Ζαρντίμ στο Gazzetta: «Γι' αυτό έφυγα από τον Ολυμπιακό, "πόλεμος" το ματς στην Τούμπα!»

Ζαρντίμ στο Gazzetta: «Γι' αυτό έφυγα από τον Ολυμπιακό, "πόλεμος" το ματς στην Τούμπα!»

Θάνος Σαρρής

Το Gazzetta συνάντησε τον Λεονάρντο Ζαρντίμ στο Ντουμπάι κι εκείνος μίλησε για τη νέα τους ζωή, για τους λόγους που έφυγε από τον Ολυμπιακό, για τη νοοτροπία του συλλόγου που ξαναμπήκε στη διεκδίκηση του τίτλου, για τον Κριστιάνο Ρονάλντο και τον Μπαπέ, τη Μονακό και για το στοιχείο που λείπει από το ελληνικό ποδόσφαιρο.

To “Rashid Stadium” βρίσκεται μια ανάσα από το αεροδρόμιο του Ντουμπάι. Αυτό μοιάζει θετικό και χρήσιμο, αλλά στις ώρες αιχμής η κίνηση στο Εμιράτο, είναι πολύ πιθανόν να σε βγάλει εκτός πλάνου. Πάλι καλά, υπάρχει κοντά κι ο σταθμός του μετρό. Ναι, φυσικά χρησιμοποιούν και στο Ντουμπάι μετρό. Επομένως, φτάσαμε στο ραντεβού μας με τον Λεονάρντο Ζαρντίμ νωρίτερα. Και για να ξαποστάσουμε λίγο από τη ζέστη και την υγρασία, βρήκαμε καταφύγιο σε ένα καφέ στη γωνία του γηπέδου, το οποίο αισθητικά θύμιζε πολύ ελληνικό καφενείο των 90ς. Το κλίμα και οι θαμώνες σε βάζουν σε ένα καλτ περιβάλλον, περιμένοντας ίσως να δεις σε ένα γήπεδο της Δυτικής Αττικής εκείνου του καιρού. Η αντίθεση με το υπερσύγχρονο κέντρο ιατροδικαστικής έρευνας και εγκληματολογίας που βρίσκεται ακριβώς απέναντι, είναι τεράστια.

Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το γηπεδάκι της Σαμπάμπ Αλ Αχλί, μολονότι παλιό, βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση, έχει προσεγμένους περιβάλλοντες χώρους, φοίνικες και παρτέρια, ένα τζαμί για τις προσευχές, καθώς και συρματοπλέγματα πάνω στους τείχους, περισσότερο για τυπικούς λόγους. Ο Λεονάρντο Ζαρντίμ εμφανίζεται στο πίσω μέρος του πάρκινγκ της υποδοχής και γνέφει στον φύλακα, που δυσκολευόταν να πειστεί για το ραντεβού μας. Χαμογελαστός και ήρεμος, απολαμβάνει τη ζωή στο Ντουμπάι και φιλοδοξεί να προσθέσει έναν ακόμα τίτλο στη συλλογή του, καθώς η Αλ Αχλί βρίσκεται στην πρώτη θέση της Pro League.

Το γήπεδο της Σαμπάμπ Αλ Αχλί

Ο ίδιος, παραμένει φανατικός της σκληρής δουλειάς και πηγαίνει στο γήπεδο αρκετές ώρες πριν την προπόνηση, ενώ συχνά τον παίρνει η νύχτα στο γραφείο. Σχεδιάζει, φτιάχνει πλάνα, αναλύει παίκτες και καταστάσεις. Και φυσικά, παρακολουθεί ακόμα τον Ολυμπιακό, στον πάγκο του οποίου βρέθηκε το 2012, αλλά δεν κατάφερε να υλοποιήσει όσα σχεδίαζε. Στη συνέχεια, «απογείωσε» τη Μονακό, με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα Γαλλίας και ανέδειξε μια σειρά από παίκτες που στη συνέχεια έπαιξαν στο υψηλότερο επίπεδο. Και πέρυσι, αφού αποφάσισε να αφήσει την Ευρώπη, έγινε ο πρώτος Πορτογάλος προπονητής που κατακτά το Champions League Ασίας, με την Αλ Χιλάλ της Σαουδικής Αραβίας.

