Το μπρούσκο της καρδιάς μας!

Miltos+
Το μπρούσκο της καρδιάς μας!
Παλιά, τέτοιες μέρες άνοιγαν τα βαρέλια με τα φρέσκα κόκκινα κρασιά. Φέτος ανοίγουν την Τιβί. Εκείνο το μπρούσκο της καρδιάς μας, πάντως, ήταν αλλιώς κι ο Μίλτος ο Νταλικέρης το θυμάται στις «ρετρό ιστορίες» του...

Η ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης έρχεται με καθυστέρηση, ημέρα Τετάρτη, αλλά θα σας αποζημιώσω γιατί είναι ...διπλή! Η παράδοση λέει πως οι οινοπαραγωγοί άνοιγαν τα κοκκινέλια τους ανήμερα του Αϊ-Δημήτρη. Τα λευκά κρασιά αργούσαν ακόμα, τα άνοιγαν μετά του Αγίου Σπυριδώνου. Μεγάλοι μπέκρες πρέπει να ήταν οι άγιοι, κάθε γιορτή είχε και τη σημειολογική της σύνδεση με το ντερλίκωμα. Τέλος πάντων, του Αϊ-Δημήτρη ανοίγανε τα κόκκινα κρασιά, η Χαρούλα τραγούδαγε στον φαντάρο να πιει από το «μπρούσκο της καρδιάς» του Μάνου Λοϊζου, τώρα όλα μαζί γίνανε σίριαλ στην τηλεόραση, αλλά από μπρούσκο ...μυρουδιά. Κανένας φίλος ή γνωστός δεν άνοιξε φέτος δικό του βαρελάκι κι αν δεν βάλω του χρόνου δικό μου κρασί στο υπόγειο, να μη με λένε Μίλτο.

Κάθε φορά, ωστόσο, που σκέφτομαι το άνοιγμα των βαρελιών, το πρώτο κρασί που μου έρχεται στο μυαλό δεν είναι ούτε το μπρούσκο της καρδιάς, ούτε κανένα άλλο κοκκινέλι ή λευκό ημίξηρο. Άλλο κρασί θυμάμαι, από άλλα βαρέλια. Το περίφημο(;) κρασί του Αλέκου του Κίκζα, που είχε γίνει γνωστός και ως ο «Αλιέκος με τ΄ αλιέτρι», επειδή ως οινοπαραγωγός που ήταν, εμφανιζόταν συχνά στη γειτονιά καβάλα σε ένα φρεζάκι, νομίζοντας πως με δαύτο πήγαινε πιο γρήγορα απ΄ ό,τι με τα πόδια - δεν πήγαινε, γιατί το φρεζάκι μόνο φασαρία ήταν. Τη χρονιά της ιστορίας μας, ο χημικός είπε του Αλιέκου να ρίχνει στο βαρέλι με το κρασί «ένα κουταλάκι φάρμακο κάθε τρεις μέρες». Ο Αλιέκος έριχνε τρία κουταλάκια την ημέρα. Το κρασί έγινε μπλε!

Και το αφήνουμε στο βαρέλι του για την ώρα, για να θυμηθούμε μια άλλη σχετική ρετρό ιστορία. Μια ιστορία μέσα στην άλλη, δυο ιστορίες μαζί, δύο σε ένα, εμ σαμπού εμ κοντίσιονερ, εμ κόκκινο κρασί εμ μπλε.

Λοιπόν, ήταν παραμονή της Αγιαπαρασκευής (ή Αγιαπαράσχως). Ο κυρ Νίκος ο Κολλαμίας*, ο ανεπίτρεπτος επίτροπος - καντηλανάφτης της εκκλησίας της Αγιαπαράσχως, εμφανίστηκε αλλόφρων στον καφενέ του Μπάφα, ο οποίος ήταν απέναντι από την είσοδο του ναού και διαγώνια από το καμαράκι που είχαν σκαρώσει κάτω από τα σκαλοπάτια, για να συνεδριάζουν οι επίτροποι. (*όπως έχω ξαναγράψει στο παρελθόν, τον κυρ Νίκο τον λέγαμε Κολλαμία, επειδή όπου μας έβλεπε άπλωνε την παλάμη, έλεγε «κόλλα μία» και μετά μας έπιανε το χέρι και το έσφιγγε μέχρι να στάξει γάλα). «Πάρε τηλέφωνο τον Τάκη μην πάθουμε καμιά ζημιά χρονιάρα μέρα», φώναξε στον Δεμπασκαλά που δούλευε από τότε στον καφενέ, διευκρινίζοντας πως «ο παπα-Νίκος δεν το έχει κλείσει όλη μέρα το ρημάδι, γιατί οργανώνει την υποδοχή του Δεσπότη». (μέντολες - ο παπα-Νίκος μίλαγε με τη χήρα του Βαγγελμπάρα. Το είχε τσεκάρει ο Φώτης πως όποτε κλειδωνόταν ο παπάς στο καμπαναριό, έπειτα από ένα λεπτό η χήρα έτρεχε να σηκώσει το τηλέφωνο. Την παρηγορούσε μέρα νύχτα ο παπα-Νίκος).

