Ο Τουταγχαμών και ο ...δέρνων μιας καυτής Αποκριάς! (vids)

Miltos+
Τραγούδια που πάντα θα θυμίζουν Αποκριάτικα πάρτυ, μαζί με μια ιστορία με μασκαράδες, φιλοξενεί ο Μίλτος στα καθιερωμένα «ρετρό ακούσματα» της Πέμπτης. Καλή ακρόαση!

Παραδοσιακά, όταν με καλούν σε πάρτυ κατά την περίοδο της Αποκριάς, σκέφτομαι δύο πράγματα: τα τραγούδια που έχω συνδυάσει με αυτά τα πάρτυ (κυρίως τους Τζίπσι Κινγκς, κάποιες άλλες λάτιν επιτυχίες καθώς και κάμποσες της χρυσής εποχής της ντίσκο), αλλά και την τελευταία φορά που ντύθηκα μασκαράς, φυσικά μαζί με την αγαπημένη παλιοπαρέα των έιτις. Κάποια από αυτά τα τραγούδια θα διακόπτουν -ατάκτως ερριμμένα- τη ροή τγης ιστορίας, για να της δίνουν ρυθμό. Καλή ακρόαση, καλή ανάγνωση!

Ήταν η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς της πρώτης χρονιάς μετά την αποφοίτηση της παλιοπαρέας των έιτις από το Λύκειο. Δεν θυμάμαι πως είχε γίνει το «μαγικό», ωστόσο και οι πέντε είχαμε μαζευτεί μεσημέρι στο καμαράκι (πρώην αποθήκη) που κοιμόμουν, στην αυλή του πατρικού μου. Και οι πέντε -ζωντανοί- παρόντες, παρότι ο Πέτρος ο Αρμένης ήταν ήδη φαντάρος και ο Παππούς απολάμβανε τη φοιτητική ζωή στην Αθήνα. Θέμα συζήτησης ήταν το βραδινό πάρτι στο αμφιθέατρο του Λυκείου, στο οποίο θα πηγαίναμε για πρώτη φορά ως εξωσχολικοί. Σημείο αναφοράς, οι μεταμφιέσεις. «Να πάμε ντυμένοι μασκαράδες. Οι γκόμενες πέφτουν πιο εύκολα έτσι», πρότεινε ο Φώτης, με ένα από τα ατράνταχτα επιχειρήματά του. «Δεν πας καλά», του απάντησε ο Δεμπασκαλάς αντιπαραθέτοντας το μοναδικό δικό του, το οποίο κόλλαγε παντού, σαν την ούχου στικ.

«Ναι, ρε. Θα ντυθούμε. Εγώ καμπόης. Έχω βρει και τη στολή», ξεκαθάρισε ο Πέτρος ο Αρμένης, ο οποίος βρήκε συμπαράσταση στον Παππού. «Θα ντυθώ κι εγώ και δεν σας λέω τι, για να σας κάνω έκπληξη», είπε ο τελευταίος, με τον Φώτη να του κάνει «ταπ, ταπ» στην καράφλα με την παλάμη και να προτείνει «να ντυθείς μαλλιάς, πού θα ξαναβρείς τέτοια ευκαιρία;». Τους κοίταζα όλους και σκεφτόμουν πως ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα από πέρυσι, που πήραμε τα απολυτήρια του Λυκείου κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. «Δεν θα μεγαλώσουμε ποτέ», τους είπα κι αν κρίνω από τις -μετρημένες στα δάχτυλα ενός ακρωτηριασμένου χεριού- συναντήσεις που είχαμε έκτοτε όλοι μαζί, αυτό το «δεν θα μεγαλώσουμε ποτέ», δεν ήταν μια διαπίστωση της στιγμής, αλλά μια ...υπόσχεση.

«Ραντεβού εδώ στις 9 το βράδυ», είπε τότε ο Φώτης και σκόρπισαν, ο καθένας για το σπίτι του. Ο Πέτρος, ο Φώτης κι ο Παππούς για να ντυθούν μασκαράδες κι ο Δεμπασκαλάς στον καφενέ του Μπάφα, γιατί είχε απογευματινή βάρδια. Εγώ δεν είχα, ούτε σκοπό ούτε αποκριάτικο κοστούμι για να ντυθώ. Και δεν μ΄ ένοιαζε κιόλας. Μάλλον θα πέρναγα πάλι φάση ερωτικής απογοήτευσης κι ήταν τόσες πολλές οι φάσεις που πέρναγα εκείνη την περίοδο, λες κι έπαιζα άμυνα απέναντι στην Μπάγερν Μονάχου. Ούτε στη σέντρα δεν έφτανα και πάλι πίσω για νέα φάση...

