Η τέχνη του να μιλάς στο κινητό δημοσίως

Χρήστος Κιούσης Χρήστος Κιούσης
Η τέχνη του να μιλάς στο κινητό δημοσίως
Μιλάτε κι εσείς στο κινητό δημόσια; Δε μιλάμε για περίπτωση ανάγκης,μιλάμε για smalltalks. Ελέγχετε την ένταση της φωνής σας; Υπάρχει περίπτωση να ενοχλείτε;Υπάρχει περίπτωση να "ηχορυπαίνετε" το χώρο; Σσσσσστ...

Το γεγονός ότι το κινητό μας έχει γίνει προέκταση της παλάμης μας σε υπερθετικό βαθμό, νομίζω το ψιλοζούμε όλοι. Και για να μην κρυβόμαστε πια, δεν κάνει να κατηγορούμε τα πιτσιρίκια, όταν εμείς οι “μεγαλύτεροι” και “ωριμότεροι” διεκδικούμε επάξια τα ρεκόρ χρήσης. Λίγο να τσεκάρουμε τα μηνύματά μας στο facebook, λίγο να συμμετέχουμε στη δημόσια συζήτηση, λίγο να τσεκάρουμε που πήγαν οι γνωστοί μας και οι άγνωστοι στα insta stories, λίγο να τσεκάρουμε το site με τις προσφορές, τα mb και τα gb πάνε κι έρχονται. Τα μικρά δε μιλάνε τόσο πολύ, οι κωδικοποιημένοι τους διάλογοι είναι ακατάπαυστοι κι αθόρυβοι. Ειδοποιήσεις ακούμε συνέχεια, τη φωνούλα τους σπάνια. Εμείς όμως ;

Στο καράβι για την επιστροφή από το νησί είπαμε με το κορίτσι μου να περάσουμε τη μιάμιση ώρα λίγο δημιουργικά. Εκείνη έβαλε μπροστά της ένα βιβλίο τούβλο για να απολαύσει κι εγώ το laptop για να γράψω. Το σαλόνι του καραβιού δεν το λες και το πιο αθόρυβο και πιο πολιτισμένο περιβάλλον, συντελλούν σε αυτό οι φραπεδιέρες που βαράνε ανηλεώς τους φρέντους, κάτι υστερικά παιδάκια και οι ακόμα πιο υστερικοί γονείς τους, η τηλεόραση που πρέπει να παίζει για κάποιο λόγο πάντα ΣΚΑΙ με όλες τις διαφημίσεις της Diamant Stores και τα promo για φίλτρα νερού, γενικά δημιουργείται ένα ambience με την κωδική ονομασία “φασαρία σε σαλόνι ελληνικού φέρυ μποτ”.Μαθαίνεις να ζεις με αυτό, μαθαίνεις πολλάκις να εργάζεσαι με αυτό, κάνεις ένα volume down στο ηχητικό χαλί και ξεκινάς την αθόρυβη ασχολία σου.

Ξαφνικά εμφανίζεται εκείνη. Είναι μόνη της. Φοράει λευκό κεντητό φουστάνι, επώνυμες παντόφλες από αυτές που βλέπουμε κατά συρροήν το καλοκαίρι, κρατάει επίσης επώνυμη τσάντα πιθανώς από την οδό Βουκουρεστίου, πιθανώς από την Istiklal Cadesi και είναι ξανθιά γύρω στα late thirties. To Sex and the City έχει καταστρέψει κόσμο και κοσμάκη, γυναίκες που πιστεύουν ότι μέσα τους ζει μια Κάρυ Μπράντσοου και άντρες που κάποιες τους χρεώνουν το καθήκον να μοιάζουν με τον μίστερ Μπιγκ, ενώ οι ίδιοι έχουν περισσότερα κοινά με τον μίστερ Μπιν.

Είναι λοιπόν μια κυρία, σε νεαρά-ώριμη όμως ηλικία,είναι μόνη και πρέπει να ταξιδέψει μόνη για μιάμιση ώρα. Βγάζει από την τσάντα υπερμεγέθες κινητό τηλέφωνο και το “ξεκλειδώνει”. Αναμενόμενο σκέφτομαι, η έκπληξη θα ήταν να έβγαζε βιβλίο. Τουλάχιστον δε θα μας ενοχλήσει παρ' ότι ακριβώς διπλά μας ξανασκέφτομαι, άσε το κορίτσι να σκρολάρει με την ησυχία του. Αμ δε...