Ο Δεμπασκαλάς σήκωσε αμέσως το τηλέφωνο να πάρει τον Τάκη. Ο οποίος Τάκης ήταν ο νερουλάς. Ή ο βοθρατζής με τον «Αχόρταγο»... Και τους δύο Τάκηδες τους λέγανε. Ο Δεμπασκαλάς αποφάσισε πως, αφού είπε «μην πάθουμε καμιά ζημιά», εννοούσε τον βοθρατζή. «Γέμισε το βόθρο της η Αγιαπαράσχω. Τρέχα, είπε ο Κολλαμίας, έχει πανηγύρι απόψε». Ο Τάκης δεν έτρεξε και πολύ. Ο «Αχόρταγος» πάρκαρε μπροστά στα σκαλιά της εκκλησίας πέντε λεπτά πριν φτάσει ο Δεσπότης. Όλα τα είχε οργανώσει ο παπα-Νίκος με τη... βοήθεια της χήρας. Όλα εκτός από την ξαφνική έλευση του «Αχόρταγου». «Τι θες εσύ εδώ;» ούρλιαξε ο Κολλαμίας, «εσύ με φώναξες», είπε ο Τάκης, τον πλάκωσε στα Ευαγγέλια ο Κολλαμίας, κίνησε να φύγει ο «Αχόρταγος», αλλά τον είχε κλείσει η κούρσα του Δεσπότη, ο οποίος κατέβαινε με δόξα και τιμή σε ένα σουρεάλ σκηνικό. Μόλις τον είδε ο Κολλαμίας και κατάλαβε πως τον άκουσε να κατεβάζει καντήλια, ένιωσε μια αδιαθεσία, έναν ντουβρουτζά, ένα χτικιό στα μέσα του και πάρ΄ τον κάτω λιπόθυμο. «Φέρτε νερό, τι κοιτάτε;» έκραξε η Δωροθέα η Ζαβή και καλά που ήταν απέναντι ο καφενές, γιατί στην εκκλησία δεν είχε μείνει σταγόνα από νερό. Είχε έρθει λάθος Τάκης...

Ευτυχώς, ο κυρ Νίκος συνήλθε αφού πρώτα έφυγε ο «Αχόρταγος» και ενώ ήδη ο Δεσπότης είχε ξεκινήσει τη λειτουργία. Λίγες ώρες αργότερα λιποθύμησε ξανά, για άλλο λόγο. Όχι πάντως επειδή λίγο πριν τελειώσει η... συμπεριφορά της εικόνας, πάρκαρε έξω από την εκκλησία ο άλλος Τάκης με το βυτίο του νερού. Μετά τη συμπεριφορά της εικόνας (σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, συμπεριφέρθηκε άψογα σε όλη τη διαδρομή), ακολούθησε γλέντι. Κι επανερχόμαστε στην αρχική ιστορία μας...

Το κρασί ήταν μια... ευγενική προσφορά του Αλιέκου με τ΄ αλιέτρι. Ναι, καλά καταλάβατε. Ήταν το περίφημο μπλε κρασί. Ο Αλιέκος, όταν διαπίστωσε πως είχε γίνει μπλε, πήγε ξανά στο χημείο και ρώτησε «πώς να το ξανακάνω άσπρο;». Ο χημικός τού είπε «δεν γίνεται» κι ότι «πάει χαμένο». Οι λέξεις «αδύνατον» και «χασούρα» δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιο του Αλιέκου, ο οποίος βάλθηκε να βρει τρόπο να ασπρίσει το κρασί. Και τον βρήκε... Απευθύνθηκε στον Αμερικάνο με τα «Μοβ», το μπαράκι της περιοχής. Ο Αμερικάνος, μάστορας στις «μπόμπες», ρώτησε τους κατάλληλους ανθρώπους και του έδωσε το κατάλληλο φάρμακο και τις απαραίτητες οδηγίες: «Θα ρίχνεις ένα φακελάκι από αυτή τη σκόνη κάθε βδομάδα για τρεις μήνες. Μετά θα το αφήσεις να καθαρίσει μόνο του. Όταν καθαρίσει... μην το πιεις». Αυτή τη φορά ο Αλιέκος ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες. Το φακελάκι ένα και στην ώρα του, κάθε βδομάδα για τρεις μήνες, μετά υπομονή και μετά... δεν το ήπιε. «Έχω ένα κρασί φίνο που μου περίσσεψε και θα ξινίσει», τάχα εκμυστηρεύτηκε ένα βράδυ στον Κολλαμία. «Το μπλε;» τον ρώτησε εκείνος υποψιασμένος. «Ποιο μπλε; Δεν σωνόταν αυτό και το έχυσα. Αγίασμα σου λέω. Επειδή έκανα τάμα για να μου πάει του χρόνου καλά η σοδειά στην Αγιαπαρασκευή, μεγάλη η χάρη της (τρεις μεγαλόσταυροι), θα σ' το δώσω μισή τιμή για το πανηγύρι της».

