Δύο μέρες μέσα στην απόλυτη φρίκη

Δύο μέρες μέσα στην απόλυτη φρίκη
Ο Παναγιώτης Δαλαταριώφ βρέθηκε για δύο μέρες στα Τέμπη, στο σημείο της απόλυτης φρίκης και καταγράφει τα όσα έζησε και δεν πρόκειται ποτέ να συνειδητοποιήσει το πώς στο διάολο συνέβησαν.

Ο Μάρτης μπήκε θυμίζοντάς μας - για ακόμη μια φορά - το ότι σ' αυτήν τη χώρα «ζούμε από θαύμα». Φράση που αυτές τις μέρες την ακούμε και τη διαβάζουμε συνέχεια. Εν έτει 2023, δύο τρένα, σε μια «Ευρωπαϊκή» χώρα κινούνται στις ίδιες ράγες. Για 10 λεπτά, τόσοι (κυρίως) νέοι άνθρωποι, ενώ μιλούσαν, άκουγαν μουσική, κοιμόντουσαν, ονειρεύονταν, ήταν χαρούμενοι, κουρασμένοι, πιθανόν να ήταν σκεπτικοί ή κάτι να τους είχε στεναχωρήσει. Η καθεμία ψυχή απ' αυτές που χάθηκαν, είχε πολλά να ζήσει ακόμη. Και σίγουρα καμιά δεν έπρεπε να «φύγει» κατά αυτόν τον τρόπο.

Σε μια εποχή που έχεις τη δυνατότητα να παρακολουθείς την παραγγελία του φαγητού σου μέσα από εφαρμογή, για το πού ακριβώς βρίσκεται, δύο τρένα δεν είχαν τοποθετημένα τα απαραίτητα ηλεκτρονικά συστήματα ώστε να αποφευχθεί το οποιοδήποτε ανθρώπινο λάθος.

Αυτή τη στιγμή, δεκάδες οικογένειες θρηνούν. Γονείς είδαν τα παιδιά τους να έχουν γίνει στάχτες. «Ξέρω ότι θα μου φέρουν το παιδί μου σε κουτί», είπε ένας γονιός. Αντιλαμβάνεστε τι είπε; Κάποιοι άλλοι γονείς δεν ξέρουν καν αν θα μπορούν να ταυτοποιήσουν το παιδί τους. Τον άνθρωπό τους.

Στην αρχή, στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, έφταναν τραυματίες και νεκροί. Μετά μόνο σοροί. Στη συνέχεια γονείς για να δώσουν δείγμα dna. Γονείς που ήξεραν ότι δεν θα χαρούν το παιδί τους να μεγαλώνει άλλο. Γονείς που απλά ήθελαν να... δουν ό,τι έχει απομείνει από το παιδί τους. Να μπορέσουν απλά να το αποχαιρετήσουν. Κάποιοι γονείς ξέρουν ότι δεν θα έχουν ούτε αυτήν τη δυνατότητα. Η φωτιά στο βαγόνι 2 όπου ήταν το κυλικείο τα έκαψε όλα. Αναπτύχθηκε τέτοια θερμοκρασία που δεν άφησε τίποτα που να θυμίζει ότι εκεί υπήρξε ζωή.

Το Gazzetta βρέθηκε στο σημείο της ανείπωτης τραγωδίας το μεσημέρι της Τετάρτης (1η Μαρτίου). Φτάνοντας στο χώρο, μύριζες παντού καμμένα. Σπασμένα καθίσματα, τζάμια, λαμαρίνες τσακισμένες που από κάτω τους είχαν θαφτεί απανθρακωμένα κορμιά. Συντριβή. Πέρα από την υλική, για την οποία ουδείς νοιάζεται, εκεί, σ' αυτό το σημείο νέα παιδιά άφησαν το χαμόγελό τους και τις φιλοδοξίες τους εκεί. Μέσα στις στάχτες. Τα άφησαν γιατί κάποιοι τους τα πήραν τόσο βίαια. Τόσο ανεύθυνα. Τόσο ξεδιάντροπα.