Ξεκίνησε τα τηλεφωνήματα προς πάσα κατεύθυνση, το κορίτσι βλέπετε ήταν και επιχειρηματίας στην ηπειρωτική Ελλάδα, στο νησί είχε πάει για “σκοπό”, οπότε έπρεπε να κάνει catch up των υποχρεώσεών της. Τηλεφώνησε λοιπόν πρώτα απ΄ όλα σε φίλη της να της πει με πονηρά γελάκια τι ωραία πέρασε στο νησί (και μπράβο της), ότι της έκλεψαν κάτι βρακάκια από το σχοινί που τα άπλωσε κι ότι δεν την πολυνοιάζει μπροστά στο πόσο καλά πέρασε. Έπειτα τηλεφώνησε στην επιχείρησή της για να δει πως πάνε τα πράγματα και μάλλον μερικά πράγματα δεν την άφησαν καιπολύ ευχαριστημένη, αφού έδωσε κοφτές εντολές με μάλλον δυσαρεστημένο ύφος.

Μετά από το δεύτερο τηλεφώνημα άκουσα το χαρακτηριστικό ήχο της μπαταρίας που τελειώνει και μέσα μου σκίρτησε η ελπίδα. Έβγαλε από την υπερμεγέθη τσάντα της που θα μπορούσε να είναι αγορασμένη είτε στο Κολωνάκι είτε στο Καπαλί Τσαρσί το φορτιστή του τηλεφώνου και άρχισε την οπτική αναζήτηση. “Μην τη δει, κάνε να μην τη δει σε παρακαλώ”, έλεγα μέσα μου κοιτώντας μια πρίζα ψηλά δίπλα στο κλιματιστικό, αλλά δυστυχώς την είδε. Έβαλε το τηλέφωνο στην πρίζα, έκατσε κάτω από το κλιματιστικό και σε μια λίγο περίεργη θέση και στάση, έστησε το νέο ενσύρματο κέντρο επικοινωνιών της.

Στο επόμενο τηλεφώνημα κάλεσε τον επιχειρηματία-συνέταιρο αδερφό της και διαφώνησαν για το ποια υπάλληλο θα κρατήσουν και ποια θα διώξουν κι εκεί η συνταξιδιώτισσα μου επιχειρηματίας ύψωσε κι άλλο τον τόνο τής έτσι κι αλλιώς στεντόρειας φωνής της. Έπειτα έχοντας ήδη έναν εγκατεστημένο εκνευρισμό κάλεσε τη μητέρα της για να ρωτήσει τι κάνουν τα παιδιά. Στην άλλη μεριά του φέρυ μποτ, στην ηπειρωτική Ελλάδα, προφανώς ήταν τα παιδιά με τη γιαγιά τους και περίμεναν τη μαμά να γυρίσει. Απαγόρευσε ορθά κοφτά να πάνε τα παιδιά στη θάλασσα γιατί θα πήγαιναν στην πισίνα αργά το μεσημέρι, μετά μάλωσε τη γιαγιά που μαγείρεψε στα παιδιά μελιτζάνες με κρέας (εδώ λίγο γουργούρισα) γιατί δεν το τρώνε και σύστησε να τους κάνει κανένα σνίτσελ που θα το φάνε σίγουρα. Έπειτα χαμηλώνοντας λίγο τον τόνο της αλλά όχι και πάρα πολύ, ζήτησε από τη γιαγιά να της ετοιμάσει λίγο ρύζι λαπά (εδώ καθόλου δε γουργούρισα) γιατί είχε ενοχλήσεις στα στομαχο-εντερικά της και είχε και διάρροιες, συμπτώματα για τα οποία δε χρειαζόταν ποτέ εμείς να μάθουμε προφανώς.

Δε σας ανέφερα, ότι όση ώρα η συνταξιδιώτισσα έκανε τα παραπάνω τηλεφωνήματα, που και που με το κορίτσι μου ανταλλάσσαμε ματιές κι έπειτα την κοιτούσαμε επίμονα, μήπως και καταλάβει ότι ήμασταν ακουσίως αυτήκοοι μάρτυρες των επικοινωνιών της, πράγμα δυσάρεστο για εμάς. Απέφευγε επιμελώς το eye contact κοιτώντας είτε τον ορίζοντα είτε το πεντικιούρ της κι έτσι δεν μπορούσαμε να εκπέμψουμε το σήμα της δυσαρέσκειάς μας. Θα μου πείτε, “γιατί δεν της το είπατε;” αλλά έχετε βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να είστε μάρτυρες μιας ενοχλητικής κι αδιάκριτης συμπεριφοράς και να αισθάνεστε ότι εσείς θα ενοχλήσετε αν μιλήσετε; Τέτοιος είμαι! Οπουδήποτε αλλού μάλλον θα είχα φύγει ηττημένος από αυτή μου την αδυναμία, στο φέρυ μποτ όμως, πού να πάω;

