Οι άλλοι (pic)

Τίποτα δεν τελειώνει, απλά παρατείνεται. Εκεί, στον χώρο των τυχερών και των άτυχων. Εκεί, που λάμπουν τα μάρμαρα και ζουν οι άλλοι.

Άνοιξε με δυσκολία τη βαριά σιδερένια πόρτα. Μπήκε στον κόσμο τους! Η γλώσσα τους ήταν η σιωπή και ο θόρυβος ξεκουραζόταν στην ησυχία των ψυχών τους. Δεν ήταν όμως όλες οι ψυχές ήσυχες. Το έβλεπες στη ταυτότητα τους, στα τελευταία ρούχα που φορούσε το κορμί τους και στο βλέμμα τους. Δεν είχαν χείλη να κουνήσουν, ούτε λάμβαναν εντολή από κάποιο ανώτερο όργανο. Κι όμως, πνίγονταν, ασφυκτιούσαν και την αδικία πολεμούσαν κάθε ώρα και στιγμή. Είχαν εγκλωβιστεί. Ο μόνος τρόπος να δείξουν το παράπονο τους ήταν ο αέρας, ο ήλιος, η βροχή, το χιόνι. Η φύση άλλαζε τη μιλιά της σε αυτό το μικρό κομμάτι γης. Γινόταν πιο σκληρή, αυταρχική, απαιτητική. Το αισθάνθηκε μόλις έκανε δυο βήματα στο κεντρικό δρομάκι. Ο ήλιος ήρθε από πάνω του και οι ακτίνες του δεν “έσβηναν” στα φύλλα της μανταρινιάς. Το κάψιμο το ένιωθε στον σβέρκο. Προχώρησε λίγο ακόμη και παχύ σύννεφο έκρυψε το αστέρι. Τότε, άγρια ριπή ανέμου ανακάτωσε τα μαλλιά και σκόνη μπήκε στα μάτια του. Συνέχισε την πορεία με το χέρι να καλύπτει τα μάτια του. Ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Η ζέστη ήταν υποφερτή και ο αυγουστιάτικος αέρας ήταν δροσερός. Η σιωπή όμως είχε βαρύνει. Είχε φτάσει σε αυτόν. Τον κοίταζε και η σιωπή θόλωνε τα μάτια, τα έκανε να δακρύσουν.

Είχε λείψει από το χωριό 18 χρόνια. Στο νεκροταφείο όμως ο χρόνος μετρούσε διαφορετικά. Εκεί, ο χρόνος είχε σταματήσει και το έτος ήταν μηδέν! Εκεί γνώρισε αμέσως το τοπίο και τη γειτονιά. Δεν υπήρχαν άγγελοι και διάβολοι. Όχι. Μόνο τυχεροί και άτυχοι. Τυχεροί όσοι πρόλαβαν και έζησαν. Άτυχοι όσοι έφυγαν νωρίς. Όσοι δεν πρόλαβαν. Ποτέ δεν ήξερε τι να πει μπροστά στην απώλεια και στη μόνιμα τραυματισμένη μνήμη. Κοίταξε το αστραφτερό, λευκό, μάρμαρο. Κρύο, μα φιλόξενο την ίδια στιγμή. Στάθηκε αρκετή ώρα μπροστά στο αγέραστο σπίτι. Κάθε εξωτερικός ήχος είχε χαθεί. Σε άηχη δίνη είχε μπει και σε εκείνη την καταραμένη μέρα είχε φτάσει. Ξανά. Μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα και όλα σταμάτησαν, ενώ όλοι γιόρταζαν και προχωρούσαν για τον ερχομό του νέου χρόνου. 19 χρόνια πριν. Ακίνητος, δεν ακουμπούσε το μάρμαρο. Μισό εκατοστό ήταν, αλλά δεν ακουμπούσε. Ξαφνικά, ο ήλιος κρύφτηκε ξανά. Η ριπή του ανέμου ήταν και πάλι δυνατή, μόνο που τώρα ήταν παγωμένη και όταν ο ήλιος ξεπρόβαλλε έλαμπε, αλλά ήταν χειμωνιάτικος. Ίσα που ζέσταινε. Φώτιζε βέβαια και έδειχνε τη σκόνη, την ελάχιστη σκόνη που υπήρχε πάνω στο μάρμαρο. Όσο και να το καθαρίσεις, όσο και να το πλύνεις, αυτή επιμένει και μένει, ειδικά το καλοκαίρι. Όταν είδε τη σκόνη πάνω στη φωτογραφία, ακούμπησε το μάρμαρο.

Το άγγιγμα έφερε ανατριχίλα. Τα μάτια βούρκωσαν και για πρώτη φορά κοίταξαν την άφθαρτη εικόνα. Όπως και το μάρμαρο, έτσι και το βλέμμα στο χαρτί ήταν καθαρό. Κοιτούσε χωρίς φόβο, κοιτούσε πέρα από τον χρόνο και το χώρο. Τρύπωνε μέσα στον άλλο και πρόβαλλε τη ζωή του σε αυτόν. Κάθισε στο μάρμαρο και κοιτώντας το κενό είδε ανθρώπους σε σύγχυση, λυπημένους, είδε πιάτα που έμειναν άπλυτα, χόρτα μες το νερό, καναπέδες γεμάτους και το ακουστικό του τηλεφώνου κρεμασμένο. Είδε τον σταθμό του τρένου, τη στέρνα γεμάτη βρόχινο νέρο κι ένας σαλόνι με έπιπλα του ’70. Μετά είδε κάποιον να τρέχει στο σκοτάδι. Η αναπόληση σταμάτησε όταν έπεσαν οι πρώτες ψιχάλες. Καλοκαιρινή βροχή. Κράτησε δέκα λεπτά. Όχι πολύ δυνατή. Στάθηκε κάτω από τη μανταρινιά. Αποχαιρέτησε τον άτυχο και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Τα μαλλιά του έσταζαν. Τα έφτιαξε πρόχειρα με το χέρι του. Κοίταξε τον ουρανό, τον χώρο γύρω του, τη μανταρινιά, τη βαριά πόρτα που ήταν ανοιχτή. Ένα βήμα πριν την έξοδο. Κοιτούσε ευθεία μπροστά, σταθερά, αποφασιστικά. Έφερε το χέρι στο στόμα και το έγλειψε. Το ήξερα είπε και βγήκε από το νεκροταφείο. Εκεί μέσα το νερό ήταν αλμυρό και οι άλλοι πάντα ζωντανοί.