Οι άνδρες της ΕΜΑΚ, της Πυροσβεστικής, οι εθελοντικές ομάδες διασωστών, ήταν εκεί για να κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να παραδώσουν στις οικογένειες μέχρι και την τελευταία σορό. Δεκάδες δημοσιογράφοι μερικά μέτρα πιο 'κει, αρκετοί και από την Βουλγαρία, προσπαθούσαν να μεταφέρουν την άνευ προηγουμένου τραγωδία.

a

Τα κομμάτια από τα τσακισμένα βαγόνια σηκωνόντουσαν σιγά σιγά. Όχι μόνο για να μη φύγει κάποιο από τους γάντζους και χτυπήσει κάποιον χειριστή ή διασώστη αλλά γιατί κατί την ανάσυρσή τους, έπεφταν από τα κουφάρια του επιβατικού τρένου κομμάτια καμένης σάρκας. Αποδεικτικά για το dna.

Ενώ βλέπαμε να σηκώνονται οι λαμαρίνες νομίζαμε ότι αυτά που πέφτουν ήταν παλιοσίδερα. Ήταν μέλη. Οι εγκληματικές παραλείψεις τόσων ετών, οδήγησαν σ' αυτήν την άβυσσο. Σ' αυτήν τη φρίκη.

Η τραγωδία διαδραματίζονταν σε δύο σημεία. Στο σημείο της συντριβής των τρένων και στο σημείο της ψυχολογικής κατάρρευσης των συγγενών. Στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας. Οι γονείς κι οι συγγενείς πήγαιναν εκεί για να αφήσουν σάλιο ώστε να μπορέσουν να ταυτοποιήσουν το dna του παιδιού τους. Ενα χάος. Ενα τίποτα.

Τα λεπτά περνούσαν και όσο ήσουν στους χώρους αυτούς, γινόσουν ένα με τον πόνο, με το δράμα. Δεν γινόταν να μην γινόσουν. Δεν γινόταν να κάνεις και τη δουλειά σου. Δεν γινόταν να μην είσαι βυθισμένος στο κενό. Τι να πας να πεις σ' αυτούς τους γονείς; Τι να τους ρωτήσεις; Τι να σου πουν; Γιατί να σου πουν; Ποιος θα τους καταλάβει; Ποιος θα τους πει τι; «Συγγνώμη»; Τι να την κάνουν και γιατί να την ακούσουν; Όσο ειλικρινής και να είναι αυτή η «συγγνώμη», με συγχωρείτε, αλλά χέστηκαν.

Τι έγινε για να μη φτάσουμε εδώ; Απ' ότι αποδείχτηκε με τον εκκωφαντικό τρόπο... ΤΙΠΟΤΑ.

Αργά το βράδυ της Τετάρτης, μιλούσα με έναν γιατρό στο νοσοκομείο. Προσπαθούσε να μου περιγράψει την κατάσταση που επικρατούσε και ποια ήταν η δική του συνεισφορά σ' όλη αυτήν την αλοφροσύνη.

Η κουβέντα μας κράτησε περίπου 15 λεπτά και σ' αυτό το διάστημα διακόψαμε δύο φορές: Τη μία ένας μπαμπάς ή συγγενής ζητούσε να μάθει που θα πάει να δώσει dna. Τη δεύτερη μία μητέρα μαζί με το σύζυγό της και το παιδί της, ρωτούσε αν υπάρχει άλλη λίστα αγνοουμένων. «Όχι, δεν έχουμε κάτι άλλο». Η απάντηση του γιατρού την έκανε να βουρκώσει. Με τρεμάμενη φωνή ρώτησε ξανά: «Μη μου λέτε ψέματα, υπάρχει άλλη λίστα»;

Πώς γίνεται να μη ξέρεις πού είναι το παιδί σου; Πώς μπορείς να χωνέψεις τον τρόπο με τον οποίο δεν θα ξαναδείς το παιδί σου; Δε το χωράει ο νους.

Σοκαριστική ήταν κι η κουβέντα ενός εργαζομένου του νοσοκομείου. Δεν κατάλαβε ότι είμαι δημοσιογράφος. Ο άνθρωπος περίμενε τον καφέ του, να πληρώσει και να επιστρέψει στο καθήκον του.

