Ο Δικαστής Ντρεντ έπαιζε «Γκοστ εν Γκόμπλινς»!

Miltos+
Ο Δικαστής Ντρεντ έπαιζε «Γκοστ εν Γκόμπλινς»!
Ρετρό παιχνίδια, ρετρό ηλεκτρονικά, ρετρό έρωτες. Για τι άλλο θα μπορούσε να γράφει μια Κυριακή του Αυγούστου ο Μίλτος ο Νταλικέρης;

Να μην τα ξαναλέμε. Μου βάλατε χέρι επειδή χρωστάω μερικές ρετρό ιστορίες της Τρίτης, οπότε προκειμένου να μην βρεθώ αλυσοδεμένος σε κανένα Μνημόνιο, συνεχίζω το ξεχρέωμα, με ρετρό ιστορίες εκτός σειράς...

Δεν θυμάμαι ποιο καλοκαίρι ήταν. Θυμάμαι, όμως, πως πλέον γαμπρίζαμε. Αλλά και πως δεν ξεχνούσαμε πως ήμασταν παιδιά. Παιδιά στο μεταίχμιο, στην εφηβεία, παιδιά που το μεσημέρι διάβαζαν τις περιπέτειες του Κάπτεν Μαρκ και του Όμπραξ στην «Περιπέτεια», το απόγευμα μάτωναν τα γόνατά τους παίζοντας μπάλα στο πλακόστρωτο της εκκλησίας ή έβγαζαν φουσκάλες στα δάχτυλα λιώνοντας κουμπιά στα «ηλεκτρονικά» στου Ντένη του Αμερικάνου. Αλλά και παιδιά που το βράδυ ...έκαναν ότι ξυρίζονται, απλώνοντας το μισό αφρό του πατέρα τους στο πρόσωπό τους, τάχα για να ξουρίσουν τα γένια που δεν είχαν πριν βγουν βόλτα ως τα «Μοβ», το μπαράκι του άλλου Αμερικάνου (αυτόν έτσι τον φωνάζαμε, σκέτο «Αμερικάνο»), ή ως το «παρατηρητήριο», όπως λέγαμε ένα υπερυψωμένο τοιχάκι στην αρχή της κεντρικής «πασαρέλας» του μαχαλά, από όπου το βράδυ περνούσαν όλοι και -κυρίως- όλες! Όλες οι κοπέλες που μούσκευαν τα όνειρά μας...

Για μένα εκείνη η μέρα ήταν ξεχωριστή. Για να ακριβολογώ, εκείνη η βραδιά. Το σενάριο το είχα φτιάξει ιδανικά στο μυαλό μου και οι οιωνοί ήταν άριστοι. Κατ΄αρχάς, το πρωί είχε βγει το «Αγόρι», είχα προλάβει να αγοράσω ένα από τα λιγοστά τεύχη που έφερνε ο περιπτεράς και η μεσημεριανή απόλαυση ήταν εξασφαλισμένη, με Ρόι της Ρόβερς, Δικαστή Ντρεντ και τις περιπέτειες του Κάπτεν Μαρκ και των καλών του φίλων, του κοιλαρά Μίστερ Μπλόφα και του Ινδιάνου Θλιμμένου Μπούφου (οι οποίοι, αν θυμάμαι καλά, στις αυτοτελείς ιστορίες της «Περιπέτειας», εμφανίζονταν ως Μίστερ Μπλουφ και Γκούφο - ή το αντίστροφο, καθώς τα χρόνια πέρασαν και δεν θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες. Αν θυμάστε καλύτερα διορθώστε με και συγχωρήστε με).

Ο «αέρας» που μου έδινε η ...κατάκτηση του «Αγοριού», το οποίο ήμουν βέβαιος πως δεν θα προλάβαινε ο υπναράς Πατούσας, πιθανότατα δεν θα προλάβαινε ούτε ο Δεμπασκαλάς (που ήδη είχε ξεκινήσει μεροκάματα στον καφενέ του Μπάφα και είχε κλεισμένα τα πρωινά) και σίγουρα δεν θα αγόραζε ο Φώτης (δεν είχε λεφτά, αλλά συνήθως το διάβαζε πρώτος, αφού το βούταγε από όποιον τύχαινε να το αγοράσει πριν καν προλάβει να το διαβάσει), με είχε κάνει ριψοκίνδυνο. Έτσι, στο μεσημεριανό μπάνιο πήγα και τα έριξα στο «απωθημένο» εκείνου του καλοκαιριού, την Πέπη του Γαρίδα (τον πατέρα της τον φωνάζανε έτσι επειδή στο καφενείο έλεγε του Μπάφα και του Δεμπασκαλά να κάνουν σωστά τον λογαριασμό γιατί «εγώ έχω μάτι γαρίδα και δεν με γελάς»). Βέβαια, δεν τη ρώτησα ευθέως «θέλεις να τα φτιάξουμε;» (σάμπως χαλασμένα ήτανε και θέλανε φτιάξιμο;), αλλά της το ΄φερα απέξω απέξω: «Θα περάσεις το βράδυ από το παρατηρητήριο;», της είπα, «ναι» μου απάντησε κι εγώ ένιωσα πως τα φτιάξαμε κι ας μην ήτανε τίποτα χαλασμένο. Οπότε, από εκείνη τη στιγμή και μετά, ήμουν σε διαδικασία προετοιμασίας για τη μεγάλη βραδιά, κατά την οποία στο φτωχό μου το μυαλό θα έκανα περίπατο κάτω από τ΄ αστέρια με την Πέπη του Γαρίδα...

