Μια... πατρίδα στο φιλέ!

Μια... πατρίδα στο φιλέ!

bet365

Γνώρισε την Ελλάδα σε ηλικία τριών ετών. Λατρεύει την Ορεστιάδα, δέθηκε με τον Ολυμπιακό και νιώθει ένας από εμάς. Το μόνο που ενοχλεί τον Δημήτρη Τζούριτς είναι «ότι αφήνουν να τα κάνουν όλα... από Δευτέρα!». Αυτή η… Δευτέρα δεν τον πείραξε και τόσο!!

Η χαμένη πατρίδα!

Τα 206 εκατοστά απ’ τα οποία βλέπει τον κόσμο σήμερα, του έδωσαν από μικρή ηλικία το διαβατήριο στον αθλητισμό. Μπορεί να ήταν το μπάσκετ της μαμάς ή και το βόλεϊ του μπαμπά. Η Γκορντάνα, επαγγελματίας αθλήτρια του μπάσκετ στη Γιουγκοσλαβία, έχασε την άτυπη μάχη από τον Μίλαν Τζούριτς, επαγγελματία αθλητή του βόλεϊ. «Του είχαν προτείνει να παίξει στην κορυφαία ομάδα του Μαυροβούνιου, με συμπαίκτη τον γιο του προέδρου της Κροατίας, Τζουγκάνοβιτς. Τον ρώτησα αν ήθελε να πάει, αλλά ήξερα πως στο τέλος θα επιλέξει το βόλεϊ».

Ο Μίταρ, όπως τον φώναζαν μικρότερο, δεν ήταν ο μόνος που θα ακολουθούσε τον μπαμπά. Το ίδιο έκανε και η Ιβάνα, η οποία αγωνίζεται και εκείνη από το περασμένο καλοκαίρι στον Ολυμπιακό. Και παρότι εκείνη άργησε να κάνει το πέρασμα σε μια απ’ τις λεγόμενες μεγάλες ομάδες «όταν ήμασταν μικροί, ο πατέρας μου έλεγε πως είχε καλύτερη τεχνική από μένα». Η Ιβάνα, τρία χρόνια μικρότερη απ’ τον 22χρονο Δημήτρη, είχε την ατυχία να υποστεί ρήξη χιαστών στη διάρκεια της σεζόν και ο «μεγάλος αδελφός» φρόντισε χθες για την ψυχική της –τουλάχιστον– αποκατάσταση.

Υπάρχουν, όμως, πράγματα που δεν μπορούν να αποκατασταθούν ή να αντικατασταθούν. Ο Δημήτρης Τζούριτς δεν γνώρισε ποτέ την πατρίδα του. Ήταν τριών μηνών όταν ο πατέρας του μετακόμισε στην Ιταλία κι εκείνος μαζί του. Κι όταν πια ξέσπασε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, δεν υπήρχε επιστροφή. «Είμαι από το Σεράγεβο της Βοσνίας. Γεννήθηκα το 1989 και ο πόλεμος έγινε το 1992. Οι μοναδικές εικόνες που έχω είναι από τις ιστορίες των γονιών μου. Έχασα τη δικιά μου πατρίδα καθώς δεν γυρίσαμε ποτέ πίσω».

Περήφανο… «γκατζολάκι»!

Η ανάγκη να ανήκει ο άνθρωπος κάπου, η ανάγκη να υπάρχει το σπίτι, η οικογένεια, η πατρίδα μπορεί να μην είναι συνείδηση σε ένα παιδί τριών ετών. Θα του γίνει όμως συνείδηση μεγαλώνοντας. Ο Μίλαν Τζούριτς μετακόμισε στην Ορεστιάδα το 1992. Μαζί του και ο μικρός Μίταρ, ο οποίος θα περνούσε τα επόμενα τέσσερα χρόνια της ζωής του στην πόλη της Θράκης. Δεν έχανε προπόνηση του μπαμπά, ήταν ο χαϊδεμένος όλων των παικτών και η άτυπη μασκότ της ομάδας. Είχε, παράλληλα, αρχίσει να σκέφτεται και βλέπει τον εαυτό του στο χώρο του βόλεϊ.

«Θυμάμαι στην Ορεστιάδα, μετά το τέλος της προπόνησης, τον είχα ξεχάσει στο γήπεδο και όταν επέστρεψα για να τον πάρω, τον βρήκα να συνεχίζει να προπονείται μόνος του», δήλωσε ο πατέρας του, που εξήρε τον επαναστατικό χαρακτήρα του γιου και την ανεξαρτησία που τον χαρακτήριζε από μικρό. Μέχρι και να φύγει απ’ το σπίτι στα τέσσερα του χρόνια, αποπειράθηκε!! «Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως σε ηλικία τεσσάρων ετών, επειδή τον μάλωσα, μάζεψε μερικά παιχνίδια και ρουχαλάκια σε ένα σακίδιο και έφυγε από το σπίτι!».

