Νίκος Αθανασίου στο Gazzetta: «Mάρκαρα τον Κριστιάνο και σκεφτόμουν "τι αγγίζω, τι ζω;"»
«Δεν είπα ποτέ αντίο στον Ατρόμητο. Δεν νιώθω ότι έχω φύγει, μιλάμε ακόμα με τους ανθρώπους από εκεί». Πόσο δύσκολο είναι να πάρεις εκείνη την απόφαση να αφήσεις πίσω σου μία ομάδα, με την οποία έχεις περάσει τα εφηβικά σου χρόνια, έχεις ενηλικιωθεί εκεί, έχεις περάσει μεγάλες στιγμές και έρχεται η στιγμή να πεις «αντίο» για να κάνεις το επόμενο βήμα.
Ο Νίκος Αθανασίου πέρασε μία δεκαετία στον Ατρόμητο. Από τις ακαδημίες μέχρι την πρώτη ομάδα και το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Η εξέλιξή του ήταν ραγδαία σε βαθμό να γίνει ένας από τους καλύτερους ακραίους μπακ της Stoiximan Superleague και να κάνει όλες τις ομάδες να ασχοληθούν με την περίπτωση του.
Και εδώ έρχεται ο Ολυμπιακός, ο οποίος τον περασμένο Γενάρη έδωσε την ευκαιρία στον 24χρονο αμυντικό να κάνει το επόμενο βήμα της καριέρας του. Η περσινή σεζόν ήταν η πιο παραγωγική του υπό τις οδηγίες του Πάμπλο Γκαρσία, όπου μέτρησε τρία γκολ και επτά ασίστ σε συνολικά 33 ματς, με αποτέλεσμα να μετακομίσει στον Πειραιά.
Ωστόσο, με την έναρξη της φετινής σεζόν, πάρθηκε η απόφαση να παραχωρηθεί δανεικός. Έτσι, ο Έλληνας μπακ μπήκε στο αεροπλάνο με προορισμό την Πορτογαλία για χάρη της Ρίο Άβε, παίζοντας για πρώτη φορά μακριά από την Ελλάδα.
Μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την ελληνική παροικία (Βρουσάι, Παπακανέλλος, Ντόι, Μπάκουλας και Συλαϊδόπουλος), ήδη έχει 11 παιχνίδια με μία ασίστ σε όλες τις διοργανώσεις, έπαιξε κόντρα στην Μπενφίκα του Μουρίνιο και ζει το δικό του όνειρο στην πορτογαλική λίγκα.
Ένα όνειρο που είχε αρκετά εμπόδια όπως ο σοβαρός τραυματισμός που υπέστη στα 18 του, τότε που ενώ ήταν στις προπονήσεις της πρώτης ομάδας, σε έναν αγώνα με την Κ19 έπαθε ρήξη χιαστού και χρειάστηκε να χάσει σχεδόν έναν χρόνο για να επανέλθει στη δράση.
Όχι απλώς δεν τον πήρε από... κάτω αλλά αυτό τον έκανε πιο δυνατό όπως παραδέχεται στο Gazzetta. Τα παιδικά χρόνια, το πρώτο πέρασμα από τον Ολυμπιακό, η «αγκαλιά» του Ατρομήτου, η ζωή στην Πορτογαλία και το φιλικό κόντρα στην Αλ Νασρ όπου μάρκαρε τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Όλες αυτές οι εικόνες, περιπλανιούνται σε 3.840 λέξεις.
«Είχα πάει στον Ολυμπιακό στα 13 μου αλλά δεν με κράτησαν, με πείσμωσε αυτή η εξέλιξη»
Ας το πιάσουμε από την αρχή. Πώς ήταν η παιδική σου ηλικία και πότε ξεκίνησες το ποδόσφαιρο;
«Μεγάλωσα στην Πετρούπολη, ξεκίνησα γύρω στα 4-5 στην Ειρήνη Πετρούπολης. Ο πατέρας μου με πήγε και με έγραψε επειδή είχε τρέλα με το ποδόσφαιρο. Ήταν το πρώτο και μοναδικό άθλημα που δοκίμασα. Εκεί έμεινα μέχρι την ηλικία των 11 ετών όπου για δύο χρόνια πήγα στις ακαδημίες του Καραταϊδη και από εκεί έναν χρόνο μετά, πήγα στις ακαδημίες του Ολυμπιακού. Ήμουν 13 τότε και στα 14 πήγε στον Ατρόμητο μέχρι και πέρσι ήμουν στον Ατρόμητο. Μία δεκαετία γεμάτη σκέψου και σε όλα τα στάδια».