Άρχισαν να εμφανίζονται ένας ένας, λίγο πριν τις 9 το βράδυ. Πρώτος ήρθε ο Πέτρος ο Αρμένης, «ντυμένος μασκαράς», όπως ισχυρίστηκε. Φόραγε ακριβώς τα ίδια μαύρα ρούχα και αξεσουάρ -πανταλόνι, πουκάμισο, γιλέκο και μπότες- που φόραγε το απόγευμα. Η λεπτομέρεια που -υποτίθεται πως- έκανε τη διαφορά, ήταν ένα πλατύγυρο καπέλο. «Καμπόικο», έλεγε, μεξικάνικο σομπρέρο θύμιζε, τέλος πάντων, ο Πέτρος νόμιζε πως είχε ντυθεί καμπόης και γιατί να του χαλάσω την ψευδαίσθηση… Ακολούθως χτύπησε την πόρτα ο Φώτης. Είχε ντυθεί κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ και που δεν είχε δοκιμάσει ποτέ. Ποδοσφαιριστής! Ο άνθρωπος που έχει αποπειραθεί δύο φορές να αγοράσει(!) χωρίς λεφτά (!!) δύο Παέ πρώτης Κατηγορίας, μεταξύ των οποίων και τον ΠΑΟΚ(!!!), όσες φορές δοκίμασε να παίξει ποδόσφαιρο στην αλάνα (φορώντας κατά κανόνα σκαρπίνια), είτε θα έσκαζε μπάλες είτε θα έσπαζε (ξένα) πόδια. Εν πάσει περιπτώσει, το ποδόσφαιρο κι ο Φώτης ήταν -και παραμένουν- δυο παράλληλες γραμμές κι εκείνη τη βραδιά είχε αποφασίσει να ...συναντηθεί μαζί του, όχι για να παίξει μπάλα, αλλά για να κάνει πραγματικότητα ένα απωθημένο, σαν τα κορίτσια που ντύνονταν πάντα πριγκίπισσες πριν τις προσγειώσει η ζωή σε συμβατικούς γάμους, φάμπρικες, φασολάδες και γραφομηχανές.

Πάντως, την είχε πετύχει τη μεταμφίεση. Θύμιζε ποδοσφαιριστή και μάλιστα ...δύο σε ένα, καθώς δεν είχε ιδιαίτερη αίσθηση περί του αθλήματος και τα μπέρδεψε, ως συνήθως. Είχε δανειστεί τη φανέλα με το 9 από τον Πέτρο της Κουφής, αλλά και μια φουσκωτή φόρμα και τα γάντια του τερματοφύλακα από τον τερματζή τον Μήτσο τον Μαμούα, για να μην κρυώνουν τα μπούτια και τα χέρια. «Τι ντύθηκες, ρε; Μπακότερμα;», τον κορόιδεψε ο Πέτρος κι ευτυχώς, πριν φουντώσει ο καυγάς, ξαναχτύπησε η πόρτα. Ο Δεμπασκαλάς, που μόλις είχε κλείσει τον καφενέ, κοίταξε πρώτα τον έναν και μετά τον άλλο, είπε «δεν πας καλά» στον έναν και «δεν πας καλά» στον άλλον και κράτησε ανοιχτή την πόρτα για να περάσει κι ο Παππούς, που είχε φτάσει μαζί του και επίσης …«δεν πας καλά». Αυτός φόραγε κάτι ρούχα προπολεμικά και μου θύμιζε τον τσαγκάρη, τον παππού του Πέτρου του Αρμένη. Αλλά δεν είχε ντυθεί τσαγκάρης. «Τι νομίζεις πως ντύθηκες, ρε;», τον ρώτησε ο Φώτης. «Γέρος! Φόρεσα τα ρούχα του μακαρίτη του παππού μου», απάντησε ο Παππούς κι ο Φώτης τον πήρε στο ψιλό: «Εσύ, ρε, δεν ντύθηκες γέρος. Παππούς εσύ και με τα ρούχα του παππού σου, προπάππος ντύθηκες»!

