Έλα, ρε κωλομοχλέ...

Miltos+
Έλα, ρε κωλομοχλέ...
O Μίλτος ο Νταλικέρης, στην καθιερωμένη ρετρό ιστορία της Τρίτης, θυμάται παλιά παιχνίδια. Τα τεράστια ηλεκτρονικά, τα Ατάρι και τα ...τσιγκάκια. Πάμε πίσω στην παλιοπαρέα των έιτις...

Εκείνα τα χρόνια, δεν είχαμε πολλά παιχνίδια και συχνά παίζαμε τα ...τσιγκάκια*. Μέχρι που εμφανίστηκε στη γειτονιά ο Ντένης...

[* τα τσιγκάκια ήταν ένα -εκ του μηδενός και εκ της παιδικής φαντασίας δημιουργηθέν- παιχνίδι της εποχής. Παίρναμε τα καπάκια από τις μπίρες φιξ, τις κοκακόλες και τις ...σπρέιτ (έτσι νομίζαμε πως λέγονται οι σπράιτ, εκ του -φσσσστττ- σπρέι), τα βάζαμε σε σειρά εκκίνησης σε μια λεία (αν υποθέσουμε πως είχαμε τέτοια) επιφάνεια και μετά τα σπρώχναμε με σφεντόνα τα δάχτυλα σε μια συγκεκριμένη διαδρομή, ως δρομείς, μέχρι να κόψουμε το νήμα. Όποιος έβγαινε εκτός διαδρομής, είτε έχανε είτε γύριζε στην αρχή, ενώ ο νικητής απλώς έχανε το χρόνο του, σε μια …σπάνια παιδική εμπειρία].

Παίζαμε τα τσιγκάκια μέχρι που ήρθε ο Ντένης. Οδυσσέα τον λέγανε τον παππού του κι έμενε δίπλα στο σπίτι του Πέτρου της Κουφής, όμως ο πατέρας του, ο δικός μας Νικ δε Γκρικ, είχε μεταναστεύσει πολύ νέος στη Νέα Υόρκη, όπου δούλεψε στην αρχή πιατάς σε πιτσαρία και μετά άνοιξε δική του. Όταν κουράστηκε και πίστεψε πως είχε κονομήσει, γύρισε πίσω στη μαμά πατρίδα κι έφερε μαζί και τον γιο του, τον Ντένη, που ήταν περίπου 20 χρονών τότε (είχε και μια μικρότερη αδερφή, την Τζέλα -εκ του Αγγελική- αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). Τον Ντένη εμείς τον φωνάζαμε «Αμερικάνο», ενώ είμαι σίγουρος πως της ίδιας -εν πολλοίς ρατσιστικής- αντιμετώπισης τύγχανε και στο Αμέρικα, ως «Έλληνας».



Τι μας έφερε ο Ντένης; Εκτός από μια μπάλα σαν πεπόνι, με την οποία δεν μπορούσαμε να παίξουμε «μπάλα» (και τους κανόνες της οποίας αρνούμασταν να καταλάβουμε, παρότι κάναμε κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να μάς μάθει «φούτμπολ»), έφερε και την ...τεχνογνωσία του από το Αμέρικα: ο Ντένης είχε ...σπουδάσει «παίκτης ηλεκτρονικών παιχνιδιών», σε μια εποχή που ακόμα και το «Ατάρι» ήταν άγνωστη λέξη στην Ελλάδα.

Κι ο Νικ δε Γκρικ, ο πιτσαδόρος - πιατάς από το Αμέρικα, αποφάσισε να ανοίξει στον γιο του μια άγνωστη -ως και «ύποπτη» τότε- επιχείρηση στην Ελλάδα: ένα «σφαιριστήριο», αλλά χωρίς μπιλιάρδα! Μια «αίθουσα ψυχαγωγίας», την οποία ονόμασε «Γιάνκης» (για εξίσου άγνωστους -τότε- λόγους) και η οποία φιλοξενούσε κάτι τεράστια κουτιά με οθόνες, μοχλούς και κουμπιά, τα οποία ονομάζονταν «ηλεκτρονικά παιχνίδια».

