Λαβρέντι Μπέρια: Ο «σφαγέας» της Σοβ. Ενωσης και του ρωσικού ποδοσφαίρου (pics)

Θοδωρής Βασίλης
Εμεινε στην ιστορία ως ένα από τα πιο μισητά πρόσωπα της Σοβιετικής Ενωσης. Ο αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας NKVD, Λαβρέντι Μπέρια, άφησε το στίγμα του και στο ρωσικό ποδόσφαιρο και το G-Weekend Journal γράφει για τις άγνωστες ποδοσφαιρικές ιστορίες μια σκοτεινής εποχής για την ανθρωπότητα.

Ο διαιτητής μόλις είχε σφυρίξει την λήξη. Οι ποδοσφαιριστές της Σπαρτάκ Μόσχας πανηγύριζαν σαν μικρά παιδιά. Κόντρα σε όλες τις πιθανότητες είχαν επικρατήσει της Ντιναμό Τιφλίδος με 3-2 στον ημιτελικό του ρωσικού Κυπέλλου. Δεν είναι μικρό πράγμα να κερδίζεις παρότι ουσιαστικά ήσουν χαμένος πριν την έναρξη του αγώνα. Στις εξέδρες του γηπέδου ο Νικολάι Σταρόστιν, ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της Σπαρτάκ, δέχεται τα συγχαρητήρια των γύρω του.

Δεν χαίρονται όλοι όμως, αφού λίγο πιο κάτω ένας κοντός κύριος με γυαλιά, τον κοίταζε με ένα βλέμμα που θα έκανε ακόμα και τον Ηλιο να παγώσει. Ξαφνικά η καρδιά του Σταρόστιν άρχισε να χτυπά τρελά κι ένας κόμπος να δένει το στομάχι του. Ο άνθρωπος με το δολοφονικό βλέμμα ήταν ο Λαβρέντι Πάβλοβιτς Μπέρια, ο αρχηγός της διαβόητης μυστικής υπηρεσίας NKVD (μετέπειτα KGB), ο δήμιος του Στάλιν, και ο Σταρόστιν μόλις είχε συνειδητοποιήσει πως θα έπρεπε να ετοιμαστεί για ένα ταξίδι με έναν όχι και τόσο ειδυλλιακό προορισμό, από τον οποίο συνήθως δεν επέστρεφες ποτέ.

Ο Λαβρέντι Μπέρια γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1899 στο Σοχούμ της σημερινής Γεωργίας σε φτωχή αγροτική οικογένεια μιγγρελιανής καταγωγής. Το 1917 αποφοίτησε από το Πολυτεχνείο του Μπακού, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική, ενώ τον ίδιο χρόνο κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του στον τσαρικό στρατό, απ’ όπου απολύθηκε για λόγους υγείας λίγους μήνες αργότερα. Το 1919 εντάχθηκε στην Τσέκα και πολύ γρήγορα χρησιμοποιώντας διάφορες μηχανορραφίες, εκβιασμούς ακόμα και δολοφονίες έφτασε στην κορυφή της τοπικής μυστικής αστυνομίας.

Ο ίδιος είχε βάλει στόχο να φτάσει στην Μόσχα και το 1931 σε μια επίσκεψη του Στάλιν στην Γεωργία κάνει την κίνηση ΜΑΤ που θα του ανοίξει τις πόρτες του κόμματος και θα τον φέρει δίπλα στον ηγέτη της χώρας. Αποκαλύπτει και αποτρέπει μυστικό σχέδιο δολοφονίας του Στάλιν, με τις φήμες πάντως να κάνουν λόγο πως το όλο σκηνικό είχε στηθεί από τον ίδιο με στόχο να φανεί αρεστός στον Σοβιετικό ηγέτη.

Ο Στάλιν τον ανταμείβει κάνοντας ηγέτη του γεωργιανού κομμουνιστικού κόμματος και τελικά της κομματικής επιτροπής Υπερκαυκασίας. Εκείνη την περίοδο μάλιστα, την διετία 1936-38, έχει την επίβλεψη των εκτεταμένων εκκαθαρίσεων του κόμματος, του κράτους και της κοινωνίας από τα άτομα που άμεσα ή έμμεσα υπονόμευαν την σοβιετική εξουσία. Οπως τόνιζε και ο ίδιος από την στιγμή που μπορεί το ίδιο το κράτος να προβαίνει σε μαζικές δολοφονίες χωρίς κάποια συνέπεια, τότε για έναν ασήμαντο δημόσιο υπάλληλο ή έναν ζηλιάρη σύζυγο δεν θα υπάρξει καν κάποιος να κλάψει.

