Ηλιάδης στο Gazzetta: «Αν όλα πάνε σκ@τ@, η φανέλα του Μέσι είναι το συνταξιοδοτικό μου πλάνο»
Έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην Ακαδημία του Παναθηναϊκού και έφτασε, όντας επαγγελματίας, να παίξει ως την δεύτερη ομάδα του τριφυλλιού. Ο Ηλίας Ηλιάδης, δεν πέρασε εύκολα. Όπως ο ίδιος αποκαλύπτει στη συνέντευξή του στο Gazzetta, θεωρούνταν πάντα «ο ξένος».
Δεν τα παράτησε, όμως. Συνέχισε να παλεύει και κυνήγησε το όνειρό του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Παραδέχεται πως αυτή του η απόφαση, δεν ήταν η πιο σωστή. Όμως, ήταν μία επιλογή που του χάρισε εικόνες, που θα θυμάται σε όλη του τη ζωή. Μαζί και μία υπογεγραμμένη φανέλα του Λιονέλ Μέσι!
Ο Ηλίας Ηλιάδης μιλάει για τον κόσμο του MLS, αλλά και για το πρότζεκτ της Β’ ομάδας του Παναθηναϊκού. Ακόμα, αποκαλύπτει μία χαρακτηριστική ατάκα του Κώστα Φραντζέσκου από την προπόνηση των μικρών του τριφυλλιού, ενώ αναφέρεται και στα όνειρά του για το μέλλον.
«Στην Ελλάδα ήμουν πάντα ο ξένος, αυτή είναι η μαύρη αλήθεια»
Ξεκινώντας, σε ποιο μέρος βρίσκεσαι;
Η πόλη λέγεται Μοντάνα και είναι περίπου 2,5 ώρες πάνω από τη Σόφια, είναι κοντά στο Βελιγράδι.
Είναι ωραίο μέρος;
Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να κάνεις σε αυτό το μέρος. Ο κόσμος ασχολείται κυρίως με τα αθλήματα. Έχουμε ομάδα ποδοσφαίρου, μπάσκετ και βόλεϊ. Ο κόσμος ζει για τον αθλητισμό.
Πώς πήγες στην Μοντάνα;
Ήρθα στην Μοντάνα το καλοκαίρι. Ο τελευταίος χρόνος, για μένα, ήταν μία πολύ δύσκολη περίοδος. Πολλή δουλειά. Στο Μόντρεαλ δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, δεν έπαιζα και με έστειλαν δύο φορές δανεικό στην Οτάβα. Δεν μου άρεσε καθόλου στην Βόρεια Αμερική, τόσο το ποδόσφαιρο, όσο και γενικότερα η ζωή. Ήθελα να επιστρέψω στην Ευρώπη. Δεν ήταν, όμως, καθόλου εύκολο να μπω στην αγορά, με δεδομένο ότι έβλεπαν όλοι έναν ποδοσφαιριστή που δεν έπαιζε στην Βόρεια Αμερική. Ειδικά στην μεταγραφική περίοδο του Γενάρη, που όλες οι ομάδες ψάχνουν παίκτες με εμπειρία και δεν δίνουν ευκαιρίες. Έμεινα χωρίς παιχνίδια από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάρτιο. Μετά, ο μάνατζερ που έχω υπογράψει τώρα μου βρήκε την ευκαιρία στην δεύτερη κατηγορία της Βουλγαρίας, στην Πίριν. Ήμουν εκεί για ένα τρίμηνο, από τον Μάρτιο ως τον Ιούνιο. Πήρα όλα τα ματς, όσο ήμουν εκεί. Προσπαθήσαμε να πετύχουμε τον στόχο της ανόδου, αλλά δεν τα καταφέραμε και τον χάσαμε στα πλέι οφ. Βλέποντάς με εκεί, όμως, με τις καλές εμφανίσεις που έκανα, ενδιαφέρθηκε η Μοντάνα και υπέγραψα το καλοκαίρι.
Ήταν ένα μικρό σοκ για σένα η μετάβαση από την Βόρεια Αμερική στην δεύτερη κατηγορία της Βουλγαρίας;
Είχα την εμπειρία της δεύτερης κατηγορίας στην Ελλάδα, στην οποία είχα κάνει τα πρώτα μου βήματα με τον Παναθηναϊκό Β’. Οπότε είχα κάποιες εμπειρίες από τις χαμηλότερες κατηγορίες στην Ευρώπη. Δεν ήταν, λοιπόν, ένα σοκ. Ήθελα, απλά, 1-2 ματς για να βρω τον ρυθμό μου. Μετά, όλα έγιναν πιο εύκολα. Με βοήθησε και η ομάδα, γιατί οι άνθρωποι της είναι όλοι πολύ φιλικοί. Με βοήθησαν πάρα πολύ και μπόρεσα να δείξω τις δυνατότητές μου.
