Πρωινή βόλτα (pic)

Ένας πρωινός περίπατος μετατρέπεται σε δοκιμασία. Κάτι κινείται στην πόλη, αλλά όχι όπως παλιά. Ένα είναι σίγουρο: μάσκες παντού!

Έπεφτε για ύπνο με μια ανησυχία και ζητούσε υγεία και τύχη. Φοβόταν, πρόσεχε, άκουγε, ενημερωνόταν, έπλενε συνέχεια τα χέρια του, καθάριζε και δούλευε από το σπίτι. Μόνη έξοδος για ψώνια στο σούπερ μάρκετ και στον φούρνο. Η σκέψη όμως δεν τον είχε εγκαταλείψει, η διάθεση για πρωινή βόλτα υπήρχε ακόμη. Όχι για καφέ, για ψώνια ή συνάντηση με φίλους. Όχι. Να περπατήσει ήθελε, να κάνει έναν μεγάλο περίπατο. Από το σπίτι του ως το κέντρο της πόλης και πάλι πίσω. Συνεχώς το ανέβαλλε. Κούραση, χρήση μάσκας και μια αόρατη απειλή τον κρατούσαν μέσα στους τέσσερις τοίχους. Όσο έμενε σπίτι σκεφτόταν το τραγούδι “κάγκελα παντού”. Στην αρχή χαμογελούσε, μετά άρχισε να το σκέφτεται σοβαρά.

Αμφέβαλλε. Αναρωτιόταν: είμαι ελεύθερος; Γιατί φοβάμαι τόσο; Μετά άκουσε για το “μάσκα παντού” και ένιωσε να τον καθηλώνει αόρατο χέρι στο πάτο της γης. Άνοιγε το παράθυρο αλλά δεν ανάπνεε όπως παλιά. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να περπατήσει, να κάνει τον μεγάλο περίπατο και να δει τον μεγάλο περίπατο, τους φοίνικες και τα παρτέρια του δημάρχου. Το επόμενο πρωί ετοιμάστηκε. Μάσκα, αντισηπτικό, αθλητικά παπούτσια και θάρρος. Θα έκανε μετά από πολύ καιρό την πρώτη του πρωινή βόλτα. Τι θα μπορούσε να γίνει, να πάει στραβά;

Το μόνο που είχε σκεφτεί την προηγουμένη ήταν η πορεία. Θα έβγαινε στη λεωφόρο και από κει στο έναν από τους κεντρικούς δρόμους που οδηγούσαν στο κέντρο. Θα περπατούσε αργά για να μπορεί να βλέπει το αστικό τοπίο, τα μαγαζιά, τα αυτοκίνητα, τα ΜΜΜ, τους συμπολίτες του. Ίσως σταματούσε να πάρει έναν καφέ. Αυτό που έψαχνε ήταν ένα σημάδι. Το σημάδι του φόβου.

Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν θα το έβλεπε. Γνώριζε ότι ορισμένοι άνθρωποι πήγαιναν στη δουλειά τους αφού δεν είχαν άλλη επιλογή. Τα καταστήματα δούλευαν αφού δεν είχαν άλλη επιλογή. Γενικά, ήξερε ότι κάτι κινείται, αλλά δεν ήξερε το πώς και προς τα πού. Ήταν και κάτι άλλο όμως. Ήθελε να δοκιμάσει τον εαυτό του. Είχε μείνει μέσα του κάτι από τον παλιό του εαυτό, από τον άνθρωπο που ήξερε; Η πρωινή βόλτα θα ήταν μια δοκιμασία, όσο απλή κι αν φαινόταν. Ξύπνησε και έδειχνε ευδιάθετος. Πήρε πρωινό και ετοιμάστηκε. Ήταν 08:30 π.μ. Πριν κλείσει την πόρτα και πάρει το ασανσέρ, γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε το απέναντι μπαλκόνι. Κάτι ένιωσε, κάτι πήρε η άκρη του ματιού του. Πήγε λίγο πιο κοντά στην τζαμαρία και είδε μια μαύρη μάσκα να πέφτει. Το κοριτσάκι στο μπαλκόνι τον κοίταξε και μπήκε αμέσως στο σπίτι της.

Ο καιρός ήταν καλός. Λίγη ψύχρα έκανε, αλλά φορούσε το φθινοπωρινό μπουφάν. Τα στενά της γειτονιάς του αδιάφορα, όπως πάντα. Λίγο πιο τακτοποιημένα του φάνηκαν. Λίγα σκουπίδια, τα ίδια συνθήματα στους τοίχους… Κατέβηκε τη μεγάλη κατηφόρα. Στενός δρόμος και μεγάλες, παλιές, πολυκατοικίες στις δύο πλευρές. Το γκρίζο όπως το θυμόταν. Φλέρταρε με το μαύρο. Μετά από λίγο βγήκε στη λεωφόρο. Πολλά αυτοκίνητα. Εντάξει, ώρα αιχμής ήταν, αλλά σαν να του φάνηκαν περισσότερα απ’ ό,τι θυμόταν. Μπορεί να έκανε και λάθος. Περπάτησε και έστριψε στον δρόμο που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης. Βρώμικα πεζοδρόμια, μουντά, σκοτεινά καταστήματα, κίνηση και περισσότεροι άνθρωποι να περπατάνε.

Οι άνθρωποι… Ήθελε να τους κοιτάξει στα μάτια, να δει τα πρόσωπα, να τους δει στα καταστήματα, στα λεωφορεία, στα καφέ. Κάποιοι φορούσαν μάσκα, κάποιοι όχι. Όσοι έβλεπε έκαναν μαζί του την πρωινή τους βόλτα. Δεν έχει σημασία αν πήγαιναν στη δουλειά τους, ή για ψώνια. Ήταν εκεί περπατούσαν. Κάποια στιγμή σταμάτησε και κοίταξε στην απέναντι μεριά.

Κοίταξε επίμονα, τα μάτια του έτσουξαν, κοίταξε χωρίς να τον νοιάζει τίποτα. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Πλησίασε και κανένα αυτοκίνητο δεν τον χτύπησε. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει υγρό σεντόνι. Πέρασε από μέσα και όταν έφτασε ένα βήμα πριν συγκρουστεί με κάποιον σταμάτησε. Είδε ότι αυτοί που περπατούσαν είχαν πρόσωπο ωχρό και τρομαγμένα μάτια.

Το υπόλοιπο κορμί ήταν από σίδερο φτιαγμένο. Κόρνα αυτοκινήτου τον επανάφερε στην πραγματικότητα. Έκανε μεταβολή και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Δεν είχε φτάσει στο κέντρο. Όχι. Δεν είχε νόημα. Καθώς επέστρεφε είδε τη θεία του. Τον αναγνώρισε. Την πλησίασε και της έτεινε το χέρι. Αυτή τραβήχτηκε και απλά του είπε “γεια”. Κατάλαβε.

Ναι, κάτι κινείται στην πόλη, αλλά δεν έχει χαρούμενο σκοπό και προορισμό και ο τρόπος του είναι να κρύψει το αόρατο, δύσοσμο υγρό που αφήνει σε κάθε του βήμα, σε κάθε του ανάσα. Γι’ αυτό, μάσκα και το κεφάλι ποτέ, κάτω, ποτέ. Η πρωινή βόλτα ήταν μια δοκιμασία που δεν άντεχε, δεν θα την ξανάκανε. Επέστρεψε σπίτι και σκέφτηκε το “κάγκελα παντού και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού”. Άναψε τον υπολογιστή, έπρεπε να δουλέψει.