Η αποτελεσματικότητα του δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Στάλιν ο οποίος τον φέρνει στην Μόσχα για να γίνει το Νο2 της NKVD κάτω μόνο από τον αρχηγό Γιέζοφ. Εκείνη την περίοδο, ο Στάλιν έψαχνε τρόπο να δικαιολογήσει τις εκκαθαρίσεις και με την βοήθεια του Μπέρια βρίσκει το εξιλαστήριο θύμα ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον Γιοέζοφ. Σε μια από τις γνωστές δίκες - παρωδία της εποχής ο αρχηγός της NKVD βρίσκεται ένοχος κι εκτελείται. Ο δρόμος για τον Λαβρέντι Μπέρια είχε πλέον ανοίξει. Ο Στάλιν του εμπιστεύεται την κενή θέση και ο ίδιος θέλοντας να δείξει ένα άλλο πρόσωπο μειώνει κατά πολύ τόσο τις συλλήψεις όσο και τις εκτελέσεις σκοτώνοντας πάντως αρκετούς χιλιάδες κομμουνιστές. Παράλληλα, βρίσκει την ευκαιρία κι εξουδετερώνει την ιεραρχία της NKVD αντικαθιστώντας την με ανθρώπους της δικής του εμπιστοσύνης.

Οντας πλέον αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας σήμαινε πως παράλληλα αναλάμβανε και την ομάδα της NKVD, την Ντιναμό Μόσχας. Ο Μπέρια ήταν ποδοσφαιρόφιλος και μάλιστα στην εφηβεία αγωνιζόταν ο ίδιος στην Γεωργία (ο Σταρτόστιν στα απομνημονεύματά του είχε αποκαλύψει πως τον είχε αντιμετωπίσει ως αντίπαλο με τον Μπέρια να αγωνίζεται ως μέσος). Φανατικός οπαδός της Ντιναμό Τιφλίδας, αν και τώρα είχε στραμμένη την προσοχή του στο πως θα πετύχει η Ντιναμό Μόσχας. Μια Ντιναμό που βρισκόταν στην σκιά της Σπαρτάκ η οποία θεωρούνταν η ομάδα του λαού, αφού ως η καλύτερη της χώρας διασκέδαζε τον μοσχοβίτικο λαό με τον τρόπο παιχνιδιού της, κάτι που δεν μπορούσε με τίποτα να υπηρετήσει η Ντιναμό η οποία έπαιζε ένα πειθαρχημένο ποδόσφαιρο βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το θέαμα με τους παίκτες πιστούς στρατιώτες να εκτελούν μηχανικά τις όποιες εντολές.

Εχοντας την υποστήριξη ενός από τα πιο ισχυρά συνδικάτα της χώρας, την Κρουμσπάγια, και τα αδέρφια Σταρόστιν να τρέχουν την ομάδα, η Σπαρτάκ αποτελούσε σκληρός αντίπαλος για τον Μπέρια. Ο Γεωργιανός πολιτικός όμως ήταν αποφασισμένος να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα από όλους. Να την εξαλείψει από προσώπου γης. Επειδή όμως ακόμα και για τον ίδιο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εξαφανίσει χωρίς κάποια ιδιαίτερη αφορμή έναν ολόκληρο σύλλογο ο οποίος μάλιστα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, αποφάσισε πως η καλύτερη λύση ήταν να εξουδετερώσει τους αρχιτέκτονες της ομάδας, την οικογένεια Σταρόστιν.

Οι Νικολάι, Αντρέι, Αλεξάντερ και Πιοτρ Σταρόστιν είχαν τις καλύτερες σχέσεις με την παλιά διοίκηση της NKVD, αλλά όπως όλοι Σοβιετικοί έτσι και αυτοί ήταν φακελωμένοι από την υπηρεσία. Ο Μπέρια έδωσε εντολή για την εύρεση και συλλογή στοιχείων που θα του έδιναν την δικαιολογία για την σύλληψή τους. Εκείνο το διάστημα υπήρχαν έντονες φήμες περί παρέκκλισης από τα κομμουνιστικά ήθη του κόμματος και της Σοβιετικής Ένωσης της αποστολής της Σπαρτάκ όταν είχε λάβει μέρος σε αγώνες στο Παρίσι το 1937, ενώ και ο δυτικός και ιμπεριαλιστικός τρόπος ζωής του Νικολάι Σταρόστιν με το έντονο lifestyle και την διείσδυσή του στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας της Μόσχας δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τη NKVD. Η εύρεση ενοχοποιητικών στοιχείων είχε αγγίξει και το αγωνιστικό τμήματα της ομάδας, και το γεγονός πως η Σπαρτάκ είχε υιοθετήσει και αγωνιζόταν με το διάσημο τακτικό σύστημα WM του Χέρμπερτ Τσάπμαν της Άρσεναλ, ένα σύστημα δυτικό και ξένο για την Σοβιετική Ένωση ήταν κάποια από τα στοιχεία που είχαν εμπλουτίσει τον φάκελο του προέδρου της Σπαρτάκ. Το θέμα πλέον είχε γίνει προσωπικό για τον ηγέτη της NKVD ο οποίος δεν άντεχε να βλέπει την δημοφιλία που απολάμβανε ο Νικολάι Σταρόστιν από τους Μοσχοβίτες.

