Φέλιξ Μάγκατ στο Gazzetta: «Η Ελλάδα που αγάπησα, το γκολφ πριν από τον τελικό και τα ιταλικά αεροπλάνα»

Φέλιξ Μάγκατ στο Gazzetta: «Η Ελλάδα που αγάπησα, το γκολφ πριν από τον τελικό και τα ιταλικά αεροπλάνα»

Νότης Χάλαρης

Όνομα επιβλητικό, από εκείνα που δεν γίνεται να μην έχεις ακούσει σε κάποιο ποδοσφαιρικό... παραμύθι καθώς ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής στο μοναδικό Κύπελλο Πρωταθλητριών του Αμβούργου (σημερινό Champions League). Και όμως δίπλα από αυτό, ουκ ολίγες φορές, υπάρχει το ψευδώνυμο «δικτάτορας των προπονήσεων» για τον τρόπο που ήθελε να περάσει την ιδεολογία του.

Ο Φέλιξ Μάγκατ είναι μία από τις ποδοσφαιρικές μορφές της Γερμανίας που έχουν μείνει στο «πάνθεον» της ιστορίας και όχι άδικα. Κατέκτησε το EURO με την εθνική ομάδα ενώ εκτός από το κύπελλο με τα «μεγάλα αυτιά», κατέκτησε και το Κύπελλο Κυπελλούχων στην πρώτη του σεζόν στο Αμβούργο.

Πριν από λίγες εβδομάδες, ο ίδιος επέστρεψε στον... τόπο του εγκλήματος καθώς επισκέφτηκε το ΟΑΚΑ, εκεί όπου πριν από 40 χρόνια είχε φτάσει στο υψηλότερο σκαλί του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου με την αγαπημένη του ομάδα. Με αφορμή αυτό, το Gazzetta εντόπισε τον παλαίμαχο χαφ αλλά και πολύπειρο προπονητή και εκείνος μας χάρισε κάποια αποσπάσματα από την ιστορία των ποδοσφαιρικών του χρόνων.

image

Άλλαξε την ιστορία του Αμβούργου μέσα από το γκολ του στον τελικό της Αθήνας

Η άνοδος του στον ποδοσφαιρικό χάρτη της Γερμανίας ήταν με αρκετά γρήγορους ρυθμούς. Το 1971 έκανε το ντεμπούτο του στις χαμηλές κατηγορίες της χώρας, το 1972 πήρε την πρώτη του μεταγραφή για το επόμενο βήμα, δύο χρόνια μετά έφτασε στην δεύτερη κατηγορία και ο προβιβασμός της Σααρμπρίκεν στα μεγάλα σαλόνια έφερε την ιστορική πρόταση του Αμβούργου.

Ο Κούνο Κλίτζερ ήταν ο προπονητής που τον ήθελε στον σύλλογο αλλά τον χάρηκε μόλις μία σεζόν πριν αποχωρήσει από την τεχνική ηγεσία των «δεινοσαύρων». Ο Μάγκατ όμως είχε ξεκινήσει να γράφει ιστορία με τη γερμανική ομάδα, στην οποία τελικά έμεινε για δέκα ολόκληρα χρόνια. Έπαιξε σε περισσότερα από 300 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις, κατακτώντας τρία πρωταθλήματα Γερμανίας, ένα κύπελλο, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων και φυσικά το ιστορικό Κύπελλο Πρωταθλητριών.

Το τελευταίο είναι και το «πικ» της ποδοσφαιρικής ζωής του, όπως το παραδέχεται και ο ίδιος. Εκείνο το βράδυ της 25ης Μαϊου του 1983, όταν το ολοκαίνουργιο ΟΑΚΑ είχε φιλοξενήσει για πρώτη φορά τον μεγάλο τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (σημερινό Champions League) όπου το Αμβούργο αντιμετώπισε τη «μεγάλη» Γιουβέντους που ήταν το ακλόνητο φαβορί.

