Κάποιοι δικοί μου έρωτες…

Βασίλης Σκουντής Βασίλης Σκουντής
Κάποιοι δικοί μου έρωτες…
Μένοντας σπίτι και πλέον μη κυκλοφορώντας στα πέριξ, ο Βασίλης Σκουντής συνεχίζει να γράφει και να παρουσιάζει το ημερολόγιο του από τον καιρό του εγκλεισμού, εκτάκτως σήμερα με μπόλικη δόση vintage…

Πενία, λέει, τέχνας κατεργάζεται…

Η κλεισούρα να δείτε πόσες από δαύτες κατεργάζεται και απεργάζεται κιόλας…

Ιντα να κάμομε εδά, όπως ρωτάμε και στο χωριό μου, θα τις υπομείνουμε κι αυτές, αλλιώς θα αρχίσουμε να βαράμε τα κεφάλια μας στον τοίχο!

Βλέπω διάφορες τέτοιες τέχνες να κυκλοφορούν στο διαδίκτυο: από τα κάθε λογής memory challenge μέχρι το καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω!

Αυτό το καινούργιο κοσκινάκι είναι που διαλέγεις πέντε ποδοσφαιριστές οι οποίοι, λέει, σε έκαναν να ερωτευτείς το παιχνίδι και προσκαλείς πέντε φίλους σου να κάνουν το ίδιο…

Αλυσίδα δηλαδή, τουλάχιστον αυτή η αλυσίδα ανοίγει, ενώ εκείνη της πανδημίας πρέπει να κλείνει…

Γενικώς δεν είμαι πολύ πρόθυμος και ενθουσιώδης με όλα αυτά, αλλά ας πάει και το παλιάμπελο!

Χθες, λοιπόν, με το που ολοκλήρωσα την τηλεργασία μου, μπήκα στο γραφείο μου που μοιάζει με τη Βαγδάτη εν καιρώ βομβαρδισμού και ξεψάχνισα λίγο τις κούτες με τις φωτογραφίες…

Είπα λοιπόν να κάνω κι εγώ το κομμάτι μου με πέντε ποδοσφαιριστές που είχα την ευκαιρία να τους παρακολουθήσω να παίζουν (δια ζώσης ή στην τηλεόραση), να τους συναντήσω από κοντά, να τους πάρω συνέντευξη και να μαγευτώ από την προσωπικότητα τους.

Δεν είμαι, διάβολε, ο Διακογιάννης ή ο Σωτηρακόπουλος που τους έφαγαν στη μάπα, αλλά για μη ποδοσφαιρόφρων, θαρρώ πως δεν τα έχω καταφέρει κι άσχημα. Ιδού η απόδειξη, με ονόματα και διευθύνσεις…

Με τον «Εl Loco» Ρενέ Χούζεμαν, που έφυγε από τη ζωή πριν από δυο χρόνια συναντηθήκαμε στις 20 Αυγούστου του 1979. Τότε ήμουν ένα μειράκιον 16 ετών και ένιωσα τόσο μαγεμένος από τη δεξιοτεχνία του Αργεντινού μπαλαδόρου που αργότερα θεωρήθηκε ως ο Μαραντόνα πριν από τον Μαραντόνα, ώστε μετά τον (επεισοδιακό κιόλας) φιλικό αγώνα Παναθηναϊκός-Χουρακάν ξεροστάλιαζα έξω από τα αποδυτήρια εκλιπαρώντας τον να μου πει δυο κουβέντες. Και μου έκανε το χατίρι, θεός σχωρέστον.

Mε τον Πελέ συναντηθήκαμε τον Σεπτέμβριο του 1997 στη Λοζάνη όπου ο ποδοσφαιριστής με τον οποίο μεγάλωσε η γενιά μου, βρέθηκε απέναντι στην Αθήνα ως πρεσβευτής της υποψηφιότητα του Ριο ντε Τζανέιρο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Δεν έκανα τίποτε άλλο παρά μια βαθιά υπόκλιση μπροστά του κι αν δεν περιστοιχιζόμασταν από τόσο κόσμο, μπορεί να έκλινα ευλαβικά το γόνυ και να του φίλαγα τα πόδια!

Με τον συχωρεμένο τον Σόκρατες συναντηθήκαμε τον Δεκέμβριο του 2005 στην Αθήνα, όπου βρέθηκε ως επίσημος προσκεκλημένος στην ετήσια γιορτή του Πανελληνίου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου για τη βράβευση των κορυφαίων της χρονιάς. Ήμουν μεγάλος θαυμαστής του, έμενα με ανοικτό στόμα όταν τον έβλεπα να επελαύνει σαν το άτι στο γήπεδο και να κάνει εκείνα τα απίθανα coast to coast και δεν κρύβω ότι έκλαιγα το 1982 όταν η Βραζιλία του έμεινε στην ιστορία ως μια από τις καλύτερες ομάδες που δεν κατέκτησαν έναν τίτλο στο Μουντιάλ. Εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του θυμάμαι πάντοτε μια συνέντευξη που δεν έγινε ποτέ...

