Αρχίζω την επανάσταση χωρίς εσάς!

Miltos+
Αρχίζω την επανάσταση χωρίς εσάς!
«Αρχίστε την επανάσταση χωρίς εμένα» ή το αντίστροφο; Όταν η εξουσία «προκαλεί», καμιά φορά συμβαίνει και το δεύτερο, όπως στη ρετρό ιστορία του Μίλτου του Νταλικέρη. Απολαύστε τη...

Εκ των βασικών πρωταγωνιστών της προηγούμενης ρετρό ιστορίας μας, ήταν ο Ντούζας με το τρίκυκλο. «Τι εστί Ντούζας;», αναρωτήθηκαν κάποιοι από τους φίλους που επικοινώνησαν μαζί μου τις επόμενες μέρες, βλέποντας «ψωμί» στο συγκεκριμένο περιφερειακό μέλος της παλιοπαρέας των έιτις. Ψωμί και τυρί, λέω εγώ, γιατό ο Ντούζας με το τρίκυκλο είχε ...πολύ μαμ!

Ο Ντούζας ήταν καλό παλικάρι, αλλά όταν έπινε ένα-δυο τσίπουρα στον καφενέ του Μπάφα, γινόταν ικανός για όλα. Κακό δεν έκανε σε κανέναν. Εξαίρεση στον κανόνα της καλοσύνης του, ήταν ο Δήμαρχος, ο Γιωργομάκος. Στην αρχή ο Ντούζας του ζήτησε «δουλειά στον Άγιο Δημόσιο» για να τον ψηφίσει, αλλά έγινε μόνο το ένα από τα δύο. Αυτός ψήφισε Γιωργομάκο, αλλά ο Γιωργομάκος δεν τον έβαλε στον Άγιο Δημόσιο. Μετά ο Ντούζας ...ανακαίνισε την επιχείρηση που του είχε αφήσει ο μακαρίτης ο πατέρας του: το τρίκυκλο. Το έβαψε, του πέρασε καινούργια αλυσίδα, το πήγε και στο γκαράζι του Μαστρομανέλου για να λύσουν και να ξαναδέσουν τη μηχανή και το έφτιαξε τζιτζιλόνι. Μόλις το κυκλοφόρησε, ξαναπήγε στον Γιωργομάκο και του είπε: «Αφού δεν μου έδωσες δουλειά, θα μου δίνεις δουλειές». Εννοώντας πως ήθελε να αναλάβει μεταφορές και μικροδουλειές του Δήμου με όχημα το τρίκυκλο. «Τι να κουβαλήσεις, ρε, με το τρίκυκλο; Ούτε τα γκογκόβια μου δεν μπορεί να σηκώσει», ισχυρίστηκε ο Ντούζας πως του είπε ο Γιωργομάκος, ο οποίος με τη σειρά του διέρρεε πως ο Ντούζας τον έβρισε λέγοντας πως «στις εκλογές θα πάρεις τα γκογκόβια μου» και πως -ως άλλος Χλαπάτσας- τον απείλησε «θα σου δείξω εγώ, θα δεις τι θα πάθεις».

Είδε...

Ο Γιωργομάκος, βέβαια, δεν είχε άλλο τρόπο να πληγώνει τον Ντούζα, παρά μόνο στερώντας του τις δοσοληψίες με τον Δήμο. Έβαζε, βέβαια, και λόγια στη γειτονιά να μην του δίνουν δουλειές γιατί «είναι για ζουρλομανδύα και θα σας κάνει ζημιές», ωστόσο όλοι οι γείτονες τον συμπαθούσαν τον Ντούζα κι όλο και κάτι του φόρτωναν να κουβαλάει: σακιά με πατάτες και κρεμμύδια από την αγορά ο κυρ-Στάμος ο μπακάλης, άλευρα ο κυρ-Λάζαρος ο φούρναρης, αναψυκτικά και μπίρες ο Μπάφας ο καφετζής, έβγαζε το μεροκάματο το τρίκυκλο. Ο Ντούζας, από την άλλη, έλεγε «θα τον ξεφτιλίσω» και με το φτωχό του, το ζαλισμένο από τα τσίπουρα μυαλό, καταπιανόταν με διάφορα ιστορικά σαμποτάζ. Όλα σε σχέση με το μεγάλο καμάρι του Γιωργομάκου, την περίφημη «Πλατεία Γεωργίου Μάκου» όπως την βάφτισε ο Δήμαρχος με το όνομά του ή «Πλατεία Δημαρχείου» όπως την έλεγαν παλιά ή «Πασαρέλα» όπως τη λέγαμε εμείς, που τη στήναμε απέναντι, στον καφενέ του Μπάφα, για να κοζάρουμε τα κορίτσια που έπαιζαν ή γάμπριζαν στην πλατεία.