Ένα σύνολο με προπονητή τον εκ των κορυφαίων Τζιοβάνι Τραπατόνι, βασικό κορμό τους περισσότερους παίκτες της Εθνικής Ιταλίας που λίγους μήνες πριν είχε κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο: Τζοφ, Καμπρίνι, Σιρέα, Ταρντέλι, Τζεντίλε, Μπέτεγκα και Ρόσι αλλά και το ονειρικό δίδυμο του Πλατινί με τον Μπόνιεκ, που σύνθεσαν μία ομάδα-«κολοσσό».

Το ρολόι έδειχνε το 9ο λεπτό της αναμέτρησης και το «γλυκό» αριστερό πόδι του Μάγκατ είχε αποφασίσει να γράψει ιστορία. Με ένα απίθανο σουτ έστειλε την μπάλα αναπαυτικά στα δίχτυα της αντίπαλης εστίας για το 1-0 του Αμβούργου. Η εικόνα του φωτεινού πίνακα δεν άλλαξε μέχρι και το τελευταίο σφύριγμα, όταν και η γερμανική ομάδα ξέσπασε σε πανηγυρισμούς. Είχε γράψει ιστορία. Αυτό που δεν είχε κάνει τρία χρόνια πριν στον μεγάλο τελικό της Μαδρίτης εναντίον της Νότιγχαμ, το είχε πετύχει στην Αθήνα.

image

Το EURO, ο σοβαρός τραυματισμός που... άνοιξε την αυλαία της προπονητικής

Φυσικά αξιοσημείωτη στιγμή στην καριέρα του είναι και το καλοκαίρι του 1980. Όχι σε συλλογικό, αλλά σε εθνικό επίπεδο, καθώς η Εθνική Γερμανίας κατάφερε να σαρώσει στα γήπεδα της Ιταλίας και να αναρριχηθεί στην κορυφή της Ευρώπη, κατακτώντας το EURO. Τα «πάντσερ» βρέθηκαν στον ίδιο όμιλο με την «σταχτοπούτα» της διοργάνωσης που ήταν η Ελλάδα (στο μεταξύ τους ματς, το παιχνίδι έληξε 0-0). Ο Μάγκατ έπαιξε στα δύο πρώτα παιχνίδια των ομίλων και στη συνέχεια έμεινε στον πάγκο μέχρι και τον μεγάλο τελικό, όμως ένιωσε τη χαρά της κατάκτησης του συγκεκριμένου τροπαίου.

Τα χρόνια πέρασαν και ο Φέλιξ Μάγκατ είδε τους τραυματισμούς να τον αφήνουν εκτός δράσης όλο και περισσότερο. Εκείνος προσπαθούσε να βοηθήσει την αγαπημένη του ομάδα αλλά μάταια. Εν τέλει το 1986 και σε ηλικία 33 ετών, το πρόβλημα στον αχίλλειο τένοντα δεν του άφησε περιθώρια να συνεχίσει, όμως μία νέα πόρτα ήταν ανοιχτή και τον περίμενε. Αυτή της προπονητικής, όταν το Αμβούργο του έκανε πρόταση να συνεχίσει εκεί.

Μόλις έβαλε την προπονητική στολή, δεν την έβγαλε ξανά. Ως τεχνικός διευθυντής και ως κόουτς στην άκρη του πάγκου σε αρκετές ομάδες της Γερμανίας. Συγκεκριμένα βρέθηκε στην τεχνική ηγεσία Αμβούργου, Νυρεμβέργης, Βέρντερ Βρέμης, Άιντραχτ Φρανκφούρτης, Στουτγκάρδης, Μπάγερν Μονάχου, Βόλφσμπουργκ, Σάλκε, Φούλαμ, Λούνενγκ και Χέρτα.