Τι είχε το πρόγραμμα; Μεσημεριανή σιέστα, με διάβασμα «Αγοριού». Δεν είχε, όμως, απογευματινή μπάλα. Μην τσακίσουμε κανένα ποδάρι και πάει χαμένο το ραντεβού. Καλύτερα ηλεκτρονικά στου Ντένη του Αμερικάνου. Και το βράδυ, ξούρισμα και παρατηρητήριο από νωρίς, μην τυχόν και πάει η Πέπη του Γαρίδα και δεν με βρει. Όλα καλώς προγραμματισμένα, μόνο που έμενε να γίνουν και καλώς καμωμένα. Και δεν έγιναν...

Πρώτα απ΄ όλα, το «Αγόρι» έκανε φτερά. «Ήρθε εκείνος ο σατανάς, ο Φώτης του Σαυρογιώργη, και πήρε ένα περιοδικό που είχες στο γραφείο. Έλεγε πως του είπες εσύ να περάσει να το, πάρει», μου ανακοίνωσε η μάνα μου μόλις έφτασα στο σπίτι μετά το μπάνιο. «Ρε μάνα, δεν σου έχω πει να μην του δίνεις τίποτα;», γκρίνιαξα απογοητευμένος που ξέμεινα από «Αγόρι», αλλά δεν το προχώρησα πολύ γιατί εδώ και λίγη ώρα είχα ...κορίτσι! Βέβαια, στην προσωρινή γκρίνια μου, η μάνα μου αντέταξε πως «πες μου τώρα πως φταίω κι από πάνω, που είμαι όλη μέρα στο πόδι για να μη σου λείψει τίποτα», πριν καταλήξει με το αγαπημένο της ρεφρέν, «θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν...). Δεν έδωσα σημασία, είχα κορίτσι λέμε...

Το απόγευμα πήγα στου Ντένη νωρίς, για να κλείσω θέση στο παιχνίδι με το οποίο είχα κολλήσει τότε. Το «Γκοστ εν Γκόμπλινς». Ένας σατανάς (όχι ο Φώτης) βούταγε την γκόμενα (ευτυχώς όχι την Πέπη ΜΟΥ) κι ένας ιππότης ξεκίναγε σταυροφορία για την πάρει πίσω. Ξύπναγε σ΄ ένα νεκροταφείο, τους την πέφτανε ζόμπια, διάβολοι, φίδια, γορίλες, νυχτερίδες, σουπιές, σκελετοί, μουρμουρέσες, βαγγελίστρες, ό,τι του βρισκότανε του κατασκευαστή κι ο μαύρος ο ιππότης ξανασκότωνε τους πεθαμένους πετώντας ακόντια, φωτιές, στιλέτα, μέχρι κι ασπίδες. Και γιαούρτι να είχε στα χέρια, κι αυτό θα το πέταγε. Κάποιες φορές έχανε την πανοπλία κι έμενε το σώβρακο, οπότε ερχόταν από πάνω ο Φώτης και θύμιζε τη διαφήμιση της «Μινέρβα», με τον παππού και τις σωβρακοφανέλες. «Απέξω εμφάνιση κι από μέσα άνεση», έλεγε η διαφήμιση, «απέξω εμφάνιση κι από μέσα εξαφάνιση, πού είναι το πουλί σου, ρε χαμένε;», ούρλιαζε ο Φώτης, πριν συμπληρώσει, «να σου πατάω σφαίρες;». Ο συγκεκριμένος ιππότης, πάντως, μπορεί να πέταγε ...γιαούρτια, αλλά σφαίρες δεν πέταγε.

(επειδή είμαι ...καλός, σας βρήκα και το παιχνίδι, για να το θυμηθούν οι παλιότεροι και να το γνωρίσουν οι νεότεροι. Με το πλήκτρο «έντερ» ξεκινάει, με το «Ζ» πηδάει και με το «Χ» ρίχνει ...σφαίρες ή γιαούρτια).