Στο μαγαζί του Ντένη του Γιάνκη, έπαιξα για πρώτη φορά «σκραμπλ» και «ντιφέντερ», ενώ σύντομα ήρθε και η μοναδική εμπειρία του «πάκμαν». Του παλιού, του πρώτου, του μονότονου «πάκμαν» και όχι του -πιο επιτυχημένου και μακροβιότερου- «μις πάκμαν». Του «πάκμαν» με τη μία και μοναδική διαδρομή - πίστα, στο οποίο μέχρι ενός σημείου άλλαζαν μόνο τα φρούτα και η ταχύτητα των φαντασμάτων που κυνηγούσαν την κίτρινη «φαγάνα», μέχρι να έρθουν οι πίστες με τα «κλειδιά», από όπου αρχίζαμε το περίφημο «σύστημα». Μέχρι να μάς πάρει χαμπάρι ο Ντένης και να προκαλέσει τεχνητό μπλακ-άουτ (σαν το τεχνητό οφσάιντ, αλλά πάντα επιτυχημένο).



Όταν δεν μάς έπαιρνε χαμπάρι ο Ντένης, χάναμε μόνοι μας, είτε επειδή κάναμε κάποιο λάθος στο «σύστημα» είτε ...επειδή κάναμε κάποιο λάθος στο «σύστημα». Πάντα, βέβαια, για το τελευταίο χαμένο «κανονάκι» και την «ήττα» έφταιγε ο –«έλα, ρε κωλομοχλέ»- μοχλός.

Ποτέ, όμως, δεν έφταιγε ο Ντένης, που είχε τέτοιους «κωλομοχλούς» στα μηχανήματά του, για να μάς τρώνε τα «τάλιρα» (για όσους μεγάλωσαν με ευρώ, τα «τάλιρα» ήταν ένα σημαντικό ποσό για την πιτσιρικαρία της εποχής και αντιστοιχούσαν σε πέντε δραχμές, άρα σε περίπου ένα εξηκοστό όγδοο του ευρώ, άρα στο ένα τέταρτο από το σύνηθες χαρτζιλίκι μιας εβδομάδας).

Ο Ντένης δεν έφταιγε, γιατί ο Ντένης ήταν ο «Αμερικάνος» που μάς έφερε τα «ηλεκτρονικά παιχνίδια» που αντικατέστησαν -αργά, αλλά σταθερά και αποτελεσματικά- τα «τσιγκάκια». Γιατί ο Ντένης μάς είχε μεταφέρει στην επόμενη εποχή, στο μέλλον. Κι ακόμα κι αν κάποιες φορές τού λέγαμε πως «ρε Ντένη, άλλαξε τον κωλομοχλό» κι αυτός μας έγραφε στον ...μοχλό του και «ξέχναγε» να τον αλλάξει για βδομάδες, ποτέ δεν πήγαμε να τού πούμε «ρε Ντένη, είσαι μ@λ@κας, πολύ μ@λ@κας» και «μακάρι να γυρίσεις πίσω από ΄κείθε πού ΄ρθες» (άσχετα αν μετά από μερικά χρόνια γύρισε στη Νέα Υόρκη, όπου πλέον έχει δικό του φαγάδικο, που το λένε «Οδυσσέας» παρότι τον ίδιο τον φωνάζουνε ακόμα Ντένη).

Ποτέ δεν τον «κράξαμε» τον Ντένη, γιατί τού ήμασταν ευγνώμονες που πλέον δεν έβγαζε φουσκάλες το μπροστινό των δαχτύλων μας από τα τσιγκάκια, καθώς οι φουσκάλες είχαν μεταφερθεί στο εσωτερικό της παλάμης μας από τον «κωλομοχλό» και άλλους -προφανείς- εφηβικούς λόγους. Τώρα που το σκέφτομαι, είχαμε μια δική μας ηθική τότε. Ίσως και για να μην μας λένε «αχάριστους», που έλεγε κι ο μακαρίτης ο Στράτος...



Έλα, ρε κωλομοχλέ...

Μέχρι να ξεχάσω τα τσιγκάκια, τους κωλομοχλούς, τον Ντένη και -κυρίως- την Τζέλα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ. Η στήλη θα είναι και πάλι μαζί σας παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων. Μέχρι τότε να είστε όλοι καλά!