Πώς βρέθηκες στην Ακαδημία του Παναθηναϊκού;
Μέχρι 14 χρονών ζούσα στον Καναδά, η οικογένειά μου ζει ακόμα εκεί. Όμως, γνωρίζοντας ότι το ψηλότερο επίπεδο ποδοσφαίρου, παίζεται στην Ευρώπη, ήταν στόχος μου να έρθω στην Ευρώπη. Είχα κάνει πολλά δοκιμαστικά. Στην Ελλάδα είχα κάνει στον Παναθηναϊκό, στον Ολυμπιακό και στην ΑΕΚ. Μου άρεσε περισσότερο στον Παναθηναϊκό κι έτσι με πήραν στην Ακαδημία για την Κ15. Πέρασα από όλα τα τμήματα ως την Κ19 και μετά έπαιξα στην Β’ ομάδα. Έχω κάνει και μία προετοιμασία με την πρώτη ομάδα.
Έχεις γεννηθεί στον Καναδά;
Ναι, στο Τορόντο.
Εκεί πρέπει να είχε πολλούς Παναθηναϊκούς. Άρα, είχες και αρκετές επιρροές.
Υπάρχει πολύς ελληνικός πληθυσμός στο Τορόντο. Πάντα υπήρχε μία υποστήριξη από τον Καναδά, με δεδομένο ότι έπαιζα σε μία τόσο μεγάλη ελληνική ομάδα.
Πώς αντέδρασες την πρώτη μέρα που πήγες στο Κορωπί;
Για μένα ήταν ένα μεγάλο βήμα, έφευγα από τον Καναδά, όπου και μεγάλωσα. Εκεί είχα τους φίλους μου και την οικογένειά μου. Τον πρώτο χρόνο ήμουν μόνος μου, ήταν πολύ δύσκολο. Νέος τρόπος παιχνιδιού, νέοι φίλοι. Όλα από την αρχή. Μετά τον πρώτο χρόνο, όμως, προσαρμόστηκα και ήταν όλα πολύ πιο εύκολα.
Πώς είναι για ένα παιδί να μεγαλώνει στην Ακαδημία μεγάλης ομάδας και να ζει με το όνειρο της συμμετοχής στην πρώτη ομάδα;
Σίγουρα υπάρχει πολύ μεγάλος ανταγωνισμός. Στη δική μου φουρνιά ήταν ο Αλεξανδρόπουλος, ο Βαγιαννίδης, ο Ζαγαρίτης, ο Αθανασακόπουλος και ο Σερπέζης. Ο ανταγωνισμός μας έκανε να γίνουμε καλύτεροι παίκτες.
Θυμάσαι τις συζητήσεις σας εκείνο το διάστημα;
Εγώ όσο ήμουν στην Ελλάδα, ήμουν πάντα ο ξένος. Αυτή είναι η μαύρη αλήθεια. Οι Έλληνες έκαναν παρέα μεταξύ τους, αλλά εγώ δεν το είχα. Δεν είναι ότι δεν ήμασταν φιλικοί ή ότι δεν είχαμε καλή σχέση. Αλλά τα πρώτα δύο χρόνια, δεν μιλούσα καλά ελληνικά και όλοι με κορόιδευαν. Έκανα λάθη στην γραμματική ή στον τρόπο που μιλούσα και όλοι γελούσαν μαζί μου. Οπότε δεν είναι ότι ήμασταν… αδέρφια και βγαίναμε για ποτά ή καφέδες. Σε όποια χώρα και αν πάω, είμαι ακόμα και τώρα, ο ξένος. Ακόμα και στον Καναδά με βλέπουν ως ξένο, παρά το γεγονός ότι έχω γεννηθεί εκεί. Αυτό είναι κάτι που ζω σε όλη μου την ποδοσφαιρική καριέρα. Εγώ το βλέπω ως κίνητρο για να δουλέψω παραπάνω.