Πώς κατέληξες στον Ολυμπιακό;
«Όταν έπαιζα στην ακαδημία του Καραταϊδη, με κάλεσαν και στη μεικτή Δ. Αττικής και τότε παίξαμε με του Πειραιά που ήταν σχεδόν όλοι παίκτες του Ολυμπιακού. Μετά έκαναν κάποια δοκιμαστικά στον Ολυμπιακό και ήμουν στους παίκτες που είχαν επιλέξει. Από τους δέκα, κράτησαν τους πέντε και στο τέλος μείναμε δύο άτομα που ήμουν εγώ ο ένας».
Πώς ένιωσες όταν σε δέχθηκε ο Ολυμπιακός;
«Σε όποια ηλικία και να σε επιλέξει ο Ολυμπιακός, το πιστεύεις μέσα σου. Αυτές οι ομάδες μπορούν να έχουν όποιον παίκτη θέλουν και σε οποιαδήποτε ηλικία. Το να σε επιλέξει ο Ολυμπιακός είναι κάτι πολύ σημαντικό. Αλλά τα πράγματα αλλάζουν γρήγορα στο ποδόσφαιρο. Για εμένα δεν χρειάζεται ούτε πολύ ενθουσιασμό αλλά ούτε και απογοήτευση. Το καλύτερο είναι να κρατάς τις ισορροπίες».
Ποιον είχες ως είδωλο;
«Σαν όλα τα παιδιά, είχα τον Μέσι ως είδωλο. Από αριστερά μπακ μου άρεσαν πολύ ο Άλμπα και ο Μαρσέλο που ήταν στα καλύτερα τους».
Από την αρχή έπαιζες ως αριστερός μπακ;
«Σε μικρή ηλικία είχα παίξει σε διάφορες θέσεις. Και αριστερός εξτρέμ και στόπερ στον Ατρόμητο αλλά από την αρχή μου άρεσε αριστερός μπακ. Στην Κ15 ήταν που έπαιξα πρώτη φορά και μετά δεν άλλαξα ξανά θέση».
Τι συνέβη και έφυγες από τον Ολυμπιακό;
«Ήταν επιλογή του Ολυμπιακού. Κάθε χρόνο άλλαζε πολλά παιδιά και εγώ ήμουν μέσα στα παιδιά που δεν ήθελαν να συνεχίσω. Ο Ατρόμητος κατευθείαν με ζήτησε, μου έδειξε το πλάνο τους και ήταν εύκολη απόφαση για εμένα».
Απογοητεύτηκες;
«Σε τόσο μικρή ηλικία δεν τα σκέφτεσαι όλα τόσο πολύ. Ήμουν πολύ μικρός, σίγουρα κανείς δεν θέλει να φεύγει από μία τέτοια ομάδα αλλά δεν με πείραξε τόσο πολύ. Θεωρώ ότι πείσμωσα από αυτό για να αποδείξω ότι μπορώ να τα καταφέρω».
Υπάρχει κάποια συμβουλή που θυμάσαι μέχρι και τώρα;
«Έχω περάσει από πολλούς προπονητές. Ο καθένας θα σου πει αυτά που πιστεύει. Και τα καλά και τα κακά και εγώ κρατούσα τα καλά πάντα και μέχρι σήμερα, αυτό που έχω κρατήσει και το διατηρώ στην καθημερινότητα μου, είναι η δουλειά, η προπόνηση και η προσήλωση».
«Στα 18 μου έπαθα ρήξη χιαστού αλλά δεν μιλάω πολύ για αυτό, ο Νινιάδης ήταν και είναι δίπλα μου σαν... πατέρας»
Πότε ένιωσες ότι μπορείς να γίνεις επαγγελματίας ποδοσφαιριστής;
«Είχα τέτοια αγάπη για το ποδόσφαιρο που από μικρός έλεγα ότι θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής. Αλλά σε τέτοιες ηλικίες δεν καταλαβαίνεις το πόσο δύσκολο είναι να φτάσεις να γίνεις επαγγελματίας. Υπάρχουν πολλές συνθήκες που μπορούν να σε αποτρέψουν από αυτό. Αλλά όταν πήγα στην πρώτη μου προετοιμασία με την ανδρική ομάδα στα 17 με 18 μου, κατάλαβα ότι είμαι σε καλό δρόμο. Στα 15 σκέψου, είχα να επιλέξει ανάμεσα στο σχολείο και το ποδόσφαιρο και μόλις πήγα λύκειο, έδωσα έμφαση στο ποδόσφαιρο. Ήταν ο μόνος μου στόχος».