Ο Λεονάρντο Ζαρντίμ μίλησε στο Gazzetta για τη νέα του ζωή και το επίπεδο σε έναν ποδοσφαιρικό οργανισμό που μοιάζει αρκετά μακρινός. Μίλησε για τον Ολυμπιακό, για τη Μονακό, για τη σημασία της αξιοποίησης των νεαρών παικτών, αλλά και γι’ αυτά που λείπουν από την Ελλάδα. Και φυσικά, θυμήθηκε μια ιστορία από το γήπεδο που τον σημάδεψε περισσότερο, αυτό της Τούμπας!

image

«Υπάρχουν ιδιαιτερότητες που πρέπει να προσέξουμε»

Εργάζεστε, πλέον, σε μια χώρα, η οποία μας μοιάζει αρκετά μακρινή ως προς την ποδοσφαιρική της κουλτούρα. Πώς είναι η εμπειρία σας αυτή;

«Για εμένα δεν είναι η πρώτη φορά που δουλεύω σε μια χώρα του Κόλπου. Ήμουν στο Ριάντ, οπότε δεν ήρθα εδώ χωρίς να γνωρίζω τίποτα. Να σου πω την αλήθεια, το ποδόσφαιρο είναι πάνω-κάτω το ίδιο, σε όλον τον κόσμο. Προπόνηση, δουλειά. Εδώ έχουμε διάφορα τμήματα που υποστηρίζουν την ομάδα, όπως και σε άλλες χώρες. Σκάουτινγκ, πλήρες ιατρικό επιτελείο. Είναι οργανωμένοι και στις ομάδες δουλεύουν αρκετοί επαγγελματίες από το εξωτερικό. Σέρβοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι. Kυρίως στις μεγάλες ομάδες. Η προπόνηση είναι σε καλό επίπεδο, ωστόσο υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες τις οποίες πρέπει να προσέξουμε. Το πιο σημαντικό είναι η ένταση στην προπόνηση, που αρκετές φορές αναγκαζόμαστε να είναι πιο χαμηλή, γιατί οι θερμοκρασίες είναι πολύ υψηλές. Πρέπει να προσέχουμε και τους τραυματισμούς και να προσαρμόζουμε το πρόγραμμα, ούτως ώστε να ταιριάζει με τις ώρες προσευχής. Τώρα, ας πούμε έχουμε το Ραμαζάνι, αυτή την περίοδο του χρόνου όπου δεν επιτρέπεται να πιούν και να φάνε μέχρι να δύσει ο ήλιος. Αυτές είναι ιδιαιτερότητες που πρέπει να προσέξουμε, γιατί είναι διαφορετικές από την Ευρώπη».

Τα γήπεδα; Η ατμόσφαιρα;

«Οι οπαδοί δεν είναι όπως στην Ελλάδα, ας πούμε όπως στο γήπεδο του Ολυμπιακού και του ΠΑΟΚ, πηγαίνουν στο γήπεδο, αλλά είναι διαφορετικά και τα γήπεδα μικρότερα. Δεν βλέπεις δηλαδή την εικόνα ή την ατμόσφαιρα του γηπέδου που θα δεις στην Αγγλία ή τη Γαλλία, ούτε στην Ελλάδα».

Ο Ζαρντίμ στο γήπεδο του Ντουμπάι

Το επίπεδο πώς είναι, σε σχέση με αυτό που είχατε συνηθίσει;

«Το επίπεδο ίσως είναι μια ταχύτητα κάτω από ό,τι στην Ευρώπη, αλλά ο εσωτερικός ανταγωνισμός είναι πολύ δυνατός ανάμεσα στις ομάδες, οι οποίες συνεχώς βελτιώνονται. Και σε σχέση με τη Σαουδική Αραβία, που ήμουν πριν, μπορώ να πω ότι το επίπεδο είναι λίγο πιο χαμηλό, ωστόσο υπάρχει μια διαφορά σημαντική: Στη Σαουδική Αραβία, οι ομάδες μπορούν να έχουν περισσότερους ξένους και αυτό αλλάζει το στήσιμο της ομάδας. Στη Σαουδική Αραβία μπορούν να παίξουν 8 ξένοι ποδοσφαιριστές, ενώ εδώ 4 και πρέπει να παίζουν κάποιοι νέοι, οπότε είναι διαφορετικό. Είναι και το επίπεδο της Εθνικής Ομάδας διαφορετικό, είδατε τη Σαουδική Αραβία που πήγε στο Μουντιάλ, κατάφερε μια πολύ σπουδαία νίκη και γενικώς στάθηκε σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Η εθνική τους είναι διαφορετική από ό,τι εδώ, στα Εμιράτα».