Όταν κόπασε η καταιγίδα και όλοι σχολίασαν τις «μεταμφιέσεις» των υπολοίπων, ο Δεμπασκαλάς αποχώρησε λέγοντας πως θα πήγαινε να αλλάξει κι όταν τον ρωτήσαμε τι θα ντυνόταν, είπε «δεν πάτε καλά» και εξήγησε πως απλώς θα πήγαινε σπίτι να κάνει μπάνιο και να αλλάξει ρούχα. Και οι υπόλοιποι βάλθηκαν να σκέφτονται τι θα ντύσουν εμένα, γιατί «έχεις γίνει μονόχνοτος κι όλο σκέφτεσαι, λες και θα γράψεις βιβλίο», όπως του είχε κολλήσει τότε του Πέτρου του Αρμένη. Τελικά υποτάχθηκα στη θέληση των πολλών, επειδή με κλόνισε το επιχείρημα «μόνο εσύ κι ο Δεμπασκαλάς δεν θα είστε ντυμένοι. Θέλεις να σας βλέπουν τα κορίτσια και να λένε "να οι Δεμπασκαλάδες";». Δεν ήθελα...

Αν και με τις επιτυχίες που είχε ο Δεμπασκαλάς σε βάθος χρόνου στις γυναίκες, μάλλον θα έπρεπε να θέλω...

Ωστόσο, στο καμαράκι δεν είχαμε τίποτα για να ντυθώ, εκτός από ένα ράφι με εργαλεία που είχε ξεμείνει από την πρότερη χρήση του χώρου ως αποθήκη. «Να ντυθείς μάστορας και να κουβαλάς εργαλεία», είπε ο Φώτης, αλλά του έκοψα τη φόρα με δανεικό επιχείρημα: «Δεν πας καλά που θα κουβαλάω όλη νύχτα το σφυρί, τον κάβουρα και τη μονωτική ταινία». Τότε, έριξε μεγάλη ιδέα ο Παππούς, ο οποίος την προηγούμενη εβδομάδα είχε βρεθεί σε ένα πάρτι στη Νομική. «Κωλόχαρτο έχεις;». Με δεδομένη την παραδοσιακή ...φόρμα του μεταβολισμού μου, όχι μόνο είχα χαρτί υγείας, αλλά στον μικρό καμπινέ είχα τέσσερα ολόκληρα πακέτα διπλό ντέλικα, που ήταν πιο μαλακό για να αποφεύγω τους ερεθισμούς από τη συχνή χρήση. Ομολογώ πως δεν ...χέστηκα από τη χαρά μου όταν έμαθα τη μεταμφίεση που είχε δει ο Παππούς στη Νομική, αλλά αφέθηκα στα χέρια τους. Με τύλιξαν από πάνω ίσαμε κάτω με χαρτί υγείας, το πέρασαν δυο τρεις φορές γύρω γύρω, το έδεσαν με διάφανη αυτοκόλλητη ταινία (να που χρησίμεψε και το ράφι με τα εργαλεία), μου έφτιαξαν δύο τρύπες στα μάτια για να βλέπω κι άλλη μία στο στόμα για να αναπνέω και νάτη η μούμια του Τουταγχαμών. Στην εξέλιξη της βραδιάς, εγώ ήμουν ο Τουταγχαμών κι ο Πέτρος ο ...δέρνων!

