Η εικόνα είναι «αδύναμη» μπροστά στον κίνδυνο

Η εικόνα είναι «αδύναμη» μπροστά στον κίνδυνο
Ο Βασίλης Βλαχόπουλος εξηγεί γιατί η εικόνα βιαιοπραγίας κατά του Γιάννη Μπουτάρη πέρα από αποτρόπαιο γεγονός φανερώνει έναν μεγάλο κίνδυνο.

Στη συντηρητική Θεσσαλονίκη η (προ οκταετίας) εκλογή του Γιάννη Μπουτάρη στην ηγεσία του Δήμου ισοδυναμούσε με πραξικόπημα. Μια κατ’ εξοχήν «δεξιά» κοινωνία παρέδωσε τη σκυτάλη σε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα αριστερής ιδεολογίας και με πολιτική δράση στο ΠΑΣΟΚ. Και χρησιμοποιώ το ρήμα «παρέδωσε» διότι ο βασικός λόγος εκλογής του Μπουτάρη ήταν ο εσωτερικός πόλεμος στη Νέα Δημοκρατία και της (εν τέλει) υποστήριξής του από την Ντόρα Μπακογιάννη. Σε διαφορετική περίπτωση, θα εισέπραττε το ίδιο αποτέλεσμα με τις δύο προηγούμενες απόπειρες ανάληψης του Δήμου.

Αηδιασμένος από τις εκάστοτε ηγεσίες και με τα οικονομικά σκάνδαλα να ξεφυτρώνουν σαν τα χόρτα σε γόνιμο χωράφι, ο Θεσσαλονικιός γούσταρε την ήττα της δεξιάς. Κακώς βέβαια είχε την ψευδαίσθηση ότι θα άλλαζε η πόλη. Για να ανατραπεί η κουλτούρα της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να γκρεμιστεί και να ξαναχτιστεί από την αρχή.

Στα 68 του χρόνια (τότε), ο Γιάννης Μπουτάρης έγινε ο πρώτος πολίτης της πόλης με σύνθημα… «εγώ θα αλλάξω το Δήμο, δεν θα μ’ αλλάξει ο Δήμος». Και η αλήθεια είναι ότι στο διάστημα της οκταετίας δεν διαφοροποιήθηκε η κουλτούρα και ο τρόπος σκέψης του. Συνεχίζει να φορά τις κόκκινες κάλτσες, να βωμολοχεί, δίχως ταμπού να φωτογραφίζεται σε οίκο ανοχής με παράλληλη εξιστόρηση της πρώτης ερωτικής εμπειρίας του, να ξεδιπλώνει το κουβάρι της πολυτάραχης ζωής του και χωρίς κόμπλεξ να εξηγεί πως κατάφερε να ξεπεράσει το πρόβλημα αλκοολισμού αλλά και τι σημαίνει το κάθε τατουάζ του σημαδεμένου κορμιού του.

Διατηρεί επίσης απόμακρη σχέση με την ηγεσία της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης πράγμα που δεν του το συγχωρεί σημαντική μάζα της πόλης και συνολικά επιβεβαίωσε ότι δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Αυτό βέβαια το ξέραμε. Μέχρι πρότινος, ολομόναχος έκανε βόλτες επί της Προξένου Κορομηλά και γενικώς ουδεμία σχέση έχει με την εικόνα ενός σοβαροφανούς Δημάρχου. Γιατί θεωρεί ότι αν ένας Δήμαρχος δεν μπορεί ανενόχλητος να βολτάρει στην πόλη του, τότε δεν έχει λόγο ύπαρξης στο Δημαρχείο.

Σε πολλές περιπτώσεις, ο Μπουτάρης λειτουργεί όπως η μύγα στην καλοκαιρινή ραστώνη. Σαν το βότσαλο που ταράζει τα λιμνάζοντα νερά. Δεν γνωρίζω αν το κάνει επίτηδες, είναι ο εαυτός του. Πιθανολογώ όμως ότι του αρέσει να προκαλεί και να πρεσβεύει κάτι το διαφορετικό (το εναλλακτικό, αν προτιμάτε) σε σχέση με την κουλτούρα της πόλης. Κάποτε είχε πει για τον Πάνο Καμμένο ότι «δεν τον πάω μία τον χοντρό» και ότι «αν τον δω κρεμασμένο δεν θα του κόψω ούτε το σχοινί». Ποιος πολιτικός θα τολμούσε να ξεστομίσει κάτι τέτοιο; Κανείς.