Ανέφερες ότι υπάρχουν πολλές συνθήκες που μπορούν να σε αποτρέψουν από τον τελικό στόχο. Είχες κάτι τέτοιο και εσύ;
«Δεν μιλάω πολύ για αυτό. Ήταν ένας τραυματισμός που είχα στα 18 μου, όταν είχα ανέβει στην πρώτη ομάδα. Είχα πάθει ρήξη χιαστού αλλά δεν μου αρέσει να το αναφέρω πολύ. Το ξεπέρασα, έγινα πιο δυνατός ψυχολογικά και σωματικά και πλέον μόνο σαν καλό το έχω πάρει. Έγινε, πέρασε, προπονήθηκα, δούλεψα και γύρισα πιο δυνατός. Είναι μία ευκαιρία, Ειδικά σε αυτές τις ηλικίες. Αν σε πάρει από κάτω, θα πέσεις πολύ αλλά μπορείς να το δεις σαν μία ευκαιρία να βελτιώσεις το σώμα σου, το μυαλό σου, τον εαυτό σου, να δουλέψεις περισσότερο και να επιστρέψεις καλύτερα».
Αυτό που λες τώρα είναι μήνυμα προς κάθε παιδί που έχει ζήσει ή ζει κάτι παρόμοιο.
«Ήμουν τυχερός που είχα κάποιους ανθρώπους που μου μιλούσαν και μου έδιναν συμβουλές τότε. Οποιοδήποτε παιδί χωρίς να έχει έναν άνθρωπο δίπλα του, δεν μπορεί να τα καταλάβει αυτά. Είναι δύσκολο σε τέτοια ηλικία να σκεφτείς έτσι».
Ποιος ήταν δίπλα σου σε όλο αυτό και σε συμβούλευε;
«Ο ατζέντης μου, ο Ανδρέας Νινιάδης στάθηκε δίπλα μου. Όχι μόνο τότε. Μέχρι και τώρα μου έχει σταθεί σε πολλές στιγμές. Είναι σαν πατέρας μου. Με συμβουλεύει, με καθοδηγεί, με στηρίζει. Από μικρός ήταν ατζέντης μου και έχουμε καταπληκτικές σχέσεις όπως και με τον Τζόρτζεβιτς. Εκείνος μου μιλούσε συνέχεια και κράτησε το μυαλό μου στο κεφάλι μου και με έβαλε σε αυτή τη νοοτροπία και τη λογική. Μου έλεγε σε καθημερινή βάση ότι δεν πρέπει να το αφήσω, να δουλέψω το σώμα μου για να επιστρέψω πιο δυνατός και το είδα στην πράξη. Για αυτό το λέω και εγώ σε όποιον το περνάει. Γιατί είναι μία πολύ δύσκολη φάση για τους ποδοσφαιριστές. Χάνεις ουσιαστικά έναν χρόνο αλλά πρέπει να το δεις σαν ευκαιρία για να βελτιωθείς».
Ποιες ήταν οι δύσκολες στιγμές που είχες;
«Λίγο στην αρχή, τον πρώτο καιρό που δεν μπορείς να περπατήσεις, έχεις νάρθηκα, ράμματα αλλά από τη στιγμή που ξεκινάς να δουλεύεις, περπατάς, κατευθείαν σου φεύγει από το μυαλό και λες άντε να γυρίσω. Βασικά, το πιο δύσκολο κομμάτι ξέρεις ποιο είναι. Να βλέπεις τους άλλους να κάνουν προπόνηση και εσύ δεν μπορείς σχεδόν να περπατήσεις. Εκεί είναι το δύσκολο. Τους βλέπεις να παίζουν αγώνες και εσύ είσαι με τον νάρθηκα. Αλλά όταν πατάς γήπεδο και αρχίζεις να κάνεις προπόνηση, έχεις αγωνία να επιστρέψεις».
«Τη μία στιγμή έβλεπα τους παίκτες ως ball boy και την άλλη βρισκόμουν μαζί τους στα αποδυτήρια»
Σε μία συνέντευξη μου είχαν πει ότι "τα αποδυτήρια της Κ19 με τα αποδυτήρια της πρώτης ομάδας να απέχουν λίγα μέτρα, όμως στην πραγματικότητα είναι χιλιόμετρα". Εσύ το βίωσες αυτό όταν πήγες στην ανδρική ομάδα;
«Η νοοτροπία έχει μεγάλη διαφορά αλλά και ο ρυθμός του παιχνιδιού. Εκεί που είσαι παιδί, ξαφνικά παίζεις με άντρες γιατί μέχρι τότε παίζεις με παιδιά της ηλικίας σου σχεδόν. Αντιμετωπίζεις έμπειρους παίκτες, άλλα κορμιά, άλλη δύναμη. Μετά είναι στο χέρι σου πόσο γρήγορα θα προσαρμοστείς σε αυτό. Χρειάζονται τα παιχνίδια για να πάρεις τον ρυθμό. Όσο προπόνηση και να κάνεις, τον ρυθμό των αγώνων δεν τον πιάνεις. Για αυτό και μετά από δύο προετοιμασίες με την ανδρική ομάδα, ζήτησα να πάω δανεικός για να κάνω μία γεμάτη χρονιά. Πήγα για έξι μήνες στη Νίκη Βόλου και λόγω της κατάστασης του COVID, έπαιξαν πολλά ματς και εγώ μέτρησα 20 παιχνίδια και μετά επέστρεψα και καθιερώθηκα».