Στη Σαουδική Αραβία κερδίσατε και το Champions League Ασίας...

«Ναι, το κερδίσαμε. Ήταν μια σπουδαία στιγμή!»

Ήταν ο πρώτος τίτλος του Champions League Aσίας για έναν προπονητή από την Πορτογαλία.

«Ναι, ήταν μια πραγματικά όμορφη στιγμή. Ήταν μια δύσκολη διοργάνωση, παίξαμε με δύο ομάδες ομάδες του Ιράν, οι οποίες είχαν σημαντικούς ποδοσφαιριστές. Έπειτα, αγωνιστήκαμε με την Αλ Νασρ, που είναι τώρα ο Κριστιάνο Ρονάλντο και στο τελικό παίξαμε με την Πόχανγκ Στίλερς από τη Νότια Κορέα που επίσης ήταν πολύ δυνατή. Οπότε πραγματοποιήσαμε μια δύσκολη διαδρομή και πάντα όταν καταφέρνεις να κερδίσεις ένα τρόπαιο μετά από μια τέτοια διαδρομή είναι πολύ σημαντικό».

image

«Είχα μιλήσει με τον Ρονάλντο από το καλοκαίρι»

Μιλήσατε με τον Ρονάλντο πριν πάει στη Σαουδική Αραβία;

«Ναι, μιλήσαμε πριν έρθει και μιλήσαμε επίσης το προηγούμενο καλοκαίρι. Για το πώς ήταν εδώ τα πράγματα, το πρωτάθλημα, τι γίνεται στον Κόλπο και στο Ριάντ».

Επομένως ήταν κάτι που είχε στο μυαλό του...

«Εμείς είχαμε μιλήσει, πάντως».

Πώς είναι η ζωή εδώ;

«Είναι τρομερή, αν σου αρέσουν οι υψηλές θερμοκρασίες σε όλη τη διάρκεια του έτους. Απίστευτη! Εμένα μου αρέσει, γιατί είμαι από το νησί της Μαδέρα, όπου επίσης έχει πολύ υψηλές θερμοκρασίες και μεγάλωσα έτσι. Ο καιρός είναι πολύ καλός και στο Ντουμπάι έχω μια πολύ καλή ζωή, έχεις όλα όσα χρειάζεσαι για να ζεις καλά».

Μου είπαν ότι δεν υπάρχει και εγκληματικότητα...

«Όχι, καθόλου δεν έχουμε τέτοια θέματα. Το Ντουμπάι και τα Εμιράτα γενικότερα είναι πολύ ασφαλείς περιοχές».

image

«Κάποιοι μιλούσαν άσχημα για εμένα στον πρόεδρο του Ολυμπιακού»

Παρακολουθείτε το ελληνικό ποδόσφαιρο;

«Βλέπω πάντα τον Ολυμπιακό. Γιατί έχω ακόμα άτομα που γνωρίζω στην ομάδα, με τα οποία είχαμε δουλέψει μαζί. Επίσης ξέρω καλά και τον Πέντρο Μαρτίνς, οπότε όταν ήταν στον πάγκο παρακολουθούσα πιο στενά. Επίσης με τον Αντόνιο, τον βοηθό του Πέντρο, είμαστε οικογένεια. Μιλάμε πολύ και τώρα ο Πέντρο με τον Αντόνιο είναι στο Κατάρ. Μιλάμε, γιατί είμαστε κοντά. Αυτή τη στιγμή δεν διεκδικούν το πρωτάθλημα, το οποίο είναι πιο ανταγωνιστικό με το δικό μας».