Συνέχισε τα τηλεφωνήματα προς καλλιτέχνες που φιλοξενούσε στην επιχείρησή της, για να κανονίσει φωτογράφηση μάλλον στο πλαίσιο κάποιας ανταλλακτικής συνεργασίας, έπειτα μίλησε με τη φωτογράφο για να ετοιμαστεί έγκαιρα για τη φωτογράφηση, έπειτα με τη διαφημίστριά της για να κανονίσει το promo υλικό, έπειτα ξανατηλεφώνησε στη μάνα της για να της πει ότι το βράδυ θα πάνε στο θέατρο με τα παιδιά και κάποιους ακόμα κι έπειτα πάλι σε κάποια φίλη για να πει και σ'αυτή πόσο ωραία πέρασε στο νησί και για τα βρακάκια που της έκλεψαν. Εκείνη τη στιγμή έκανε το μοιραίο λάθος. Σε ωραία ψυχική διάθεση ευρισκόμενη προφανώς κοίταξε προς τη μεριά μας. Κι άσε με εμένα, είμαι και φλώρος ως γνωστόν, έκανε το λάθος να κοιτάξει το κορίτσι μου που την κάρφωσε κρατώντας το τούβλο-βιβλίο του Γκρανζέ των 950 σελίδων και με ματιά κάτι μεταξύ laser και ακτίνων gama. Να ξέρετε φίλοι μου σε τέτοια θέματα μόνο γυναίκες μπορούν να βάλουν στη θέση τους γυναίκες, εμείς είμαστε ντεκόρ.

Και εγένετο θαύμα! Η ξανθιά επιχειρηματίας-μάνα-αδερφή-ερωμένη-συνταξιδιώτισσα σηκώθηκε και πήγε προς την άλλη μεριά του σαλονιού. Συνέδεσε το φορτιστή του κινητού της πάλι σε πρίζα ψηλά δίπλα σε air condition και έστησε εκεί το ενσύρματο, άβολο αλλά ευτυχώς απομακρυσμένο κέντρο επικοινωνιών της. Δεν την ξανακοιτάξαμε και το κυριότερο δεν την ξανακούσαμε. Με μπόλικο δέος και θαυμασμό ρώτησα το κορίτσι μου, “πως το 'κανες αυτό;” Εκείνη με αυτή τη χαρακτηριστική και ανοίκεια σε μας τους άντρες άνεση απάντησε. “Δε φαντάζεσαι πως την κοίταξα.” “Δε φαντάζομαι αλλά σε ευχαριστώ.”

Ο επίλογος γράφτηκε στην αποβίβαση μας. Σιχαίνομαι τα κλισέ και τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες αλλά μερικές φορές μας περικυκλώνουν ρε φίλε. Όση ώρα ζούσαμε το δράμα με την ακούσια επαναλαμβάνω λάθρα ακρόαση των επικοινωνιών της συνταξιδιώτισσάς μας, το αντρικό μου μυαλό αναρωτιόταν, “τι αυτοκίνητο να οδηγεί άραγε;” Οι επιλογές κλισέ είναι διαχρονικά τρεις. Fiat 500 στην έκδοση με την γυάλινη οροφή, VW σκαραβαίος ή Mini Cooper. Αν μου βάζατε το μαχαίρι στο λαιμό να διαλέξω και χρώμα θα μάντευα κόκκινο, έτσι ρε φίλε για να είναι το κλισέ πιο ολοκληρωμένο.

Δεν έκανα λάθος. Σε άλλα κι άλλα είμαι σκράπας αλλά κάτι τέτοια τα 'χω πια. Ήταν ένα από τα τρια προαναφερθέντα οχήματα σε κόκκινο της φωτιάς που υποδέχτηκε τη συνταξιδιώτισσα μας που την υποδέχτηκε για να τη μεταφέρει στην επιχείρησή της, στα παιδιά της, στη μαμά της, στο ρύζι λαπά της, στη φωτογράφηση και το βράδυ στο θέατρο. Ελπίζω ειλικρινά να έφτασε καλά, γιατί μπήκε με πολλά χιλιόμετρα στην Εγνατία Οδό, μαντέψτε πως, μα φυσικά κρατώντας με το ένα χέρι το κινητό της τηλέφωνο στο αυτί και μιλώντας!

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.