Σε αυτό το διάστημα έχει τρία πρωταθλήματα Γερμανίας, δύο κύπελλα και ένα Σούπερ Καπ με αρκετές παραστάσεις στις μεγάλες διοργανώσεις αλλά και στη Bundesliga, αποτελώντας έναν εκ των πιο έμπειρων προπονητών στη Γερμανία αυτή τη στιγμή.

image

H επιτυχία στη Βόλφσμπουργκ στη... σκιά του «βασανιστή» η Εθνική Ελλάδας

Στην προπονητική του καριέρα έχει αρκετές επιτυχίες, όμως για αυτή που μπορεί να... υπερηφανεύεται μέχρι και τώρα, είναι για τη σεζόν 2008/09 όταν βρέθηκε στον πάγκο της Βόλφσμπουργκ. Μία σεζόν που ξεκίνησε... στραβά λόγω του στυλ προπονήσεων που είχε στην καλοκαιρινή προετοιμασία, που εξελίχθηκε σε μία τρελή κούρσα προς την κατάκτηση του πρωταθλήματος (!).

«Στόχος μου είναι να προσπεράσουμε την Μπάγερν», ήταν από τα πρώτα σχόλια του Μάγκατ όταν ανέλαβε τη Βόλφσμπουργκ που το 2007 είχε ως στόχο την... παραμονή στην κατηγορία. Οι απίστευτες προπονήσεις (περιλάμβαναν τρέξιμο στις... κερκίδες όπου οι παίκτες ανεβοκατέβαιναν σκάλες) του είχαν δώσει το... παρατσούκλι του «βασανιστή» αλλά ο ίδιος δεν έδειχνε να περιφρονεί όσα γράφονταν για εκείνον. Η κατάκτηση του πρωταθλήματος και χωρίς τραυματισμούς, ήταν κάτι που ακόμα και τώρα αναφέρει δικαίως με καμάρι!

Το 2015, η Ελλάδα (που τόσο αγαπάει) μπαίνει στο προσκήνιο για εκείνον. Δημοσιεύματα της εποχής ανέφεραν πως ο Μάγκατ ήταν μία ανάσα από το αναλάβει την Εθνική Ελλάδας και να την οδηγήσει στην επόμενη μεγάλη ευρωπαϊκή διοργάνωση. Ωστόσο οι συζητήσεις δεν προχώρησαν και ο έμπειρος προπονητής πήγε στην Λούνενγκ ένα χρόνο μετά.

image

«Έπαιζα ποδόσφαιρο από τότε που έμαθα να περπατάω»

- Ας τα πάρουμε από την αρχή. Πείτε μου για τα παιδικά σας χρόνια και πώς ξεκινήσατε το ποδόσφαιρο;

«Γεννήθηκα το 1953 και έναν χρόνο αργότερα η Γερμανία κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο κάτι που έκανε το ποδόσφαιρο να ανθίσει στη χώρα. Εκείνη την εποχή η Γερμανία γνώρισε μια ποδοσφαιρική δημοσιότητα, οπότε άρχισα να παίζω από την στιγμή που μπορούσα να περπατήσω! Ο γείτονάς μας ήταν παίκτης της Εθνικής Τσεχίας και ο γιος του έπαιζε στη μεγάλη κατηγορία του γερμανικού ποδοσφαίρου. Το ποδόσφαιρο έγινε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου από την αρχή και ξεκίνησα ως ποδοσφαιριστής στους δρόμους και τις αλάνες της γενέτειράς μου».

- Οι γονείς σας έπαιξαν ρόλο στο να ξεκινήσετε το ποδόσφαιρο;

«Θα σου εξηγήσω. Ο πατέρας μου ήταν Αμερικανός στρατιώτης, βρέθηκε στο Πουέρτο Ρίκο. Με αποτέλεσμα η μητέρα μου να είναι απασχολημένη να ταΐζει την οικογένειά μας. Εξαιτίας αυτού, μπορούσα να παίζω ποδόσφαιρο κάθε μέρα μετά το σχολείο. Πήγαινα με τις φίλους μου και έτσι στα έξι μου αποφάσισα να γραφτώ στον σύλλογο της πόλης. Το ποδόσφαιρο έγινε νούμερο ένα για εμένα».

- Πείτε μου για τα πρώτα σας χρόνια στο ποδόσφαιρο. Πώς κύλησαν και αν είχατε κάποιο είδωλο...