Αυτό που ήθελε ο Μπέρια ήταν μια αφορμή και το ρωσικό Κύπελλο του 1939 του την έδωσε. Τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς στην Μόσχα έλαβε μέρος ο ημιτελικός μεταξύ της Σπαρτάκ και της αγαπημένης ομάδας του Μπέρια, Ντιναμό Τιφλίδας. Μετά από ένα αμφίρροπο παιχνίδι η Σπαρτάκ επικρατεί με 2-1 με ένα αμφισβητούμενο γκολ, με την Ντιναμό να κάνει επίσημη καταγγελία πως το γκολ του Προτάσοφ δεν είχε περάσει ποτέ την γραμμή. Η προσφυγή της ομώς απορρίφθηκε και λίγες ημέρες αργότερα η Σπαρτάκ κατακτά το Κύπελλο επικρατώντας της Λένινγκραντ Στάλινετς (μετεξέλιξή της η σημερινή Ζενίτ Αγίας Πετρούπολης) με 3-1.

Η χαρά όμως δεν κρατάει πολύ αφού η Σπαρτάκ ενημερώνεται πως θα πρέπει να επαναληφθεί ο αγώνας, ενώ την ίδια ώρα ο διαιτητής του ημιτελικού, ο Ιβάν Γκορέλκιν συλλαμβάνεται για παραδειγματισμό. Η εντολή είχε φτάσει απευθείας από την Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος αν και όλοι γνώριζαν πως την απόφαση την είχε πάρει ο Μπέρια. Για πρώτη φορά στα χρονικά θα γινόταν επανάληψη ημιτελικού παρότι ήδη είχε ολοκληρωθεί η διοργάνωση και υπήρχε νικητής.

Μπροστά σε 80.000 κόσμο ο ημιτελικός επαναλαμβάνεται και η Σπαρτάκ επικρατεί ξανά της Ντιναμό Τιφλίδας με 3-2 αυτή την φορά. Είναι το τελειωτικό χτύπημα για τον Μπέρια ο οποίος αποχωρεί από το γήπεδο γεμάτος οργή. Ετσι, αποφασίζει να εκδώσει ένταλμα σύλληψης για τον Νικολάι. Μάλιστα, αναλαμβάνει ο ίδιος την ανάκριση, αφού του άρεσε να «σπάει» τον άνθρωπο που είχε απέναντι του. Οι ανακρίσεις αυτές έχουν μείνει στην ιστορία ως: «πίνοντας καφέ με τον Μπέρια» για τον τρόπο με τον οποίο πάντα κατάφερνε να αποσπάσει ομολογία.

Κάποτε ο Στάλιν δέχτηκε στο γραφείο του μια αντιπροσωπεία βιομηχανικών εργατών από τα Ουράλια. Μόλις έφυγαν έψαχνε την πίπα του για να καπνίσει, την οποία όμως δεν έβρισκε πουθενά. Φωνάζει τον Μπέρια και του λέει: «Λαβρέντι, ήταν εδώ οι εργάτες από τα Ουράλια, μόλις έφυγαν και δεν μπορώ να βρω την πίπα μου». Ο Μπέρια αμέσως τρέχει πίσω από την αντιπροσωπεία. Ο Στάλιν ψαχουλεύει λίγο ακόμα στο γραφείο του, ανοίγει ένα συρτάρι, σηκώνει κάτι χαρτιά και βρίσκει από κάτω την πίπα. Παίρνει τηλέφωνο. «Λαβρέντι, άκυρο, τη βρήκα τελικά την πίπα. Στο συρτάρι ήταν», με τον Μπέρια να απαντάει: «Α ναι; Γιατί εδώ έχουν ήδη όλοι ομολογήσει».