Και ο Ολυμπιακός φαινόταν ότι δεν θα διεκδικήσει φέτος το πρωτάθλημα, ωστόσο πλέον είναι κοντά. Νίκησε, τον Παναθηναϊκό, νίκησε την ΑΕΚ...

«Ναι, είναι πολύ κοντά. Είναι ένας σύλλογος πολύ δυνατός ο Ολυμπιακός, γιατί έχει μάθει να κερδίζει τίτλους. Οι τίτλοι του έχουν γίνει συνήθεια, οπότε γνωρίζει πώς να διαχειριστεί ως οργανισμός αυτές τις καταστάσεις».

Τι αναμνήσεις έχετε από την Ελλάδα;

«Λατρεύω την Ελλάδα. Είναι μια φανταστική χώρα, έχεις τον Πειραιά, τη Γλυφάδα. Φανταστική η Γλυφάδα. Όσον αφορά τη δουλειά μου, τερματίσαμε στον όμιλο του Champions League με 9 πόντους και στο Πρωτάθλημα δεν χάσαμε ούτε ένα ματς».

Έχετε πει και στο παρελθόν ότι είναι λίγο περίεργο που με αυτά τα αποτελέσματα δεν συνεχίσατε στον Ολυμπιακό. Κάτι που είχε ακουστεί τότε είναι ότι ίσως η αγωνιστική σας φιλοσοφία δεν ταίριαξε με αυτή του Ολυμπιακού...

«Για μένα δεν ήταν αυτό. Κάποια άτομα μέσα στον σύλλογο μιλούσαν άσχημα για εμένα στον πρόεδρο. Γιατί στη συνέχεια συνάντησα αρκετές φορές τον πρόεδρο, σε διάφορες περιστάσεις και όλα ήταν μια χαρά. Έχω πολύ καλές σχέσεις με αρκετά άτομα από τον Ολυμπιακό, όπως τον Κούλη Δουρέκα που είναι τώρα στη Νότιγχαμ Φόρεστ και άλλους από τον σύλλογο, οπότε είναι όλα πολύ καλά ανάμεσά μας».

Θα βλέπατε την Ελλάδα ως μελλοντικό επαγγελματικό προορισμό;

«Όχι, δεν νομίζω ότι θα γυρνούσα. Πρώτον γιατί στην Ελλάδα ο Ολυμπιακός είναι η ομάδα μου. Δεν θα προπονούσα άλλον σύλλογο που να ανταγωνίζεται τον Ολυμπιακό. Δεν ξέρω πώς θα τα φέρει η ζωή, αλλά αν επέστρεφα στην Ελλάδα θα το έκανα μόνο για τον Ολυμπιακό».

image

«Το ποδόσφαιρο χρειάζεται πλάνο»

Μετά τον Ολυμπιακό πήγατε στη Μονακό, όπου δημιουργήσατε κάτι πολύ εντυπωσιακό.

«Η Μονακό είναι το πιο σημαντικό κλαμπ της ζωής μου. Έμεινα εκεί για εξίμισι χρόνια Κατακτήσαμε το πρωτάθλημα, απέναντι σε μια πανίσχυρη Παρί. Δημιουργήσαμε ποδοσφαιριστές που πήραν μεταγραφές πολλών εκατομμυρίων. Αναδείξαμε νεαρούς όπως ο Μπερνάντο Σίλβα, ο Λεμάρ, ο Φαμπίνιο, ο Κιλιάν Μπαπέ, ο Μπακαγιόκο. Παίκτες που στη συνέχεια έπαιξαν στη Σίτι, τη Λίβερπουλ, την Παρί, στα καλύτερα κλαμπ του κόσμου. Δουλέψαμε πραγματικά σε πολύ υψηλό επίπεδο και αυτό μου αφήνει μόνο χαρούμενες στιγμές».

Ήσασταν στη Σπόρτινγκ με νέους παίκτες από την Ακαδημία. Στη Μονακό αναδείξατε και πάλι νεαρούς παίκτες. Είναι τελικά αυτό το μυστικό για τις ομάδες; Γιατί βλέπουμε clubs όπως η Παρί, που αγοράζουν συνεχώς και δεν έχουν καταφέρει να κερδίσουν το Champions League. Και στην Ελλάδα επίσης, στον αντίστοιχο βαθμό φυσικά.

