Χθες τα Φώτα, σήμερα τα σκοτάδια! (vid)

Miltos+
Πώς μπορεί να συνδέεται ο αγιασμός των υδάτων με ένα νυχτερινό καταγώγιο κι ένα ιστορικό στριπτίζ; Στις «ρετρό ιστορίες» του Μίλτου του Νταλικέρη, όλα γίνονται...

Ανήμερα των Φώτων, πρώτα πηγαίναμε να βουτήξουμε το σταυρό για να αγιάσουμε τα ύδατα και μετά βουτάγαμε οι ίδιοι στο αγιασμένο ύδωρ που πρόσφερε ο καφενές του Μπάφα. Παραδοσιακή ημέρα τσιπουροκατάνυξης στο χωριό, κατά την οποία ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις που περνούσαν γυναίκες το κατώφλι του καφενέ. Μόνο τα Φώτα, στα πανηγύρια και της περιοχής και σε κηδείες και μνημόσυνα έμπαιναν στα άδυτα του στεκιού των ανδρών οι συμβίες τους. Βέβαια, υπό όρους. Για παράδειγμα, στο καλύτερο τραπέζι του μαγαζιού, μπροστά στο τζάκι, πάντα καθόταν ο Μαστρομανέλος (και σε συγκεκριμένη θέση), ο Πέτρος της Κουφής, ο ίδιος ο Μπάφας όταν τέλειωνε με το σερβίρισμα, ο πατέρας του φίλου μου του Φώτη ο Σαυρογιώργης, ο ανεπίτρεπτος επίτροπος της εκκλησίας ο κυρ-Νίκος ο Κολλαμίας και κάποιες φορές κι ο δήμαρχος ο Γιωργομάκος, εφόσον εκείνη την περίοδο τα είχε καλά με τον Μαστρομανέλο. Εκείνη τη χρονιά δεν τα είχε...

Οι γυναίκες κάθονταν μαζεμένες σε άλλο τραπέζι, παράμερα, αλλά όχι και μακριά από τους άντρες τους. Εκείνοι νόμιζαν πως έτσι τις έλεγχαν με τα μάτια, ωστόσο στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο, καθώς σύντομα οι άντρες γίνονταν δαυλιά και δεν μπορούσαν να ελέγξουν ούτε τον εαυτό τους. Εκείνη τη χρονιά στο τραπέζι αυτό κάθισαν η Πολυξένη του Μαστρομανέλου, η Δωροθέα η Ζαβή, η Νίτσα του Μήτρου του Μαμούα και οι μανάδες μας, εμένα, του Φώτη, του Πέτρου και του Δεμπασκαλά. Ήμασταν όλοι υπό έλεγχο και σε ασφυκτικό κλοιό, έστω κι αν ρίχναμε συνέχεια λοξές ματιές προς τη Νίτσα του Μήτσου του Μαμούα, που ήταν η πιο όμορφη και η πιο πεταχτή σε όλο τον μαχαλά και που πρώτα την κανόνιζε ο Τερζόφ ο οδοντογιατρός και μετά ο πιο καπάτσος ανάμεσά μας, ο Δεμπασκαλάς.

Ο Μαστρομανέλος παραδοσιακά φρόντιζε το τζάκι. Να είναι πάντα φουντωμένο και να υπάρχουν μεγάλα κούτσουρα καβάτζα, ώστε να μην χρειαστεί να βγει κανένας μεθυσμένος έξω, να πάει στην αποθήκη να φέρει ξύλα, γιατί θα τον βρίσκαμε μετά από μέρες ...ξυλιασμένο -και χωρίς ξύλα- στη διαδρομή. Εννοείται, πως όλα αυτά ο Μαστρομανέλος τα φρόντιζε ...από μακριά. Έδινε οδηγίες. Έζευε από τα πριν τον Δεμπασκαλά σαν βόδι και παρότι εκείνος αρχικά του ξεκαθάριζε «δεν πας καλά», τελικά κουβάλαγε ίσαμε ένα κάρο ξύλα μπροστά στο τζάκι, τόσα που θα έφταναν να ψήσουν ένα κοπάδι αρνιά.