«Όπως σου είπα, ξεκίνησα σε έναν μικρό σύλλογο της πόλης, όπου έπαιξα μέχρι και στην πρώτη ομάδα όταν ήμουν 17. Έπαιζαν σε χαμηλότερο πρωτάθλημα αλλά ξεχώρισα και έτσι μετά από 2 χρόνια είχα την ευκαιρία να αλλάξω σύλλογο στην τρίτη κατηγορία της χώρας. Τότε ήταν που αποφάσισα ότι ήθελα να προσπαθήσω να παίξω στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο που μπορούσα να φτάσω. Έτσι το 1974 βρέθηκα στη Σαρμπρίκεν η οποία ήταν στη δεύτερη κατηγορία. Δεν είχα ποτέ είδωλο από όσο θυμάμαι. Κοιτούσα τη δική μου πορεία και να χτίσω κάτι εγώ προσωπικά».

- Το Αμβούργο πώς μπήκε στην ποδοσφαιρική ζωή σας;

«Μετά από δύο χρόνια στην Σααρμπρίκεν καταφέραμε να προβιβαστούμε στην πρώτη κατηγορία Γερμανίας, κάτι που έκανε τους συλλόγους να ασχοληθούν μαζί καθώς είχα κάνει μια πολύ επιτυχημένη σεζόν. Έτσι, ο προπονητής του Αμβούργου, Κούνο Κλίτζερ ζήτησε από την ομάδα τη μεταγραφή μου».

- Μείνατε στο Αμβούργο για δέκα ολόκληρα χρόνια. Τι σας κράτησε εκεί;

«Σε αυτό το διάστημα είχαμε την πιο επιτυχημένη φουρνιά στην ιστορία του συλλόγου. Το Αμβούργο σε εκείνη τη 10ετία κέρδισε τρία πρωταθλήματα Γερμανίας, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων, ένα Κύπελλο Γερμανίας και φυσικά το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1983 κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ήμασταν ένας από τους καλύτερους συλλόγους στην Ευρώπη και γι' αυτό έμεινα εκεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα».

- Ποια θεωρείτε πώς είναι η πιο δυνατή στιγμή σας με το Αμβούργο;

«Έχω πάρα πολλές στιγμές που δεν θα ξεχάσω ποτέ αλλά θα πω αυτή της 25ης Μαΐου του 1983 στην Αθήνα, όταν πέτυχα το νικητήριο γκολ στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών εναντίον της Γιουβέντους και κατακτήσαμε το τρόπαιο».

- Ο Ερνστ Χάπελ είναι ένας προπονητής που είχατε για μεγάλο διάστημα. Μιλήστε μου για εκείνον. Τι το ξεχωριστό είχε;

«Ο Ερνστ Χάπελ ήταν ένας από τους καλύτερους προπονητές εκείνης της εποχής. Ανέλαβε μια σπουδαία ομάδα και την έκανε ακόμα καλύτερη από άποψη τακτικής. Ήταν «τζογαδόρος» που σημαίνει ότι ήξερε τα πάντα για το πώς λειτουργούσε το παιχνίδι και πώς παιζόταν. Μπόρεσε να βελτιώσει το επιθετικό μας παιχνίδι χωρίς να... μιλάει. Ήταν απίστευτος».

- Είχατε ποτέ πρόταση για να φύγετε από το Αμβούργο;

«Είχα κάποιες προσφορές από δύο συλλόγους που με προσέγγισαν αρκετές φορές αλλά και το 1984 από έναν κορυφαίο σύλλογο της ιταλικής Serie A, χωρίς να θέλω να αναφέρω το όνομα, αλλά επειδή ήμασταν μία από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη δεν ήθελα να φύγω από το Αμβούργο».

image

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που σκόραρα στον τελικό της Αθήνας»

- Πάμε στο κομμάτι του τελικού του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1983 στην Αθήνα. Τι θυμάστε αρχικά από εκείνο το... ταξίδι;

