Αντιπερισπασμός αυτοκτονίας!

Γιώργος Ντυμένος
Η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε τον Φλεβάρη του 1821 από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας και το G-Weekend Journal προσπαθεί να «αποκωδικοποιήσει» την απόφαση του Αλέξανδρου Υψηλάντη να ανάψει εκεί την σπίθα της ελευθερίας

Η ιστορία είναι ένα δαιδαλώδες σύστημα πληροφοριών, αναλύσεων και εκτιμήσεων, κυρίως σε ότι αφορά γεγονότα που συνέβησαν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια πριν. Τότε που η τεχνολογία ήταν σε στάδιο όπου το οποιοδήποτε οπτικοακουστικό υλικό ήταν ανύπαρκτο, οπότε και στηριζόμαστε σε γραφόμενα ανθρώπων που είτε έζησαν από κοντά τα συμβάντα ή κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση στους πρωταγωνιστές τους.

Συχνά όμως επειδή οι στιγμές παραμένουν βυθισμένες στη λήθη του παρελθόντος μπορεί και να ξεχαστούν ή να περάσουν σε δεύτερη μοίρα. Αλλωστε κακά τα ψέμματα, στην Ελλάδα ποτέ δεν ψάξαμε ουσιαστικά τι μας έφερε ως εδώ. Λέμε και βαυκαλιζόμαστε πολλές φορές την φράση «όποιος ξεχνάει την ιστορία του είναι υποχρεωμένος να την ξαναζήσει» η οποία ανήκει στον Ισπανό φιλόσοφο Σανταγίανα, αλλά ποτέ μας δεν αναζητήσαμε γιατί τούτη αυτή η μικρή χώρα τρώει τις σάρκες της και δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι. Από αρχαιοτάτων χρόνων όταν και οι πόλεις-κράτη εξόντωναν η μία την άλλη.

Ετσι μένουμε επαναπαυμένοι σε διάφορους μύθους, όπως αυτόν της 25ης Μαρτίου, όπου στο μυαλό των περισσοτέρων έρχεται η μάζωξη, όπως λέγεται, των οπλαρχηγών στην Αγία Λαύρα και η ανύψωση από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό του λάβαρου της επαναστάσεως. Παρότι τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνεται πως συνέβη εκείνη την ημέρα.

Οι αψιμαχίες είχαν ήδη ξεκινήσει, η Καλαμάτα ήταν ελεύθερη, στα Καλάβρυτα η Τούρκοι βρίσκονταν υπό διωγμό, η Πελοπόννησος και η Στερεά Ε λλάδα ήταν στο πόδι και κανείς από όσους θεωρητικά βρίσκονταν την συγκεκριμένη ημέρα στο μοναστήρι, δεν επιβεβαιώνει το συμβάν στα απομνημονεύματά του. Ο σχετικός μύθος άρχισε από τον Γάλλο φιλέλληνα και περιηγητή Φρανσουά Πουκεβίλ και «βόλεψε» τον βασιλιά Οθωνα που αναζητούσε μία ημερομηνία ώστε να εορτάζεται η Εθνική Παλιγγενεσία. Ετσι όταν του προτάθηκε να συμπέσει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου εκείνος δέχθηκε και το 1838 καθιερώθηκε ως Εθνική Εορτή. Ισως και ως μία ύστερη αναγνώριση της επιθυμίας του Αλέξανδρου Υψηλάντη και των πρώτων φιλικών, που ήθελαν να συνδυαστεί ο ξεσηκωμός του Γένους με ένα σημαντικό θρησκευτικό γεγονός.

Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν και θελήσουμε να πούμε πότε ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση, θα δούμε πως η «σπίθα» της ελευθερίας φούντωσε τέτοιες μέρες, στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1821. Ηταν 22 του μηνός όταν ο Πρίγκηπας Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο και μπήκε στην Μολδοβλαχία και στις 24 Φεβρουαρίου από το Ιάσιο, δημοσιοποίησε την προκήρυξη του. Η οποία είχε σαφείς επιρροές από τα λόγια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης όπως εκείνα σώθηκαν, με πρόσθετες αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και ονομάστηκε «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».

Μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής: «Στρέψατε τοὺς ὀφθαλμούς σας, ὦ συμπατριῶται! καὶ ἴδετε τὴν ἐλεεινήν μας κατάστασιν· ἴδετε ἐδῶ τοὺς ναοὺς καπατημένους· ἐκεῖ τὰ τέκνα μας ἁρπαζόμενα, διὰ χρῆσιν ἀναιδεστάτην τῆς ἀναιδοῦς φιληδονίας τῶν βαρβάρων τυράννων μας· τοὺς οἴκους μας γεγυμνωμένους· τοὺς ἀγρούς μας λεηλατισμένους καὶ ἡμᾶς αὐτοὺς ἐλεεινὰ ἀνδράποδα. Εἶναι καιρὸς νὰ ἀποτινάξωμεν τὸν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν, νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα, νὰ κρημνίσωμεν ἀπὸ τὰ νέφη τὴν ἠμισέληνον, διὰ νὰ ὑψώσωμεν τὸ σημεῖον δι᾿ οὗ πάντοτε νικῶμεν, λέγω τὸν Σταυρόν, καὶ οὕτω νὰ ἐκδικήσωμεν τὴν Πατρίδα, καὶ τὴν ὀρθόδοξον ἡμῶν Πίστιν ἀπὸ τὴν ἀσεβῆ τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀφρόνησιν».

Ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας πέρασε στις 22 Φεβρουαρίου το φυσικό σύνορο της Ρωσίας με την Μολδαβία που είναι ο Προύθος ποταμός και η ελληνική επανάσταση ήταν πλέον γεγονός.

Σαν σήμερα, χθες, αύριο ήταν που οι Ελληνες έβαλαν τις βάσεις για την μελλοντική τους απελευθέρωση σε μία, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, κίνηση αυτοκτονίας. Η Επανάσταση στις Παραδουνάβιες περιοχές ήταν καταδικασμένη να αποτύχει αλλά και συνάμα, αποτέλεσε τον κύριο λόγο που ο Μωριάς, η Ρούμελη και τα νησιά κατάφεραν να σταθούν όρθια στους πρώτους και δύσκολους μήνες των εχθροπραξιών.

Πέρασαν πλέον 196 χρόνια και κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν αυτό ήταν εν γνώση του Αλέξανδου Υψηλάντη, ο οποίος πλέον δεν ομιλούσε σαν Υπασπιστής του Τσάρου και υποστράτηγος του ρωσικού στρατού, αλλά σαν αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Μπορούσε λοιπόν αυτός ο νεαρός μεν, τότε ήταν μόλις 29 ετών, αλλά πολύπειρος στρατιωτικός – μεταξύ άλλων στους Ναπολεόντιους πολέμους είχε χάσει το χέρι του – να υποπέσει σε τόσα πολλά στρατιωτικά και διπλωματικά λάθη;

Παρά τις προειδοποιήσεις και του Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος με επιστολή του είχε αναλύσει τους κινδύνους του εγχειρήματός του. Οπου μεταξύ άλλων επί της ουσίας του μετέφερε πως η Ρωσία δεν είναι διατεθειμένη, επί του παρόντος, να εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία. Μάλιστα ο Καποδίστριας αποτελούσε την πρώτη επιλογή για την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας και όταν αρνήθηκε ήταν εκείνος που υπέδειξε τον Υψηλάντη ως τον καταλληλότερο να αναλάβει τα ηνία. Ή μήπως αποφάσισε να θυσιάσει τον εαυτό του και τους άνδρες του, ώστε να δοθεί στη Νότια Ελλάδα ο απαραίτητος χρόνος; Η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε με έναν αντιπερισπασμό αυτοκτονίας; Κανείς δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα.

Ο Καποδίστριας είχε ενημερώσει τον Υψηλάντη πως μία ενδεχόμενη στρατιωτική κίνηση στην Μολδοβλαχία αντιμετωπίζει πολλές και αντικειμενικές δυσκολίες.

Ισως η απάντηση σε αυτό το ερώτημα να βρίσκεται σε μία επιστολή του Υψηλάντη προς τον Τσάρο Νικόλαο λίγο μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές της Βιέννης όπου κρατούνταν (θα δούμε μετά το άδοξο τέλος του), όπου στον διάδοχο και αδερφό του Τσάρου Αλέξανδρου που δεν τον υποστήριξε το 1821, τρόπο τινά «εξομολογείται» το τι συνέβη εκείνο το διάστημα.