Κάποια στιγμή, μετά από τόσα τσίπουρα και με το τζάκι «στη διαπασών» όπως έλεγε ο ίδιος, ο Μαστρομανέλος πύρωσε. Κι άρχισε το ...στριπτίζ. Πρώτα έβγαλε την πατατούκα, μετά μια ζακέτα που φόραγε από μέσα, έλυσε και τη γραβάτα που φόραγε ένεκα της ημέρας κι αρχίσαμε να φοβόμαστε τα χειρότερα. Ειδικά όταν σηκώθηκε από το τραπέζι και φώναξε τον εορτάζοντα Φώτη να του πει κάτι εμπιστευτικά. «Πάμε έξω να μιλήσουμε για δουλειές. Είπα», του είπε κι έκανε νόημα να βγουν από τον καφενέ για να συνεννοηθούν. Βέβαια, το ενδεχόμενο να μίλαγαν ο Μαστρομανέλος με τον Φώτη για δουλειές, ήταν τόσο πιθανό όσο να μιλήσουν οι δυο τους για τον σκανδιναβικό μινιμαλισμό. Ο Μαστρομανέλος άνοιγε το γκαράζι μόνο όταν δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει, ενώ ο Φώτης ακόμα και τώρα, εικοσιτόσα χρόνια μετά, παίρνει πνευματικά δικαιώματα από τον Μπαμπινιώτη που έχει βάλει τη φωτογραφία του δίπλα στα συνώνυμα «αχαΐρευτος» και «κοπρόσκυλο» του λεξικού του. Τέλος πάντων, αφού «είπε» ο Μαστρομανέλος, ο Φώτης όφειλε να τον ακολουθήσει.

Τότε είδαμε ένα μοναδικό θέαμα. Τον Μαστρομανέλο να περπατάει μέσα στον καφενέ φορώντας -εκτός από τα ρούχα που του είχαν ...περισσέψει- μία κάλτσα! Είχε βγάλει τα παπούτσια και διέσχιζε τον καφενέ προς τα έξω φορώντας μόνο τη μία κάλτσα. Και βγήκε έξω, στο χιονιά, έτσι ξεκάλτσωτος. Τους βλέπαμε από μέσα που κάτι έλεγε του Φώτη, ενώ εκείνος του έδειχνε κατά κάτω, την κάλτσα που έλειπε. Όταν μπήκαν μέσα, ο Μαστρομανέλος πήγε φουριόζος προς το τραπέζι του και γύρισε αγριεμένος προς τη γυναίκα του: «Πολυξένη, πού είναι μωρή η κάλτσα μου;». Εκείνη, μπροστά στα χλευαστικά βλέμματα των άλλων γυναικών και ξέροντας πως η Δωροθέα η Ζαβή θα την έβγαζε βούκινο, αποφάσισε να διαχωρίσει τη θέση της από τον άντρα της κι έσταξε το δηλητήριο αψηφώντας τις συνέπειες: «Εκεί που την έβγαλες. Θα κάνει παρέα στα παπούτσια σου».

Έκανε...

Αλλά δεν έκανε να του μιλήσει έτσι μπροστά σε τόσο κόσμο, γιατί αν ο Μαστρομανέλος στεγνός (σπάνια) ήταν άγιος άνθρωπος, ο Μαστρομανέλος πιωμένος (συνήθως) ήταν ο διάβολος μεταμορφωμένος σε γκαραζιέρη. «Πολυξένη, σπίτι. Είπα», είπε κι η Πολυξένη μόνο σε ένα μπορούσε να ελπίζει πλέον για να μην τη βρει κανένα κακό. Να πάει αυτή στο σπίτι αμέσως και να αργήσει πολύ ο Μαστρομανέλος. Ή, να μην πάει καθόλου ο ένας από τους δύο για να μη συναντηθούν. Επέλεξε την πρώτη λύση κι έφυγε άρον άρον για το σπίτι, χαιρετώντας με χριστιανικές ευχές τη γυναικοπαρέα, τη στιγμή που η αντροπαρέα άκουγε άλλου είδους χριστιανικές ευχές από το στόμα του Μαστρομανέλου, που πάσχιζε να βάλει την κάλτσα και να δέσει τα παπούτσια μισοσκυμμένος κάτω από το τραπέζι.

Μετά την αποχώρηση της Πολυξένης και μέσα σε βαρύ κλίμα, οι γυναίκες η μία μετά την άλλη έβρισκαν πρόφαση να αποχωρήσουν. Όταν στον καφενέ μείναμε εμείς κι εμείς, ρωτήσαμε τον Φώτη τι τον ήθελε ο Μαστρομανέλος. «Να μου κάνει δώρο για τη γιορτή μου», απάντησε. «Τι δώρο, ρε Φώτη; Κι από πού κι ως πού;», ξαναρωτήσαμε. «Μάλλον ψάχνει πρόφαση για να πάει στα Γιάννενα, στο κωλόμπαρο, και με θέλει για κάλυψη. Καλά θα περάσουμε. Δεν έρχεστε κι εσείς;», πρότεινε. «Δεν πας καλά», του απάντησε ο Δεμπασκαλάς. Αλλά πήγαμε...