«Θυμάμαι σχεδόν τα πάντα. Πετάξαμε στην Αθήνα μια μέρα πριν τον αγώνα μας. Φτάσαμε το μεσημέρι και αμέσως επισκεφτήκαμε το γήπεδο για να πάρουμε μια αίσθηση για τον επερχόμενο τελικό με τη Γιουβέντους. Το επόμενο πρωί περπατήσαμε σ' ένα γήπεδο γκολφ και μετά ο προπονητής είχε μια συζήτηση με τους πιο σημαντικούς παίκτες για να αποφασίσει ποιες τακτικές θα μας βοηθούσαν να πάρουμε τη νίκη. Φύγαμε νωρίς για να φτάσουμε στο γήπεδο και να ζήσουμε την ατμόσφαιρα πριν βγούμε για ζέσταμα».

- Εκείνη τη χρονιά είχατε παίξει και με τον Ολυμπιακό στη διοργάνωση οπότε είχατε μία ιδέα από την Αθήνα...

«Ακριβώς. Στην αρχή του τουρνουά παίξαμε στην έδρα του Ολυμπιακού, που ήταν μια πρώτη ευκαιρία για εμάς να γνωρίσουμε την Αθήνα και να ζήσουμε την υπέροχη ατμόσφαιρα που έχει η Ελλάδα».

- Τι σας έκανε αρχικά εντύπωση στην Ελλάδα και αν είχατε πίστη ότι θα κατακτήσετε το τρόπαιο;

«Φυσικά είναι κάτι πολύ ξεχωριστό να παίζεις σε έναν τέτοιο τελικό, αλλά ξέραμε ότι είχαμε την ποιότητα για να φτάσουμε μέχρι εκεί και με μια νίκη απέναντι σε μια σπουδαία ομάδα όπως η Γιουβέντους, θα βρισκόμασταν στην κορυφή της Ευρώπης. Όπως είπα, λόγω των αγώνων με τον Ολυμπιακό, είχαμε ξαναταξιδέψει στην Αθήνα και μας άρεσε πολύ. Ελπίζαμε ότι οι Έλληνες φίλαθλοι θα μας στηρίξουν στον τελικό, παρόλο που αποκλείσαμε τον Ολυμπιακό σε εκείνη τη διοργάνωση, καθώς είναι λαός που αγαπάει το ποδόσφαιρο».

- Πώς νιώσατε όταν σκοράρατε και τι σκέψεις κάνατε;

«Θα σου φανεί τρελό αλλά όταν σκόραρα, επειδή ήταν μόλις στο 9ο λεπτό, η πρώτη σκέψη που έκανα πάνω στους πανηγυρισμούς όταν ότι το βάλαμε πολύ... νωρίς. Φοβόμουν γιατί είχαμε ακόμα παραπάνω από 80 λεπτά για να παίξουμε και έπρεπε να κρατήσουμε το σκορ».

- Τη στιγμή που κρατήσατε στα χέρια σας το τρόπαιο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών πώς νιώσατε;

«Φυσικά ήμουν γεμάτος χαρά που σήκωσα αυτό το απίστευτο τρόπαιο και είχα έντονα συναισθήματα γιατί τρία χρόνια πριν το είχαμε χάσει στον τελικό στη Μαδρίτη. Όμως το να καταφέρω να το κερδίσω στην Αθήνα ήταν ένα εκπληκτικό συναίσθημα για εμένα και δεν θα το ξεχάσω ποτέ».

- Τι είναι αυτό που θα θυμάστε από το 1983 πριν τον μεγάλο τελικό ή μετά;

«Θα θυμάμαι για πάντα να περπατάμε πάνω από το γήπεδο του γκολφ το πρωί της ημέρας του τελικού. Το γήπεδο του γκολφ ήταν κοντά στο αεροδρόμιο και κάθε 30 δευτερόλεπτα μπορούσες να δεις ένα ιταλικό αεροπλάνο κατά την προσγείωση. Ήταν απίστευτη εικόνα».

image

«Ήταν σκληρή αντίπαλος η Ελλάδα στο EURO»

- Τι συνέβη και αποφασίσατε να αφήσετε το ποδόσφαιρο στα 33 σας; Ήταν εύκολη απόφαση;

«Άρχισα να έχω προβλήματα με τον αχίλλειο τένοντα τη χρονιά μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και έτσι αποφάσισα να τελειώσω την καριέρα μου το 1986 επειδή έλαβα πρόταση να δουλέψω ως προπονητής στο Αμβούργο. Θεωρήσαμε ότι και για τις δύο πλευρές ήταν το καλύτερο».

