Ράφικ, θα γίνεις Σιγάλας;

Βασίλης Βλαχόπουλος
Η περίπτωση του Ράφικ Τζιμπούρ και των γεγονότων που έλαβαν χώρα μεταξύ του Αλγερινού με οπαδούς του Άρη δεν είναι η μοναδική στα χρονικά του συλλόγου. Υπάρχει και αυτή του Γιώργου Σιγάλα στην οποία όμως το μίσος μετατράπηκε σε αγάπη και εκτίμηση.

Σχέσεις αγάπης μεταξύ παικτών και οργανωμένων οπαδών μπορούν να δημιουργηθούν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, συνήθως όμως δεν αποδεικνύουν την ανθεκτικότητά τους. Η φθορά είναι αναπόφευκτη σε βάθος χρόνου γιατί νομοτελειακά έρχεται η στιγμή όπου ο επαγγελματικός παράγοντας υπερισχύει κάθε άλλου. Τουλάχιστον στην Ελλάδα, όπου ως ένα βαθμό διακρινόμαστε για την προσωπολατρεία, δεν ήταν λίγοι οι αθλητές που επιδίωξαν να ταυτιστούν με τους φιλάθλους, διαπιστώνοντας πρόσφορο έδαφος. Στην πραγματικότητα ήταν πρόσκαιρες σχέσεις με σύντομη ημερομηνία λήξης κι όταν ερχόταν το τέλος (σε κάποιες περιπτώσεις) επήλθε και ο εσωτερικός διχασμός.

Είναι όμως ασυνήθιστο, ένας… μεγάλος έρωτας να αρχίζει μέσα από ένα έντονο «διπλωματικό» επεισόδιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν ραγίζει το γυαλί, συνήθως δεν υπάρχει γυρισμός αλλά μια αδυσώπητη κόντρα που οδηγεί σε αναπόφευκτο διαζύγιο. Στην περίπτωση του Ράφικ Τζιμπούρ, επί του παρόντος δεν υπάρχουν τα πειστήρια για κάτι τέτοιο. Είναι προφανές όμως ότι μετά τις… ψιλές που έπεσαν στο φινάλε του αγώνα με τον Αιγινιακό, καταβάλλεται προσπάθεια εκτόνωσης της κρίσης. Κανείς γνωρίζει αν αυτή η σχέση θα εξελιχθεί σε αγάπη ή εκτίμηση (δίχως να σημαίνει ότι αποτελεί στόχο ή επιδίωξη). Επί τούτου θα πρέπει να συνυπολογιστούν πολλά πράγματα. Από τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του παίκτη μέχρι την πορεία που θα διαγράψει ο φετινός Άρης.

Το φαινόμενο είναι σπάνιο αλλά τουλάχιστον στον Άρη έχει συμβεί. Τότε βέβαια, στην περίπτωση του Γιώργου Σιγάλα, δεν είχαν πέσει…μπουνιές, αλλά εκείνο το βράδυ της 30ης Μαρτίου 1999, φεύγοντας από το Αλεξάνδρειο, καθένας ένιωθε τη βεβαιότητα ότι ήταν θέμα χρόνου η ανακοίνωση της λύσης της συνεργασίας με τον «Ράμπο» του ελληνικού μπάσκετ. Το γυαλί δεν είχε (απλά) ραγίζει, είχε «διαλυθεί» πάνω στη χαμένη ελπίδα διεκδίκησης ενός ακόμη ευρωπαϊκού τροπαίου.

Γυρνώντας τη μηχανή του χρόνου σ’ εκείνες τις τρυφερές εποχές, ο Σιγάλας είχε «κλαπεί» μέσα από τα χέρια του ΠΑΟΚ το καλοκαίρι του 1998 και υπέγραψε διετές συμβόλαιο με συνολικές απολαβές περί των 520.000.000 δραχμών. Το νούμερο ήταν άκρως εντυπωσιακό και ως ένα βαθμό οδήγησε σε άκρως λανθασμένες εκτιμήσεις περί του ρόλου του αθλητή. Ήταν η πρώτη σεζόν (και ουσιαστικά η τελευταία) του Δημήτρη Κοντομηνά στον μπασκετικό Άρη. Χαρακτηρίστηκε από υψηλές προσδοκίες και χαμηλές πτήσεις έως ότου καταλήξει στο σκάνδαλο ντόπινγκ στα πλέι οφ με τον ΠΑΟΚ με έπαθλο την 3η θέση η οποία οδηγούσε στο Κύπελλο Πρωταθλητριών (νυν Ευρωλίγκα). Εκείνο το βράδυ της 30ης Μαρτίου 1999, ο Άρης αντιμετώπισε τη Βαλένθια στον δεύτερο αγώνα της ημιτελικής φάσης του Κυπέλλου Σαπόρτα έχοντας την υποχρέωση της ανατροπής διαφοράς έξι πόντων, λόγω της ήττας στον πρώτο αγώνα (σ. σ. 70-64). Εκείνη τη νύχτα, όλα πήγαν στραβά. Κυριευμένοι από το άγχος, οι «κίτρινοι» έκαναν κακό παιχνίδι, δεν μπορούσαν να βρουν στόχο από απόσταση (τότε) 6,25 μέτρων και ο απολογισμός των 3/19 τριπόντων αποδείχθηκε οδυνηρός. Η Βαλένθια επικράτησε με 50-58 (εξασφάλισε την πρόκρισή της στον τελικό) αλλά πριν ηχήσει η κόρνα της γραμματείας, ακούστηκαν οι πρώτες προειδοποιητικές βολές. «Ο λαός του Άρη ήταν εδώ κι εσείς παλιό… στα… τα δυο».

Λόγω χαρακτήρα, καθότι… ολίγον ιδιόρρυθμος, ο Γιώργος Σιγάλας αρνήθηκε να αποδεχθεί αυτό το σύνθημα. Τα όργανα άρχισαν τη στιγμή της αποχώρησης προς τα αποδυτήρια και περνώντας κάτω από την κερκίδα των οργανωμένων. Ο Σιγάλας αντέδρασε, χτυπούσε με δύναμη το χέρι στο στήθος του φωνάζοντας προς τους οπαδούς «εμένα χτυπάτε». Η κατάσταση ξέφυγε. Λίγα λεπτά μετά, το προαύλιο του Αλεξανδρείου γέμισε κόσμο. Κανείς είχε τη διάθεση να φύγει, άπαντες περίμεναν τον Σιγάλα. Ο αθεόφοβος δεν φοβήθηκε και απαίτησε να βγει μόνος του και να τους αντιμετωπίσει. Αυτή η απόπειρα αποδείχθηκε λανθασμένη. Εν τέλει χρειάστηκε λίγος χρόνος αλλά αυτό το μεγάλο μίσος, εξελίχθηκε σε έρωτα. Ακόμη και (περίπου) ενάμιση χρόνο όταν ο Σιγάλας μετακόμισε στον ΠΑΟΚ, αυτή η σχέση άντεξε στον χρόνο. Γι’ αυτόν τον λόγο εξάλλου, τέσσερα χρόνια μετά (2004) επέστρεψε στον Άρη και παρέμεινε γι’ ακόμη τρία χρόνια.