«Κόλλα μία...».

Κόλλησαν!

Και το βράδυ της γιορτής, στο τραπέζι της πλατείας, κάτω από τον πλάτανο, σερβιρίστηκε το πρώην μπλε κρασί του Αλιέκου. Ο Κολλαμίας, μετά την ένταση που έζησε με τον «Αχόρταγο», ξεσάλωσε και ήπιε λίγο παραπάνω. Τη συνέχεια τη φαντάζεστε. «Φέρτε νερό, τι κοιτάτε;» έκραξε πάλι η Δωροθέα η Ζαβή κι αυτή τη φορά έφεραν από της εκκλησίας, αφού είχε έρθει ο Τάκης. Ο Κολλαμίας, όμως, ξύπνησε το άλλο πρωί. Και νόμιζε πως τον είχε τιμωρήσει η Αγιαπαράσχω για τα μπινελίκια που στόλισε τον Τάκη έξω από την πόρτα της, καθώς τις επόμενες μέρες έβλεπε τον «Αχόρταγο» να κάνει χρυσές δουλειές στη γειτονιά. Τρεις και μία τούς είχε πάει όλους όσοι ήπιαν ανυποψίαστοι το περίφημο κρασί του Αλιέκου. Κι από πίσω κι από μπρος τούς φεύγανε τα ζουμιά. Και δώσ΄του καζανάκια, και δώσ΄του λάτρα οι γυναίκες με τα πλυντήρια και τις σκάφες (ναι, είχαμε ακόμα και σκάφες στη γειτονιά), γιόμιζαν οι μικροί βόθροι, σε μια πραγματική... κατάρα που έληξε όταν συνδεθήκαμε με την αποχέτευση, έπειτα από χρόνια. «Δεν θα τον πετύχω στον καφενέ τον θεομπαίχτη; Θα τον πετύχω και θα τον ξεφτιλίσω μπροστά σε όλους, που του πλέρωσα το φαρμάκι χρυσό και φαρμάκωσα τον κόσμο όλο», έλεγε ο Κολλαμίας.

Για την ιστορία:
α) Δεν τον πέτυχε. Μετά από αυτό ο Αλιέκος δεν πάταγε στον καφενέ, τάχα επειδή είχε δουλειά στα κτήματα. Ήξερε πως δεν θα τον ξεφτίλιζε ο Κολλαμίας. Τον Μαστρομανέλο φοβόταν και τον Λιούμη τον Στέκα, που δεν κώλωνε κι έβγαζε και πιστόλι και σουγιά.
β) Από τον Μαστρομανέλο δεν είχε φόβο. Το βράδυ της γιορτής, ήπιε μια νταμιζάνα από το μπλε κρασί, έλεγε «τι αγίασμα είναι τούτο» και μετά έκατσε στον καφενέ αχάραγα. «Καφέ;» τον ρώτησε ο Δεμπασκαλάς, που βάραγε εκεί 48ωρη σκοπιά παραμονή κι ανήμερα της Αγιαπαράσχως. «Τι καφέ; Πιάσε μια παγωμένη. Εκτός κι αν έχεις κι εσύ από εκείνο το κρασί που είχε στο πανηγύρι. Είπα…»

Μέχρι να ξεχάσω τις λιποθυμίες του Κολλαμία και το μπλε κρασί του Αλιέκου, εγώ ο Μίλτος να ΄μαι καλά...

Y.Γ. Φίλε thrilos_barca, πιστεύεις πως υπάρχει τόσο σατανικό μυαλό που θα μπορούσε να φανταστεί τέτοια ιστορία;

Υ.Γ.2: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.