Πήγα, λοιπόν, στου Ντένη, στρώθηκα στο «Γκοστ εν Γκόμπλινς» και δυστυχώς μετά από λίγο εμφανίστηκε ο Αντρέας ο Εφ Μπι Άι, με τον οποίο είχαμε ανοιχτή κόντρα στο συγκεκριμένο παιχνίδι, καταρρίπτοντας ο ένας τα ρεκόρ του άλλου. Μου πρότεινε «Μιλτάκο, είσαι για ένα διπλό;», δεν μπορούσα να αφήσω το γάντι να πέσει κάτω και δέχτηκα. Τον Αντρέα τον λέγαμε «Εφ Μπι Άι» επειδή έτσι υπέγραφε στο συγκεκριμένο παιχνίδι, βάζοντας το όνομά του στη λίστα με τα χάι σκορ. Πρωτότυπος, ε; Πού να δείτε εμένα. Υπέγραφα «Μ.Κ». Τρεις χαρακτήρες χώραγαν τα χάι σκορ κι εγώ έβαζα δύο γράμματα και μια τελεία -όλο υπονοούμενα- ανάμεσα. Τα αρχικά μου...

Εκείνη τη μέρα, τα αρχικά του Αντρέα μπήκαν πάνω από τα δικά μου στη λίστα. Έχασα και το παιχνίδι και την αίσθηση του χρόνου. Τόσο, που όταν βγήκα από του Ντένη είχε σχεδόν σουρουπώσει. Πήγα σπίτι τρέχοντας, για να προλάβω το ραντεβού με την Πέπη. Μπούκαρα στο μπάνιο, πλύθηκα στα γρήγορα, βούτηξα την κρέμα ξυρίσματος «Κολυνός» (έβγαινε και σε οδοντόκρεμα, πιθανώς με ίδια γεύση) του πατέρα μου, έριξα το μισό σωληνάριο στο μαστραπαδάκι που είχε για να κάνει σαπουνάδα, έβαλα νερό, ανακάτεψα με το πινέλο και πασάλειψα τη μούρη μου. Μαζί πασάλειψα και όλο το μπάνιο. Η μάνα μου διαπίστωσε τα κατορθώματά μου από την ανοιχτή πόρτα, έσκουξε πως «με έχεις κάνει υπηρέτρια να μαζεύω τα χάλια σου» και -εννοείται- «θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν) και φώναξε τον πατέρα μου να επιληφθεί το ζητήματος, που «σου ξόδεψε όλη την Κολυνό» (προφανώς η «Κολυνός» κλινόταν, η Κολυνός, της Κολυνού, την Κολυνό, ω Κολυνέ). Ο πατέρας εμφανίστηκε αγριεμένος, αλλά μόλις του είπα πως έχω ραντεβού, μόνο που δεν μου χάρισε καινούργια «Κολυνό», να έχω να ξουρίζω τα γένια που δεν είχα.

Όταν έφτασα στο παρατηρητήριο, όλοι ήταν εκεί. Ο Δεμπασκαλάς, ο Πέτρος ο Αρμένης, ο Πατούσας, ο Φώτης με τη δικιά του (αν δεν κάνω λάθος τότε ήταν η Ρία του Φανούρη - δεν ήταν παρατσούκλι, έτσι τον λέγανε τον Φανούρη: Φανούρη, τόσο απλά). Η Πέπη δεν ήταν εκεί. Ρώτησα αν την είχαν δει. Την είχαν δει. Πήγαινε για τα «Μοβ». «Ήρθε πριν λίγο και την πήρε ο Αντρέας ο Εφ Μπι Άι. Δεν το ΄ξερες πως τα ΄χουν;», με ισοπέδωσε ο Δεμπασκαλάς, πριν προσπαθήσει να με στηρίξει -όχι με θετικά αποτελέσματα- ο Φώτης: «Μην ασχολείσαι, ρε. Δεν λέει τίποτα. Δεν ξέρει να φιλάει. Κι από βυζί, πλάκα. Έψαχνα να το βρω λέμε. Ενώ κοίτα εδώ τη Ρία μου. Μπαλόνια, ε;». Κοκκίνισε η Ρία και χώθηκε στην αγκαλιά του να ξεκοκκινίσει, ενώ εγώ μάλλον είχα χάσει το χρώμα μου. Είχα χάσει και στο «Γκοστ εν Γκόμπλινς». Είχα χάσει και την Πέπη. Από τότε κέρδιζε το Εφ Μπι Άι.

«Θέλω το "Αγόρι" μου», είπα στον Φώτη μπας και σώσω κάτι από τη μέρα διαβάζοντας τουλάχιστον Κάπτεν Μαρκ, αλλά όλοι γελάσανε. «Θα στο δώσω αύριο», μου είπε. «Δεν έχω διαβάσει ακόμα Δικαστή Ντρεντ». Ό,τι αρχίζει ωραίο, τελειώνει με πόνο, που λέει και το τραγούδι. Ούτε περιοδικό να διαβάσω δεν είχα, ήθελα και γκόμενα, τρομάρα μου...

Μέχρι να ξεχάσω το «Γκοστ εν Γκόμπλινς» και να θυμηθώ την Πέπη (έκανα ...πολύωρες προσπάθειες να την ξεχάσω και να ερωτευτώ την επόμενη), εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ. Η ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης, θα έρθει με μικρή χρονοκαθυστέρηση την Τετάρτη. Ούτε χρηματοκιβώτιο να ήταν και να αργεί να ανοίξει...