Ρομπέρτο Μπάτζιο: Η αξία της ατέλειας

Ρομπέρτο Μπάτζιο: Η αξία της ατέλειας

Ιάσονας Θεριός

Κανείς δεν ξέρει. Ίσως τα δάχτυλά του να τις ψηλάφισαν αυτές τις δυο λέξεις κάπου ανάμεσα στις κιτρινισμένες χοντρές σελίδες που ξεφύλλιζαν σε μια προσπάθεια να αποδράσουν από την πραγματικότητα, να βρουν μια διέξοδο από εκείνο το δεύτερο «κρακ». Όταν ο Ρομπέρτο σμπαράλιασε για δεύτερη φορά το γόνατό του ήταν 19 και όλες τις σκέψεις που τον ωθούσαν να τα παρατήσει «έσκισε» μια στροφή, μια νέα πίστη.

Ο φίλος του ο Μαουρίτσιο τον συνέστησε στον ιαπωνικό βουδισμό, και στις διδαχές εκείνου ο απογοητευμένος Ρόμπι βρήκε τον μίτο του, τη δύναμη να επιστρέψει στο ποδόσφαιρο, την ξύλινη σανίδα που του έσωσε την καριέρα τη στιγμή που ο ίδιος φάνηκε να πνίγεται. Μα στα θηριώδη κύματα της ποδοσφαιρικής υστεροφημίας, όλων όσων λογίζουν την κληρονομιά και τους τίτλους ως αδιαπραγμάτευτο μέτρο σύγκρισης ήταν οι καλλιγραφικοί ιαπωνικοί χαρακτήρες δυο διαφορετικών λέξεων που πήραν τον ρόλο του σωσιβίου για εκείνον.

«Wabi-sabi» το λένε στην Άπω Ανατολή. Μια έννοια ωδή στην ατέλεια και την αξία της, στην πεποίθηση πως σε αυτή κρύβεται η αληθινή ομορφιά των πραγμάτων. Λοιπόν, Ρομπέρτο Μπάτζιο; Μήπως αυτό το Wabi-sabi μιλά για σένα; Γιατί, η τελειότητα είναι υπερτιμημένη και το «στίγμα» της ατέλειας ανθρώπινο, σημάδι τρωτότητας. Άρα σπουδαίο, μοναδικό. Γιατί, ένα χαμένο πέναλτι - ακόμα κι αυτό το χαμένο πέναλτι- δεν μπορεί, δεν πρέπει να μουτζουρώσει το αφήγημα του πανέμορφου παιχνιδιού σου. Και σήμερα (18/02), που σβήνεις τα 56 κεράκια, είναι μια καλή μέρα να μιλήσει κανείς για αυτό.

image

Από το πρώτο «κρακ» στις βιολετί καρδιές

Πολύ πριν ακόμα οι καστανές του μπούκλες εγκλωβιστούν από το λαστιχάκι, σχηματίζοντας το πιο χαρακτηριστικό κοτσιδάκι της ποδοσφαιρικής, εκείνο το παιδί είχε αρχίσει να λάμπει. Παρά τις αντιρρήσεις του αυστηρού του πατέρα, ο Ρόμπι σχεδόν συνεχώς έβρισκε τον εαυτό του στο ξερό γήπεδο της Βιντσέντσα, να τα βάζει και να προσπερνά με τη μαγεία του τους πιο σκληροτράχηλους αμυντικούς του κόσμου. Η φήμη «ταξίδεψε» παντού στην Ιταλία, όλοι άρχισαν να ακούν για εκείνον.

Και η Φιορεντίνα ήταν αυτή που τόλμησε να φέρει το θαυματουργό παιδί της τρίτης κατηγορίας στην υπέρλαμπρη τότε Serie A. Δυο μέρες πριν ολοκληρωθεί η μεταγραφή του, ο 16χρονος διέλυσε, για πρώτη φορά, το γόνατό του. Πρόσθιος χιαστός, σύνδεσμοι και μηνίσκος θρυματίστηκαν αλλά οι Βιόλα δεν έκαναν πίσω. Του προσέφεραν το περιβάλλον και την κατάλληλη θεραπεία για να επιστρέψει στη δράση. Μα ακόμα κι αυτό έγινε με τρόπο τραγικό, θαρρείς δηλωτικό των εμποδίων που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Για ένα παιχνίδι πρόλαβε να φορέσει τη μωβ φανέλα, το γόνατό του τον πρόδωσε ξανά. Τον βύθισε σε μια ακόμα δίνη, μέχρι η νέα του πίστη να τον τραβήξει στην επιφάνεια. Και όταν συνέβη αυτό, ο Μπάτζιο ήταν έτοιμος να δείξει πως δεν αστειεύεται.