Με τον Λόταρ Ματέους συναντηθήκαμε δυο χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2007, πάλι με την ευκαιρία της παρουσίας του στην Αθήνα ως guest star της γιορτής του ΠΣΑΤ. Δεν διετέλεσα ποτέ φίλαθλος της Μπάγερν Μονάχου ή της Εθνικής Γερμανίας, αλλά, διάβολε, αυτός ο τύπος φόρεσε 150 φορές τη φανέλα της Nationalmannschaft, την οποία οδήγησε ως αρχηγός στον θρίαμβο στο Μουντιάλ του ’90, είναι ένας από τους μόλις τρεις παίκτες με συμμετοχή σε πέντε Παγκόσμια Κύπελλα και έχει το ρεκόρ αγώνων στη διοργάνωση (25). Μια πολύ λαμπερή προσωπικότητα και όσο κάναμε παρέα εκείνο το βράδυ τον έκοψα και για γνήσιο bon viveur!

Με τον Ζίκο δεν συναντηθήκαμε ενόσω καθόταν στον πάγκο του Ολυμπιακού, αλλά λίγους μήνες μετά την αποχώρηση του από τον Πειραιά. Ήταν Δεκέμβριος του 2011 και βρισκόταν στον πάγκο της Εθνικής ομάδας του Ιράκ η οποία έλαβε μέρος στους Αραβικούς Αγώνες, που διεξήχθησαν στη Ντόχα του Κατάρ. Βρισκόμουν εκεί εργαζόμενος στις Υπηρεσίες Τύπου της διοργάνωσης και ένα βράδυ μετά από έναν αγώνα τον ξεμονάχιασα και μου χάρισε μια αποκαλυπτική συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Goal News»

Επιπροσθέτως σε αυτό το Τop-5 θα πρόσθετα κάποιον που δεν είναι ακριβώς ξένος, διότι τον υποδεχθήκαμε στα μέρη μας το 1977, τον φάγαμε στη μάπα και τον νιώθουμε δικό μας άνθρωπο. Τον Ντούσαν Μπάγεβιτς εννοώ, με τον οποίο συναντηθήκαμε για πρώτη φορά ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ του 1980 για μια συνέντευξη στο «Φως των Σπορ», όταν διήγε την τρίτη σεζόν του στην ΑΕΚ και είχα την τιμή να τον παρουσιάσω σε μια εκδήλωση μετά από τριάντα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Για τον «Πρίγκιπα του Νερέτβα» δεν το κρύβω, το έχω γράψει πολλές φορές και το ξαναγράφω σήμερα εδώ: τον θωρώ μια από τις πιο χαρισματικές, λαμπερές και γοητευτικές προσωπικότητες που έχουν κοσμήσει την ελληνική αθλητική πινακοθήκη από καταβολής της και εις τους αιώνας των αιώνων…

Πέντε συν ένας λοιπόν. Πέντε ξένοι και ο Ντούσκο...

Θα ήταν έξι και ο Ντούσκο, αλλά μου λείπει ένας, που τον έχασα προτού σκάσει μύτη στην Ελλάδα ως τιμώμενος πρόσωπο…

Συναντηθήκαμε στο αεροδρόμιο της Κόρντομπα τον Ιούλιο του 2005. Εγώ έφευγα από εκεί μαζί με την Εθνική Νέων του μπάσκετ με προορισμό τη Μαρ ντελ Πλάτα, όπου θα διεξαγόταν η τελική φάση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος κι αυτός έφευγε για κάπου αλλού…

Συναντηθήκαμε όχι ακριβώς φευγαλέα, αλλά για κάμποσα λεπτά στην αίθουσα αναμονής των πτήσεων. Μου είπε μερικές κουβέντες, φωτογραφηθήκαμε αγκαλιά, αλλά στάθηκε άτυχος μέσα στην τύχη μου, διότι η φωτογραφία δεν βγήκε ποτέ κι άντε μετά ν’ αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας!

Α, ξέχασα να γράψω περί τίνος πρόκειται, αν και μάλλον ο λεγάμενος προκύπτει από τα συμφραζόμενα…

Κάποιος ονόματι Μαραντόνα!

Βασίλης Σκουντής
Βασίλης Σκουντής

H φήμη ότι βγήκε από την κοιλιά της μάνας του κρατώντας ένα στυλό κι ένα χαρτί ελέγχεται ως εντελώς αναληθής. Αντιθέτως είναι περίπου… αληθής η φήμη ότι στην πρώτη έκθεση του στο δημοτικό έβαλε τίτλο, υπότιτλο, φωτογραφία, λεζάντα και έδωσε χαρακτηρισμό γραμματοσειράς!
Τα νομικά βιβλία του Σάκουλα ενέμειναν απλώς στο ράφι, αλλά στις… σακούλες. Ο προορισμός υπήρξε μοιραίος και αναπόδραστος. Μετά από 32 χρόνια και με τα μαλλιά του να έχουν από ετών προτιμήσει την ταπείνωση από το θάνατο, ο Βασίλης Σκουντής ταλαιπωρεί τους γύρω του και τον εαυτό του, επιμένοντας να γράφει, άλλωστε είναι το μόνο που έμαθε να κάνει (πιστεύει καλά, αλλά κι αυτό παίζεται!) στη ζωή του. Αν και ενίοτε παρασπονδεί, εν τούτοις στις φλέβες του τρέχει πάντοτε πορτοκαλί αίμα, θεωρεί τον εαυτό του απόγονο του Homo Βasketikus και (περπατώντας στην πέμπτη δεκαετία της ενασχόλησης του με τη δημοσιογραφία) γουστάρει που ακόμη δεν βαρέθηκε να κάνει το χόμπι του!

ΥΓ: Αν μετά από τόσα χρόνια δεν τον βαρεθήκατε, εκτός από το gazzetta.gr μπορείτε να τον υποφέρετε ακόμη καθημερινά στο Goal News και στον Sentra FM 103.3