Ο Γιωργομάκος, στην τελευταία ανακαίνιση της πλατείας, η οποία ήταν προέκταση του Δημαρχείου, είχε προχωρήσει σε «μεγάλες εικαστικές καινοτομίες», όπως του είχε γράψει στο λόγο των εγκαινίων η γραμματέας του, γνωστή ως «κόρη του Μητσοδήμου», ώστε να μην τη συγχέουμε με την αχαΐρευτη ξαδέρφη της, που ήταν «κόρη του Μητροδήμου» (ε, με κάποιον τρόπο έπρεπε να ξεχωρίζουμε τους δύο Δημήτριους Δήμου - Μήτσος ο ένας, Μήτρος ο άλλος). Όταν το διάβασε συλλαβιστά ο Γιωργομάκος εκείνο το «ει-κα-στι-κές και-νο-το-μί-ες» και είδε τον κόσμο από κάτω με ανοικτά τα στόματα, έσπευσε να ...μεταφράσει. «Παράδεισο σας έφτιαξα. Σιντριβάνι, λιμνούλα με ψάρια, γρασίδι, λουλούδια, πού τα είχατε δει αυτά πριν, αγαπητοί συμπολίτες;», αναρωτήθηκε κι αυτό το τελευταίο με τους συμπολίτες, το ξεστόμισε λες κι είπε «πού τα είχατε δει αυτά πριν, ρε χαϊβάνια;»!

Τέλος πάντων, αυτό το σιντριβάνι κι αυτή η λιμνούλα μπήκαν στο στόχαστρο του Ντούζα. Την πρώτη φορά, μόλις το σιντριβάνι πήρε μπρος για τα απογευματινά του σχέδια, ο Ντούζας σηκώθηκε από τον καφενέ, μπήκε τρεκλίζοντας από τα τσίπουρα στο μπακάλικο του κυρ-Στάμου, πήρε ένα τάιντ ζεντ κέι για πλύσιμο στο χέρι και πήγε και το άδειασε ολόκληρο εκεί που έσκαγε το πολύ νερό από τους πίδακες. Το αποτέλεσμα ήταν ορατό σε όλη τη γειτονιά, αλλά η Δωροθέα η Ζαβή έκρινε σκόπιμο να κάνει απευθείας αναμετάδοση, περιδιαβαίνοντας τα σπίτια με το «πι»: «Τους είδατε τους αφροί; Γέμισε ο τόπος. Μέχρι τον καφενέ του Μπάφα κι ακόμα παραπέρα έφτακαν. Εκείνο το ζουρλό με το τρίκυκλο λένε πως τό ΄κανε». Ο Γιωργομάκος δεν αντέδρασε, γιατί δεν υπήρχαν αποδείξεις για την ενοχή του Ντούζα. Το τρίκυκλο το κάλυπτε ομερτά. Μέχρι κι ο κυρ-Στάμος είχε ξεχάσει πως πούλαγε τάιντ ζεντ κέι στο μπακάλικο, όταν τον ρώτησε σχετικά ο νωματάρχης.

Λίγες μέρες αργότερα, όταν νύχτωσε για τα καλά κι έσβησαν τα πολλά φώτα της πλατείας, είδαμε από τον καφενέ τον Ντούζα να πηγαίνει κατά τη λιμνούλα, βαστώντας καλάμι ψαρέματος στο ένα χέρι κι έναν γκαζοντενεκέ στο άλλο. Κάθισε στα σκοτεινά, έβαζε κάτι μουρμουρέσες στο αγκίστρι για δόλωμα και ψάρευε τα χρυσόψαρα, μέχρι που δεν έμεινε ούτε ένα στη λιμνούλα. Μετά, αφού σχεδόν γέμισε τον γκαζοντενεκέ, άνοιξε την πλαϊνή πόρτα του Δημαρχείου που δεν έκλεινε ποτέ για λόγους (αν)ασφαλείας, μπήκε μέσα κι άδειασε τα ψάρια μπροστά στο γραφείο του Γιωργομάκου. Το σοκ του Δημάρχου ήταν μεγάλο, ο ένοχος προφανής, η ομερτά επίσης...