Πες μου πώς ήταν οι πρώτες μέρες στην πρώτη ομάδα;
«Όταν σε καλεί η πρώτη ομάδα, έχεις έναν ενθουσιασμό, μία χαρά αλλά και ένα άγχος γιατί μέχρι τότε βλέπεις τους παίκτες από τη τηλεόραση και μετά τους έχεις δίπλα σου. Μπαίναμε Ball Boy για να δούμε τον αγώνα το σαββατοκύριακο και σε μία στιγμή, βρίσκεσαι στα αποδυτήρια δίπλα τους, να αλλάζεις μαζί τους, να κάθεσαι δίπλα τους, να κάνεις προπόνηση. Και βλέπεις αυτή την απόσταση να μην υπάρχει πλέον και είσαι εκεί μαζί τους. Νιώθεις σαν αυτούς. Είναι ένα απίστευτο συναίσθημα για κάθε ποδοσφαιριστή όταν κάνει αυτό το βήμα».

Πόσο σε βοήθησε ο δανεισμός στη Νίκη Βόλου;
«Ήταν από τις πρώτες αποφάσεις που έπρεπε να πάρω. Ήταν καθοριστική. Ήμουν σε μία ηλικία 20 ετών, ήμουν στην πρώτη ομάδα, ένιωθα καλά αλλά ο ρυθμός των παιχνιδιών σε αυτό το επίπεδο, είναι το καλύτερο που μπορείς να έχεις. Έτσι πήρα την απόφαση να πάω κάπου δανεικός για να πάρω παιχνίδια. Με τη βοήθεια των μάνατζερ πήγα στη Νίκη Βόλου στη Β' Εθνική και έπαιξα σε 20 παιχνίδια συνολικά».
Υπήρξε κάποιος προπονητής με τον οποίο... έδεσες περισσότερο;
«Από τον κάθε προπονητή έχεις κάτι να πάρεις. Εμείς οι παίκτες λέμε συνήθως ότι όποιος μας χρησιμοποιεί παραπάνω, αυτός είναι και ο καλύτερος αλλά δεν είναι έτσι κιόλας. Ο πρώτος προπονητής με τον οποίο καθιερώθηκα ήταν με τον Σάσα Ίλιτς και πέρσι με τον Γκαρσία ήμουν βασικός και αρχηγός. Αλλά από όλους τους προπονητές παίρνεις πράγματα. Δεν ταίριαξα με κάποιον περισσότερο. Εγώ πάντα είμαι συγκεντρωμένος, κάνω τη δουλειά μου, προπονούμαι και μετά είναι επιλογή τους αν θα με βάλουν. Με όλους ένιωθα καλά».
Πες μου λίγα λόγια για τον Πάμπλο Γκαρσία. Πώς ήταν ως άνθρωπος πίσω από την πόρτα των αποδυτηρίων;
«Γνωρίζουμε όλοι ότι πρόκειται για μία μεγάλη προσωπικότητα. Έχει κάνει σπουδαία καριέρα ως ποδοσφαιριστής και συνεχίζει τώρα ως προπονητής, που μακάρι να είναι αντάξια η πορεία του όπως της ποδοσφαιρικής του. Είναι ένας άνθρωπος που φαίνεται σκληρός απέξω αλλά είναι πολύ φιλικός με τους παίκτες, ένας πολύ καλός άνθρωπος και σε κάνει να νιώθεις καλά μαζί του. Ήταν ποδοσφαιριστής και ξέρει πώς να συμπεριφερθεί. Μπορούσε να πάρει από τον κάθε παίκτη το 100%. Έβρισκε το κίνητρο».
«Ο Ούμπιδες στα 40 του έκανε την κάθε προπόνηση σαν να είναι η τελευταία»
Υπήρχε κάποιος συμπαίκτης που σε εντυπωσίασε;
«Κατά διαστήματα, είχαν έρθει τρομεροί παίκτες από άποψη τεχνικής κατάρτισης και που έκαναν τη διαφορά αλλά ένας παίκτης που δεν μπορείς να ξεχάσεις, είναι ο Ούμπιδες. Ήμουν μαζί του μέχρι και τα 40 του που σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Η κάθε του μέρα μέχρι και την τελευταία που προπονούταν, την ζούσε λες και αύριο δεν πρόκειται να γυρίσει στο γήπεδο. Αυτό είναι κάτι που σου μένει. Η νοοτροπία του. Δεν έχανε ούτε λεπτό από την προπόνηση ή τον αγώνα. Μιλάμε για έναν ποδοσφαιριστή με τεράστια καριέρα. Ο απόλυτος επαγγελματίας. Απίστευτος. Ήταν στο 101%. Δεν μπορώ να πω καν 100, είναι λίγο (γέλια)».
