Δυο ξένοι μας είπαν την αλήθεια για τα προβλήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Δυο ξένοι μας είπαν την αλήθεια για τα προβλήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για όσα “άκουσε” από τον Ζοσέ Μπότο και τον Νταμίρ Κάναντι σχετικά με την επικρατούσα κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Όταν μιλούν οι ξένοι για την Ελλάδα συχνά δίνω μεγαλύτερη σημασία στα λόγια τους, διότι εξ ορισμού η δική τους κριτική και η αξιολόγηση δεν κουβαλάει τα δικά μας στερεότυπα - είναι συνήθως αποστασιοποιημένη και συναισθηματικά, και είναι συνήθως αμερόληπτη, δεδομένου ότι δεν εξυπηρετεί συμφέροντα και δεν φορτίζεται από συναισθήματα. Στο ποδόσφαιρο, κάθε φορά που ακούω έναν ξένο να μιλά για την ελληνική επικρατούσα κατάσταση δίνω μεγαλύτερη σημασία. Μάλιστα όταν πρόκειται για έναν καλό επαγγελματία, όπως εγώ αντιλαμβάνομαι τον ορισμό, τότε τα ερεθίσματα που λαμβάνω από τα λόγια του αποτελούν πάντοτε αντικείμενο προβληματισμού.

Τις τελευταίες ημέρες έτυχε να “ακούσω” δύο πολύ καλούς επαγγελματίες, με διεθνείς παραστάσεις και ελληνική εμπειρία να μιλούν για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Πρώτα τον τεχνικό διευθυντή του ΠΑΟΚ, τον Ζοσέ Μπότο κι ύστερα τον πρώην προπονητή του Ατρόμητου, τον Νταμίρ Κάναντι. Ο καθένας τους μας είπε μια μεγάλη αλήθεια, αναδεικνύοντας δύο από τα μεγαλύτερα - αν όχι τα μεγαλύτερα σημερινά προβλήματα του ποδοσφαίρου.

Ο λόγος πρώτα στον Μπότο. “Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολλές ομοιότητες με την Πορτογαλία. Στο φαγητό, στο κλίμα, στους ανθρώπους ακόμα και στον τρόπο που ζουν τη ζωή τους. Όσον αφορά την προσαρμογή στη χώρα δεν είχα κανένα πρόβλημα. Η Ουκρανία ήταν πιο δύσκολη. Όσον αφορά το ποδόσφαιρο, είναι διαφορετικό από οτιδήποτε ήξερα. Έχουν τελείως διαφορετική νοοτροπία. Υπάρχει ένας σχεδόν ανθυγιεινός ανταγωνισμός μεταξύ των συλλόγων, που κάνει το πρωτάθλημα να μην αναπτύσσεται πολύ και αυτό αντανακλάται και στην Ευρώπη. Είναι το 17ο πρωτάθλημα, νομίζω, το οποίο, για μια χώρα που της αρέσει το ποδόσφαιρο και που παράγει κάποιο ταλέντο, είναι κακό. Ήταν μια δύσκολη προσαρμογή καθώς έχω εντελώς διαφορετικές ιδέες και συχνά πρέπει να παλέψω γι’ αυτές τις ιδέες. Υπάρχει κάποια αντίσταση στην αλλαγή”.

Ποιος αμφιβάλει ότι είναι βλαπτικός για το ποδόσφαιρο και τελικά και για τη ζωή μας, δεδομένου ότι το ποδόσφαιρο επηρεάζει την κοινωνική ζωή όταν χάνουν τη ζωή τους άνθρωποι λόγω της βίας που γεννά, αυτός ο ανθυγιεινός ανταγωνισμός; Ποιος διαφωνεί με τον Πορτογάλο; Και πώς γίνεται αυτός να αναγνωρίζει το πρόβλημα σε διάστημα μηνών και όλοι εμείς εδώ να μην αναγνωρίζουμε το πρόβλημα και να μη κάνουμε τίποτα για να λυθεί; Πώς γίνεται να μιλά ανοιχτά για αυτό ένας Πορτογάλος και να μη το κάνουμε εμείς, οι Έλληνες;