- Είχατε ποτέ πρόταση από την Ελλάδα;

«Δεν είχα ποτέ πρόταση από την Ελλάδα καθώς εκείνο το διάστημα ήταν σπάνιο και δύσκολο για παίκτες να μεταγραφούν εκτός της πατρίδας τους».

- Με την Ελλάδα είχατε υπάρξει αντίπαλος και στο EURO του 1980 με την εθνική ομάδα. Τι θυμάστε από εκείνο το ματς;

«Θυμάμαι ότι ήταν ένα πολύ δύσκολο παιχνίδι απέναντι σε μια καλή ομάδα όπως η Εθνική Ελλάδας. Παλέψαμε αλλά δεν καταφέραμε να πετύχουμε ένα νικητήριο γκολ παρόλο που στο τέλος κατακτήσαμε το τρόπαιο. Ήταν πολύ σκληρή αντίπαλος η Ελλάδα».

- Ποιο ήταν το... κλειδί της Εθνικής Γερμανίας για να κατακτήσει εκείνο το EURO;

«Τότε η Bundesliga ήταν ένα από τα καλύτερα πρωταθλήματα στον κόσμο και οι Γερμανοί παίκτες ήταν πολύ πειθαρχημένοι. Εξαιτίας αυτού είχαμε ένα υπέροχο μείγμα πολύ καλών παικτών που είχε δέσει ως ομάδας, είχαμε πολύ καλή χημεία και όλοι παίζαμε για τη χώρα μας».

- Τι θυμάστε από εκείνη τη διοργάνωση μέχρι και σήμερα;

«Παρόλο που ήμουν στον πάγκο, θα έλεγα τον μεγάλο τελικό όπου και το πήραμε. Οι πανηγυρισμοί με τον Xoρστ Χρούμπες όταν είχε σημειώσει τα δύο γκολ κόντρα στο Βέλγιο και ο τρόπος που το ζούσαμε από τον πάγκο, θα μείνουν για πάντα χαραγμένα μέσα μου».

image

«Μου άρεσε να δουλεύω με Έλληνες παίκτες»

- Πάμε στο κομμάτι της προπονητικής. Πότε το αποφασίσατε και ποια ήταν τα πρώτα σας βήματα;

«Το 1987 αποφάσισα ότι ήθελα να γίνω και προπονητής και δύο χρόνια μετά πήρα και το επαγγελματικό μου δίπλωμα προπονητικής. Μέχρι το 1992 εργάστηκα ως μάνατζερ στο Ιρτινγκεν. Ένα χρόνο αργότερα αποφάσισα σκόπιμα να ξεκινήσω την προπονητική μου καριέρα στην τέταρτη κατηγορία της Γερμανίας. Μετά από αυτό ανέλαβα τη δεύτερη ομάδα του Αμβούργου και το 1995 έγινα πρώτος προπονητής».

- Έχετε δουλέψει με αρκετούς Έλληνες ποδοσφαιριστές. Τι σας άρεσε σε εκείνους;

«Μου άρεσε πολύ να δουλεύω με Έλληνες παίκτες γιατί ήταν ικανοί τεχνικά αλλά το κυριότερο είναι ότι έδειχναν διάθεση να δουλέψουν για την ομάδα και την επιτυχία της».

- Για τον Βιεϊρίνια του ΠΑΟΚ που επίσης είχατε συνεργαστεί;

«Ήταν ένας πολύ έμπειρος εξτρέμ και σε εξαιρετικά επίπεδο τεχνικά. Ήξερε πώς να χρησιμοποιεί την ταχύτητα και τις ικανότητές του για να δημιουργεί ευκαιρίες».

