Τέρενς Χιλ, Μπαντ Σπένσερ κι οι γροθιές χορεύουν σάμπα!

Miltos+
Τέρενς Χιλ, Μπαντ Σπένσερ κι οι γροθιές χορεύουν σάμπα!
Περί καζανιών και τσίπουρων, όλο και κάτι θα μάθατε στο προηγούμενο θέμα. Από τσιπουρομεζέδες τι ξέρετε, όμως; Ο Μίλτος ο Νταλικέρης σε ακόμα ένα ...γευστικό ταξίδι!

Η ρετρό ιστορία που ακολουθεί έρχεται πάλι Τετάρτη και μυρίζει, όπως και η προηγούμενη, αλκοόλ. Με τόσες αναθυμιάσεις πού να προλάβω να τη γράψω στην ώρα της;

Το να ξεκινήσω γράφοντας «έβρεχε», είναι μάλλον περιττό. Νοέμβρης ήταν, έβρεχε. Τι θα νάκανε; Κι επειδή ήταν Νοέμβρης, τα βραδινά ραντεβού για τα «καζάνια» ήταν διαδοχικά. Τη μια στο γκαράζι του Μαστρομανέλου, όπως έγραφα στην προηγούμενη ιστορία, την άλλη στο κελάρι του Μπάφα του καφετζή, την παράλλη στην αποθηκούλα του Πέτρου της Κουφής, τέτοια εποχή κάθε βράδυ γλέντι είχαμε, σουρωμένοι από τα πρωτοράκια. Εκείνο το βράδυ είχαμε πάει στην αποθήκη του Ντούζα με το τρίκυκλο, σε μια νεανική παρέα που είχε εθιστεί να λέει κουβέντες μεγάλων -μεθυσμένων- ανδρών. Εγώ, ας πούμε, αφήνοντας πάνω στο τραπέζι ένα μεγάλο τάπερ, ανακοίνωσα πως «έφερα ξερά σύκα, γιατί ο Μαστρομανέλος λέει πως είναι ο καλύτερος τσιπουρομεζές». «Δεν πας καλά», είπε ο Δεμπασκαλάς και απόθεσε στο τραπέζι, με τη σειρά του, μια μεγάλη τσάντα με κάτι μακρύ και βαρύ. «Ο Μπάφας λέει πως ο καλύτερος τσιπουρομεζές είναι ο ταχινένιος χαλβάς με λεμόνι και κανέλα», είπε και άκουσε τον Πέτρο τον Αρμένη να λέει την κουβέντα που είχε καθιερώσει τον ίδιο τον Δεμπασκαλά: «Δεν πας καλά»! Ο Πέτρος είχε φέρει έναν ντενεκέ λάχανο τουρσί, για ...προφανείς λόγους: «Ο νονός μου ο Πέτρος της Κουφής λέει πως ο καλύτερος τσιπουρομεζές είναι το λάχανο τουρσί». Ο Φώτης φυσικά διαφώνησε και μας αποστόμωσε όλους: «Ο πατέρας μου λέει πως ο καλύτερος τσιπουρομεζές είναι ο ...τζάμπα»! Φυσικά δεν είχε φέρει τίποτα...

Έτσι, μαζί με κάτι σαρδέλες παστές που είχε μαζί του ο Ντούζας ισχυριζόμενος το αναμενόμενο περί «καλύτερου τσιπουρομεζέ», είχαμε όλους του εκλεκτούς τσιπουρομεζέδες, αλλά -κακά τα ψέματα- φαγητό δεν είχαμε. Κι όταν τα καζάνια άρχισαν να φέρνουν αποτέλεσμα, το τσίπουρο έσταζε στα ποτήρια και τα γράδα ανέβαιναν από το στομάχι στον εγκέφαλο, δεν μας βάσταγε τίποτα. Τα πρωτοράκια θέλουν φαγητό. Σαβούρα. Μπάζωμα. Πόσο να μας βαστήξουν τα αποξηραμένα σύκα, το τουρσί και οι χαλβάδες; Αστεία πράματα... Κι αστεία λέγαμε κι αστείοι ήμασταν, μέχρι που η αποθήκη άρχισε να γυρίζει. «Εγώ, ρε χαμένοι, κουνήθηκα για τα καλά. Μα είναι μεζέδες αυτοί που φέρατε; Κρέας θέλει το τσίπουρο, ρε. Κρέας! Αυτός είναι ο καλύτερος τσιπουρομεζές», φώναζε ο Φώτης, που δεν έφερε τίποτα και μας έβαζε και χέρι από πάνω. Προφανώς τα γράδα μέσα στην κεφάλα του είχαν ανέβει περισσότερο από των υπόλοιπων, γιατί σε λίγα λεπτά άρχισε να ουρλιάζει: «Κρέας, ρε. Έχετε κρέας; Να ψήσουμε αρνιά, παΐδια ρε. Μοσχάρια, γουρούνια, κοτόπουλα, μπεκατσόπουλα...». Παραλήρημα! Μέχρι που κάποια στιγμή ο Πέτρος ο Αρμένης σηκώθηκε όπως όπως να τον ταρακουνήσει μπας και συνέλθει: «Κρέας θέλεις; Τράβα φέρε. Εσύ δεν έφερες τίποτα. Τράβα φέρε, ρε...». Κι ενώ η προτροπή ήταν ρητορική, ο Φώτης τράβηξε...