Η τρίτη φορά ήταν η φαρμακερή. Όχι γιατί έσπασε η ομερτά, αλλά γιατί ο Ντούζας το παρατράβηξε και κόντεψε από άγνοια να βάλει φωτιά στο Δημαρχείο χρησιμοποιώντας ...νερό! Ένα βράδυ, λοιπόν, ενώ η γεννήτρια είχε σταματήσει να τροφοδοτεί το σιντριβάνι (τις ώρες κοινής ησυχίας δεν λειτουργούσε μετά από σχετικό αίτημα της Δωροθέας της Ζαβής που την ενοχλούσε, παρότι έμενε μισό χωριό μακριά), ο Ντούζας πάρκαρε το τρίκυκλο δίπλα στον καφενέ κι άρχισε να ξεφορτώνει μπαγκάζια. Μπίρες και πορτοκαλάδες για τον Μπάφα και κάτι άλλα μπισικλέτια για τον ίδιο. Στουπιά, φελλούς και αυτοκόλλητες ταινίες. Δεν βάζαμε με το νου μας...

Εκείνος έβαζε με τον δικό του...

Πήγε και μπούκωσε με τα στουπιά όλες τις εξόδους του νερού στο σιντριβάνι, σφήνωσε από πάνω τους φελλούς και μετά τα ασφάλισε με την ταινία. Αποτέλεσμα; Μόλις το πρωί άνοιξε η γεννήτρια κι άρχισε να τροφοδοτεί νερό, στο Δημαρχείο έπεσε το ρεύμα! Σύμφωνα με το ασφαλές ρεπορτάζ της Δωροθέας της Ζαβής που εκείνη τη στιγμή ΔΕΝ ήταν εκεί, «ακούστηκαν κάμποσα ταφφφ, ταφφφ, ταφφφ, κι όταν ...πήγαμε τρέχοντας κάτω στο υπόγειο* που είναι η γεννήτρια, έπεσε το ρεύμα και δεν βλέπαμε πού πατάγαμε από τα σκοτάδια».

(* σημείωση: Η Δωροθέα η Ζαβή, πέραν το γεγονότος ότι ΔΕΝ ήταν εκεί, μετακινιότανε με «πι» και αποκλείεται να «έτρεξε» στο υπόγειο).

Τι είχε συμβεί; Μόλις η γεννήτρια έστειλε νερό στους σωλήνες, αυτοί βρήκαν αντίσταση κι άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να σπάνε στο υπόγειο του Δημαρχείου, κάτω από την πλατεία. Μόλις το νερό έφτασε στη γεννήτρια και στον πίνακα του ηλεκτρικού, έγινε βραχυκύκλωμα, έπεσαν οι ασφάλειες και κόπηκε το ρεύμα. «Κι αν ήταν κανένας υπάλληλος στο υπόγειο, θα γινόταν ψητός, κύριε Ντούζα», όπως έλεγε με απειλητική διάθεση ο νωματάρχης στον πρώτο εμπρηστή που χρησιμοποίησε νερό για να βάλει φωτιά! Τον συνέλαβε χωρίς δεύτερη κουβέντα κι από το τμήμα πήρε τηλέφωνο τον Γιωργομάκο για να ζητήσει οδηγίες. Όλοι περιμέναμε έξω από το τμήμα με αγωνία για το μέλλον του Ντούζα, θεωρώντας δεδομένο πως ο Γιωργομάκος θα έλεγε στον νωματάρχη να τον χώσει παραμέσα. Λίγα λεπτά μετά το τηλεφώνημα, ο Ντούζας βγήκε έξω από το τμήμα χαμογελαστός και φουριόζος. Πριν προλάβουμε να τον ρωτήσουμε τι έγινε και πριν μιλήσει σε κανέναν, είδαμε το τρίκυκλο να περνάει ...σφαίρα (με ταχύτητα πέντε την ώρα) μπροστά μας, με κατεύθυνση το Δημαρχείο, φορτωμένο κουβάδες, φτυάρια, τσουγκράνες, σφουγγάρια και υλικά καθαρισμού.

Η συνεργασία με την πυροσβεστική για την άντληση των υδάτων από το πλημμυρισμένο υπόγειο του Δημαρχείου, ήταν η πρώτη -από τις πολλές- δουλειές που ανέθεσε ο Γιωργομάκος στον Ντούζα στα επόμενα δύο χρόνια. Μετά τον προσέλαβε στον Δήμο ως κλητήρα. Δεν ξέρω αν άλλαξε στάση απέναντί του επειδή τον φοβήθηκε ή επειδή τον λυπήθηκε. Το σίγουρο είναι πως διασκέδαζε πολύ μαζί του, όπως διασκεδάζαμε όλοι μας. Όσο για το τρίκυκλο; Ε, μην τα πούμε και όλα σε αυτή την ιστορία...

Μέχρι να έρθει η ώρα να γράψω την ιστορία του τρίκυκλου του Ντούζα, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά…

Y.Γ. Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλους τους «Ντούζες» αυτής της χώρας, που ακόμα δεν έχουμε κάνει την επενάστασή μας...

Υ.Γ.2: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.