«Όπως λειτουργεί το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, δεν μπορεί να πετύχει μία Β’ ομάδα»
Το πρότζεκτ της Β’ ομάδας θεωρείς ότι ήταν πετυχημένο;
Εγώ το είδα ως μία χρυσή ευκαιρία. Υπέγραψα το πρώτο μου επαγγελματικό συμβόλαιο στα 17, αλλά δεν πήρα ποτέ μία ευκαιρία για να δείξω τι μπορώ να κάνω. Για τον λόγο αυτόν, όταν δημιουργήθηκε η Β’ ομάδα, το είδα ως μία μεγάλη ευκαιρία να πάρω για πρώτη φορά επαγγελματικά παιχνίδια. Προσωπικά το θεωρώ πολύ πετυχημένο το πρότζεκτ, γιατί πήρα όλα τα παιχνίδια και έκανα καλές εμφανίσεις. Μέσα από αυτό το πρότζεκτ, έκανα το μεγάλο βήμα και πήγα στο MLS, στο Μόντρεαλ. Σαν ιδέα, βέβαια, όπως λειτουργεί το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, με τον τρόπο που λειτουργούν οι υποδομές, δεν μπορεί να πετύχει μία Β’ ομάδα. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το αν πρόκειται για τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΟΚ. Σε μία πιο οργανωμένη χώρα, όπως η Ολλανδία ή το Βέλγιο, μπορεί να πετύχει. Όχι, όμως, στην Ελλάδα.
Ποιο θεωρείς, δηλαδή, ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του πρότζεκτ;
Ο στόχος μίας Β’ ομάδας πρέπει να είναι να πάρει ένας παίκτης αγώνες, να δείξει τι μπορεί να κάνει και μετά να πάρει ευκαιρίες και στην πρώτη ομάδα. Να υπάρχει μία σύνδεση και ένα μονοπάτι από την δεύτερη στην πρώτη ομάδα. Αυτό γίνεται παντού, εκτός από την Ελλάδα. Στην Ελλάδα είναι τελείως ανεξάρτητες. Μπορώ να σου πω παραδείγματα ποδοσφαιριστών της Β’ ομάδας του Ολυμπιακού, για τους οποίους δεν υπάρχει δρόμος να φτάσουν στην πρώτη ομάδα. Τόσο απλό.
Ξεχωρίζεις κάποιον από τους προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκες στο διάστημα που έμεινες στον Παναθηναϊκό;
Τον Κώστα Φραντζέσκο. Με βοήθησε πάρα πολύ στην ανάπτυξή μου, από μικρό παιδί. Είναι από τους ελάχιστους προπονητές που τα λένε στεγνά. Για τον συγκεκριμένο άνθρωπο υπάρχει είτε το μαύρο, είτε το άσπρο. Του αρέσει να λέει τα καλά και τα στραβά, όπως είναι. Δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο. Γι’ αυτό θεωρώ και ότι δεν μπορούσε να πάει παραπάνω ως προπονητής. Στην Ελλάδα τα άτομα που αξίζουν, δεν προχωράνε. Κατά την γνώμη μου, θα μπορούσε άνετα να είναι ο προπονητής της πρώτης ομάδας του Παναθηναϊκού. Αλλά δεν μπορεί αυτό να γίνει, για διάφορους λόγους. Μας το είχε πει κιόλας σε μία προπόνηση, όταν τον είχε ρωτήσει ένα παιδί γιατί δεν αναλαμβάνει την πρώτη ομάδα, με δεδομένες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε τότε ο σύλλογος. Του είχε απαντήσει ότι «υπάρχουν λόγοι που δεν μπορεί να γίνει αυτό ποτέ».
«Στην Αμερική τα ματς είναι σόου, όλοι ζουν για το πόσους followers έχεις»
Έχοντας κάνει τα πρώτα σου επαγγελματικά βήματα στην Β’ ομάδα του Παναθηναϊκού, γιατί πήρες την απόφαση να πας στο MLS;
Είχα συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό ως το καλοκαίρι κι εγώ είχα φύγει τον Γενάρη. Είχα σπάσει, δηλαδή, το συμβόλαιο έξι μήνες νωρίτερα. Η μόνη ομάδα που ενδιαφέρθηκε να με πάρει εκείνη την εποχή, ήταν το Μόντρεαλ. Από τη στιγμή που ενδιαφέρθηκαν, θεώρησα ότι ήταν ένα καλό βήμα για την καριέρα μου. Όπως τα βλέπω, βέβαια, τώρα, καταλαβαίνω πως δεν ήταν η καλύτερη επιλογή. Από την αρχή, μου είχε πει ο προπονητής ότι ήταν δύσκολο να πάρω λεπτά συμμετοχής. Εκείνη την εποχή, όμως, θεώρησα ότι αυτό το βήμα, θα βοηθούσε την καριέρα μου.
