Έχεις ανέβει στην Ακρόπολη τελευταία;

Έχεις ανέβει στην Ακρόπολη τελευταία;
Στη χώρα που η βιαστική κριτική επισκιάζει την πραγματική είδηση, ας μην μπλέξουμε ακόμα και την Ακρόπολη στην καθημερινή μικροκομματική αντιπαράθεση. Γράφει ο Χρήστος Κιούσης.

Η αυτονόητη βόλτα στην Ακρόπολη δεν είναι ακριβώς αυτονόητη και πολλοί από μας βρεθήκαμε κάποτε στον Ιερό Βράχο υποχρεωτικά ως επισκέπτες με τη σχολική μας τάξη. Δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι στην κουλτούρα μας τέτοιου είδους επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, εκτός αν είμαστε ταξιδιώτες στο εξωτερικό, οπότε χρειαζόμαστε άφθονο υλικό για τα stories του Instagram και σουβενίρ για την πατρίδα.

Πρόσφατα επισκέφτηκα ξανά την Ακρόπολη και είδα ιδίοις όμμασι το «τσιμέντωμα» και τον «ανελκυστήρα-φωτόσπαθο» που τόσο συζητιέται τις τελευταίες ημέρες για τον φωτισμό του. Ξέχασαν να σας πουν ότι έκαναν viral τον πιστοποιημένο φωτισμό ασφαλείας κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης αλλά δε βαριέσαι... Στην Ελλάδα είμαστε, ο ντόρος μετράει. Διάβασα τα περί ασέβειας, προσβολής του μνημείου, κακογουστιάς και άλλα πολλά.

Δεν έπρεπε λοιπόν για κάποιους να έχει κατασκευαστεί ή ανακατασκευαστεί τίποτα από τα παραπάνω, με μόνη υποσημείωση ότι θα έπρεπε να κρεμάσουμε στο βράχο κι ένα μεγάλο πανό «Απαγορεύεται η είσοδος σε ΑΜΕΑ κι ανθρώπους με κινητικά προβλήματα». Αν το «απαγορεύεται» σας φαίνεται βαρύ, ας το αντικαταστήσουμε με το αντενδείκνυται γιατί χωρίς «ασανσέρ και τσιμέντα του Ιδρύματος Ωνάση» συνάνθρωπός μας σε αναπηρικό καροτσάκι θα έβλεπε τον Παρθενώνα σε καρτ ποστάλ ή ντοκιμαντέρ. Τόσο απλά. Το θεωρείτε δίκαιο;

Σε ένα ταξίδι μας στη χώρα των Βάσκων, στο Σαν Σεμπαστιάν, στο Μπιλμπάο και στη Βιτόρια κάποια στιγμή αναρωτηθήκαμε, αν στην Ισπανία ή για να ακριβολογώ στη Βασκονία, υπάρχει κάποια ιδιαίτερη υγειονομική συνθήκη, που έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν τόσοι πολλοί «ανάπηροι» ποσοστιαία στον πληθυσμό. Η απάντηση ήταν απλή και αποκαρδιωτική. Στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και αλλού οι «ανάπηροι» δεν είναι αποκλεισμένοι από τους δημόσιους χώρους, δεν είναι κλεισμένοι σε ένα ψηφιακό Κωσταλέξι χωρίς υποδομές. Υπάρχουν πεζοδρόμια, ράμπες, ασανσέρ δημόσιας χρήσης και γενικά μια κουλτούρα εξωστρέφειας και ισότητας.

Στην Ελλάδα αδυνατούμε να αντιληφθούμε, γιατί θέλει ο «ανάπηρος» βόλτες, πρόσβαση οπουδήποτε κινούμαστε κι εμείς, επισκέψεις σε μνημεία, συμμετοχή σε εκδηλώσεις κι άλλα πολλά. Οι ουσιαστικά ανάπηροι, εμείς δηλαδή, έχουμε την πολυτέλεια να βρίσκουμε τα τσιμέντα στην Ακρόπολη «πάρα πολλά» και το ασανσέρ φωτόσπαθο υπερβολικά φωτεινό. Πιθανώς αν εθελούσια καθίσουμε μια εβδομάδα σε αναπηρικό αμαξίδιο με τα πόδια μας δεμένα, αποκτήσουμε διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων. Όσοι από μας γίναμε γονείς και προσπαθήσαμε να κάνουμε βόλτα το παιδί μας με καροτσάκι, πήραμε ένα μικρό δείγμα της «φιλικότητας» των υποδομών μας και του σεβασμού χρήσης δημόσιου χώρου, από όσους δεν μπορούν να ασκηθούν στην κάπως σαν light trekking κίνηση σε ελληνικά πεζοδρόμια και δρόμους.