Βγήκε από την αποθήκη και χάθηκε στην ερημιά. Πού πήγαινε τέτοια ώρα, κανείς δεν κατάλαβε και κανείς δεν ασχολήθηκε. «Ντράπηκε έτσι που του μίλησε ο Πέτρος και θα πήγε σπίτι», συμπέρανε ο Ντούζας που δεν τον ήξερε καλά. «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς. Ο Φώτης δεν είχε ντραπεί ποτέ και για τίποτα. Σιγά μην ντρεπόταν τώρα που του είπε ο Πέτρος ότι δεν έφερε τίποτα να φάμε. Σάμπως είχε φέρει ποτέ; Κάτι άλλο σκάρωνε και δεν αργήσαμε να το διαπιστώσουμε όταν ακούσαμε θόρυβο και βγήκαμε όλοι μαζί στην πόρτα της αποθήκης να δούμε τι τρέχει. Πλατσουρίζοντας μέσα στη βροχή, ο Φώτης ερχόταν κατά το μέρος μας βαστώντας ...μια κότα, την οποία ξεπουπούλιαζε εν κινήσει. «Κρέας, ρε. Κρέας», μονολογούσε κι ερχόταν ρουθουνίζοντας προς το μέρος μας. Κάπου μέσα στην αποθήκη βρήκε ένα σουγιά για να ξαντεριάσει την κότα και να την καθαρίσει, μετά πήρε νερό που έβραζε για να την ξεπλύνει, να τη ζεματίσει, να κάνει τέλος πάντων ό,τι καταλάβαινε και μετά τράβηξε κάμποσα κάρβουνα κάτω από το καζάνι, έφτιαξε μια πρόχειρη θράκα, έβαλε από πάνω μια τσουγκράνα(!), κάρφωσε την κότα και περίμενε να ψηθεί! Θα έγραφα «σουρεάλ ψήσιμο, σουρεάλ κατάσταση», αλλά όταν όλα αυτά τα έχει δημιουργήσει ο Φώτης, τότε η λέξη «σουρεάλ» είναι πλεονασμός.

Μετά από λίγη ώρα, θολωμένος από τα τσίπουρα και τη φωτιά αλλά και εξαιτίας του χαμηλού φωτισμού από δυο λάμπες λουξ (η παλιά αποθήκη δεν είχε ηλεκτρικό), ο Φώτης άρχισε να μας ρωτάει, λες κι εμείς βλέπαμε καλύτερα και θα του απαντούσαμε: «Ψήθηκε, ρε; Ψήθηκε; Τι λέτε;». Τι να πούμε κι εμείς; Τίποτα δεν λέγαμε, μόνο ο …εύσωμος Ντούζας που του τρέχανε τα σάλια άρχισε να του ζητάει να τη βγάλει, ενώ ακόμα έσταζε το αίμα! Τελικά, με τα πολλά και μετά από αρκετό ψήσιμο, την έβγαλε και την τεμαχίσαμε με το σουγιά για να τη φάμε. Αλλά δεν τρωγότανε με τίποτα. Πετσί σκέτο. Τσίχλα. Δαγκώναμε το μπούτι και το τραβάγαμε μισό μέτρο από το στόμα, αλλά κομμάτι δεν κόβαμε. Μόνο δύο καταφέρνανε και κόψουν και να καταπιούν. Ο Ντούζας από λαιμαργία κι ο Φώτης για να αποδείξει ότι μας έφερε τον ...καλύτερο τσιπουρομεζέ: «Φάτε, ρε χαμένα. Φάτε. Σας το είπα, δεν σας το είπα ότι ο καλύτερος τσιπουρομεζές είναι ο τζάμπα;». Δεν ήταν...