Μέσω αναφορών που σώθηκαν μαθαίνουμε πως άφησε να εννοηθεί ότι οι κινήσεις των Ελλήνων είχαν προδοθεί και οι Τούρκοι ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν σε εκκαθαρίσεις, κάτι που θα οδηγούσε σε καταστροφή και η «φλόγα» θα έσβηνε. Για αυτό και έπρεπε να ξεκινήσουν άμεσα. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό το σκέφτονταν μετά τον θάνατο ενός φιλικού στις αρχές του Φλεβάρη στη Νάουσα. Τότε κυκλοφόρησε η φήμη πως πάνω του βρέθηκαν σημαντικά έγγραφα, που βρίσκονταν πλέον στα χέρια των Τούρκων, που με την σειρά τους θα ξετύλιγαν άμεσα το κουβάρι της Φιλικής Εταιρείας.

Το παραπάνω ενισχύεται από το γεγονός πως πέρασε στην Μολδαβία με ελάχιστους άνδρες, λίγους οπλαρχηγούς και χωρίς να ενημερώσει εκείνους τους Νοτίου Ελλάδος. Παρότι βρίσκονταν σε επαφή μαζί τους και μάλιστα σε αλληλογραφία του με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στα τέλη του 1820, την οποία αποκαλύπτει ο «Γέρος του Μοριά» στα απομνημονεύματά του, του μετέφερε πως επιθυμία του ήταν η επανάσταση να αρχίσει από την Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα τους πρώτους μήνες του 1821 και αν δύναται, ανήμερα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Αρα η πρόθεσή του να γίνει αρχή στη Νότια Ελλάδα και να συμπέσει η έναρξη των εχθροπραξιών με μία σημαντική θρησκευτική γιορτή του γένους, προβάλει ως δεδομένη και επιβεβαιώνεται από πολλές πηγές. Αλλωστε κάτι ανάλογο είχε αποφασιστεί και στην συνέλευση της Βοστίτσας στις αρχές του έτους. Ομως εκείνος έπραξε το αντίθετο.

Ο «Γέρος του Μοριά» είχε επικοινωνία με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, όμως τόσο εκείνος όσο και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί της Νοτίου Ελλάδας φαίνεται πως δεν ήταν ενήμεροι για τις προθέσεις του.

Ετσι υπάρχουν πλέον ισχυρές ενδείξεις πως ο Υψηλάντης βρέθηκε προ τετελεσμένων γεγονότων. Στους συνεργάτες του ωστόσο όχι μόνο δεν αποκάλυψε κάτι τέτοιο, αλλά ανέλυσε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο που όμως άγγιζε τα όρια της ουτοπίας. Επιθυμούσε λοιπόν μία ταυτόχρονη επανάσταση όλων των εθνών της βαλκανικής και θεωρούσε πως αυτό θα συμβεί. Χωρίς ωστόσο οι συνθήκες να ευνοούσαν κάτι τέτοιο.

Οι Σέρβοι πριν από λίγα χρόνια είχαν κερδίσει μερικά προνόμια και ένα είδος αυτονομίας και μπορεί οι Ελληνες να υποστήριζαν τον Αλή Πασά στην διαμάχη του με τον σουλτάνο, εκείνοι όμως σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσαν την επικράτησή του, γιατί τότε η επικράτειά τους θα περνούσε στην σφαίρα επιρροής του. Αυτόματα δεν ήθελαν να πάρουν τα όπλα εναντίον των Τούρκων και να ανοίξουν ακόμη ένα μέτωπο, ξέχωρα ότι θα έχαναν τα κεκτημένα που κέρδισαν με πολύ αίμα το 1814 και χάρη στην παρέμβαση της Ρωσίας, σε περίπτωση που το κίνημα οδηγούνταν σε αποτυχία. Μάλιστα υπάρχουν υπόνοιες πως εκείνα τα χρόνια τόσο οι Ελληνες όσο και οι Σέρβοι δεν εμπιστεύονταν απόλυτα οι μεν τους δε, καθώς υπήρχαν μεταξύ τους εδαφικές διαφορές.

Οι Ρουμάνοι από την πλευρά τους και γενικότερα οι υπόλοιποι κάτοικοι τον Παραδουνάβιων περιοχών, δεν ένιωθαν την πίεση των Τούρκων όπως συνέβαινε στην ηπειρωτική Ελλάδα, γιατί τότε ο συγκεκριμένος γεωγραφικός χώρος ήταν αποστρατικοποιημένος και εκτός από μία μικρή φρουρά που εκτελούσε χρέη αστυνομίας, δεν υπήρχε άλλη τουρκική δύναμη.