- Ως προπονητής ήσασταν και στην Μπάγερν Μονάχου για 2,5 χρόνια. Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε εκεί;

«Όταν μου έγινε η πρόταση, υπέγραψα γιατί η ομάδα είχε δυσκολίες με την πειθαρχία της και η φυσική της κατάσταση έπρεπε να βελτιωθεί. Μετά από 2,5 χρόνια είχα καταφέρει τουλάχιστον να βελτιώσω αυτά τα προβλήματα».

- Τι είχε συμβεί όμως εκεί;

«Κοιτάξτε, η Μπάγερν είχε ήδη τους καλύτερους παίκτες τότε και ήθελε απλώς να κερδίσει τίτλους. Αλλά τότε δεν ξόδεψαν αρκετά χρήματα για να είναι αρκετά ανταγωνιστικοί στο Champions League. Οταν δεν πετύχαμε τον στόχο, καταλαβαίνετε τις συνέπειες...».

- Ποιους ποδοσφαιριστές είχατε ξεχωρίσει;

«Είχα συνεργαστεί με κορυφαίους ποδοσφαιριστές όπως ο Όλιβερ Καν, ο Μίκαελ Μπάλακ, ο Μεχμέντ Σολ και ο Λούσιο. Όλοι ήταν κορυφαίοι».

- Δεν γίνεται να μην ρωτήσω για τη Βόλφσμπουργκ. Είναι γνωστό ότι κάνατε πολύ σκληρή προπόνηση όμως η ομάδα πήρε το πρωτάθλημα. Ήταν όντως τόσο σκληρές;

«Θα τα πάρω από την αρχή. Η διαφορά της Βόλφσμπουργκ με τους άλλους συλλόγους της Bundesliga ήταν ότι η ομάδα μας ήταν κοντά στον υποβιβασμό δύο χρόνια πριν από την άφιξή μου. Κατάφερα να φτιάξω μια πεινασμένη ομάδα που δεν είχε διάσημα αστέρια όπως στη Μπάγερν Μονάχου για παράδειγμα καθώς κάποια από αυτά υπέγραψαν από τη δεύτερη κατηγορία. Εάν δεν μπορείς να ξοδέψεις αρκετά χρήματα για να αγοράσεις τους καλύτερους παίκτες, πρέπει να αναπτύξεις μια ομάδα με τη βοήθεια της φυσικής κατάστασης και της πειθαρχίας. Το να καταφέρει να φτάσει μια ομάδα από τα χαμηλά της βαθμολογίας στην κορυφή της Bundesliga ήταν κάτι που είχε καταφέρει να κάνει μόνο ο Ότο Ρεχάγκελ στη Γερμανία. Αυτό που δεν συζητιέται είναι ότι είχαμε σχεδόν μηδενικούς τραυματισμούς κατά τη διάρκεια της εποχής μου, οπότε, τελικά η προπόνηση πρέπει να ήταν καλά μετρημένη».

image

«Είχα επαφή με την Εθνική Ελλάδας αλλά δεν καταφέραμε να συμφωνήσουμε»

- Υπάρχει κάποια στιγμή στην προπονητική σας καριέρα που σας άλλαξε την ιδεολογία γύρω από την προπονητική;

«Πριν το 2014 δεν είχα βιώσει πώς είναι η εμπειρία της προπονητικής μακριά από τη Γερμανία. Ούτε καν ως ποδοσφαιριστής δεν είχα αγωνιστεί στο εξωτερικό. Τότε το βίωσα στη Φούλαμ και έπειτα από αυτό, συνειδητοποίησα ότι μου αρέσει να χρησιμοποιώ την τεχνογνωσία μου για να βελτιώσω επίσης συλλόγους στο εξωτερικό».