Ούτε και ο χαλβάς και τα σύκα ήταν, αλλά τι να γίνει; Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν εντοπιζόταν στην ποιότητα του μεζέ, αλλά στην προέλευσή του. Οι δικοί μας «καλύτεροι τσιπουρομεζέδες» ήταν ...δικοί μας τσιπουρομεζέδες. Του Φώτη ήταν κλεμμένος. Από κάπου είχε βουτήξει την κότα. Κι επειδή δεν άργησε και πολύ να γυρίσει στην αποθήκη μετά την αποχώρησή του για να βρει «κρέας», τότε την κότα την είχε κλέψει, ή από τη Δωροθέα τη Ζαβή ή από τον Πέτσα τον Γιαούρτη, που τον φώναζαν έτσι για προφανείς λόγους: πούλαγε γιαούρτια με πέτσα γυρνώντας στις γειτονιές φορτωμένος έναν ταβλά. Ωστόσο, εκείνο το βράδυ δεν μας αποκάλυψε πού βρήκε την κότα. Και δεν θα το αποκάλυπτε ποτέ αν το επόμενο απόγεμα, όταν όλη η παρέα μαζί με τον Ντούζα, είχαμε μαζευτεί στον καφενέ του Μπάφα. Ο Πέτσας ο Γιαούρτης ήταν τόσο σπάγκος, που σπάνια έμπαινε στον καφενέ, ωστόσο εκείνη τη μέρα μπήκε. Και ήρθε καταπάνω μας με άγριες διαθέσεις. Καταπάνω στον Ντούζα, δηλαδή, πήγε, γιατί αυτόν ήξερε, αυτός ήταν γείτονάς του. Η παλιά αποθήκη βρισκόταν δίπλα σε έναν αχυρώνα, στον οποίο ο Ντούζας φύλαγε τα ζωντανά του: πρόβατα, γουρούνια, πουλερικά...

«Δεν ντρέπεσαι, ρε χοντρέ; Δεν φτάνει που μπήκες να κλέψεις νυχτιάτικα, την κλωσαριά βρήκες να σφάξεις, ρε χαμένε; Την κλωσαριά; Μία ήτανε μέσα σε πενήντα κότες και κοτόπουλα»! Τόμπολα! Ο Φώτης, προφανώς για να βουτήξει το πιο ψωμωμένο ζωντανό, πήρε το πλέον ακατάλληλο από κάθε άποψη. Ούτε να το καταπιούμε μπορούσαμε, ούτε να καταπιεί ο Πέτσας ο Γιαούρτης την καταστροφή που του προκάλεσε ο Φώτης σφάζοντας την κλώσα. Ούτε, όμως, κι ο Ντούζας μπορούσε να καταπιεί την προσβολή. Όχι που τον είπε ο Πέτσας «κλέφτη», αλλά που τον είπε «χοντρό», ενώ εκείνος ήταν κουκλάκι ζωγραφιστό, 1,60 με τα χέρια σε ανάταση και 150 κιλά. Στον καφενέ έγινε μεγάλο πατιρντί. Έβαλε ο Ντούζας το κεφάλι κάτω, ακόμα πιο κάτω από εκεί που βρισκόταν δηλαδή, κι έχωσε μια κουτουλιά στο στομάχι του Πέτσα, που άρπαξε με τη σειρά μια καρέκλα και την έσπασε στην πλάτη του Ντούζα. Τέρενς Χιλ, Μπαντ Σπένσερ, οι γροθιές χορεύουν σάμπα! Μέσα στο σαματά, ενώ μπήκανε στη μέση ο θεόρατος ο Μπάφας κι ο μαντράχαλος ο Πέτρος για να τους χωρίσουν, ο Φώτης πρόλαβε να εξαφανιστεί. Κι όταν ο Πέτσας ο Γιαούρτης γύρισε ματωμένος στο κτήμα, σίγουρα θα βρήκε μια κλώσα στη θέση εκείνης που του βούτηξε ο φίλος μας. Σίγουρα θα τη βρήκε, γιατί την επόμενη μέρα η Δωροθέα η Ζαβή γύρναγε στη γειτονιά με το «πι» κι έλεγε και ματάλεγε πως κάποιος της είχε κλέψει τη μία από τις δύο δικές της κλώσες. «Τουλάχιστον σου έμεινε μια, μωρ΄ θειά», της είπε ο Φώτης και τότε καταλάβαμε όλοι τι είχε σκαρφιστεί για να τα έχει καλά με την -όποια- συνείδησή του...

Μέχρι να καταλάβει και η Δωροθέα η Ζαβή, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.