Την ίδια στιγμή οι Βούλγαροι, κυρίως εκείνοι των Νότιων και παραθαλάσσιων περιοχών, ένιωθαν ως ο εύκολος στόχος, καθώς θα ήταν οι πρώτοι που θα δέχονταν το βάρος της ενδεχόμενης τουρκικής στρατιωτικής επίθεσης, οπότε ούτε εκείνοι έδειχναν «ζεστοί» σε παράτολμες ενέργειες, χωρίς να υπάρχει ξεκάθαρη δέσμευση πως θα τους βοηθούσε ξένη δύναμη και στην προκειμένη περίπτωση η Ρωσία. Αλλά πώς να συνέβαινε αυτό;

Εκείνο τον καιρό ήταν σε εξέλιξη ή είχαν μόλις καταστείλει κινήματα σε Ισπανία και Ιταλία, κάτι που είχε θορυβήσει όλες τις ευρωπαϊκές αυλές. Η Ιερή Συμμαχία βρίσκονταν στο απόγειό της και η Ρωσία μέσω του Τσάρου Αλέξανδρου είχε περιέλθει σε δύσκολη θέση. Αν εμπλέκονταν σε νέο πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά πάσα πιθανότητα θα είχε απέναντί της σύσσωμες τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, καθώς θα θεωρούνταν η υποκινήτρια των επαναστατικών κινημάτων στα Βαλκάνια, άρα και εκείνη που επιθυμεί να αλλάξει το ευρωπαϊκό status quo.

Αντίθετα το 1827 ήταν η πρωτεργάτισσα της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου αλλά τότε και τα συμφέροντά της ήταν διαφορετικά, αλλά και τα δεδομένα στην Γηραιά Ηπειρο είχαν αλλάξει. Πάντως εκ των υστέρων αναγνωρίζεται στον Τσάρο Αλέξανδρο ότι διατήρησε τον Ιωάννη Καποδίστρια σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις της ρωσικής διπλωματίας και έτσι τα πρώτα ψηφίσματα μετά την ελληνική επανάσταση δεν ήταν τόσο καταδικαστικά, όσο θα ήθελε ο πρωτεργάτης τους Κλέμενς φον Μέττερνιχ.

Ιδιαίτερα εκείνο του συνεδρίου του Λάιμπαχ, όπου ήταν συγκεντρωμένες όλες οι μεγάλες δυνάμεις και σε αυτό ενημερώθηκαν για την κατάσταση στην Μολδοβλαχία. Ο Αυστριακός διπλωμάτης ζήτησε επίμονα την ένοπλη επέμβαση για την καταστολή της Επανάστασης, όμως ο Καποδίστριας «ελίχθηκε» με την ανοχή του Τσάρου και κάτι τέτοιο αποφεύχθηκε.

Αυτό επέτρεψε στο να εδραιωθεί η επανάσταση και σταδιακά το ελληνικό ζήτημα απέκτησε πρωτεύουσα θέση στην ατζέντα όλων των ευρωπαϊκών αυλών. Ετσι υπάρχει το συμπέρασμα πως ο Τσάρος Αλέξανδρος ναι μεν δεν βοήθησε ένοπλα τους Ελληνες, όμως σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής αφήνοντας τον μετέπειτα Κυβερνήτη να πάρει ορισμένες πρωτοβουλίες ως ευφυής πολιτικός που ήταν, την βοήθησε να «μεγαλώσει».

Υπό αυτές τις συνθήκες μοναδικός σύμμαχος του Υψηλάντη ήταν ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου. Ο Βλάχος οπλαρχηγός ήταν μυημένος στην Φιλική Εταιρεία, οι δύο άνδρες αρχικά συνεργάστηκαν άψογα, είχαν ορισμένες στρατιωτικές επιτυχίες (π.χ. την κατάληψη του Βουκουρεστίου), όμως μετά βρέθηκαν σε σύγκρουση και τελικά συνελήφθη από τον Γεωργάκη Ολύμπιο και εκτελέστηκε.

Ο Τσάρος Αλέξανδρος επέτρεψε μεν την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στην Μολδοβλαχία, αλλά άφησε στον Καποδίστρια να ελιχθεί διπλωματικά στο συνέδριο του Λάιμπαχ και έτσι ευρωπαϊκές δυνάμεις καταδίκασαν μόνο σε προφορικό επίπεδο την ελληνική επανάσταση.