Εξάλλου, το αν ήσουν αθώος ή ένοχος στην Σοβιετική Ένωση δεν είχε καμία σημασία και από την στιγμή που το κράτος έμπαινε σε διαδικασία να ασχοληθεί μαζί σου τότε σήμαινε πως είχαν βρεθεί ήδη τα όποια ενοχοποιητικά στοιχεία. Ο Μπέρια κατηγορεί τον Σταρόστιν πως έχει στα χέρια του ομολογίες από το φιλικό περιβάλλον του προέδρου της Σπαρτάκ για σχέδιο δολοφονίας του Σοβιετικού ηγέτη από τους παίκτες της ομάδας οι οποίοι θα έκρυβαν τα πιστόλια τους στα σορτσάκια και μόλις δινόταν η εντολή από τον Νικολάι την ώρα που ο Στάλιν θα βρισκόταν στο γήπεδο θα τον δολοφονούσαν.

Η απόφαση για τα τέσσερα αδέρφια είναι από δέκα χρόνια εξορίας σε καταναγκαστικά έργα στα Γκούλαγκ. Τα ονόματα τους σβήνονται από όλα τα αθλητικά βιβλία και ο Νικολάι στέλνεται στο στρατόπεδο Ukhta στην Σιβηρία, μια περιοχή πετρελαιοπηγών δίπλα στην Αρκτική, ενώ σε αντίστοιχα στρατόπεδα στέλνονται και οι άλλοι τρεις. Τα αδέρφια Σταρόστιν θα ειδωθούν ξανά μετά από 12 ολόκληρα χρόνια. Ο Μπέρια είχε πετύχει τον σκοπό του. Ο Νικολάι είχε εξολοθρευτεί.

Μπορεί η Σπαρτάκ Μόσχας να έχει εξαλιφθεί, αλλά μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μια νέα δύναμη αναδύεται στα ποδοσφαιρικά δρώμενα της ΕΣΣΔ. Η ομάδα του στρατού, η ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Εκπροσωπώντας τον Κόκκινο Στρατό, είχε αντικαταστήσει την Σπαρτάκ στις καρδιές του ρώσικου λαού, απόρροια και της τεράστιας νίκης στον πόλεμο επί των Ναζί. Η ΤΣΣΚΑ κατακτά τα πέντε από τα έξι πρώτα μεταπολεμικά πρωταθλήματα, κάτι που δεν αρέσει καθόλου στον Μπέρια. Ετσι, ξεκινάει μια προσπάθεια αποδόμησης της ομάδας μέσω δωροδοκιών κι εκβιασμών με στόχο την αφαίμαξη του έμψυχου υλικού για λογαριασμό της Ντιναμό Μόσχας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε έναν από τους παίκτες δόθηκε η υπόσχεση της απελευθέρωσης των οικείων του από τα Γκούλαγκ, παρότι λίγους μήνες νωρίτερα είχαν δολοφονηθεί μετά από προσωπική εντολή του Μπέρια. Και όλα αυτά γιατί; Επειδή οι στρατηγοί του Κόκκινου Στρατού παρασημοφορήθηκαν και πήραν τις τιμές που τους αναλογούσαν για τον νικηφόρο πόλεμο με την Γερμανία του Χίτλερ, κάτι που δεν έγινε με τον ίδιο.

Τον Μάρτιο του 1953 ο Στάλιν πεθαίνει και η κλεψύδρα αρχίζει να αδειάζει για τον Λαβρέντι Μπέρια. Μένει εκτός της κούρσας διαδοχής παρά τις όποιες προσπάθειες που κάνει για αποσταλινοποίηση (τοποθέτηση Μαλένκοφ ως αρχηγού κράτους, ενώ απαγορεύει τη χρήση βασανιστηρίων κι απελευθερώνει πάνω από ένα εκατομμύριο κρατούμενους από τα Γκούλαγκ.). Συλλαμβάνεται από τον στρατάρχη Ζούκοφ και οδηγείται με συνοπτικές διαδικασίες στο δικαστήριο με βαρύ κατηγορητήριο. Τον Δεκέμβριο του 1953, καταδικάζεται κεκλεισμένων των θυρών από στρατοδικείο συνδεδεμένο μυστικά με το Κρεμλίνο, για αντισοβιετική συνωμοσία και κατασκοπία και στις 23 Δεκεμβρίου δολοφονείται. Ο μακροβιότερος αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας είχε πέσει θύμα της ίδια τους της εξουσίας.

Αλλωστε όπως έλεγε και ο ίδιος: «Δείξε μου τον άνθρωπο και θα σου βρω το έγκλημά του».

Πηγές: thefootballpink.com, jotdown.es