Ο πιο δύσκολος αντίπαλος που αντιμετώπισες στην Ελλάδα.
«Έχω τύχει σε αγώνα με Ποντένσε και Ροντινέι στην πλευρά. Κατάλαβες (γέλια). Ήταν από τα πιο δύσκολα παιχνίδια που είχα και από τους δυσκολότερους αντιπάλους. Το ίδιο και ο Ζίβκοβιτς αλλά και ο Τετέ του Παναθηναϊκού. Και ο Ελίασον στην πρώτη του σεζόν στην ΑΕΚ. Όλοι αυτοί οι παίκτες είναι τοπ επιπέδου, οπότε είναι δύσκολο».

Θέλω να μου εξηγήσεις τι ήταν αυτό ακριβώς που σε δυσκόλεψε κόντρα σε αυτούς;
«Ο χειρισμός της μπάλας που έχουν είναι απίστευτος. Κάνουν συνεχόμενες προσποιήσεις με απόλυτο έλεγχο της μπάλας, οπότε είναι τρομερά δύσκολο να τους κόψεις. Δεν πρέπει να πέσεις και θα πρέπει να περιμένεις, κοιτώντας την μπάλα και να περιμένεις την ευκαιρία για να την κλέψεις αλλά η αντίληψη του παιχνιδιού που έχουν και ο χειρισμός της μπάλας, είναι το πιο δύσκολο που έχεις να αντιμετωπίσεις».
Είχες πετύχει πέντε γκολ με τον Ατρόμητο. Ποιο ήταν το αγαπημένο σου;
«Σίγουρα δεν βάζω πολλά γκολ οπότε τα θυμάμαι όλα. Αλλά το πρώτο μου πιστεύω θα μου μείνει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό είναι με τον Βόλο σε μία αναμέτρηση εκτός έδρας που είχαμε έρθει ισοπαλία και το ματς τελείωσε 2-2. Οπότε πιστεύω αυτό σίγουρα θα το θυμάμαι για πάντα αλλά όχι ότι θα ξεχάσω και τα υπόλοιπα γιατί κάθε γκολ που βάζει ένας αμυντικός πιστεύω το πανηγυρίζει πολύ έντονα».
Καλύτερο παιχνίδι με τον Ατρόμητο;
«Θα πω το τελευταίο παιχνίδι την περσινή χρονιά. Πριν τα play-off με τον Παναθηναϊκό όπου εξασφαλίσαμε τη θέση στο μίνι πρωτάθλημα. Αλλά από εκεί και πέρα νομίζω κάθε παιχνίδι το διασκεδάζεις και το θυμάσαι για ξεχωριστούς λόγους. Ήταν και η κερκίδα μας πολύ έντονη εκείνη τη μέρα, είχαμε κι εμείς πολλά συναισθήματα, παίζαμε με πάθος. Ήταν πολύ ωραίο παιχνίδι αυτό κι αφού κλειδώσατε και την είσοδο μας στα play off θέσεων 5-8, είχε ακόμα μεγαλύτερη σημασία».
«Ο Καλοσκάμης έχει πολλά να δώσει ακόμα, όταν έκλεισα στον Ολυμπιακό γέμισα αυτοπεποίθηση»
Θα σου λέω κάποια ονόματα για να μου πεις την άποψή σου. Πρώτος είναι ο Ουάρντα.
«(γέλια). Χαμπίπι. Είναι ένας ποδοσφαιριστής με τρομερή τεχνική κατάρτιση. Ξέρεις ότι θα του δώσεις την μπάλα και κατά 99% δεν θα τη χάσει. Μιλάμε για απίστευτη ποιότητα, απίστευτη κατάρτιση της μπάλας. Σαν παιδί, καθημερινά μας έκανε και γελούσαμε με αμέτρητες ιστορίες. Γέλιο, πολύ γέλιο».
Κίνι.
«Μεγάλη καριέρα, ήρθε από τον Ολυμπιακό, απίστευτος επαγγελματίας. Πολύ καλό παιδί και μας βοήθησε πάρα πολύ πέρυσι με την εμπειρία του και τα παιχνίδια του».
Καλοσκάμης.