Ολα τα παραπάνω λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να μην τα γνωρίζει ο Υψηλάντης, πόσο μάλλον όταν ο πατέρας του και ο παππούς του είχαν διατελέσει ηγεμόνες της περιοχής, άρα ήξερε καλά πρόσωπα και πράγματα στον ευρύτερο χώρο. Ομως προχώρησε στο εγχείρημά του. Μάλιστα στο Ιάσιο αναβίωσε το βυζαντινό τελετουργικό, καθώς πήρε από τις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές τη σημαία όπως, έκαναν οι αυτοκράτορες – είχε την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» - και κάλεσε τους Ελληνες στα όπλα.

Οι εχθροπραξίες στην Μολδοβλαχία διήρκεσαν περίπου επτά μήνες και επί της ουσίας ο άνισος αγώνας κρίθηκε μόλις ο Τσάρος Αλέξανδρος για να διαλύσει κάθε υπόνοια ότι υποστήριζε τον πρώην υπασπιστή του, όχι μόνο τον διέγραψε από τις λίστες του ρωσικού στρατού, αλλά παράλληλα επέτρεψε σε οθωμανικά σώματα να εισέλθουν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (σε αυτές οι Τούρκοι διατηρούσαν μεν τον έλεγχο, αλλά χρειάζονταν το πράσινο φως από την Ρωσία για να εισέλθει στρατός τους και ήταν σε ένα τρόπο τινά ημιαυτόνομο καθεστώς υπό την προστασία του Τσάρου).

Λίγο αργότερα ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' για να αποφευχθούν τα αντίποινα αφόρισε τον Υψηλάντη και όσους πήραν τα όπλα εναντίον των Τούρκων, αν και τελικά τόσο εκείνος όσο και περίπου οι μισοί από τους 23 ιερωμένους που υπέγραψαν το αφοριστικό κείμενο, πλήρωσαν με την ζωή τους την δίψα των Οθωμανών για αίμα και εκδίκηση.

Ετσι ο αρχηγός της Φιλικής και οι σύντροφοί του βρέθηκαν απομονωμένοι και παρά τις πρώτες νίκες, υπέστησαν συντριπτική ήττα στη μάχη του Δραγατσανίου και κάπου εκεί η επανάσταση «έσβησε». Ομως ανέτειλε ο θρύλος του «Ιερού Λόχου» των 500 σπουδαστών, εκ των οποίων οι περισσότεροι έπεσαν με αυτοθυσία στις 7 Ιουνίου και όσοι απέμειναν από τους μαυροφορεμένους μαχητές-μαθητές της ελευθερίας με τα περίεργα καπέλα (είχαν μία νεκροκεφαλή και σταυρωτά κόκαλα), έδωσαν λίγο αργότερα τον ύστατο αγών στη Μονή Σέκου, με ηγέτη τον Γεωργάκη Ολύμπιο, οποίος αυτοανατινάχθηκε στο καμπαναριό της.

Το μνημείο των Ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι της Ρουμανίας.

Ο Υψηλάντης με ελάχιστους συμπολεμιστές του έφτασε στα σύνορα με την Αυστρία, όπου φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου του 1827. Κατά την διάρκεια της κράτησής του οργανώθηκαν αρκετά σχέδια απόδρασής του, αλλά εκείνος δεν θέλησε να αφήσει πίσω του συντρόφους του. Οταν πλέον έσπασαν τα δεσμά του, ήταν πάμπτωχος και υγεία του είχε κλονιστεί, καθώς φαίνεται πως έπασχε από μυοτονική δυστροφία.

Περίπου δύο μήνες μετά, τον Νοέμβριο του 1828 πέθανε και μάλιστα ως τελευταία του επιθυμία ήταν να μεταφερθεί η καρδιά του στην Ελλάδα, κάτι το οποίο έγινε πράξη. Το σώμα του τάφηκε στην Βιέννη, όμως η καρδιά του ταριχεύτηκε από τον αδερφό του Γεώργιο και το 1843 έφτασε στην Αθήνα μετά από σχετικό αίτημά του προς τον βασιλιά Οθωνα, το οποίο και έγινε αποδεκτό. Αρχικά τοποθετήθηκε στην τότε Μητρόπολη Αγία Ειρήνη, ενώ το 1854 μεταφέρθηκε μαζί με εκείνη του Γιώργιου Υψηλάντη στο εκκλησάκι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Το οποίο χτίστηκε δίπλα στο ορφανοτροφείο που ανεγέρθηκε εκεί μετά από ενέργειες της βασίλισσας Αμαλίας, ώστε να στεγαστούν τα παιδιά που έχασαν τους γονείς τους στην επιδημία χολέρας που «θέρισε» την χώρα.