Έχει καταφέρει μάλιστα να εξοργίσει τους πάντες με τις απόψεις του επί των αθλητικών καθώς συνηθίζει να υποβαθμίζει τους συλλόγους με αποκορύφωμα την άρον-άρον αποχώρησή του από μια γιορτή του Άρη. Και να φανταστεί κανείς ότι ήταν ο βασικός χρηματοδότης την εποχή της «κίτρινης αυτοκρατορίας».

Εξέφρασε με χαρακτηριστική ευκολία και την αντίθεσή του για τις μαθητικές παρελάσεις γιατί όπως είχε πει… «να δεις ΛΟΚατζήδες το καταλαβαίνω, αλλά παιδάκια να παρελαύνουν; Γιατί;». Στο ίδιο διάστημα τάχθηκε υπέρ της σεξουαλικής απελευθέρωσης και του gay parade.

Βασικός στόχος του παραμένει η επιβολή εξωστρέφειας σε μια παραδοσιακά εσωστρεφή κοινωνική μάζα. Προς αυτήν την κατεύθυνση και εκτιμώντας ότι η πόλη δεν μπορεί να παράξει περισσότερα χρήματα από αυτά που ήδη υπάρχουν στην αγορά, έκρινε ότι μόνο το συνάλλαγμα μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες. Η αλήθεια είναι ότι ήρθε χρήμα στη Θεσσαλονίκη από τους Τούρκους τουρίστες αλλά το άνοιγμα ήταν κομμάτι άγαρμπο όσο οι κινήσεις του επιθεωρητή Κλουζό με τη διαφορά ότι εκεί επρόκειτο για υποκριτική ικανότητα.

Ο Μπουτάρης πιστεύει ότι η γνώση του Θεσσαλονικιού είναι πολύ υποδεέστερη της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης και δεν διστάζει να το επαναλαμβάνει. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία για την προσέγγιση Τούρκων τουριστών ξεπέρασε τα όρια του ξεβρακώματος για τις αντοχές της πόλης. Κι ενώ αντιλήφθηκε ότι ενοχλεί ένα σημαντικό ποσοστό των δημοτών, δεν σταμάτησε να επαναλαμβάνει τις ίδιες φράσεις.

Ο Μπουτάρης δεν προσποιήθηκε ούτε επί του Μακεδονικού, παρότι γνωρίζει ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα για την κοινωνία της πόλης. Από τον πρώτο πολίτη της Θεσσαλονίκης, ο κόσμος είχε άλλες απαιτήσεις... Το ήξερε, αλλά έξυσε πληγές. Βέβαια, όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό το παιχνίδι χάθηκε πριν από πολλές δεκαετίες και απλά σαν στρουθοκάμηλοι χώνουμε με μανία τα κεφάλια μας μέσα στο έδαφος, όπως επίσης και ότι τούτο το ζήτημα είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης σε πολιτικό επίπεδο.

Στην οκταετία του Μπουτάρη η πόλη δεν άλλαξε με εξαίρεση το έργο στην παραλία (το οποίο ολοκλήρωσε) όπου λίγες ημέρες μετά την εγκαινίασή του είδαμε τους τοίχους γραμμένους. Η Θεσσαλονίκη παραμένει η πόλη η οποία δεν έχει το στοιχείο της προνόησης, γιατί σε μια ισχυρή νεροποντή πνίγεται, σε μια χιονόπτωση ακινητοποιείται και επί της ουσίας ουδέποτε κατάφερε να λύσει τα ουσιαστικά προβλήματά της. Παραμένει η πόλη που περιμένει το «μετρό», του μονοπωλίου στα ΜΜΜ και των «ντελάληδων» για τον διαχωρισμό της Θεσσαλονίκης από την Αθήνα να έχουν γίνει πρώτοι μάγκες καθώς βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εκμεταλλευόμενοι ένα κόμπλεξ που δυστυχώς τρέφεται από τα MEDIA.