«Ο Μητσάρας ήρθε σε εμάς πέρυσι με τον Παναθηναϊκό. Ήμασταν πολύ κοντά και είμαστε ακόμα δηλαδή. Μεγάλο ταλέντο, πιστεύω έχει πολλά πράγματα να βγάλει στο γήπεδο ακόμα. Και βλέπουμε ότι κάθε παιχνίδι που παίζει είναι και καλύτερος και πιο βελτιωμένος. Είναι επαγγελματίας. Είναι αφοσιωμένος στο ποδόσφαιρο πραγματικά, κάνει τα πάντα για να διατηρείται σε καλό επίπεδο και να είναι έτοιμος για τον αγώνα. Φαίνεται και από τώρα που είναι στην ΑΕΚ, έχει καταφέρει να προσαρμοστεί αρκετά γρήγορα».
Καρλίτος.
«Μιλάμε για απίστευτη ποιότητα παίχτη. Έκανε πράγματα στο γήπεδο που τα έβλεπες και τα θαύμαζες. Πολλή ποιότητα και επίσης πολύ γέλιο στα αποδυτήρια. Δηλαδή ήταν από τους παίκτες που βοηθούσαν πολύ μέσα στα αποδυτήρια, στην επικοινωνία, στο ψυχολογικό κομμάτι».

Μανδάς.
«Με τον Χρήστο ήμασταν μαζί από την πρώτη μου μέρα στον Ατρόμητο, από 14 χρονών, ας πούμε. Και είμαι πολύ χαρούμενος που τον βλέπω και διαπρέπει στο εξωτερικό τώρα, γιατί έδειχνε από τότε ότι ήταν πολύ καλός τερματοφύλακας, αλλά και ειδικά τώρα είναι είναι κορυφαίος. Πιστεύω ότι θα έχει και συνέχεια, μπορεί να πάει ακόμα ψηλότερα».
Τζαβέλλας.
«Δάσκαλος ήταν για μένα, στο κομμάτι του παιχνιδιού μέσα στο γήπεδο. Ήταν στην πρώτη χρονιά που καθιερώθηκα εγώ στον Ατρόμητο, έπαιξα με τον Τζαβέλλα αριστερό στόπερ και πραγματικά πιο πολύ ασχολούταν με μένα παρά με τον εαυτό του στο γήπεδο. Με βοήθησε πάρα πολύ με τα λόγια του και τις συμβουλές του γιατί, εντάξει, την θέση την ξέρει απ' έξω. Και είμαι ευγνώμων πραγματικά στον Γιώργο».
Πώς ένιωσες όταν έδειξε ενδιαφέρον ο Ολυμπιακός;
«Να σου είμαι ειλικρινής, κατά τη διάρκεια της χρονιάς δεν άκουγα πολύ το τι γινόταν, τα διάβαζα, εννοείται, τα έβλεπα, ήξερα ότι υπάρχει ενδιαφέρον αλλά μέχρι εκεί. Εγώ κοίταγα κάθε εβδομάδα να κάνω τη δουλειά μου μες στο γήπεδο. Σίγουρα είναι μεγάλη τιμή να είσαι παίκτης του Ολυμπιακού. Είναι μεγάλη τιμή να σε παρακολουθεί ο Ολυμπιακός και μεγάλη χαρά. Σίγουρα πήρα ψυχολογία από την πρώτη στιγμή που άκουσα για τον ενδιαφέρον και πιστεύω ότι η απόδοση μου ανέβηκε ακόμα περισσότερο όταν ήμουν και επίσημα μέλος του Ολυμπιακού».
Αυτή η εξέλιξη σε γέμισε άγχος ή όχι;
«Δεν είχα καθόλου άγχος, καθόλου. Ούτε ήθελα να αποδείξω κάτι. Έπαιζα όπως και πριν. Απλά η ψυχολογία μου μετά τη μεταγραφή, ανέβηκε ακόμα περισσότερο. Πήρα περισσότερη ψυχολογία και πιστεύω το έδειξα στο γήπεδο».
Είχες ποτέ πρόταση από άλλη ελληνική ομάδα;
«Γενικά και μέχρι να υπογράψω με τον Ολυμπιακό δεν ασχολούμουν καθόλου με αυτά. Επειδή έχω τους ανθρώπους που ασχολούνται. Τώρα αν είχαν... αν δεν είχαν, τι να σου πω. Το μόνο που θέλω να κάνω είναι να βελτιώνομαι, να είμαι υγιής, να εξελίσσομαι και να το αποδεικνύω στο γήπεδο τι μπορώ να κάνω. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω αν είχε γίνει κάποια άλλη πρόταση για μένα».