Το ποδόσφαιρό του, με τον χώρο που του χάρισε ο Σβεν Γκόραν Έρικσον, σκάει σαν κεραυνός στο status quo του παιχνιδιού, ανακατεύει χωρίς προηγούμενο τα δεδομένα και τραβά πάνω του τα βλέμματα , σε μια εποχή που στην «μπότα» έπαιζαν οι Μαραντόνα και Πλατινί. Ανεπανάληπτο κάθετο τρέξιμο, συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στο κέντρο και την κορυφή της επίθεσης, ένας ντελικάτος δημιουργός στο κοστούμι ενός φονικού εκτελεστή και το αντίστροφο. Επαφή μαγική, τεχνική κατάρτιση άριστη, ποδοσφαιρική νοημοσύνη και σπιρτάδα ξεχωριστή. Η Φλωρεντία παραμιλά για το πολυτιμότερο πετράδι του στέμματός της, τον άνθρωπο που με τα όσα έκανε στο χορτάρι, κάθισε στον θρόνο του θρύλου Τζανκάρλο Αντονιόνι και ριζώθηκε στις βιολετί καρδιές με τρόπο μοναδικό. Μέχρι να ξεριζωθεί βίαια και το κάθε τι στη ζωή και την καριέρα του να μη φαντάζει ίδιο, να χάσει τη μαγεία.

image

Η εξαναγκαστική προδοσία, η δόξα και οι περιπλανήσεις

Η μπογιά των εξαγριωμένων φίλων της Φιορεντίνα απλώνεται στον τοίχο του σπιτιού του: «Νεκρός για πάντα». Η Φλωρεντία τον Μάιο του 1990 τυλίγεται στις φλόγες, οι φίλοι τον Βιόλα δεν μπορούν να διαχειριστούν πως εκείνος, ο αγαπημένος τους από εδώ και στο εξής θα φορά τις μισητές μπιανκονέρι ρίγες. Η διοίκηση του συλλόγου αδιαφορεί, μετρά χαρούμενη το ποσό ρεκόρ των σχεδόν 13 εκατομμυρίων ευρώ. Πέντε χρόνια και αμέτρητες μοναδικές αναμνήσεις μετά, ο Ρόμπι αναγκάζεται, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, να μετακομίσει στη Γιουβέντους και λέει «αντίο» στην ομάδα που αγάπησε όσο καμία. Που δεν σταμάτησε ποτέ να αγαπά.

Όπως εκείνο το απόγευμα, όταν το «Αρτέμιο Φράνκι» ξεχείλισε από μίσος στην επιστροφή του «προδότη». Μα ο «προδότης» είχε πολύ μεγαλύτερη καρδιά. Ο «προδότης» αρνήθηκε να εκτελέσει το πέναλτι που κέρδισε η Γιουβέντους. Ο «προδότης» απάντησε στις βρισιές και τις ρίψεις αντικειμένων, μαζεύοντας και κρατώντας σφιχτά το βιολετί κασκόλ που είδε να πέφτει μπροστά του όσο έβγαινε αλλαγή, σε μια κίνηση που γοήτευσε τους πάντες, που ανάγκασε το κατάμεστο στάδιο να θυμηθεί τη γεύση της αγάπης και να του την επιστρέψει καταχειροκροτώντας τον.

Στο Τορίνο, το συναίσθημα δεν είναι το ίδιο μα ο Ρόμπι θα περάσει τα πιο ένδοξα ίσως χρόνια της καριέρας του, με αποκορύφωμα φυσικά την κατάκτηση της Χρυσής Μπάλας το 1993. Ο Τραπατόνι έχει σχεδιάσει μια ομάδα πάνω του κι εκείνος τον δικαιώνει σε κάθε σπριντ, σε κάθε μαγικό άγγιγμα της μπάλας, κάθε σουτ και κάθε πάσα. Τα χείλη των ποδοσφαιρόφιλων που γεμίζουν κάθε εβδομάδα τα γήπεδα το φωνάζουν, δεν το ψελλίζουν πια: «Είδα τον Μπάτζιο να παίζει μπάλα». Η Ιταλία ζει στη δική του εποχή, το παιχνίδι της ορίζεται από όσα κάνει εκείνος, ο δικός της αρτίστας.

Στον ιταλικό βορρά θα πετύχει, θα κερδίσει τίτλους, θα γίνει πρωταγωνιστής, μα πάντα θα του λείπει αυτό το υπερβατικό συναίσθημα, το κάτι παραπάνω σε επίπεδο εσωτερικό. Με τα γόνατά του να τον απογοητεύουν πολλές ακόμα φορές αλλά τον ίδιο να μην τα παρατά ποτέ θα περιπλανηθεί σε Μίλαν, Μπολόνια, Ίντερ και Μπρέσια ψάχνοντας το υποκατάστατο της βιολετί αγάπης. Και θα το βρει λίγο πιο πέρα στη χρωματική παλέτα. Στο μπλε της εθνικής.