Πώς θα περιέγραφες το ποδόσφαιρο στο MLS, σε κάποιον που δεν γνωρίζει την κατάσταση που επικρατεί εκεί;
Στην Ευρώπη είναι ποδόσφαιρο, στην Βόρεια Αμερική είναι soccer. Το λένε πολλοί αυτό και συμφωνώ, πλέον, μαζί τους. Εκεί το άθλημα έχει να κάνει πολύ περισσότερο με το physical κομμάτι. Αν είσαι γρήγορος, πετυχαίνεις. Επίσης, έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι στο MLS δεν υπάρχει υποβιβασμός, άρα δεν υπάρχει και πίεση. Αν είσαι τελευταίος, χάνοντας συνέχεια, όπως συνέβη πέρσι με το Τορόντο και το Μόντρεαλ, δεν υπάρχει πίεση. Αυτοί παίρνουν τα λεφτά τους, παίζουν ελεύθερα και από την επόμενη σεζόν, ξεκινούν και πάλι όλα από το μηδέν. Στην Ευρώπη όλοι ζουν μέσα από τα αποτελέσματα. Θυμάμαι στην Πίριν που πηγαίναμε για άνοδο και το κάθε ματς ήταν λες και παίζαμε τελικό Champions League.
Δεν είναι λίγο άχαρο να παίζεις ποδόσφαιρο χωρίς να έχεις την πίεση του αποτελέσματος;
Σίγουρα θέλεις την πίεση, όντας ποδοσφαιριστής. Στην Αμερική όλα τα ματς είναι σόου. Φώτα, οθόνες για ριπλέι, χορευτικά. Όλα γίνονται για τους φιλάθλους. Αυτό φτιάχνει μία ωραία ατμόσφαιρα και καλύπτει το γεγονός ότι δεν υπάρχει πίεση. Στην Αμερική όλοι ζουν για το πόσους followers έχεις. Για τις φωτογραφίες και για τα media. Έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία τι κάνεις έξω από το γήπεδο, παρά το τι κάνεις μέσα σε αυτό.
Έχεις, λοιπόν, βρεθεί και απέναντι σε σούπερ σταρ του Παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Ήμουν στον πάγκο σε ένα ματς με την Ίντερ Μαϊάμι, που είχε Μέσι, Σουάρες και Μπουσκέτς.
Θυμάσαι κάποια ιστορία από αυτό το ματς;
Αυτό που μου έχει μείνει είναι ότι ήμουν ο μόνος παίκτης από το Μόντρεαλ που πήρε υπογραφή από τον Μέσι. Έχω την υπογεγραμμένη φανέλα του Μέσι, κρεμασμένη στο σπίτι μου. Αν όλα πάνε σκ@τ@ στο ποδόσφαιρο, αυτή είναι το συνταξιοδοτικό μου πλάνο. Αγόρασα μία φανέλα της Αργεντινής και του ζήτησα να μου την υπογράψει.
Ο κόσμος στη Βουλγαρία αγαπάει το ποδόσφαιρο;
Αγαπάει πολύ το ποδόσφαιρο. Το Μπλαγκόεβγκραντ που πήγα στην αρχή, είναι μία μικρή αλλά πολύ όμορφη πόλη. Όλοι εκεί μιλούν λίγα ελληνικά και ακούν ελληνική μουσική. Εγώ ήμουν ο DJ τους. Τους αρέσουν πολύ τα λαϊκά.
Τι μουσική τους έβαζες;
Αργυρό, Παντελίδη, Καρρά!
Πώς σε αντιμετωπίζουν ως Έλληνα στην Βουλγαρία;
Είναι πολύ φιλόξενοι με τους Έλληνες. Μοιάζουμε πολύ ως λαοί, έχουμε την ίδια κουλτούρα. Ήταν, λοιπόν, πολύ εύκολη η μετάβαση.
Ζεις μόνος σου;
Ναι.
Είναι δύσκολο σε αυτήν την ηλικία να βρίσκεσαι μόνος σε μία μικρή πόλη της Βουλγαρίας;
Όχι, απαραίτητα. Αυτό που έχω συνέχεια στο μυαλό μου είναι να κάνω καλή προπόνηση και να είμαι έτοιμος για τα παιχνίδια. Με αυτό δεδομένο, η μοναξιά δεν είναι δύσκολη. Η κοπέλα μου είναι στην Ολλανδία και έρχεται κάθε 2-3 εβδομάδες να με δει.
Κλείνοντας, τι ονειρεύεσαι για το μέλλον;
Αυτό που θέλω για το εγγύς μέλλον είναι να βελτιώσουμε τα αποτελέσματά μας με την ομάδα. Έχουμε χάσει αρκετά ματς, ήμασταν και άτυχοι. Μετά την Μοντάνα, θέλω να πάω σε μία χώρα, ποδοσφαιρικά πιο οργανωμένη. Σε μία πιο εξελιγμένη ποδοσφαιρικά χώρα, μπορώ να δείξω περισσότερο τις δυνατότητές μου. Θεωρώ πως δεν μου ταιριάζουν το ελληνικό και το βουλγάρικο ποδόσφαιρο.