«Το απαραίτητο φως»: Μυθιστόρημα με τα όλα του!
Ο τίτλος και η ανάγνωση αυτού του μυθιστορήματος σε «στέλνουν» σε όλα τα χιλιογραμμένα κλισέ. Όλα στο φως. Θα χυθεί άπλετο φως. Λουσμένοι στο φως… Και ποιοι είμαστε εμείς για να τα αποφύγουμε; Θα τα χρησιμοποιήσουμε όλα και στο τέλος θα κρατήσουμε μια λέξη, «φως». Αυτό είναι «Το απαραίτητο φως» της Ντορίνας Παπαλιού. Το μυστικό σε όλα τα προηγούμενα είναι η λέξη «ανάγνωση». Αγοράζεις το βιβλίο (σ.σ ναι, σας το συστήνουμε ανεπιφύλακτα για τις διακοπές, για όλο τον χρόνο) και το διαβάζεις. Από την αρχή ως το τέλος. Και καταλαβαίνεις…
Ο χρόνος «κινείται» σαν παιδί. Απρόβλεπτα, αθώα και με ένα ασταμάτητο ξάφνιασμα στη ματιά του. Και μέσα του οι αρχικά άγνωστοι ήρωας γίνονται φίλοι μας που τους δεχόμαστε, συμφωνούμε, διαφωνούμε μαζί τους και τους αγκαλιάζουμε όπως και να χει. Η Παπαλιού -ας κάνουμε μια αυθαίρετη σκέψη, κι ας είναι λάθος- από το φως του αττικού ουρανού, του παρελθόντος του μέλλοντος, αντλεί και στο κρυστάλλινο αντικαθρέφτισμά του φτιάχνει τον μυθοπλαστικό της κόσμο. Και στο φως δεν μπορείς να αντισταθείς. Σε ζεσταίνει, σε «χαϊδεύει», σε καίει, σε σώζει σε αναγκάζει να φυλάς τη ανάσα σου σαν πολύτιμο φυλαχτό. «Το απαραίτητο φως» (Εκδόσεις Ίκαρος) είναι μυθιστόρημα με τα όλα του, είναι ένας πανέμορφος κοινός τόπος.
Η ουσία του απλού, όπως το φως
Την Ντορίνα Παπαλιού τη γνωρίσαμε μέσα από το τελευταίο της βιβλίο «Η φωνή στα χέρια της». Μετά είδαμε την τηλεοπτική σειρά (στην ERTFLIX) που βασίστηκε στο «Απαραίτητο φως» και τώρα το διαβάσαμε. Στην ουσία πήγαμε από το (προσωρινό) τέλος στην αρχή. Και ανταμειφθήκαμε! Διαβάζοντας το βιβλίο που παρουσιάζουμε, καταλάβαμε ότι αυτή η συγγραφέας έχει το ταλέντο να γράφει ιστορίες με αφηγηματικό, υπαρξιακό βάθος, να στήνει χαρακτήρες που «συνομιλούν» με την αγωνία και το ενδιαφέρον που μας προκαλούν και να κρατά τη χάρη και την ουσία του απλού.
«Το απαραίτητο φως» σου δίνει από τις πρώτες σελίδες το στίγμα του. Ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό και συναισθηματικό το πεδίο στο οποίο αναπτύσσεται η ιστορία, η έμπνευση, ο κόπος, ο λόγος της Παπαλιού. Από το σήμερα (2006) στο χθες (Κατοχή). Και ανάμεσα στις χρονικές γραμμές η τέχνη και όλα επιστρέφει στους ανθρώπους που τη δημιουργούν. Ένας χαμένος πίνακας γίνεται αφορμή για να εμφανιστούν υπόγειες διαδρομές, συναισθήματα που κρύβει η καθημερινότητα και αλήθειες που φέρνουν πιο κοντά τους ανθρώπους. Η Παπαλιού δεν γράφει για να εντυπωσιάσει, αλλά για να δικαιώσει τη συγγραφική της τόλμη. Και αυτό της δίνει τον σεβασμό και την εκτίμησή μας.

Όλοι και όλα στο φως
Κεντρική ηρωίδα η Λουίζα Λασκαράτου. Επιστρέφει από την Οξφόρδη ύστερα από τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της, αθηναίου δικηγόρου. Την περιμένει το τελευταίο του μήνυμα: η άγνωστη σε εκείνη φωτογραφία του πίνακα ενός διάσημου σκωτσέζου ζωγράφου του 19ου αιώνα που είχε κλαπεί από την οικογένειά της στα χρόνια της Κατοχής. Σύντομα θα ανακαλύψει ότι η ιστορία του πίνακα είναι συνδεδεμένη με την ανεξήγητη εκτέλεση της ζωγράφου Λουίζ Χατζηλουκά, μητέρας του πατέρα της, το 1944. Η αλήθεια, όμως, όπως και η τύχη του πίνακα αγνοούνται.
Η Παπαλιού γεμίζει τον χώρο με πρόσωπα, με την ποσότητα και την ένταση δύο χρονικών περιόδων, με μικρά και μεγάλα ιστορικά, προσωπικά, γεγονότα, με την αγωνία της αναζήτησης και το στοχαστικό βλέμμα, την ανήσυχη σκέψη των ανθρώπων που μας γνωρίζει χωρίς να κρύβει τίποτα. Το μεγαλύτερο επίτευγμά της είναι η ισορροπία που καταφέρνει να κρατά: στον ρυθμό της αφήγησης, στη διάδραση των ηρώων, στις παύσεις, στις σιωπές, στις αλλαγές των επεισοδίων, των κεφαλαίων. Όσο προχωρά η ανάγνωση, τόσο μεγαλώνει η ζωηρή απορία τι θα γίνει μετά; Ο λόγος της Παπαλιού και το ύφος της έχουν τη διακριτική γοητεία της κομψότητας και τη δύναμη της αληθινής επιθυμίας για ανακαλύψεις και ιστορίες. Πώς να μην είναι «λουσμένο» στο φως αυτό το μυθιστόρημα. Διαβάστε αυτό το απόσπασμα (σ.315-316): «Τι είναι αυτά; τι μου δίνεις;», γέλασε ο άντρας και συσπάστηκε η αποκρουστική του μορφή. Την παραμέρισε με το χέρι του κι έκαν ένα βήμα μέσα. «Ασημικά δεν έχεις κοπελιά; χρυσαφικά; Κρέας σου φέρνω, όχι λαχανίδες». Άρπαξε δυο ασημένια κηροπήγια που ήταν πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας, της πέταξε ένα πακέτο στο χέρι και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα – η φριχτή μορφή του και μαζί η μυρωδιά του.
