νικήτρια ομάδα μπορούσε να πάει στο κατάστημα αθλητικών ειδών της γειτονιάς και να αγοράσει ό,τι ήθελε. Σκεφτόταν, λοιπόν, ο Βασίλης “να πάρουμε το πρωτάθλημα, να πάρουμε το πρωτάθλημα”…

Το πρωτάθλημα δεν ήρθε, το καλοκαίρι πέρασε αδιάφορα και η μπάλα άρχισε να απομακρύνεται. Ο κύριος Αποστόλης που είχε το μαγαζί με τα αθλητικά έκανε χρυσές δουλειές με αυτή την μπάλα. Ο Αργεντινός ήταν ο σούπερ σταρ της εποχής και βρισκόταν μόνιμα στη βιτρίνα. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα με το ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς. Πρώτη μέρα και μετά το σχολείο μένουν για να παίξουν. Ο φίλος του ο Θανάσης έρχεται και κουβαλάει την μπάλα με τον Αργεντινό! Αυτό ήταν! Τώρα ήθελε την μπάλα οπωσδήποτε! Ο μόνος τρόπος όμως για να την αποκτήσει ήταν να βάζει στην άκρη το χαρτζιλίκι που του έδινε ο πατέρας του. Ο πατέρας όμως –οικοδόμος- δεν έδινε σταθερό χαρτζιλίκι και όσο περνούσε ο καιρός αυτό μειωνόταν. Πλησίαζαν Χριστούγεννα…

Δέκα μέρες πριν τα Χριστούγεννα και είχε μαζέψει 10 χιλιάδες δραχμές. Του έλειπαν άλλες 20. Ήταν εκνευρισμένος, απαισιόδοξος και σκεφτόταν ότι αυτή η μπάλα θα έμενε ανεκπλήρωτο όνειρο. Τελείωνε το δημοτικό και τον επόμενο χρόνο, στο γυμνάσιο, δεν ήξερε αν η ομάδα τους θα συνέχιζε ως έχει, αν τα άλλα παιδιά της γειτονιάς θα είχαν όρεξη για πρωτάθλημα. Ίσως ήταν η τελευταία φορά που έπαιζαν όλοι μαζί και αυτή τη σεζόν ήθελε να την ολοκληρώσει με την καλύτερη μπάλα του κόσμου!

Την παραμονή των Χριστουγέννων δεν βγήκε για τα κάλαντα. Δεν είχε όρεξη για τίποτα. Η μάνα του ετοίμαζε το δείπνο για το βράδυ. Θα έρχονταν οι θείοι και τα ξαδέρφια του και οι γείτονες από δίπλα. Λίγο πριν το μεσημεριανό χτυπά το τηλέφωνο.

-Σήκωσε το βρε Βασίλη, είναι λερωμένα τα χέρια μου, φωνάζει η μητέρα του.

-Ναι. Ποιος είναι;

-Πού σαι ρε Βασιλάρα; Τι κάνεις; Ο νονός είμαι. Έρχομαι το βράδυ για φαγητό.

Το βράδυ ο νονός Μιχάλης έρχεται και κρατά την μπάλα! Τα μάτια του Βασίλη λάμπουν. Αναρωτιέται. Μα, πώς; Εγώ δεν του είπα τίποτα.

Ακούστε παιδιά τι έγινε, λέει στους γονείς και όσους είχαν έρθει σπίτι. Παρκάρω το αυτοκίνητο λίγο πιο κάτω από το κατάστημα αθλητικών ειδών. Μόλις βγαίνω ακούω βοήθεια! Βοήθεια!, με κλέβουν. Γυρνάω και βλέπω έναν νεαρό να χτυπάει τον κύριο που έχει το μαγαζί. Μετά μου είπε ότι τον λένε Αποστόλη. Τρέχω, αρπάζω από πίσω τον πιτσιρικά και τον ρίχνω κάτω. Σηκώνεται και αρχίζει να τρέχει. Αφού με ευχαριστεί που τον έσωσα και κράτησε την είσπραξη, μου λέει πάρε από μένα ό,τι θες. Ε, βλέπω την μπάλα στη βιτρίνα, αυτή με τον Αργεντινό και ορίστε.

Τα Χριστούγεννα, μόλις σηκώθηκε και αφού ήπιε γάλα, πήρε τους φίλους του και αμέσως βρεθήκαν στο προαύλιο του σχολείου για να παίξουν. Τώρα, κρατά την μπάλα των παιδικών του χρόνων και τη βλέπει να “παλεύει” με τον χρόνο.

-Τι έγινε βρε Βασίλη; Τελείωσες με την αποθήκη; του φωνάζει η μάνα του.

-Τελείωσα, τελείωσα. Αλλά σε λίγο αρχίζει το ματς (χαμηλόφωνα).

 

Τελευταία Νέα