«Για μένα οι νεαροί παίκτες είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της δουλειάς μου, σε όλες τις ομάδες που έχω εργαστεί. Αυτοί που έχουν ποιότητα φυσικά. Νομίζω ότι στο ποδόσφαιρο, για να δημιουργήσεις μια ανταγωνιστική ομάδα πρέπει να δουλέψεις πολύ. Βλέπουμε αρκετές φορές τις ομάδες να μην αντιλαμβάνονται τη δυναμική και τις σχέσεις ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές. Αγοράζουν συνεχώς παίκτες, κάποιους μεγάλα ονόματα, χωρίς όμως να νοιάζονται για τη δυναμική που θα αναπτύξουν μεταξύ τους. Αυτό είναι κάτι που μετράει πολύ και δίνει αξία στην ομάδα. Και φυσικά χρειάζεται χρόνο.

Η Μονακό, για να πάρει το πρωτάθλημα, έπρεπε να δουλέψει 2-3 χρόνια. Η ομάδα χτίστηκε μέσα σε αυτά τα χρόνια. H Αλ Χιλάλ, για να κατακτήσει το Champions League, δημιούργησε ένα πρότζεκτ 4-5 χρόνων, έχοντας παίκτες από τις μικρές εθνικές ομάδες και σιγά-σιγά αυτό άρχισε να αποδίδει. Αν δεν συμβεί αυτό, αν δεν δημιουργηθούν οι βάσεις, είναι πολύ πιθανόν οι μεταγραφές των πολλών εκατομμυρίων να μην αποδώσουν ποτέ. Το βλέπεις στην Ευρώπη, μια ομάδα που είναι πολύ ανταγωνιστική και ακολουθεί αυτό το μοντέλο είναι η Μπάγερν Μονάχου. Ναι, αγοράζει ποδοσφαιριστές, αλλά τους εντάσσει στο σύστημα που έχει δημιουργήσει, το οποίο υποστηρίζεται από τους ποδοσφαιριστές που χτίζονται από την ίδια. Παίρνει ποδοσφαιριστές και τους εξελίσσει. Το πλάνο αυτό το είδαμε και στη Λίβερπουλ, που έφτασε να κατακτήσει το Πρωτάθλημα και το Champions League. Χρειάστηκαν πρώτα κάποια χρόνια για να δημιουργηθεί η ομάδα που ήθελε ο προπονητής και να φτιάξει αυτή τη δυναμική. Είναι πολύ σημαντικό στο ποδόσφαιρο».

O Ζαρντίμ πανηγυρίζει με τον Μπαπέ και τους υπόλοιπους της Μονακό

Αυτό όμως χρειάζεται υπομονή. Τα ελληνικά κλαμπ δεν έχουν υπομονή. Όλοι ζητούν άμεσα το αποτέλεσμα και πολλές φορές βλέπουμε προπονητές να κρίνονται σε διάστημα λίγων μηνών.

«Το καταλαβαίνω ως έναν βαθμό, γιατί οι οπαδοί στην Ελλάδα είναι πολύ παθιασμένοι και θερόμαιμοι, θέλουν να νικούν πάντα. Είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να καταλάβουν όμως ότι όταν υπάρχει πλάνο, οι νίκες θα γίνουν πιο συχνές. Νομίζω ότι ο Ολυμπιακός το κάνει τα τελευταία χρόνια, γιατί έχει κατακτήσει 10 πρωταθλήματα. Κάνει, δηλαδή, δουλειά χρόνο με το χρόνο. Αυτό που έγινε φέτος, που άλλαξε τρεις προπονητές, έχει δείξει ότι δεν είναι το νορμάλ της ομάδας.