Το θετικό είναι ότι ο Μαστρομανέλος έδωσε τα κλειδιά του αγροτικού στον Πέτρο τον Αρμένη κι έτσι φτάσαμε σώοι κι αβλαβείς. Γιατί αν οδηγούσε ο ίδιος θα μας βρίσκανε σε καμιά γκρεμίλα όταν έλιωναν τα χιόνια. Στη διαδρομή ο Μαστρομανέλος άφησε ανοικτό το παράθυρο και μέχρι να φτάσουμε είχε ξενερώσει. Εμείς, όσο κι αν σκεπαστήκαμε και κουβαριαστήκαμε στην καρότσα του Τουότα, φτάσαμε κασάτοι. Όταν μπήκαμε στο μπαρ, ο Μαστρομανέλος μας ξηγήθηκε αντρίκια: «Μάγκες, εγώ ήθελα να κεράσω ένα κορίτσι τον Φωτάκο. Αφού σας κάλεσε όλους, θα σας κεράσω τα ποτά, αλλά κορίτσι δεν έχει. Τα κορίτσια, δικά σας. Είπα». Αφού είπε, κάτσαμε σε ένα γωνιακό τραπέζι να πιούμε μπας και ζεσταθούμε, ενώ εκείνος πήγε κατά το μπαρ κι έπιασε το μπίρι μπίρι με μια ξανθιά, που δεν ήταν Ελληνίδα, αλλά δεν ήταν και Ρωσίδα, γιατί τότε ακόμα δεν είχαν γίνει μόδα τα Ρωσιδάδικα. Η συγκεκριμένη κατηγορία οικονομικών μεταναστριών μας προέκυψε τα αμέσως επόμενα χρόνια...

Προφανώς, ο Μαστρομανέλος το ήξερε το κορίτσι γιατί κάποια στιγμή, μετά από αρκετά ξίδια, πέρασε από το τραπέζι να μας το συστήσει και να κάνει το κομμάτι του. «Από ΄δώ η Γιορντάνα», μας είπε, «Γιορντάνκα», τον διόρθωσε η Βουλγάρα (όπως μάθαμε αργότερα), συστηθήκαμε κι εμείς, αλλά πριν προλάβουμε να ολοκληρώσουμε τις συστάσεις και τα χαμόγελα, ο Μαστρομανέλος την είχε βουτήξει και την πήγαινε κατά τις τουαλέτες τσιμπώντας την στον πισινό. Μετά από λίγο βγήκε η Γιορντάνκα, αλλά όχι κι ο Μαστρομανέλος. «Δεν πας να δεις μην έπαθε τίποτα;», είπε ο Φώτης του Δεμπασκαλά, εκείνος απέκλεισε το ενδεχόμενο να σηκωθεί με το απόλυτο επιχείρημα «δεν πας καλά» και τελικά σηκωθήκαμε εγώ κι ο Πέτρος. Βρήκαμε τον Μαστρομανέλο πάλι με μία κάλτσα, χωρίς παπούτσια, με το πανταλόνι μισοφορεμένο, να ψάχνει τριγύρω ό,τι του έλειπε και να προσπαθεί ταυτόχρονα να κουμπώσει -στραβά- το πουκάμισο. Ναι, είχε πάει να κανονίσει τη Βουλγάρα στις τουαλέτες και ένιωσε τόσο άνετα που έβγαλε τα ρούχα του! «Βοηθάτε να βρούμε την κάλτσα και τσιμουδιά. Είπα», είπε κι αρχίσαμε να ψάχνουμε. Αλλά δεν βρήκαμε την κάλτσα

Την οποία τελικά βρήκαμε αργότερα, στο ταξίδι της επιστροφής, όταν και πάλι ο Μαστρομανέλος έβγαλε τα παπούτσια του μέσα στο αγροτικό. Όταν φτάσαμε κι ενώ ο μάστορας είχε αποκοιμηθεί στη θέση του συνοδηγού, μας φώναξε ο Πέτρος για να δούμε τα κατορθώματά του. Είχε φορέσει και τις δύο κάλτσες στο ίδιο ποδάρι και μετά μας έβαλε να ψάχνουμε τη χαμένη ο χαμένος...

Μέχρι να ξεχάσω εκείνα τα Φώτα που ο Μαστρομανέλος μας άλλαξε τα φώτα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.