Η χήρα του αδερφού του, Μαρία Υψηλάντη Μουρουζή ήταν κυρία επί των τιμών της Αμαλίας και θέλησε να απομακρύνει την καρδιά τόσο του συζύγου της όσο και του αρχηγού της φιλικής εταιρείας από το προσκήνιο, καθώς θεωρούσε πως το κράτος δεν σεβάστηκε την προσφορά των Υψηλάντηδων στον αγώνα.

Ετσι έμεινε εκεί κλειδωμένη για πολλές δεκαετίες, μέχρι που το «μυστικό» μαθεύτηκε, το ορφανοτροφείο γκρεμίστηκε μετά από περίπου έναν αιώνα όμως το εκκλησάκι παρέμεινε όρθιο και πλέον η ταριχευμένη καρδιά του Υψηλάντη φυλάσσεται εκεί με όλες τις πρέπουσες τιμές. Μάλιστα το 2016 έγινε για πρώτη φορά επιμνημόσυνη δέηση, παρουσία και της πολιτικής ηγεσίας του τόπου, ενώ από το 1964 στην Ελλάδα βρίσκονται και τα οστά του. Στο Μίσιγκαν προς τιμήν του υπάρχει πόλη με το όνομά του που λέγεται Ypsilanti Township, με πληθυσμό που ξεπερνά τους 50.000 κατοίκους, ενώ στην Ρουμανία πολλοί οδοί έχουν τόσο το δικό του όνομα, όσο και προγόνων του που διατέλεσαν ηγεμόνες στα παλαιότερα χρόνια.

Η είσοδος της πόλης Ypsilanti Township, που πήρε το όνομά της από τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας.

Ετσι ολοκληρώθηκαν οι εχθροπραξίες στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας και πλέον, όσο περνά ο καιρός, όλο και περισσότεροι ιστορικοί δεν την θεωρούν ξεχωριστή κίνηση από εκείνη την 25ης Μαρτίου, αλλά την αρχή της Ελληνικής επανάστασης. Αλλωστε για περίπου δύο χρόνια μετά την παύση των μαχών και την εξάλειψη κάθε αντίστασης, ο σουλτάνος διατηρούσε στην ευρύτερη περιοχή ισχυρά στρατεύματα, καθώς δεν είχε εμπιστοσύνη στους Ρώσους και πίστευε πως τα όσα προηγήθηκαν ήταν ένα τέχνασμα, ώστε να πιστέψει ότι η εκεί «φωτιά» έσβησε, να επικεντρωθεί στη Νότια Ελλάδα για να μείνουν τα νώτα του αφύλαχτα και να ξεκινήσει έτσι ένας νέος ρωσσοτουρκικός πόλεμος.

Οσο για τους Υψυλάντηδες, τόσο τον Αλέξανδρο όσο και τον Δημήτρη, ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του ίσως μεταφέρει περισσότερο ανάγλυφα από κάθε άλλον την προσφορά τους στην χώρα.«Θυσίασαν πλούτο, βιος και τη ζωή τους για την επαναστάση. Ο ένας την άνοιξε και ο άλλους την έκλεισε», έγραψε μεταξύ άλλων, καθώς ο Δημήτριος Υψυλάντης ήταν στις 12 Σεπτεμβρίου του 1829 ο αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος στη μάχη της Πέτρας.

Η οποία και έκλεισε τον οκταετή πόλεμο. Λίγο αργότερα, στις 3 Φλεβάρη του 1830 με το νέο ημερολόγιο, σχεδόν εννέα χρόνια μετά από την κίνηση του Υψηλάντη να περάσει τον Προύθο ποταμό, υπογράφηκε από την Αγγλία, την Γαλλία και την Ρωσία το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Η Ελλάδα πλέον ήταν ένα ανεξάρτητο κράτος.

Το ταφικό μνημείο του Αλέξανδρου Υψηλάντη στο Πεδίο του Αρεως.