Το αυτονόητο (;) δικαίωμα του Γιώργου Καπουτζίδη

Βασίλης Τσίγκας Βασίλης Τσίγκας
Το αυτονόητο (;) δικαίωμα του Γιώργου Καπουτζίδη
Ο Γιώργος Καπουτζίδης έχει μια απλή απορία: Για ποιο λόγο έχει λιγότερα δικαιώματα στην σημερινή ελληνική κοινωνία. Έλα μου ντε…

Στις σχολές δημοσιογραφίας υπάρχει ένας βασικός κανόνας, τον οποίο ακούς πολύ νωρίς. «Δεν υπάρχει τίποτα που να είναι αυτονόητο. Κάτι που εσύ θεωρείς δεδομένο, δεν είναι απαραίτητα και για τους αναγνώστες/ακροατές/θεατές σου, γι’ αυτό και πρέπει να τους το αναφέρεις/εξηγείς/παρουσιάζεις». Όταν ξεκινούσα αυτή τη δουλειά πριν από 15 χρόνια, δεν συνειδητοποιούσα την αξία αυτού του κανόνα. Πλέον, τον καταλαβαίνω.

Και είναι ένας κανόνας που μεταφέρεται σε όλες τις πτυχές της ζωής μας. Κάτι που εμείς θεωρούμε αυτονόητο, δεδομένο, αυταπόδεικτο, πολλές φορές δεν είναι για την υπόλοιπη κοινωνία. Και η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας, μπορεί να γίνει μια βάναυση εμπειρία. Άμεσα κι έμμεσα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Σε μια εκδήλωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Κοινωνία χωρίς Ρατσισμό, Κοινωνία με Μέλλον», που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες, ο Γιώργος Καπουτζίδης χρειάστηκε επτά λεπτά για να μεταφέρει την δική του συνειδητοποίηση. Και ήταν μια συνειδητοποίηση άσχημη. Μια πραγματικότητα άδικη.

Τον Γιώργο Καπουτζίδη δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Μία φορά έτυχε να συνυπάρξουμε στον ίδιο χώρο, όμως δεν είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του. Τον ξέρω μέσα από το έργο του και τον θαυμάζω μέσα από τα λεγόμενα και τις πράξεις του. Ακόμα κι αν αυτά τα λεγόμενά του είναι για μένα αυτονόητα.

Στην σημερινή ελληνική κοινωνία, όμως, τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε η ανθρώπινη αξία, ούτε καν η ανθρώπινη ζωή. Βαυκαλιζόμαστε, ότι ανήκουμε τάχα μου στην Δύση, ότι εμπνεόμαστε από τις αξίες της αρχαίας Ελλάδας, ότι ανεχόμαστε την διαφορετικότητα, ότι ότι ότι… Γελάνε γοερά από εκεί ψηλά ο Ζακ, οι 15 γυναίκες που πέθαναν φέτος απ’ τα χέρια των συζύγων τους και οι χιλιάδες μειονότητες που ταλαιπωρούνται, βασανίζονται κι εξευτελίζονται σε καθημερινή βάση.

Το αυτονόητο του Γιώργου Καπουτζίδη δεν συμβαδίζει με το αυτονόητο της ελληνικής κοινωνίας. Και είναι πολύ κρίμα. Είναι πολύ άδικο. Είναι πολύ λάθος.

Και δεν αρκεί να ακούγεται απλά το αυτονόητο του Γιώργου Καπουτζίδη. Ίσως να έπρεπε να είναι το πρώτο βήμα πριν από πολλές πολλές δεκαετίες. Όμως στο σήμερα, στο 2022, έχει έρθει η ώρα για πράξεις. Όχι συμβολικές, όχι χρυσά χάπια, αλλά συντεταγμένες αποφάσεις του ελληνικού κοινοβουλίου, το οποίο πρέπει επιτέλους να πάρει θέση.

Οι αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα πάντα κερδίζουν. Μπορεί να αργούν βασανιστικά, μπορεί να απαιτούν τεράστιες θυσίες και αχρείαστα γαϊδουρινή υπομονή, όμως πάντα στο τέλος επιτυγχάνουν τον στόχο τους. Από την ψήφο των γυναικών, έως την απελευθέρωση των μαύρων από την σκλαβιά, έτσι και ο αγώνας όλων των ανθρώπων στο δικαίωμα να γίνουν γονείς ή να παντρευτούν όποιον και όποια θέλουν, στο τέλος θα δικαιωθεί. Δεν γίνεται διαφορετικά.

Όχι μόνο γιατί είναι σωστός αυτός ο αγώνας, αλλά γιατί αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Κι όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, απλά εθελοτυφλεί, μαγκωμένος στις δαγκάνες μιας θρησκόληπτης και βαθιά συντηρητικής υποκουλτούρας, που διαιωνίζεται ανάμεσα στα ελληνικά «ήθη κι έθιμα», ανάμεσα στην ελληνική «παράδοση», που μας κρατάει δέσμιους αιώνες τώρα.

Η στιγμή θα έρθει. Και θα έρθει και λόγω ανθρώπων σαν τον Γιώργο Καπουτζίδη. Κι όταν έρθει, θα πρέπει όλοι να δούμε σε ποια πλευρά της ιστορίας πατάμε. Και πραγματικά, θα ήθελα πάρα πολύ να μου δώσει κάποιος μια απάντηση στην παρακάτω ερώτηση του Γιώργου:

«Γιατί ένας άνθρωπος, ο οποίος μπορεί αυτή τη στιγμή να βρίσκεται στο σπίτι του και να δέρνει τη γυναίκα του και να δέρνει τα παιδιά του και να μην έχει δουλέψει ποτέ και να ζει από την σύνταξη της μάνας του και του μπαμπά του γιατί πολύ απλά βαριότανε, να θεωρείται από την ελληνική Πολιτεία καλύτερος σύντροφος από εμένα και καλύτερος πατέρας από εμένα;».

Αλήθεια, γιατί;

Βασίλης Τσίγκας
Βασίλης Τσίγκας

O Βασίλης Τσίγκας σπούδασε Επικοινωνία, Μέσα και Πολιτισμό στην Πάντειο και ξεκίνησε το δημοσιογραφικό του ταξίδι από τις πρώτες εποχές του ελληνικού internet, με τις νέες τεχνολογίες να συνοδεύουν πάντα το ρεπορτάζ. Μέλος του Gazzetta από το 2014, έχει ασχοληθεί με πολλά διαφορετικά πράγματα και η παραγωγή video είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αυτών. Λατρεύει το τένις και το NFL και του αρέσει να ανακαλύπτει τις όμορφες ιστορίες των σπορ.