- Είχατε ποτέ πρόταση για να προπονήσετε ελληνική ομάδα;

«Είχα επαφή με ελληνικούς συλλόγους στο παρελθόν και με την Εθνική Ελλάδας αλλά δεν είχαμε καταφέρει ποτέ να καταλήξουμε σε συμφωνία. Φυσικά και θα με ενδιέφερε να προπονήσω ελληνική ομάδα, καθώς έχω συνεργαστεί με Έλληνες παίκτες και μάλιστα με επιτυχία. Επιπλέον, έχω δει πόσο επιτυχημένος ήταν ο Ότο Ρεχάγκελ με την Εθνική Ελλάδας, οπότε πιστεύω ότι ένας Γερμανός προπονητής θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει μια ελληνική ομάδα».

- Ποιο είναι το στυλ σας ως προπονητής;

«Με μεγαλύτερο παράδειγμα τη Βόλφσμπουργκ, έχω δείξει ότι έχω επιθετικό στυλ παιχνιδιού χωρίς να χάνω τον έλεγχο του αγώνα και επίσης, ότι μπορώ να αναπτύξω μια ομάδα που αποτελείται από ένα μείγμα νεαρών ταλαντούχων παικτών και διεθνών αστέρων».

- Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής με τον οποίο συνεργαστήκατε;

«Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά, γιατί προπονούσα και ανέπτυξα πολλούς διεθνείς αστέρες. Παίκτες όπως ο Ραούλ, ο Μπαλάκοφ, ο Μπαρτσάλι, ο Καν, ο Πιζάρο και ο Μπάλακ ήταν διεθνείς αστέρες, ενώ εγώ εξέλιξα νεαρούς παίκτες όπως για παράδειγμα οι Τζέκο, Νόιερ, Λαμ, Ράκιτιτς αλλά και τον δικό σας, Κυριάκο Παπαδόπουλο».

- Υπάρχει κάτι για το οποίο έχετε μετανιώσει;

«Δεν έχω να μετανιώσω για τίποτα. Είχα μια υπέροχη ζωή στο ποδόσφαιρο μέχρι τώρα και δουλεύοντας ως παίκτης και προπονητής για πάνω από 50 χρόνια, μπόρεσα να ζήσω μεγάλες νίκες και φρικτές ήττες, αλλά δεν είμαι ακόμα ικανοποιημένος και θέλω να ζήσω περισσότερα».

- Αν πηγαίνατε πίσω τον χρόνο θα αλλάζατε κάτι;

«Δεν υπάρχει τίποτα που θα άλλαζα. Έζησα το ποδόσφαιρο και νομίζω ότι σχεδόν είδα τα πάντα στον κόσμο του αθλήματος. Πρέπει να είσαι πάντα ευέλικτος και λόγω της εμπειρίας μου είμαι σε θέση να διαχειρίζομαι κάθε κατάσταση και να προσαρμόζω τον τρόπο που χρειάζεται».

- Πριν λίγες μέρες ήρθατε και στο ΟΑΚΑ. Πώς νιώσατε που βρεθήκατε ξανά εδώ;

«Χάρηκα που είδα ότι το γήπεδο δεν έχει αλλάξει πολύ από τότε που το άφησα με το ευρωπαϊκό τρόπαιο πριν από 40 χρόνια. Μόνο που έγινε λίγο μεγαλύτερο και ακόμα πιο όμορφο».

- Σας αρέσει η Ελλάδα και αν την επισκέπτεστε συχνά;

«Εκτός από ποδοσφαιρικούς αγώνες, έχω πάει στην Ελλάδα μερικές φορές με την οικογένειά μου για διακοπές γιατί αγαπώ τον ελληνικό τρόπο ζωής. Με ενδιαφέρουν επίσης πολύ οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων».

- Θεωρείτε πώς η Ελλάδα έχει ταλέντο;

«Νομίζω ότι οι νέοι Έλληνες παίκτες είναι πολύ ταλαντούχοι και έχουν πολλά να δώσουν στο ποδόσφαιρο, αλλά δυστυχώς το ελληνικό πρωτάθλημα δεν είναι στο ίδιο επίπεδο με τα κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα».

@Photo credits: INTIME, eurokinissi, Getty Images/Ideal Image