image

Ο ατελής Θεός

Φορώντας τα Ατζούρι, με την τρικολόρε σημαία στο στήθος ο Μπάτζιο θα νιώσει ξανά τη σπίθα του να σημαίνει η φανέλα που φορά κάτι, να έχει μια αίθηση πιο σπουδαία από κάθε τυχαίο πανωφόρι. Οι πρώτες υποσχέσεις θα αφεθούν στο έδαφος της πατρίδας του, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 που φιλοξενεί η Ιταλία. Σε εκείνο στο ματς στο «Ολίμπικο» απέναντι στην Τσεχοσλοβακία μια ολόκληρη χώρα αρχίζει να πιστεύει πως η επιστροφή στις επιτυχίες πλησιάζει. Χιλιάδες ζευγάρια μάτια κολλάνε σε εκείνον, παρασύρονται μαζί με το κορμί του δύσμοιρου Κάντλετς στο λίκνισμα που ορίζεται από την προσποίηση του Ρόμπι και πριν το καταλάβουν βλέπουν την μπάλα να φεύγει από το δεξί του και να καταλήγει στα δίχτυα. Θα σκοράρει ξανά απέναντι στην Αγγλία μα ο Βιτσίνι τον αφήνει εκτός του μεγάλου ημιτελικού απέναντι στην Αργεντινή και αυτό θεωρείται στη χώρα ο κύριος λόγος της ήττας. Φυτεμένες στις καρδιές των Ιταλών, οι υποσχέσεις θα χρειαστεί να περιμένουν τέσσερα χρόνια ακόμα.

Στην Αμερική, ο Μπάτζιο φτάνει ως ο σταρ, ο ηγέτης της Σκουάντρα Ατζούρα του Σάκι και δικαιώνει τον τίτλο του από την πρώτη στιγμή, παίρνοντας στους ώμους του μια ολόκληρη ομάδα. Τα δύο γκολ της ανατροπής από το 88' και μετά κόντρα στη Νιγηρία είναι μόνο η αρχή. Ο «χορός» γύρω από τον Θουμπιθαρέτα για το τέρμα της νίκης απέναντι στην Ισπανία κάνει φανερές τις πραγματικές του διαθέσεις και οι δύο ζωγραφιές στον ημιτελικό με τη Βουλγαρία στέλνουν την Ιταλία στο «Rose Bowl», μια ανάσα μακριά από την απόλυτη δόξα.

Χωρίς εκείνον, χωρίς τον δικό τους ήρωα, δίχως καμία υπερβολή, οι Ατζούρι δεν θα είχαν καμία ελπίδα στη διοργάνωση. Ίσως στο τέλος της ημέρας αυτό να ήταν το πρόβλημα. Η ελπίδα. Αυτή με την οποία γέμισαν τα πόδια του Ρόμπι ένα ολόκληρο έθνος. Ένα μέρος της «πέθανε» όταν μαθεύτηκε πως ο Μπάτζιο είναι τραυματίας, αμφίβολος για τον μεγάλο τελικό απέναντι στη Βραζιλία. Για τον ίδιο ο πρησμένος αστράγαλος δεν σημαίνει τίποτα, απειλεί τον Σάκι πως αν δεν τον βάλει θα αποχωρήσει για πάντα από την εθνική.

Μα είναι φανερό, ακόμα κι αυτός, που έζησε μια ζωή παραδομένος στους πόνους του κορμιού του, μέσα και έξω από τα χειρουργεία, δεν μπορεί να αποδώσει το ίδιο. Με σφιγμένα τα δόντια και ματωμένα τα πόδια φτάνει ως το τέλος. Ως την τελευταία στιγμή. Μπαρέζι και Μασάρο αστοχούνν, η Σελεσάο προηγείται με 3-2, πριν εκείνος σταθεί πάνω από την άσπρη βούλα. Η συνέχεια γνωστή, χιλιοψιθυρισμένη από τα χείλη των για πάντα πληγωμένων Ιταλών ποδοσφαιρόφιλων, ανάμεσα στους αναστεναγμούς εκείνου του σουτ. Ξερό δεξί. Άουτ.

Έτσι απλά, μπροστά σε ένα κακό χτύπημα ορίζεται μια καριέρα αμέτρητων μαγικών στιγμών. Η κατεύθυνση του αφηγήματος αλλάζει για πάντα. Ο Μπάτζιο είναι για πάντα αυτό το χαμένο πέναλτι. Μα και τόσα ακόμα.

«Αυτοί που χάνουν τα πέναλτι είναι αυτοί που τολμούν να τα εκτελέσουν», θα γράψει χρόνια μετά. Αυτοί που τολμούν να υψώσουν το ανάστημά τους μπροστά στο πεπρωμένο και να αντέξουν το βάρος του να μην τα καταφέρουν, να μην ολοκληρωθούν. Να αντέξουν το βάρους της επίγνωσης πως δεν είναι τέλειοι, πως δεν θα γίνουν. Μα και πάλι είναι σπουδαίοι, είναι όμορφοι γιατί απλά δεν μπορούν να οριστούν ακόμα κι από μια τόσο κρίσιμη στιγμή.

Αυτό το πέναλτι στοίχειωνε για χρόνια ολόκληρη τη χώρα. Μα αλήθεια, αν υπήρχε η δυνατότητα να γραφτεί ξανά η ιστορία, ένα είναι σίγουρο. Όλοι μα όλοι οι Ιταλοί για αυτό το χτύπημα θα έδιναν την μπάλα στον Ρομπέρτο Μπάτζιο, στον δικό τους ατελή Θεό.