«Δεν αποχαιρέτησα ποτέ τον Ατρόμητο, θα είναι για πάντα μέσα στην καρδιά μου»
Πώς ήταν η τελευταία σου μέρα στον Ατρόμητο μετά από σχεδόν δέκα χρόνια παρουσίας;
«Κάθε μέρα που πλησίαζε η τελευταία ήταν δύσκολα γιατί είχα περάσει δέκα χρόνια εκεί πέρα. Καθημερινά με τους ίδιους ανθρώπους από τότε, από τις Ακαδημίες. Σίγουρα με τους συμπαίκτες δένεσαι πάρα πολύ. Δημιουργήσαμε πολλές σχέσεις και επαγγελματικές και προσωπικές με πάρα πολλούς από αυτούς. Αλλά έτσι είναι ο χώρος του αθλητισμού. Μία μέρα είσαι εδώ, μία μέρα δεν είσαι. Οπότε πρέπει να το καταλάβεις και να προχωρήσεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. Για να μην σε κρατήσει πίσω στη συνέχεια αυτό. Εντάξει, να σου πω την αλήθεια, δεν αποχαιρέτησα κανέναν γιατί μέχρι και τώρα, όποτε βρίσκω την ευκαιρία τους επισκέπτομαι, τους βλέπω. Μιλάμε και αρκετές φορές με τους περισσότερους. Οπότε πάντα θα είναι μέσα μου αυτή η ομάδα και πάντα όσο μπορώ θα κρατάω επαφές με όλους. Δεν αποχαιρέτησα ποτέ τον Ατρόμητο να το πω έτσι».
Πάμε στη Ρίο Άβε. Αρχικά, ήταν δύσκολη η προσαρμογή; Επειδή πρώτη φορά φεύγεις από την Ελλάδα.
«Ναι, σίγουρα η προσαρμογή ήταν δύσκολη γιατί είναι ένα πρωτάθλημα πολύ ανταγωνιστικό. Με πολύ καλύτερο ρυθμό αυτό το ελληνικό πρωτάθλημα πιστεύω. Με πολύ καλούς παίχτες. Ήταν δύσκολο, ήθελε χρόνο. Ένα καλό βέβαια είναι ότι ήρθα από την αρχή της προετοιμασίας οπότε κατά τη διάρκεια αυτής βρήκα το ρυθμό που έπρεπε και τώρα το βλέπω μπροστά μου στα ματς πρωταθλήματος».
Ποιες οι ποδοσφαιρικές διαφορές της Ελλάδας με την Πορτογαλία;
«Ο ρυθμός του παιχνιδιού, η αντίληψη των παιχτών και ότι το παιχνίδι έχει περισσότερη ταχύτητα από την Ελλάδα».
Έχεις κόουτς τον Σωτήρη Συλαϊδόπουλο. Θα ήθελα να μου πεις λίγα λόγια για εκείνον.
«Θεωρώ πως είναι ένας πολύ καλός προπονητής. Τον γνώριζα και από πιο παλιά, καθώς παίζαμε αντίπαλοι στις Ακαδημίες. Πάντα τον σεβόμουν σαν προπονητή και η αντίληψη που έχει για το ποδόσφαιρο πιστεύω είναι πολύ καλή και ξέρει τι θέλει και τι ζητάει από τον κάθε παίκτη. Είναι κοντά με όλους τους παίκτες και πιστεύω είναι πολύ σημαντικό για τον προπονητή αυτό. Όχι να είναι πολύ κοντά με όλους τους παίκτες αλλά να ξέρει πώς να τους χειρίζεται, να είναι όπως πρέπει στο γήπεδο και να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους».
Έχετε χτίσει και ελληνική παροικία στη Ρίο Άβε. Πόσο σε έχει βοηθήσει αυτό;
«Επειδή πρώτη φορά βγήκα κι εγώ εκτός Ελλάδας, είναι κάτι που με βοήθησε πολύ στην προσαρμογή και ότι είναι τα παιδιά εδώ και ο προπονητής σε βοηθάει πάρα πολύ στην καθημερινότητα και στο να προσαρμοστείς πιο εύκολα και πιο καλά. Όχι ότι τα παιδιά τα υπόλοιπα ή οι Πορτογάλοι που είναι εδώ δεν βοηθούν. Είναι εξίσου απίστευτοι επαγγελματίες και απίστευτοι χαρακτήρες, αλλά όταν έχεις και κάποιον που να μιλήσεις τη μητρική σου γλώσσα σε καθημερινή βάση, είναι κάτι που σε βοηθάει αρκετά».
Έχετε μάθει ελληνικά στους συμπαίκτες σας;
«Έχουμε μάθει λίγα ελληνικά στους άλλους. Προσπαθούμε να μάθουμε κι εμείς λίγο πορτογαλικά για να νιώθουμε κι εμείς πιο οικεία μαζί τους. Γιατί πιστεύω ότι όταν βγαίνεις σε μία ξένη χώρα, είναι ωραίο να μαθαίνεις την κουλτούρα και την καθημερινότητα τους, γιατί έτσι δείχνεις ότι τους σέβεσαι κιόλας».