Επειδή ήμουν ο μόνος που δεν αναγνωριζόταν, συμφωνήσαμε να πάνε οι τέσσερίς τους μαζί στο πάρτι του σχολείου κι εγώ να πάω μοναχός και να τρομάζω τον κόσμο, που -υποτίθεται πως- δεν θα γνώριζε ποιος ήμουν. Κι επειδή κι εγώ πίστευα ότι δεν θα με γνωρίζουν, πήγαινα και πείραζα όποια κορίτσια δεν ήταν από τον μαχαλά μας και τα ήξερα λίγο ή δεν τα ήξερα καθόλου. Οι πιο πολλές, όμως, με καταλάβαιναν, γιατί κοίταζαν κατά το μέρος των άλλων τεσσάρων της παρέας, οπότε ήξεραν ποιος λείπει. Τέλος πάντων, είχα αρχίσει να βαριέμαι και σκεφτόμουν να πάω στους δικούς μου, να τους ζητήσω να με λύσουν από τα δεσμά μου, όταν με βάλανε στη μέση τρεις ρεμπεσκέδες από άλλο χωριό, που ούτε τους ήξερα ούτε με ξέρανε. «Ωραία στολή, φιλαράκο. Μόνο που δεν έχει ντυθεί κανένας εδώ γύρω πυροσβέστης», είπε ο ένας από τους τρεις με νόημα, ενώ οι άλλοι δύο γρατζουνάγανε τα τσακμάκια τους. Μέσα σε δευτερόλεπτα από το τελευταίο «τσαφ» που άκουσα, είχα πάρει να λαμπαδιάζω, με την κόλλα από την αυτοκόλλητη ταινία να παίζει ρόλο λαδιού στη φωτιά. Ευτυχώς, ο Πέτρος είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή και πριν αρχίσουν ν΄ αρπάζουν τα ρούχα μου, με είχε ρίξει κάτω κι από πάνω μου το γιλέκο του, για να σβήσει τη φωτιά. Με το που βεβαιώθηκε ότι ήμουν εντάξει, σηκώθηκε και είδε τους τρεις μάγκες λυμένους στα γέλια, τα οποία μέσα σε ελάχιστο χρόνο είχαν μετατραπεί σε κλάματα, αίματα και σπασμένα δόντια. Είχα ξεχάσει πόσο ...καλά έδερνε ο Πέτρος, ωστόσο εκείνοι οι τρεις δεν θα το ξεχάσουν ποτέ. Το σουρεαλιστικό της υπόθεσης είναι πως ο σωτήρας μου τους κοπάναγε φορώντας το καπέλο του καμπόη, θυμίζοντας σκηνικό από σαλούν της Άγριας Δύσης, από εκείνα τα σπαγγέτι γουέστερν που ο Τέρενς Χιλ και ο Μπαντ Σπένσερ, τα έκαναν λαμπόγυαλο ...χαμογελαστοί.

Όταν τους ξάπλωσε για τα καλά, ο σοφός ...Προπάππος τον «μάζεψε» αμέσως, «να φύγουμε μην μπλέξεις με κανένα στρατοδικείο», ενώ λίγα λεπτά μετά το σαματά κατέφτασε στο χώρο και ο Λυκειάρχης, ένα θεριό με το οποίο μέχρι πέρυσι παίζαμε μπάσκετ, για να μάθει επισήμως τι συνέβη ως υπεύθυνος του χώρου. Πάντως, είχε ενημερωθεί πριν φτάσει, από τον ίδιο τον Προπάππο, ο οποίος ήταν ο αγαπημένος του μαθητής και πρόλαβε να του σφυρίξει πως «για όλα έφταιγαν εκείνοι οι εξωσχολικοί, που έβαλαν φωτιά στον Μίλτο». Ο οποίος Μίλτος, ήμουν ο δεύτερος αγαπημένος του μαθητής... Ο Λυκειάρχης πρώτα ήρθε σε μένα, να με ρωτήσει αν είμαι καλά (εγώ ήμουν, οι εμπρηστές μου δεν ήταν) και μετά πήγε στους τρεις μάγκες που ακόμα αγκομαχούσαν σε μια γωνιά, ενώ το πάρτι γύρω τους ...συνεχιζόταν, υπό τους ήχους των Τζίπσι Κινγκς.

«Για να καταντήσατε έτσι, πρέπει να τα βάλατε με ολόκληρο το σχολείο. Καλά, πόσοι σας επιτέθηκαν;», τους ρώτησε ο Λυκειάρχης κλείνοντάς μου το μάτι. «Ήταν κάμποσοι. Ένα αστείο κάναμε», είπε ο ένας από τους μάγκες, ίσως ο μοναδικός που ήταν σε θέση να μιλήσει. Από ντροπή το είπε, μην τυχόν και ξεφτιλιστούν αν μαθευόταν πως τους τσάκισε μόνος του ο Πέτρος, μαντράχαλος μεν αλλά μοναχός του. Αυτό το «ήταν κάμποσοι» ήθελε να εξασφαλίσει ο Λυκειάρχης ως μαρτυρία, για να μην έχει τίποτα μπλεξίματα ο Πέτρος, εφόσον η υπόθεση τράβαγε κατά την Αστυνομία. «Θα σας παρακαλέσω να φύγετε και να μην εμφανιστείτε ξανά, ούτε στο σχολείο ούτε στο χωριό», τους είπε, τάχα με συμβουλευτικό ύφος ο Λυκειάρχης, πριν τους ρίξει και την μπόμπα: «Κανονικά πρέπει να καλέσω την Αστυνομία, αλλά θα σας πάνε μέσα για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Οπότε, προτείνω να ξεχάσουμε ό,τι έγινε. Εκτός κι αν έχετε αντίθετη γνώμη...».

Δεν είχαν...

Μέχρι να ξεχάσω αυτή, την τελευταία φορά που μασκαρεύτηκα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.