Μπορώ να γράψω άλλα τόσα, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα γίνω πιο κουραστικός. Έγραψα τα παραπάνω προσπαθώντας να προσεγγίσω την ψυχολογία και την άποψη της πόλης. Θα περιοριστώ και σε δύο συνομιλίες. Η πρώτη ήταν με τον ίδιο τον Δήμαρχο πριν από 4-5 μήνες όπου στα γενέθλια μιας κοινής φίλης έτυχε να βρεθούμε πλάι πλάι σ’ ένα κέντρο διασκέδασης. Η δυνατή μουσική δεν δημιούργησε τις συνθήκες συζήτησης, ούτως ή άλλως ήθελα μόνο να ακούσω και όχι να μιλήσω, διότι κι πολλές φορές διαφώνησα με τις αιρετικές απόψεις του. Εκεί κατάλαβα ότι ο άνθρωπος πιστεύει μέχρι τελευταίας λέξης όλα όσα εκφράζει δημοσίως. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι νομιμοποιείται ο κάθε αλήτης να χειροδικεί. Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί μαζί του υπάρχει ο δημοκρατικός τρόπος έκφρασης. Οι εκλογές.

Πάμε στη δεύτερη συνομιλία για να καταλάβετε τι εννοώ και που θέλω να εστιάσω. Χθες το βράδυ, σε μια συζήτηση με έναν συνάδελφο που μου ρίχνει 30 χρόνια, αρκετά πολιτικοποιημένος στο παρελθόν, με βαθιά γνώση της ιστορίας μου είπε… «δυστυχώς παλικάρι μου η Πολιτεία εξωθεί τους πολίτες στην ακροδεξιά». Ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι αριστερών πεποιθήσεων κι ένιωσε πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη παρότι ήρθε από τη Μυτιλήνη.

Συνεχίζει να νιώθει κορόιδο για την τελευταία ψήφο του, ακόμη και τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, τείνει να γίνει διαπίστωση ότι σε λίγα χρόνια τα άκρα θα κυριαρχήσουν στη χώρας μας. Γιατί οι λίγοι αρχίζουν να πείθουν πολλούς, το ξύλο έχει αποκτήσει θέση δικαιολογημένου τρόπου αντίδρασης και οι δημοκρατικές διαδικασίες πήγαν περίπατο. Και το χειρότερο όλων είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι γούσταραν το λιντσάρισμα και το ξύλο στον Μπουτάρη και φανέρωσαν τα αρρωστημένα μυαλά τους στα social media.

Καταλήγοντας, ο προβληματισμός μου δεν περιορίζεται μόνο στον ξυλοδαρμό του Γιάννη Μπουτάρη, αλλά στους κινδύνους που διατρέχει η ελληνική κοινωνία με βασικότερο τη μετατροπής της σε πραγματική ζούγκλα όπου ο οποιοσδήποτε θα πρέπει να γίνει πολύ σκληρός για να μην πεθάνει. Γιατί θα κυριαρχεί ο νόμος του ξύλου και του φόβου.

Βασίλης Βλαχόπουλος
Βασίλης Βλαχόπουλος

Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στα τελευταία χρόνια της… λαδόκολλας. Χάριν οικονομίας, το λευκό χαρτί χρησιμοποιούταν σε έκτακτες και ιδιαιτέρως σοβαρές καταστάσεις, ούτως ή άλλως ήταν δυσεύρετο. Πρόλαβε τη διαδικασία αποστολής των φαξ, αλλά και τις πρώτες συσκευές κινητής τηλεφωνίας με τη λαστιχένια κεραία που θύμιζαν στρατιωτικούς ασυρμάτους.

Παρακολουθεί όλες… τις μπάλες, αλλά η αδυναμία του είναι η πορτοκαλί, η σπυριάρα, λόγω της ειδοποιού διαφοράς μεταξύ ποδοσφαίρου και μπάσκετ. Στο μπάσκετ ΠΑΝΤΑ κερδίζει ο καλύτερος. Στο ποδόσφαιρο, μπορεί να κερδίσει ο πιο τυχερός.

ΥΓ: Οσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα περιοδικά κι αν πέσουν στα χέρια του, το «Τρίποντο» ήταν, είναι και θα είναι το κορυφαίο forever and ever.