Τον ρώτησα αν χρειάζεται κάτι. Μου είπε: «Όχι τον καφέ μου να πάρω, ρε φίλε και θα επιστρέψω πάλι. Να είσαι καλά». Κούνησα το κεφάλι μου. Νομίζω ότι ένιωσε ότι δεν είχα καμία διάθεση να τον ρωτήσω το οτιδήποτε. Νομίζω, ότι αισθάνθηκε εκείνη τη στιγμή να βγάλει από μέσα του όσα είδε. Όσα έβλεπε. Όσο βίωνε. «Πολλή σακούλα. Δεν χωράνε στα ψυγεία». Μ' αυτές τις έξι λέξεις χωριστήκαμε λέγοντάς του «κουράγιο». Ειλικρινά, όσο πόνο έχει βιώσει ο καθένας μας σε προσωπικό επίπεδο αυτό εκεί είναι κάτι άλλο. Κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί. Κάτι που δεν μπορεί να καταγραφεί όσο σκληρές και ωμές να είναι οι περιγραφές. Τι να καταγράψεις και τι να περιγράψεις;

Πλέον, το λόγο έχει η δικαιοσύνη. Η κανονική δικαιοσύνη κι αυτή που θα οδηγήσει στη φυλακή ΟΛΟΥΣ τους υπεύθυνους. Γι' αυτούς τους γονείς, γι' αυτά τα παιδιά. Γι' αυτά που θα κηδευτούν. Γι' αυτά που εξαυλώθηκαν. Γι' αυτά που αγνοούνται. Γι' αυτά που πια δεν θα πάνε στη σχολή τους, δεν θα δουν τους ανθρώπους τους, δεν θα ζήσουν τον έρωτά τους, δεν θα εργαστούν, δεν θα μετουσιώσουν τις φιλοδοξίες τους. Γι' αυτούς τους γονείς που μεγάλωσαν τα παιδιά τους για να τους... κάψουν τα φτερά.

Κάτι άσχετο αλλά ίσως και σχετικό. Επιστρέφοντας στην Αθήνα το βράδυ της Πέμπτη, υπό πολύ έντονη βροχή στο δρόμο είδα τουλάχιστον 10 νταλίκες να κάνουν προσπέραση με 100-120 χιλιόμετρα και ενώ έχουν πάνω τους βαρύ φορτίο.

Είδα αυτοκίνητα να έρχονται «πατημένα» πάνω μου, να μου κολλάνε και να μου παίζουν φώτα αναπτύσσοντας ταχύτητες πάνω από 160 χιλιόμετρα.

Γιατί δεν τρομάζουμε ποτέ; Γιατί δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πως η ανθρώπινη ζωή έχει αξία; Γιατί πρέπει να είμαστε το ίδιο Μ@L@K3$; Ειλικρινά δεν ξέρω, πια, τι άλλο πρέπει να δει ένας άνθρωπος για να μην θεωρεί τα πάντα τόσο δεδομένα και τόσο... yolo!

Θα κλείσω με το μοναδικό ευχάριστο σ' όλο αυτό. Το πρωινό της Πέμπτης, όπου ξεκίνησαν και πάλι οι επιχειρήσεις για τον απεγκλωβισμό θυμάτων, μία μητέρα που ήταν στο σημείο, δίπλα μας, στράφηκε σε δύο παλικάρια που έψαχναν το μπαμά τους και τους είπε: «Από εκεί μέσα βγήκε ζωντανό το παιδί μας, είμαι η μητέρα του». Το έλεγε με δάκρυα χαράς και παράλληλης θλίψης, «Και κάτι καλό που ακούσαμε», της απάντησαν τα δύο παιδιά. Η χαρά κι ο πονός έγιναν έναν μέσα από λίγες κουβέντες. Και εκεί καταλαβαίνεις πώς θα πρέπει να είναι η ζωή. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό. Συνέχεια και αδιάλειπτα. Δεν χρειάζεται να μας ενώνει μόνο ο πόνος!

Παναγιώτης Δαλαταριώφ
Παναγιώτης Δαλαταριώφ

Αυτό το κλισέ «απ' όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η μπάλα ήταν το σημείο αναφοράς μου», ισχύει και στην περίπτωσή μου. Επειδή κατάλαβα γρήγορα ότι είναι κρίμα να την... ταλαιπωρώ παίζοντας σε Προοδευτική και Αγία Ελεούσα, αποφάσισα να γράφω γι' αυτήν. Αλλη ταλαιπωρία από εδώ. Τα ασφαλιστικά τα οποία και σπούδασα τα εγκατέλειψα πολύ γρήγορα.

Η... διαστροφή μου είνα να ασχολούμαι με κοινωνικά θέματα - ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι αθλητικές προεκτάσεις. Από το 2008 έχω μπει στο χώρη της δημοσιογραφίας, έχοντας εργαστεί σε αρκετά digtal μέσα και από το 2014 είμαι μέλος της καλύτερης παρέας που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ, στο Gazzetta και στη Liquid Media. Παράλληλα, από το 2019 έχω ρόλο αρχισυντάκτη σε ομογενειακή εφημερίδα.