Και τώρα ο λόγος στον Κάναντι, που απαντά σχετικά με το αν έχουν ή όχι ταλέντο για το υψηλό επίπεδο οι Έλληνες ποδοσφαιριστές: “Είμαι σίγουρος πως έχει ταλέντο η Ελλάδα αλλά το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν δίνει την ευκαιρία στα νέα παιδιά. Οι πρόεδροι, οι προπονητές, δεν πιστεύουν στους νέους ποδοσφαιριστές δυστυχώς. Είναι μεγάλο λάθος αυτό, γιατί θα μπορούσαν να προσφέρουν άλλη ποιότητα στο πρωτάθλημα αλλά και χρήματα στις ομάδες. Κάθε ελληνική ομάδα αγοράζει ακριβούς ποδοσφαιριστές από το εξωτερικό και έτσι νομίζουν ότι μπορούν να κερδίσουν τα πάντα. Όμως, στις ακαδημίες και ειδικά στις μεγάλες ομάδες, υπάρχουν τρομερά ταλέντα. Γι' αυτό τα τμήματα Κ15, Κ16, Κ17 και Κ19 είναι σε εξαιρετικό επίπεδο. Αλλά στο τέλος, όταν είναι να πάνε στην πρώτη ομάδα, δεν παίζουν καθόλου.

Βλέπουμε εντεκάδες με εννιά ή δέκα ξένους. Είναι λάθος και το καταλαβαίνεις όταν η Σάλτσμπουργκ, στηρίζεται στους νέους παίκτες για να τους πουλήσει και να πάνε όλο και καλύτερα. Ο Τσιμίκας ας πούμε είναι ένα μεγάλο παράδειγμα. Ήταν στον Ολυμπιακό και πήγε στη Λίβερπουλ. Ο Γιαννούλης επίσης. Θυμάμαι όταν ο Γιαννούλης ήρθε στον Ατρόμητο δεν ήταν σε τόσο καλό επίπεδο αλλά εξελίχθηκε για να πάει στον ΠΑΟΚ και μετά στη Νόριτς. Πιστεύω πως είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα ότι δεν πιστεύουν στα ταλέντα στην Ελλάδα”.

Ποιος από εμάς δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει καλή προοπτική αυτή η εμμονή των ομάδων στην επιλογή και την χρησιμοποίηση τόσων ξένων αμφίβολης ποιότητας και προέλευσης; Ποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει ούτε συναισθηματικό, ούτε ψυχαγωγικό, αλλά ούτε και επιχειρηματικό νόημα αυτή η επιμονή; Και αφού είναι κάτι που το αντιλαμβάνεται τόσο εύκολα ένας επαγγελματίας του ποδοσφαίρου, όπως ο Αυστριακός προπονητής μέσα σε διάστημα 2-3 ετών που μας έζησε, πώς γίνεται να μην το αντιλαμβανόμαστε όλοι εμείς που το ζούμε καθημερινά ώστε να αναγκάσουμε με τη στάση μας τους ιδιοκτήτες των ομάδων να προβληματιστούν;

Είναι αμέτρητα τα παραδείγματα που θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει για να δείξει πόσο σημαντικό είναι για τον κόσμο και πόσο ισχυροποιείται το δεσμός του οπαδού με την ομάδα του όταν βλέπει Έλληνες ποδοσφαιριστές, και γι’ αυτό θα αναφέρω μόνο ορισμένα από τα πολύ πρόσφατα: Το χειροκρότημα της Νέας Φιλαδέλφειας στον Γαλανόπουλο και τον Κοσίδη, η λαχτάρα των φίλων του Ολυμπιακού να ξαναδούν τον Φορτούνη, το χειροκρότημα της Τούμπας προς τον Κουλιεράκη, τον Λύρατζη και τον Τσαούση, η στάση των φίλων του Παναθηναϊκού στην επιστροφή του Κουρμπέλη, όλα αυτά είναι σκηνές πλημμυρισμένες από συναισθήματα της κερκίδας. Συναισθήματα για πρόσωπα, με τα οποία συνδέονται αμεσότερα και βαθύτερα επειδή ταυτίζονται, επειδή τους νιώθουν “δικά τους παιδιά”.

Δεν μας είπαν τίποτα σοφό ο Ζοσέ Μπότο και ο Νταμίρ Κάναντι. Την αλήθεια μας είπαν. Μια αλήθεια που θα έπρεπε το ποδόσφαιρο, στο επίπεδο της ΕΠΟ και της Superleague, να τη ζητούν και να την πληρώνουν προκειμένου να τη χρησιμοποιούν ως τροφή για σκέψη. Αυτή την αλήθεια όμως, επειδή δεν την αντέχουμε, καθένας από εμάς θα τη βαφτίσει από “βαλτή” και “κατευθυνόμενη” έως “γραφική” και “ουτοπική”. Αυτό κάνουμε πάντοτε. Απαξιώνουμε αυτούς που μας λένε αυτά που δεν θέλουμε να ακούσουμε. Και συνεχίζουμε να ανεχόμαστε το ποδόσφαιρο που παίζεται στην Ελλάδα.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.