Θυμάμαι όταν ξεκίνησα στον Ολυμπιακό, αμέσως άρχισα να εξερευνώ του νέους ποδοσφαιριστές. Ο Μανωλάς, για παράδειγμα, που τότε ξεκινούσε να παίζει στον Ολυμπιακό. Ο Κώστας Μήτρογλου, που ήταν δανεικός σε άλλη ομάδα. Γενικώς τσεκάραμε αναλυτικά τους δανεικούς και τους μικρούς, είχαμε τότε και κάποιους παίκτες που έφταναν στο τέλος της καριέρας τους, όπως ο Ιμπαγάσα, οπότε θέλαμε να φέρουμε τους επόμενους για το πρότζεκτ που θα δουλεύαμε για το μέλλον. Το μέλλον πήγε καλά, γιατί ο Μήτρογλου πήγε καλά, ο Μανωλάς πήγε εξαιρετικά και πήρε μεταγραφή σε πολύ μεγάλα κλαμπ».

Αυτή, λοιπόν, είναι η φιλοσοφία σας για το ποδόσφαιρο. Το χτίσιμο.

«Πρέπει να χτίσεις. Αυτή είναι η δουλειά σου, να χτίσεις, να σχεδιάσεις. Αν αρκούσε απλώς να παρατάξεις 11 ποδοσφαιριστές, τότε ο σύλλογος θα ήταν μια χαρά με έναν γυμναστή, που να τους προετοιμάζει και να ρίχνει στο γήπεδο αυτούς που είναι στην καλύτερη κατάσταση. Εμείς πρέπει να δουλέψουμε, να έχουμε πάντα στο νου μας πώς θα δημιουργήσουμε έναν σκοπό, πώς θα κάνουμε την ομάδα όλο και καλύτερη. Να βελτιώνουμε το γκρουπ και μέσω αυτού την ποιότητα και το επίπεδο των ποδοσφαιριστών».

image

Ο Μανωλάς, ο Λυκογιάννης και ο Φετφατζίδης

Πώς ήταν ο Εμπαπέ;

«Ένας νεαρός που έπαιζε στους μικρούς. Εμείς παρακολουθούσαμε πάντα τις ακαδημίες, οπότε τον ξεχωρίσαμε και τον ανεβάσαμε. Έκανε δύο μήνες πολύ καλούς στην ομάδα Κ-20 και μιλούσαμε συνεχώς με τον προπονητή της, καθώς και με το υπόλοιπο τεχνικό επιτελείο, καταγράφοντας την πρόοδό του. Είχαμε πολύ καλό feedback και έτσι ήρθε η άνοδός του στην πρώτη ομάδα. Δούλευε πολύ σκληρά και, αναμενόμενα, ήρθε η ευκαιρία του, ενώ είχε μεγάλη υποστήριξη από όλες τις δομές του συλλόγου. Πέρασε ένα σημαντικό χρονικό διάστημα που προετοιμαζόταν γι' αυτό. Γνώριζε το περιβάλλον, τις απαιτήσεις μας και όπως είπα πριν, δούλευε πολύ σκληρά. Υιοθέτησε τις ιδέες και τη νοοτροπία μας. Και στο επόμενο πρωτάθλημα έπαιξε σε όλα τα ματς και έγινε πολύτιμο στέλεχος της ομάδας. Ωστόσο χρειάστηκε μια περίοδος σχεδόν ενός έτους που τον προετοιμάζαμε».

Ήταν λοιπόν η εργατικότητά του που τον βοήθησε να αλλάξει επίπεδο.

«Είναι δύο στοιχεία, τα οποία ο Εμπαπέ τα είχε στον απόλυτο βαθμό. Η εργατικότητα και η φιλοδοξία. Να θέλεις να είσαι πάντα καλύτερος. Να παίζεις σε είκοσι παιχνίδια και να θέλεις να παίξεις σε τριάντα. Να πετυχαίνεις ένα γκολ και να θέλεις να βάλεις δύο. Το να υπάρχει αυτή η φιλοδοξία είναι πολύ σημαντικό. Θα μπορούσε να παίξει, για παράδειγμα, τριάντα λεπτά και να ήταν χαρούμενος με αυτό. Όχι, εκείνος ήθελε να καθιερωθεί, δεν τον ικανοποιούσε μια συμμετοχή. Ήθελε να παίζει σε όλα το ματς, για όλη τη διάρκειά τους και ακόμα κι όταν το πέτυχε δεν σταμάτησε να μοχθεί».


Νομίζω ότι αυτή τη φιλοδοξία την είχε και ο Μανωλάς, στον καιρό που ήσασταν στον Ολυμπιακό.

«Πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Παίξαμε αντίπαλοι πριν κανένα μήνα εδώ, στο Ντουμπάι! Ήταν ένα παιδί που είχε αυτή τη δίψα. Δίψα για να αρπάξει τις ευκαιρίες. Η ομάδα είχε τότε δύο ποδοσφαιριστές μεγαλύτερους σε ηλικία, τον Αβραάμ και τον Κοντρέρας, επίσης δυνατές προσωπικότητες και ο κόσμος πίστευε ότι πάντα θα παίζουν αυτοί. Αλλά ο Μανωλάς ήταν εκεί και πάντα προσπαθούσε, ήξερε ότι θα έρθει η ευκαιρία του. Όταν λοιπόν ήρθε, μετά από ένα τραυματισμό, έδειξε τι μπορούσε να κάνει. Και ήμουν σίγουρος για όσα θα ακολουθούσαν».

Άλλον Έλληνα ποδοσφαιριστή που θυμάστε και σας είχε «κερδίσει»;

«Θυμάμαι πάντα τον Μπάμπη Λυκογιάννη. Ήταν ένα παιδί που νομίζω δεν είχε καταλάβει ο κόσμος πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει και τον είδαμε στη συνέχεια να κάνει καριέρα στην Ευρώπη και τώρα είναι στην Ιταλία. Στην Ελλάδα στον κόσμο αρέσουν περισσότερο οι πιο βιρτουόζοι ποδοσφαιριστές, εκείνοι που ακούγονται περισσότερο. Και στους δημοσιογράφους το ίδιο. Βλέπουμε ποδοσφαιριστές για τους οποίους μιλούν πολύ, αλλά δεν κάνουν την καριέρα που οι περισσότεροι περίμεναν. Τους συγκρίνουν τον έναν με τον Κριστιάνο και τον άλλον με τον Μέσι, ενώ είναι σε πολύ μικρή ηλικία κι αυτό δεν είναι καλό. Επίσης μου άρεσε πολύ και ο Φετφατζίδης. Υπήρχαν και υπάρχουν αρκετοί νεαροί Έλληνες παίκτες με ταλέντο, χρειάζεται όμως να τους πιστέψουν και να πάρουν ευκαιρίες για να εξελιχθούν».

image

Το μυστικό της Πορτογαλίας

Γιατί η Πορτογαλία έχει τόσο ταλέντο;

«Αρχικά γιατί οι ακαδημίες δουλεύουν πολύ καλά. Υπάρχει καλή επικοινωνία με τις εθνικές, οι παίκτες παίζουν εκεί, μετά γίνεται σωστή δουλειά στη διαχείριση του ταλέντου και έρχονται καλά αποτελέσματα. Το βλέπει όλος ο κόσμος. Επίσης, ψάχνει πάντα ποδοσφαιριστές στην Αφρική, στις παλιές αποικίες, στη Βραζιλία, για να τους πάρουν στις ομάδες σε νεαρή ηλικία. Το σκάουτινγκ είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο και έπειτα γίνεται η κατάλληλη διαχείριση για την αξιοποίησή τους».

Και αρκετοί Πορτογάλοι προπονητές βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο.

«Για τους προπονητές δεν είναι ότι υπάρχει μια σχολή, ένα Πανεπιστήμιο φημισμένο που να πεις ότι βγαίνουν από εκεί. Έχουν όμως μια ξεχωριστή φιλοσοφία, είναι η ιδέα που υπάρχει για το ποδόσφαιρο και την προπονητική. Μετά τον Μουρίνιο, τον Κεϊρόζ και αυτή τη γενιά προπονητών, δημιουργήθηκε μια ξεχωριστή σχολή προπονητών, η οποία έφτασε σε όλο τον κόσμο».

Και στην Ελλάδα...

«Με την Ελλάδα είμαστε κοντά, όσον αφορά τον τρόπο που ζούμε και που παθιαζόμαστε για το ποδόσφαιρο. Εμένα μου αρέσει πολύ η ζωή στην Ελλάδα, όπως σας είπα. Είναι φανταστική».

