Άσμα Ελμπαντάουϊ: Η μπασκετμπολίστρια με το Χιτζάμπ που άλλαξε τους κανόνες

Της είπαν να μην παίζει ποδόσφαιρο, να μην ανακατεύεται, να μη φοράει χιτζάμπ ενώ παίζει μπάσκετ. Η Άσμα Ελμπαντάουϊ έπαιξε ποδόσφαιρο, πήρε θέση και έδωσε μια τετραετή μάχη, για να μπορεί να φορά χιτζάμπ ενώ παίζει μπάσκετ.

Υπήρχαν περίπου 2.000 άνθρωποι εκεί έξω που την περίμεναν με ανυπομονησία. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, τα χέρια της έτρεμαν. Προσπαθούσε να θυμηθεί τις λέξεις της ποίησής της, μαζί με αυτό που την οδήγησε να τις μοιραστεί σε ένα τόσο μεγάλο κοινό. «Όταν τελείωσα την ανάγνωση, κατέβηκα από την σκηνή, πήγα στο ξενοδοχείο, κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και ξεκίνησα να κλαίω», εκμυστηρεύτηκε σε συνέντευξή της στη «The National».

Ήταν μια βραβευμένη ποιήτρια που είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει την Τέχνη της ως θεραπευτικό μέσο. Είχε πάρει τη γενναία απόφαση να ξετυλίξει μέσα στα ποιήματά της τον κόσμο της. Τα βιώματά της. Μέσα από τα οποία πολλές γυναίκες ανά τον κόσμο, μπορούσαν να ταυτιστούν. Να νιώσουν αποδεχτές. Η Άσμα διδάχθηκε από τους καθηγητές της να συμφιλιωθεί με την ιδέα της αποτυχίας.

Της είπαν ότι δεν θα μπορέσει να γίνει όλα όσα ονειρεύεται. Και στον πρόλογο του βιβλίου της Belongings γράφει: «Πολλοί από τους δασκάλους μου προέβλεψαν ότι θα αποτύγχανα στη ζωή. Αυτό το βιβλίο είναι μια απόδειξη στον εαυτό μου ότι δεν απέτυχα και μια υπενθύμιση ότι όλοι είμαστε πλασμένοι με τους δικούς μας μοναδικούς τρόπους, τα δικά μας μονοπάτια, ενδιαφέροντα και ταυτότητες». Μπασκετμπολίστρια, προπονήτρια, ακτιβίστρια και ποιήτρια. Ταυτότητες φαινομενικά ασύνδετες, που ενώθηκαν υπέροχα και φυσικά, υποστηρίζοντας η μία την άλλη και βοηθώντας την Άσμα να μεγαλώσει. Να μεγαλώσει με τον τρόπο που εκείνη ήθελε.

Επιστρέφοντας από τις καλοκαιρινές διακοπές της, το 2010, έπιασε τον πατέρα της και του είπε: «Ξέρεις, δεν γνωρίζω ποιοι είναι οι κανόνες στο Ισλάμ για τις Μουσουλμάνες που παίζουν αθλήματα αλλά νομίζω ότι είναι κάτι που θέλω να κάνω για το υπόλοιπο της ζωής μου». Εκείνος τότε την κοίταξε και της είπε ότι δεν υπάρχει τίποτα στο Ισλάμ που να απαγορεύει στις γυναίκες να ασχολούνται με τον αθλητισμό.

Η Ελμπαντάουϊ γεννήθηκε στο Σουδάν και μεγάλωσε στο δυτικό Γιορκσάιρ όπου μετακόμισε με την οικογένειά της όταν ήταν μόλις ενός τη δεκαετία του 1990. Από πολύ μικρή περνούσε ώρες ατελείωτες στην πολυπολιτισμική γειτονιά της παίζοντας κάθε άθλημα που έχει μπάλα. Όταν επέστρεψε για πρώτη φορά στο Σουδάν, είδε τα αγόρια να παίζουν ποδόσφαιρο και ήθελε να συμμετάσχει. Ήταν μόλις 11 ετών, όταν ο ξάδερφός της την πήρε από το χέρι, την απομάκρυνε και της είπε ότι τα κορίτσια δεν το κάνουν αυτό εδώ! Το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδια για αγόρια. Ακόμα και στο Γιορκσάιρ όμως, τα κορίτσια και οι γυναίκες της κοινότητας προτρέπονταν να έχουν πιο “γυναικεία συμπεριφορά”. Η ίδια όμως λάτρευε τα φαρδιά φούτερ, τα τζιν, τα αθλητικά. Και τους τοίχους του δωματίου της κοσμούσαν αφίσες με αυτοκίνητα.

Ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ σε ομάδα, όταν ήταν στο πανεπιστήμιο του Λιντς. Βρήκε στο παρκέ, τα pick'n'roll και τις μπασκέτες ένα παιχνίδι που αγαπούσε, αλλά κι ένα σύστημα που δεν είχε χώρο για αυτήν. Δεν την αντιπροσώπευσε. Δεν την υποστήριζε ως μουσουλμάνα. Με αποτέλεσμα να την αφήνει περιθωριοποιημένη, απογοητευμένη, μετέωρη. Είχε δύο επιλογές. Να το παρατήσει ή να το αλλάξει. Και επέλεξε το δεύτερο. Με κινητήριο δύναμη τη θέληση να αποκαταστήσει την σχέση της με το άθλημα και «όπλο» την ποίηση!

Ο αγώνας ενάντια στη FIBA

Ο πατέρας της ήταν εκείνος που την ενθάρρυνε να κάνει κάτι. Να μιλήσει. Να πάρει θέση, στον αγώνα για μια αλλαγή με παγκόσμιο αντίκτυπο. Είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει ποίηση και το βραβείο που κέρδισε σε ένα διαγωνισμό του BBC Radio 1Xtra για το Πανεπιστήμιο του Λιντς τής έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση. Η μέντοράς της μέσα από συζητήσεις την καθοδήγησε να μοιραστεί μέσω της ποίησης κι άλλα κομμάτια του εαυτού της. Την πλευρά του αθλητισμού. Την πλευρά του μπάσκετ.

Μετά από εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές και Μέσα ενημέρωσης μεγάλης εμβέλειας κι έχοντας ήδη προσφέρει τρεις μήνες εθελοντικά βοήθεια στην Τανζανία διδάσκοντας μπάσκετ μέσω ενός αναπτυξιακού προγράμματος, γνώρισε την Indira Kaljo. Μια Αμερικανο-Βόσνια επαγγελματία μπασκετμπολίστρια που δεν της επέτρεπαν να αγωνίζεται φορώντας χιτζάμπ -Αποκλεισμό που βίωναν χιλιάδες γυναίκες ανά τον κόσμο που ήθελαν να παίξουν επαγγελματικά μπάσκετ ή σε επίπεδο Εθνικών Ομάδων αλλά καλούνταν να διαλέξουν ανάμεσα στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και στο πάθος τους για το παιχνίδι-

Οι δύο γυναίκες ήρθαν σε επικοινωνία και το μπάσκετ έγινε ο συνδετικός τους κρίκος. Η Indira την ενημέρωσε για την καμπάνια μέσω της οποίας οι αθλήτριες διεκδικούσαν το δικαίωμα να αγωνίζονται φορώντας τη μαντήλα που καλύπτει το κεφάλι και τον λαιμό τους και η Άσμα δέχθηκε να συμμετάσχει χωρίς δεύτερη σκέψη. Ίσως τότε κατάλαβε ότι το όνειρο να γίνει επαγγελματίας αθλήτρια «προσέκρουσε» στην έλλειψη προτύπων. Ποτέ της δεν είδε στην τηλεόραση μουσουλμάνες να αγωνίζονται με χιτζάμπ.

Η εκστρατεία γεννήθηκε από την Indira, διήρκεσε τέσσερα χρόνια κι η Άσμα πήρε μέρος τα τελευταία δύο. Γυναίκες που έπαιζαν μπάσκετ από την Ινδονησία ως τη Νιγηρία, από τις ΗΠΑ ως και τη Σαουδική Αραβία ενώθηκαν μέσω της κοινής τους διεκδίκησης και υπέβαλαν αίτημα στην Παγκόσμια Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης (FIBA). Περισσότερες από 131.000 υπογραφές συγκεντρώθηκαν στην έκκλησή τους στο change.org ασκώντας έτσι πίεση στην FIBA.

Στις 3 Μαϊου του 2017 η Διεθνής Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης ενέκρινε την αλλαγή που διεκδίκησαν μέσω του #FIBAAllowHijab οι Γυναίκες, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε όλες να φορούν χιτζάμπ κατά τη διάρκεια των αγώνων. «Όταν έμαθα ότι η απαγόρευση του χιτζάμπ είχε αρθεί δεν μπορούσα να το πιστέψω. Να σκεφτώ ότι ήμουν ένα κορίτσι από το Γιορκσάιρ που ήθελε απλώς να ασχοληθεί με τον αθλητισμό. Πολλά πράγματα άλλαξαν έκτοτε για το πώς βλέπω τον εαυτό μου, πώς βλέπω τη δική μου φωνή και τις δυνατότητες να συνεχίσω να τη χρησιμοποιώ», δήλωσε η Άσμα μετά το τέλος της επιτυχημένης εκστρατείας.