Στην Ορεστιάδα θα έχει τις πρώτες του εικόνες απ’ το βόλεϊ, στην Ορεστιάδα θα νιώσει την πατρίδα του. «Είμαι Σέρβος, αλλά αισθάνομαι Έλληνας. Τι είναι εξάλλου η έννοια της πατρίδας; Οι φίλοι, τα αγαπημένα πρόσωπα, τα μέρη που μεγάλωσες, τα τοπία που σε σημάδεψαν. Είμαι εξάλλου Σέρβος της Βοσνίας, και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην Ορεστιάδα, νιώθω ότι είναι οι δικοί μου άνθρωποι», δηλώνει κι έτσι δεν παρεξηγείται όταν τον αποκαλούν χαϊδευτικά… γκατζολάκι!

«Ποτέ δεν έκρυψα την αγάπη μου για την Ορεστιάδα, την πατρίδα μου όπως λέω. Εκεί προτιμώ να πάω σε μία άδεια ή σε κάποιο ρεπό από το να πάω στη Μύκονο ή κάπου αλλού. Νιώθω πολύ δεμένος... Εξάλλου, δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν αγαπημένο οικογενειακό μας φίλο, τον Σταυρό Σταυρίδη, που μας βοήθησε πολύ. Μάλιστα, ήταν "άρρωστος" Ολυμπιακός και θυμάμαι πόσο χάρηκε όταν υπέγραψα στην ομάδα, αλλά δυστυχώς από πέρυσι δεν είναι πια μαζί μας».

Ο μπόμπιρας… ξεπόρτισε!

Η επανάσταση που έκανε στα… τέσσερά του, θα ήταν μόνο η αρχή. Ο Μίταρ Τζούριτς παρέμεινε επαναστάτης και στην Κύπρο, όπου βρέθηκε στα επτά του χρόνια και όπου θα έμενε ως τα 15. Δύσκολα χρόνια και ατίθασα. «Στην Κύπρο δεν πήγαινε καλά στο σχολείο και για τιμωρία τού είπα να ξεχάσει για δέκα μέρες την προπόνηση», θυμάται ο πατέρας του, ο οποίος για μεγάλο διάστημα εκτελούσε και χρέη προπονητή του. Όταν, φυσικά, το… επέτρεπαν οι βαθμοί του Δημήτρη, οι οποίοι μετά την απειλή βελτιώθηκαν!

«Όταν τον είχα στα χέρια μου, ήμουν πολύ σκληρός μαζί του. Δέκα φορές τον είχα διώξει από την προπόνηση. Και γυρνούσε σπίτι κλαίγοντας». Στην Κύπρο, πάντως, το ταλέντο του άρχισε να ξεχωρίζει και το βόλεϊ άρχισε να είναι κάτι παραπάνω από εκτόνωση. «Το βόλεϊ είναι πρώτος και μεγάλος έρωτάς μου. Ήμουν άτακτο παιδί και ο μπαμπάς με έπαιρνε στο γήπεδο για να παίζω με την μπάλα και να εκτονώνομαι», είχε πει ο Τζούριτς για τα πρώτα χρόνια που πέρασε με την μπάλα του βόλεϊ στα χέρια.

Οκτώ χρόνια μετά την αναχώρησή του για την Κύπρο, θα επιστρέψει στην… πατρίδα, στην Ορεστιάδα. «Έπαιξα στο παιδικό και στο εφηβικό», διηγείται και πριν προλάβει να ενηλικιωθεί ήρθε η μεταγραφή του. «Στον Ολυμπιακό ήρθα ως ξένος και τη δεύτερη χρονιά άρχισα να παίζω. Με την υπογραφή άρχισε για εμένα η επαγγελματική ζωή».

Ερυθρόλευκη καρδιά!

Στις 18 Μαΐου του 2006 ανακοινώνει ο Ολυμπιακός την κίνηση για το μέλλον. Ο Μίταρ Τζούριτς θα υπογράψει για πέντε (συν ένα) χρόνια και θα ενταχθεί στην ομάδα του Πειραιά. «Ο Ολυμπιακός είναι μια μεγάλη ευκαιρία να μάθω καλύτερο βόλεϊ, να ολοκληρωθώ ως αθλητής και να μάθω πολλά από μεγάλους προπονητές που θα έχω. Ο Ολυμπιακός είναι μια μεγάλη ομάδα και εύχομαι να ανταποκριθώ στην εμπιστοσύνη που μου έδειξαν οι άνθρωποι του και να τους δικαιώσω». Η δικαίωση ή η απόσβεση δεν θα ερχόταν άμεσα. Ο Τζούριτς έμεινε έναν χρόνο να βλέπει τις προπονήσεις, έναν έπαιξε ως ξένος και την τρίτη χρονιά έκανε το μεγάλο «μπαμ».