Είναι η Εθνική Πορτογαλίας ένα όνειρο για εσάς;

«Όχι. Νομίζω ότι θα συνεχίσω σε συλλόγους για μια διετία και μετά είναι πιθανόν να πάω σε μια εθνική, δεν ξέρω αν θα είναι η Πορτογαλία, θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα, για παράδειγμα! Θα ήθελα μετά από τόσα χρόνια να δοκιμάσω μια εθνική, γιατί είναι διαφορετική δουλειά, σου δίνει περισσότερο χρόνο να κάνεις πράγματα στη ζωή σου. Είναι μια εμπειρία που θα μου άρεσε να αποκτήσω εκεί, γύρω στα 50 μου».

image

«Στη Θεσσαλονίκη νόμιζα ότι έχει εκδήλωση ο στρατός»

Ποιο ματς θυμάστε περισσότερο στην Ελλάδα;

«Το πιο γαμ@το ματς ήταν απέναντι στον ΠΑΟΚ, στην Τούμπα. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο, το οποίο ήταν γεμάτο με ένστολους. Πίστευα ότι έχει κάποιο συνέδριο ο στρατός, κάποια εκδήλωση. Αλλά ήταν για να μας προστατέψουν (γέλια). Ήταν ένα όχημά τους μπροστά από το πούλμαν μας και ένα πίσω, σαν να πηγαίναμε στον πόλεμο! Όταν φτάσαμε στην Τούμπα, δεν υπήρχαν οπαδοί του Ολυμπιακού. Το γήπεδο ήταν γεμάτο καπνό, καπνογόνα, δεν ξεκίνησε στην ώρα του και ήταν γενικώς το κλίμα εντελώς πολεμικό. Δεν χάσαμε ωστόσο, όπως σε κανένα άλλο ματς που ήμουν στον Ολυμπιακό. Το συναίσθημα όμως ήταν διαφορετικό».

Με τον Παναθηναϊκό;

«Με τον Παναθηναϊκό δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Δεν ήταν καλά τότε ο Παναθηναϊκός. Θυμάμαι όμως επίσης πολύ τα ματς του Champions League, τη νίκη με την Άρσεναλ, όπως και με τη Μονπελιέ. Μπορούσαμε να προκριθούμε».

Νομίζω ότι το Champions League είναι πάντα το ξεχωριστό για όσους το ζουν εκ των έσω...

Ξεκάθαρα. Μου άρεσαν πολύ οι αγώνες του Champions League, είχαν διαφορετική ατμόσφαιρα. Το ενδιαφέρον του κόσμου, των Μέσων, ήταν ξεχωριστό. Όλος ο κόσμος του ποδοσφαίρου ζει για να παίρνει μέρος σε τέτοια ματς.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα του ελληνικού ποδοσφαίρου; Γιατί τελευταία δεν βλέπουμε συχνά ελληνικές ομάδες σε τέτοια ματς...

«Όπως είπαμε πριν, για να κάνεις κάτι καλό στο ποδόσφαιρο χρειάζεται πλάνο. Οι καλύτεροι παίκτες ίσως αρκούν για να πάρεις το πρωτάθλημα, o Ολυμπιακός για παράδειγμα τους είχε και κέρδιζε τα περισσότερα ματς. Αλλά όχι για να ξεχωρίσεις στην Ευρώπη, χρειάζεσαι ένα πρότζεκτ, ένα πρότζεκτ που να έχει σταθερότητα και συνέχεια. Ναι, είναι σημαντικοί οι καλοί ποδοσφαιριστές, αλλά δεν αρκούν, χρειάζεται οι άνθρωποι που δουλεύουν το πρότζεκτ να αντιμετωπίζονται με υπομονή και να τους δίνεται χρόνος, εφόσον υπάρχει εμπιστοσύνη στο πλάνο τους. Από τότε που η Ελλάδα κέρδισε το Euro, με παίκτες όπως ο Καραγκούνης, ο Κατσουράνης, βγάζει καλούς ποδοσφαιριστές, έχει ταλέντο. Το θέμα είναι αυτοί οι παίκτες να εξελιχθούν, να πάρουν ευκαιρίες και να πλαισιωθούν. Το να έχεις λοιπόν ένα πρότζεκτ για να δουλέψεις είναι πολύ σημαντικό».