«Ανατρίχιασα μόλις πάτησα στο Ντα Λουζ, ήταν σαν να ζωντάνεψε η εικόνα του EURO»
Έπαιξες και ένα παιχνίδι με την ομάδα του Κριστιάνο Ρονάλντο. Περιέγραψε μου πώς ένιωσες όταν τον είδες μπροστά σου.
«Μείναμε με ανοιχτό το στόμα. Σκέψου ότι ρώτησα τρία με τέσσερα άτομα για να δω αν είναι αλήθεια (γέλια) ή μας κοροϊδεύουν. Είναι κάτι απίστευτο να είσαι κόντρα στον Κριστιάνο. Έχει μία αύρα μέσα στο γήπεδο, το στυλ παιχνιδιού του. Μόνο και μόνο που τον βλέπεις είναι σαν όνειρο ζωής. Για όλους τους ποδοσφαιριστές το πιστεύω. Εκεί που τον έπαιρνες στο playstation και τον έβλεπες στη τηλεόραση, ξαφνικά τον είχες δίπλα σου. Τον ακούμπαγα στο κόρνερ για να τον μαρκάρω και σκεφτόμουν μέσα μου "τι κάνω τώρα; Τι αγγίζω; Το ζω ή δεν το ζω;". Ήταν απίστευτο».
Ποιο παιχνίδι ξεχωρίζεις μέχρι στιγμής στην Πορτογαλία;
«Στην έδρα της Μπενφίκα είχα εντυπωσιαστεί. Ένα γήπεδο που χωράει 60 χιλιάδες οπαδούς, γεμάτο και να παίζεις κόντρα στη Μπενφίκα και τον Μουρίνιο είναι ένα ακόμα όνειρο. Θα το λέω ότι πήραμε τον βαθμό ισοπαλίας σε ένα γεμάτο Ντα Λουζ».

Έπαιξες σε ένα γήπεδο που η Ελλάδα έγραψε ιστορία στο EURO του 2004. Το είχατε συζητήσει με τους υπόλοιπους Έλληνες;
«Όταν βγήκαμε να δούμε το γήπεδο πριν το παιχνίδι, είπαμε μεταξύ μας ότι εδώ γράψαμε ιστορία, εδώ το σηκώσαμε και αλήθεια ανατρίχιασα όσο τα συζητούσαμε και ζωντάνευαν οι εικόνες μπροστά σου».
Με τους Πορτογάλους το συζητάτε εκείνο το EURO;
«Οι Πορτογάλοι δεν θέλουν να μιλάνε για αυτό. Εμείς τους πειράζουμε συνεχώς (γέλια). Εκείνοι δεν θέλουν να το συζητούν καν, οπότε κάνουμε καμιά πλάκα αλλά το αποφεύγουμε (γέλια)»
Δυσκολότερος παίκτης που έχεις αντιμετωπίσει;
«Θα πω τον Λουκεμπάκιο όταν παίξαμε με την Μπενφίκα. Είναι κτήνος (γέλια). Έκανε τα πάντα. Ταχύτητα, δύναμη, ντρίμπλα. Άστο σου λέω δεν υπήρχε. Τα πάντα».
Περιμένεις την κλήση από την Εθνική Ελλάδος;
«Στον κάθε ποδοσφαιριστή είναι το όνειρο του να πάει στην Εθνική Ομάδα και φυσικά περιμένω να πάρω την ευκαιρία και να βρεθώ εκεί με τα υπόλοιπα παιδιά».
Κάνεις σκέψεις ενόψει καλοκαιριού;
«Η αλήθεια είναι ότι δεν σκέφτομαι το καλοκαίρι. Είναι νωρίς. Και πέρσι το καλοκαίρι ήταν ο στόχος μου να βρεθώ στην προετοιμασία για να αρπάξω την ευκαιρία. Θέλω να είμαι υγιής, να βελτιώνομαι και να ολοκληρώσω τη σεζόν εδώ όσο καλύτερα».
Ποιος είναι ο στόχος της Ρίο Άβε;
«Είμαστε ένα καινούργιο γκρουπ. Στόχος είναι να βλέπουμε το κάθε παιχνίδι ξεχωριστά και να προσπαθήσουμε να ανέβουμε κάποιες θέσεις στη βαθμολογία. Ανεξάρτητα ποιον έχουμε απέναντι μας, θα προσπαθούμε πάντα για τη νίκη και να δίνουμε τον καλύτερο μας εαυτό».