Το 2009 αναδεικνύεται πολυτιμότερος παίκτης του πρωταθλήματος, σε μια σεζόν όπου το ελληνικό βόλεϊ είχε να επιδείξει παγκόσμιους αστέρες. «Ακόμη δυσκολεύομαι να το πιστέψω... Πίστευα ότι τον τίτλο θα τον κερδίσει ένας εκ των Μίλκοβιτς, Ριβέρα. Να φανταστείς, στην απονομή δεν άκουσα το όνομά μου και με... έσπρωξαν οι συμπαίκτες μου για να πάρω το βραβείο», έλεγε τότε αστειευόμενος, όμως στην ουσία δεν έκανε τίποτα περισσότερο απ’ το να ακολουθεί το πεπρωμένο του.

Επόμενο πεπρωμένο ήταν η Εθνική ομάδα. «Το να παίζεις με τη Γαλανόλευκη είναι τελείως διαφορετικό. Το διασκεδάζω περισσότερο, γιατί δεν υπάρχει τόση μεγάλη πίεση, όπως με τον σύλλογο. Στην Εθνική παίζει ρόλο το συναίσθημα και εμένα μου αρέσει να παίζω για την Εθνική Ελλάδος», θα δηλώσει για την επιλογή του να παίξει στην Ελλάδα και όχι στη Σερβία, παρότι είχε την ευκαιρία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου. Το μόνο που θα ζητήσει είναι να του συμπεριφέρονται σαν να είναι ένας από εκείνους και όχι κάτι διαφορετικό. Έστω κι αν το ταλέντο του τον καθιστά κάτι ξεχωριστό!

Τα μπουζούκια, ο Ρόκι και η… Δευτέρα!

Σαν πρόσωπο του ελληνικού αθλητισμού έχει ξεχωρίσει τα τελευταία δύο χρόνια - και όχι μόνο για την αθλητική του ιδιότητα. Πριν από δύο χρόνια είχε φωτογραφηθεί σε εβδομαδιαίο life-style περιοδικό, όπου είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για το ασθενές φύλο, αν και εκείνη την εποχή ήταν ελεύθερος. «Οι Ελληνίδες και οι Σέρβες είναι εξίσου όμορφες, αλλά οι πιο ωραίες είναι οι Τσέχες. Δεν παίζονται απλώς», είχε πει, περιγράφοντας τη γυναίκα που θέλει δίπλα του. «Το σημαντικότερο είναι να είμαστε φίλοι και να ταιριάζουμε. Από κει και πέρα, θέλω να είναι όμορφη. Δεν με νοιάζει μελαχρινή ή ξανθιά. Μετράει πολύ το βλέμμα της και το σώμα της. Θα ήθελα να είναι αθλήτρια και να πιστεύει ο ένας στον άλλο».

Στην Αθήνα δεν έχει… παρασυρθεί από τη νυχτερινή ζωή και δεν προχωράει σε υπερβολές. Προτιμάει τα μπαρ στο Κολωνάκι και όχι τα μπουζούκια επειδή «με ξενερώνει που όλοι κάθονται και κοιτάνε. Είναι άλλη φάση, δεν μπορείς να κάνεις γνωριμία στα μπουζούκια». Ίσως μπορέσει να την κάνει στο σινεμά, αφού του αρέσει να παρακολουθεί ταινίες. Θα επέλεγε τον Γουίλ Σμιθ για να τον ενσαρκώσει, ενώ θεωρεί πως η σειρά «Ρόκι» είναι ό,τι καλύτερο έχει δει στον κινηματογράφο.

Ο ίδιος απέκτησε με τα χρόνια ελληνικές συνήθειες, όπως το ψαροντούφεκο και δεν διστάζει να πει πως «στη μέρα μου δεν αφήνω χταπόδι για χταπόδι». Θεωρεί πως το μεγαλύτερο προτέρημα των Ελλήνων είναι πως «όταν θέλουν κάτι κάνουν τα πάντα για να το πετύχουν». Όσο για το ελάττωμα; «Ότι αφήνουν να τα κάνουν όλα από Δευτέρα!». Στη συγκεκριμένη… Δευτέρα, κάτι είχε κι εκείνος να κάνει.

 

Τελευταία Νέα