Επειδή όμως σκοπός του συγκεκριμένου blog είναι να εκφράσω τις σκέψεις μου, ειδικά για τις υποδομές που δημιουργήθηκαν από το Ίδρυμα Ωνάση στο βράχο της Ακρόπολης, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία το όνομα της ή του Υπουργού Πολιτισμού κάθε αντίλογος δεκτός. Απλά θα παρακαλούσα ο αντίλογος να προέρχεται από ανθρώπους που τον επισκέφτηκαν πρόσφατα τον Βράχο αλλιώς μιλάμε επί διαφορετικής βάσης.

Και αν κάνατε αυτή την ιστορική βόλτα μόνοι ή με τα παιδιά σας, επιτρέψτε μου να ρωτήσω, σας βόλεψαν τα τσιμέντα ως τον Παρθενώνα και πως ήταν η εμπειρία σας από κει που τελειώνει ο τσιμεντένιος διάδρομος ως τη σημαία; Κι αν κάνατε αυτή τη βόλτα, παρατηρήσατε κάτι άλλο που προσβάλει βαθύτατα το Μνημείο και την εικόνα της χώρας μας στους αναρίθμητους επισκέπτες από όλο τον κόσμο;

Γιατί εγώ με έκπληξη είδα στο πλάι του Παρθενώνα, σχεδόν κολλητά, τα κοντέινερς-γραφεία-αποθήκες κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο με τις εξωτερικές μονάδες air condition εμφανείς και όλων των ειδών τις πολεοδομικές παραβάσεις, τις λαμαρίνες εκτρώματα και τα αθάνατα ελληνικά αλουμίνια δίπλα στα αθάνατα πεντελικά μάρμαρα. Όταν μάλιστα ψέλλισα την ερώτηση, «γιατί ασχολείστε με τον τσιμεντένιο διάδρομο, όταν υπάρχει αυτή η ασχήμια» η απάντηση ήταν ασαφή βλέμματα απορίας. Κι όταν ρώτησα, «από πότε είναι αυτά εδώ;» η απάντηση ήταν ένα κακόηχο, «ουουου από πάντα!»

Επειδή το «από πάντα» σίγουρα δε σημαίνει ότι χτίστηκαν παράλληλα ο Παρθενώνας και ο λαμαρινένιος Ασχημώνας μπορούμε άφοβα να αναρωτηθούμε, «οι Υπουργοί Πολιτισμού όλων των κυβερνήσεων από τη Μεταπολίτευση ας πούμε και μετά, δεν ντρέπονται να υπάρχει αυτή η νεοελληνική παρέμβαση στο Βράχο της Ακρόπολης;» Η πολυθρύλητη αρχαιολογική υπηρεσία που σε άλλες περιπτώσεις είναι τόσο ευαίσθητη, ώστε δεν μπορείς να επισκευάσεις κατεστραμμένο πεζοδρόμιο ή σκουριασμένα κάγκελα, όλα καλά; Ανεβαίνετε καμιά βόλτα στην Ακρόπολη; Θέλετε να χορέψετε ένα ζεϊμπέκικο μπροστά στα «γραφεία-Βιετνάμ» πριν δώσετε την εντολή «Ηλία ρίχ’ το»;

Η απάντηση στην ερώτηση του τίτλου είναι για μένα καταφατική. Και με τις παρούσες συνθήκες που δημιουργήθηκαν με ιδιωτική κοινωφελή πρωτοβουλία, χαίρομαι γιατί καταφατική μπορεί να είναι η απάντηση για χιλιάδες συμπολίτες μας, που δεν είχαν πρόσβαση σε μια από τις πιο σημαντικές επισκέψεις του παγκόσμιου πολιτισμού.

Ρεπόρτερ δεν προσποιήθηκα ποτέ ότι είμαι, ότι γράφω όμως το στηρίζω στις παρακάτω φωτογραφίες και βέβαια σε όσα είδαν τα μάτια μου και μπορούν να δουν και τα δικά σας.

Ανελκυστήρας
Ανελκυστήρας
ανελκυστήρας πριν και μετά
Ανελκυστήρας πριν και μετά
Παράγκες

Παράγκες Ακρόπολης 1
παράγκες

Παράγκες Ακρόπολης 2
διάδρομοι

Τσιμεντένιοι διάδρομοι, πριν και μετά.

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.